Ο Σαρλ Μποντλαίρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1821. Από νεαρότατη ηλικία αισθανόταν στενόχωρα στο σπίτι του. Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν πέντε ετών και, ένα χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε κάποιον που ο νεαρός αντιπαθούσε. Τον έστειλαν οικότροφο σε πολλά σχολεία, από τα οποία αποβαλλόταν ξανά και ξανά λόγω απείθειας. Και μεγαλώνοντας, όμως, δεν μπόρεσε να βρει μια θέση στην αστική κοινωνία. Μάλωνε με τη μητέρα του και με τον πατριό του, φορούσε θεατρινίστικες μαύρες κάπες και στην κάμαρή του κρεμούσε λιθογραφικά αντίγραφα έργων όπως ο Άμλετ του Ντελακρουά. Στο ημερολόγιό του διαμαρτυρόταν ότι τον ταλάνιζε «η απαίσια εκείνη ασθένεια: ο Τρόμος της Οικίας» και «ένα αίσθημα μοναξιάς από τα παιδικά μου χρόνια. Παρά την οικογένεια -και ιδίως με τους φίλους στο σχολείο- ένα αίσθημα ότι ήμουν προορισμένος για μια ζωή αιωνίως μοναχική». .
Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσει σε όλη του τη ζωή αμφίθυμη διάθεση ως προς το ταξίδι. Στο ομώνυμο ποίημα φανταζόταν με σαρκασμό τις περιγραφές ταξιδιωτών που επέστρεφαν από τόπους μακρινούς:
Ω, είδαμ ’ άστρα, πόσα!
Κύματα κι αμμοθάλασσες ακόμα, κι όμως, να,
παρά τ’άξαφνα εμπόδια και τα δεινά τα τόσα,
πλήξαμε στο ταξίδι μας, όπως εδώ, συχνά!
Δεν έπαυε ωστόσο να διάκειται θετικά προς την επιθυμία του ταξιδιού και παρατηρούσε τη μεγάλη της επιρροή πάνω του. Αμέσως μόλις επέστρεψε στο Παρίσι από τον Άγιο Μαυρίκιο, άρχισε πάλι να ονειρεύεται πώς θα ήταν να βρισκόταν κάπου αλλού, και σχολίαζε: «Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο που ο κάθε άρρωστος πεθαίνει από επιθυμία ν’ αλλάξει κρεβάτι. Ο ένας θα ’θελε να υποφέρει απέναντι στη σόμπα και ο άλλος νομίζει ότι θα γιατρευόταν δίπλα στο παράθυρο». Δεν ντράπηκε, ωστόσο, να συμπεριλάβει και τον εαυτό του στους ασθενείς: «Μου φαίνεται πως θα ’νιωθα πάντα καλά εκεί που δε βρίσκομαι, και αυτό το θέμα της μετακόμισης είναι κάτι που συζητώ αδιάκοπα με την ψυχή μου». Καμιά φορά ονειρευόταν να πάει στη Λισαβόνα. Θα ήταν ζεστά εκεί, και θα ξανάνιωνε αν έμενε ακίνητος να λιάζεται σαν τη σαύρα. Ήταν πόλη με νερά, μάρμαρα και ήλιο, πόλη που προήγε τη σκέψη και τη γαλήνη. Αλλά την ίδια στιγμή που έβαζε με το νου του εκείνη την παραμυθένια Πορτογαλία, άρχιζε ν’ αναρωτιέται μήπως τελικά στην Ολλανδία θα ήταν πιο ευτυχής. Κι ύστερα πάλι, γιατί όχι στην στη Βαλτική ή και στο Βόρειο Πόλο; Εκεί θα κολυμπάει στα σκοτάδια και ν’ ατενίζει τους κομήτες που διέσχιζαν τον ουρανό της Αρκτικής. Το θέμα, στην ουσία, δεν ήταν ο προορισμός. Κατά βάθος επιθυμούσε την απόδραση, τη φυγή αφού στο τέλος αποφαινόταν: «Αδιάφορο πού! Αδιάφορο πού! Φτάνει να ‘ναι έξω απ’ αυτόν τον κόσμο!».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου