Η Αόρατη Πόλη, το Μυστικό όνομα και το Genius Locus
Αμέτρητες μυστικιστικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις σε όλο τον κόσμο αποδίδουν ιερότητα σε συγκεκριμένες πόλεις (Ιερουσαλήμ, Ρώμη, Μπενάρες, Μέκκα, Λάσσα, κ.ά.) μέσα από ένα σύστημα ονομασιών, απροσπέλαστων τόπων, κομβικών σημείων και αντιστοιχιών με πνευματικούς τόπους ή δίδυμες τους αόρατες πολιτείες.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σχεδόν πάντα το όνομα της πόλης υπονοεί ότι η πόλη είναι το ορατό αντίστοιχο μιας αόρατης πόλης που βρίσκεται «αλλού» (όπως για παράδειγμα η Ουράνια Ιερουσαλήμ των Εβραίων, η
Σαμπάλα των Βουδιστών που ουσιαστικά είναι το απόκρυφο αντίστοιχο της Λάσσα, οι Δελφοί και η αόρατη «αδελφή» πόλη τους, κλπ), και η πρόσβαση για εκεί βρίσκεται μέσα στην ορατή πόλη σε κάποιο ειδικό κομβικό σημείο που ταυτόχρονα είναι και το Κέντρο του Κόσμου. Έτσι, ο κόσμος είναι κυριολεκτικά γεμάτος από «Κέντρα του Κόσμου».
Τέτοια σημεία σημαδεύονται πάντοτε από ιερούς λόφους, ψηλά κτίσματα, ναούς, και πάντα κρύβουν μια δίοδο προς τα υπόγεια αλλά και μία προς τα ουράνια. Έτσι, έχουμε το μυστικό πολιτειακό τρίπτυχο: την ορατή πόλη που φιλοξενεί το κατά τόπους, «Κέντρο του Κόσμου» που συνήθως στέκει σε κάποιο «άβατον», τηn μυστική υπόγεια πόλη που βρίσκεται από κάτω του, την αόρατη ουράνια πόλη που βρίσκεται «αλλού» και την οποία κατοπτρίζει συμμετρικά η ορατή πόλη…
Διαβάζω στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (κα΄ 1-2):
«Και είδον ουρανόν και γην νέαν… Και εγώ ο Ιωάννης είδον την πόλιν την αγίαν, την νέαν Ιερουσαλήμ καταβαίνουσαν από του Θεού εκ του ουρανού, έχουσαν την δόξαν του Θεού, και η λαμπρότης αυτής ήτο όμοια με λίθον πολύτιμον, ως λίθον ίασπιν κρυσταλλίζοντα, και είχε τείχος μέγα και δώδεκα πυλώνας…»
Και μια προσευχή των Ναϊτών Ιπποτών:
«Ουράνια πόλη της Ιερουσαλήμ, μακάριο όραμα ειρήνης, εσύ που, χτισμένη από πέτρες ζωντανές, υψώνεσαι μέχρι τα άστρα, και περιβάλλεσαι από μυριάδες αγγέλων…» (Ύμνος του Εσπερινού).
Και ένα απόσπασμα από Βραχμανικό κείμενο: «Και ήρθε τότε στην ιερή Μπενάρες, την πόλη που είναι πόλεις μέσα σε πόλεις, και από πάνω τους στροβιλίζονται οι φωτιές των ουράνιων πόλεων, που είναι όλες η Μπενάρες, και από κάτω τους κρύβονται στο σκοτάδι της γης οι τάφοι των υπόγειων πόλεων, που είναι όλες η Μπενάρες, και έφτασε εκεί και οι δρόμοι τον υποδέχτηκαν, και τον οδήγησαν στην καρδιά της πόλης, που το αληθινό της όνομα είναι μυστικό και απαγορευμένο να το προφέρει κανείς…» (Μαχά-Καλ Ντιβόντας).
Οι Αιγύπτιοι έπαιρναν από την γέννησή τους δύο ονόματα, από τα οποία το ένα έμενε για πάντα κρυφό. Το ίδιο γινόταν και στην Ινδία όπου, ανάμεσα στους Βραχμάνους, κάθε παιδί είχε ένα μυστικό όνομα. Σε πολλές φυλές της Αφρικής, κάθε παιδί έχει –πέρα από ένα όνομα για καθημερινή χρήση– ένα κρυφό όνομα που το φυλάει με μεγάλη προσοχή. Παρόμοιες συνήθειες είχαν και οι Ρωμαίοι, οι Εσκιμώοι, οι Ιρλανδοί, οι Ινδιάνοι, οι Σλάβοι, κ.ά. Συνήθως, αυτό το έκαναν για να προστατέψουν το άτομο από τις μαγικές επιρροές, που δεν μπορούσαν να είναι δραστικές και αποτελεσματικές παρά μόνο όταν ερχόταν σε επαφή με το πραγματικό όνομα του ατόμου.
Οι θεοί, επίσης, πάντοτε είχαν μυστικά ονόματα πέρα από τα γνωστά ονόματά τους, (τα οποία απαγορευόταν να προφερθούν επιπόλαια), το ίδιο κι ο Θεός της Βίβλου. Όποιος γνώριζε το μυστικό όνομα του Θεού, κατείχε πολύ μεγάλη μαγική δύναμη. Το προσωπικό όνομα του κάθε ατόμου φαινόταν πάντοτε σαν ένα ζωτικό μέρος του εαυτού του και γι’ αυτό έπρεπε να το προστατεύει άγρυπνα. Ίσως γιατί μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί από τρίτους με κακόβουλο τρόπο σε μαγικές πρακτικές.
Οι Αιγύπτιοι μάγοι –και όχι μόνο– ήταν βέβαιοι πως αυτός που κατείχε το πραγματικό μυστικό όνομα ενός ανθρώπου ή ενός θεού, κατείχε όλη την βαθύτερη ουσία του και το μυστικό της ύπαρξής του, κι έτσι θα μπορούσε να αναγκάσει ακόμη και μία θεότητα να υπακούσει στις διαταγές του. Ακόμη και οι θεοί έπαιρναν μεγάλες προφυλάξεις απέναντι στους άλλους θεούς για να προστατέψουν το μυστικό όνομά τους. Για παράδειγμα, η θεά Ίσιδα, που ήταν μια απλή θνητή, έγινε η πιο ισχυρή θεότητα όταν κατάφερε, με ένα θρυλικό κόλπο, να μάθει το μυστικό όνομα του Ρα, (του το απέσπασε με μία ειδική εγχείριση!).
Κι αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στο επίπεδο των ατόμων, αλλά και στο επίπεδο των πιο σύνθετων σωμάτων. Στην Ελλάδα συναντούμε την ίδια μαγική συνήθεια, από τα αρχαία χρόνια ακόμη. Για παράδειγμα, στην Ελευσίνα, ήταν απαγορευμένο να προφέρει κανείς το όνομα των ιερέων αυτού του ιερού τόπου λατρείας όσο αυτοί ζούσαν. Από δύο αρχαίες επιγραφές που βρέθηκαν εκεί, αποδεικνύεται πως τα ονόματα αυτά κατέληγαν στην υποβρύχια άβυσσο: τα χάραζαν σε μπρούτζινη ή μολυβένια πινακίδα και τα έριχναν στο βυθό του κόλπου της Σαλαμίνας. Ακόμη και οι μυστικές αδελφότητες έχουν τα μυστικά τους ονόματα, που είναι γνωστά μόνο στους υψηλά μυημένους, και που είναι διαφορετικά από αυτά με τα οποία γίνονται γνωστές στους χαμηλόβαθμους ή στους αμύητους.
Και, φυσικά, ακόμη και οι πόλεις έχουν τα μυστικά τους ονόματα.
Χαρακτηριστικό είναι ένα έθιμο του παρελθόντος, το οποίο τελούσαν οι Ρωμαίοι πολεμιστές. Όταν στρατοπέδευαν μπροστά σε μία πόλη για να την πολιορκήσουν, οι ιερείς –που πάντα είχαν μαζί τους– στρέφονταν προς τον πολιούχο προστάτη θεό της συγκεκριμένης πόλης, και πρόφεραν μια μαγική φόρμουλα με την οποία καλούσαν την θεότητα αυτή να εγκαταλείψει την πολιορκούμενη πόλη και να την παραδώσει χωρίς αντίσταση στους Ρωμαίους, που θα εκπλήρωναν τέλεια τα καθήκοντα της λατρείας της και θα της συμπεριφέρονταν καλύτερα από τους τωρινούς κατόχους της πόλης.
Ο Βέρους Φλάκους αναφέρει πως η συνήθεια αυτή είχε καθιερωθεί από τους νόμους που θέσπισαν οι ποντίφηκες, σύμφωνα με τους οποίους κρατούσαν κρυφό το όνομα της θεότητας που είχε την Ρώμη κάτω από την προστασία της, ώστε κανένας εχθρός να μην μπορεί να κάνει ό,τι έκαναν οι Ρωμαίοι στους άλλους και στις πόλεις τους. (Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα ρωμαϊκά μαγικά ξόρκια που είναι καταγραμμένα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις πόλεις της Ιταλίας Φιντένε, Γκάμπιο, Φρέγκελε, Βέγιο, αλλά και ενάντια στην Καρχηδόνα, την Κόρινθο, κ.ά., και ενάντια σε στρατόπεδα των Γαλατών, των Ισπανών, των Μαυριτανών, κλπ).
Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (ΙΙ, 351) φαίνεται να περιγράφει μια τέτοια τεχνική:
«Οι Θεοί αποσύρθηκαν από όλα τα ιερά τους, κι όλοι εκείνοι που προστάτευαν το κράτος εκείνο εγκατέλειψαν την θέση τους στο άκουσμα των ιερών ονομάτων.»
Ο Λίβιος αναφέρει πως όταν ανακαλύφθηκε το όνομα που προστάτευε την πόλη Βέγιο, η Θεά Ήρα δέχτηκε να αφήσει την πόλη και να ακολουθήσει τους νικητές στην Ρώμη όπου της έστησαν μεγαλοπρεπή ναό. Ο Σκιπίωνας διηγείται ότι με μία τέτοια μαγεία εξασφάλισε την κατάκτηση της πόλης της Καρχηδόνας, εξορκίζοντας τους Θεούς της που εγκατέλειψαν την πόλη.
Και, ας θυμηθούμε τον χριστιανικό βυζαντινό ύμνο «Τη υπερμάχω στρατηγό τα νικητήρια…» που απευθύνεται στην προστάτιδα Θεοτόκο της Κωνσταντινούπολης για προστασία ενάντια στους πολιορκητές, αλλά και το γνωστό όραμα του Αγίου Δημητρίου που πολεμούσε στα τείχη της Θεσσαλονίκης, της πόλης της οποίας είναι «πολιούχος» άγιος.
Αυτές οι μαγικές –και μετέπειτα θρησκευτικές– πρακτικές βασίζονται στην θεωρία των «δαιμόνων» (Δαίμων στα αρχαία ελληνικά σημαίνει θεότητα), δηλαδή των θεοτήτων που απλώνουν την προστατευτική σκιά τους πάνω στις πόλεις.
Όπως κάθε άνθρωπος είχε το «δαίμονά» του που τον συνόδευε από την αρχή ως το τέλος της ζωής του και του οποίου πάντα αισθανόταν την καλή ή την κακή επίδραση (που αργότερα μεταλλάχθηκε στον «φύλακα άγγελο»), όπως ο Σωκράτης που είχε το «δαιμόνιό» του, έτσι είχαν το δαίμονά τους ακόμη και οι θεότητες, ακόμη και τα έθνη, οι λαοί, οι οικογένειες, οι πόλεις, τα σπίτια, οι δρόμοι. Ήταν ο «επιχώριος αγαθός δαίμων». Ο Σέρβιος δηλώνει: «Nullus locus sine genio est» (Κάθε τόπος έχει το δαιμόνιό του), και όλα αυτά συνδέονται άμεσα με το Genius Locus, που ονομάζεται και «Στοιχειό του Τόπου».
Έτσι, για παράδειγμα, το όνομα της Ρώμης (το μαγικό όνομα του Genius Locus της Ρώμης), που ταυτιζόταν με το όνομα του προστάτη Θεού της Ρώμης, ήταν ένα ιερό όνομα, απόκρυφο και ερμητικό. Όχι μόνο το όνομα της πολιούχου Θεότητας, αλλά το ίδιο το όνομα της πόλης, το όνομα του κέντρου μιας αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Σολίνους, ο περίφημος σχολιαστής του Πλίνιου, δήλωνε ξεκάθαρα πως το πραγματικό μυστικό όνομα της Ρώμης «δεν έφτασε ποτέ στ’ αυτιά των αμύητων, διότι ήταν απαγορευμένο να το προφέρει κανείς.»
Μόνο κατά την διάρκεια –άγνωστων σε μας– μυστηριακών τελετών, μέσα στο ημίφως και στην βαθύτερη σιωπή, το μυστικό όνομα μεταδιδόταν στους αρχηγούς του Κράτους στην εκάστοτε επίσημη φάση της μεταφοράς των εξουσιών. Και μόνο ο Pontifex Maximus (ο μέγιστος ποντίφικας) μπορούσε να το προφέρει, με χαμηλή φωνή, στην διάρκεια της τελετής της εξιλεωτικής θυσίας. Ακόμη και ο Μακρόβιος το σχολιάζει αυτό, σε ένα κρυπτικό απόσπασμα: «Ipsius vero Urbis nomen etiam doctissimis ignotum est…»
Αλλά, ποιο ήταν το μυστικό όνομα της Ρώμης, που οι Ρωμαίοι τόσο πολύ φοβόντουσαν να μην το μάθουν οι εχθροί τους και βλάψουν μ’ αυτό την Αιώνια Πόλη;
Ο Μακρόβιος μας αποκαλύπτει ότι το μυστικό όνομα ήταν γραμμένο στα βιβλία της αρχαίας εποχής, αλλά οι μαρτυρίες δεν συμφωνούσαν πάνω στο θέμα αυτό. Άλλοι υποστήριζαν ότι το ερμητικό όνομα της πόλης ήταν το μυστικό όνομα του Δία, ή το όνομα της Σελήνης που κανείς δεν το γνωρίζει, ενώ άλλοι επέμεναν ότι το όνομα έπρεπε να παραμείνει πάση θυσία ένα μυστήριο, το οποίο είναι απαγορευμένο από τους Θεούς να το αναζητήσουμε…
Παρ’ όλα αυτά, σε ένα μπρούτζινο αντικείμενο αφιερωμένο στον Δία, στο Καπιτώλιο, είναι γραμμένη η φόρμουλα: «Genio Urbis Romae Sive Mas Sive Foemina», πράγμα που δείχνει ότι το «δαιμόνιο» της Ρώμης είχε μάλλον ανδρόγυνο χαρακτήρα. Ενώ, ένας βωμός με την αφιέρωση «Sei deo sei deivae sacrum», ο βωμός Calvinus –που είναι ένα από τα πιο περίεργα μνημεία του Παλατίνου– χτίστηκε εις μνήμη της μυστηριακής φωνής που ακούστηκε μέσα στην βαθιά σιγή της νύχτας και προειδοποίησε τους κατοίκους της πόλης για την επικείμενη έφοδο των Γαλατών. Η φωνή αποδόθηκε σε ένα τοπικό δαιμόνιο που ονομάστηκε Aius Loquens ή Locutius. (Ίσως τελικά το «δαιμόνιο της πόλης» να έχει πολλά κατώτερα δαιμόνια στην υπηρεσία του…)
Η απόκρυφη τέχνη του εντοπισμού του μυστικού ονόματος μίας πόλης –και η χρησιμοποίηση του για την εξουσία της πόλης– επιβίωσε μέσα στους αιώνες περνώντας μέσα στις γνώσεις συγκεκριμένων ομάδων που διατήρησαν μία επιλεκτική ροή πληροφορίας για όλα αυτά, μία γνώση που πάντα απευθυνόταν σε συγκεκριμένους παραλήπτες.
Το κέντρο της πόλης της Ρώμης ήταν μία τρύπα, το «mundus», το σημείο επικοινωνίας ανάμεσα στον επίγειο κόσμο και τις κατώτερές του περιοχές. Το mundus είναι προφανέστατα ένας Ομφαλός (ο ομφαλός της Γης), και κάθε πόλη που είχε ένα mundus θεωρούνταν ότι έστεκε στο κέντρο του κόσμου, στον ομφαλό του Orbis Terrarum. Αυτός είναι και ο λόγος που στα αρχαία συγγράμματα η Ρώμη ονομάζεται και Roma Quadrata, ένα όνομα που υποδεικνύει πως η Ρώμη είχε τετράγωνο σχήμα. Βέβαια, η πόλη ως κέντρο του κόσμου και με έναν ομφαλό στο κέντρο της, θα έπρεπε να έχει κυκλικό σχήμα. Ένας κύκλος με μία τελεία στο κέντρο του. Κι όμως, η Ρώμη ήταν ένα τετράγωνο με μία τελεία στο κέντρο του. Πιστεύω πως αυτό ίσχυε για να μπορεί το κέντρο του κόσμου να επεκταθεί σε κόσμο, η Ρώμη να επεκταθεί σε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Η ρωμαϊκή κοσμολογία ήταν βασισμένη στην εικόνα μίας terra χωρισμένης σε τέσσερις περιοχές, το ίδιο και η Ρώμη ήταν χωρισμένη σε τέσσερα ίσα τμήματα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν μετατρέψουμε το κέντρο του τετραγώνου στο κέντρο ενός σταυρού, που τελικά δημιουργεί το τετράγωνο. Ένα τετράγωνο χωρισμένο σε τέσσερα ίσα μέση από ένα σταυρό. Εκεί που συναντιούνται η κάθετη γραμμή και η οριζόντια γραμμή του σταυρού, στο κομβικό σημείο, είναι το κέντρο του σταυρού, δηλαδή το κέντρο του τετραγώνου.
Καταφεύγουμε σε αυτήν τη μέθοδο για να μπορούμε να προεκτείνουμε το αρχικό μοντέλο του τετραγώνου σε μεγαλύτερο τετράγωνο, χωρίς να χαθεί η αρμονία και η τάξη του. Αν θέλουμε να μεγαλώσουμε σωστά το τετράγωνο, δεν έχουμε παρά να επεκτείνουμε –ίσα μεταξύ τους– τα τέσσερα ευθύγραμμα τμήματα που αποτελούν το σταυρό. Έτσι το τετράγωνο μεγαλώνει, χωρίς να πάψει να είναι τετράγωνο και χωρίς να χάσει το ομφαλικό κέντρο του. Έτσι προεκτείνονταν και η πόλη της Ρώμης.
Γι’ αυτό το λόγο, οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν την έννοια της «πολεοδομίας», για να μπορεί να μεγαλώνει η Ρώμη ελεγχόμενα και με τάξη, χωρίς να χάνει τον αρχικό ιερό σχεδιασμό της. (Ίσως όλα αυτά να υποδεικνύουν και τη δημιουργία των λεγόμενων «οικοδομικών τετραγώνων»). Κατ’ επέκταση, η Ρώμη προεκτείνεται σε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που το αιώνιο κέντρο της είναι πάντα η πόλη της Ρώμης και κατ’ επέκταση το ίδιο το κέντρο της πόλης της Ρώμης, το mundus. Ίσως αυτό να ήταν και η αιτία της καταστροφής της αυτοκρατορίας, όταν αυτή έχασε τους άξονες της Ανατολής-Δύσης, Βορρά-Νότου, που περιέγραφαν το σταυρό του ιερού τετραγώνου της, και χωρίστηκε στα δύο, σε δυτική και ανατολική αυτοκρατορία, κι έπειτα διασπάστηκε, τα δύο τμήματα διαχωρίστηκαν, και τελικά καταστράφηκαν από παρακμή και εισβολή.