Η ησυχία είναι λιγότερο πολύπλοκη έννοια από ό,τι η ηρεμία, αλλά, για μένα τουλάχιστον, πολύ πιο δύσκολη στην εφαρμογή της. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο πολύ αντιστεκόμουν ακόμα και στο να ακούω ανθρώπους να λένε ότι η ησυχία είναι ουσιαστικό μέρος του Ολόψυχου ταξιδιού τους. Κι όμως, άντρες και γυναίκες, μου έλεγαν ξανά και ξανά ότι τους ήταν απαραίτητο να βρίσκουν τρόπους, από το διαλογισμό και την προσευχή μέχρι τον ήρεμο στοχασμό ή κάποιο χρόνο που περνούσαν μόνοι τους, για να ησυχάζουν το σώμα και το νου τους και να νιώθουν λιγότερο αγχωμένοι και πνιγμένοι.
Είμαι βέβαιη ότι η αντίστασή μου σε αυτή την ιδέα προέρχεται από το γεγονός ότι και μόνο η σκέψη του διαλογισμού με αγχώνει. Κάθε φορά που κάθομαι να διαλογιστώ νομίζω ότι κάνω απλώς φιγούρα. Περνάω όλη την ώρα με το να σκέφτομαι ότι πρέπει να μη σκέφτομαι: «Εντάξει, δεν σκέφτομαι τίποτα… δεν σκέφτομαι τίποτα… στοπ! Εντάξει, δεν σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι. Αμάν, πότε τελειώνει αυτό;»
Δεν θέλω να το παραδεχτώ, αλλά η ησυχία μου προκαλούσε κάποτε μεγάλο άγχος. Στο νου μου, ησυχία σήμαινε να κάθεσαι οκλαδόν στο πάτωμα και να εστιάζεσαι σε ένα άπιαστο τίποτα. Καθώς συγκέντρωνα και ανάλυα ιστορίες και συνεντεύξεις, συνειδητοποίησα ότι το σκεπτικό μου ήταν λάθος.
Να λοιπόν ποιος είναι ο ορισμός της ησυχίας, όπως αναδύθηκε από τα στοιχεία μου: Η ησυχία δεν είναι η εστίαση στο τίποτα. Είναι η δημιουργία ενός ξέφωτου. Ησυχία σημαίνει να ανοίγουμε μέσα μας ένα χώρο χωρίς συναισθηματική σαβούρα και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει και να σκεφτεί και να ονειρευτεί και να αμφισβητήσει.
Μόλις απαλλαγούμε από τις εικασίες σχετικά με το τι υποτίθεται ότι είναι η ησυχία και βρούμε έναν τρόπο να δημιουργήσουμε ένα ξέφωτο που λειτουργεί για μας, έχουμε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ανοιχτούμε και να αντιμετωπίσουμε το επόμενο εμπόδιο πρoς την ηρεμία: το φόβο. Κι ο φόβος αυτός μπορεί να είναι πολύ, πολύ μεγάλος.
Εκτός από το φόβο, ένα άλλο εμπόδιο που μας κρατά μακριά από την ησυχία και την ηρεμία είναι ο τρόπος που έχουμε μάθει από μικροί να σκεφτόμαστε γι’ αυτές τις δύο πρακτικές. Από πολύ νεαρή ηλικία, λαμβάνουμε αντιφατικά μηνύματα σχετικά με την αξία της ηρεμίας και της ησυχίας. Οι γονείς και οι δάσκαλοι φωνάζουν όλη την ώρα «Ηρεμήστε!», «Κάντε ησυχία!», αλλά δεν αποτελούν πρότυπα τέτοιας συμπεριφοράς για να τα ακολουθήσουμε. Έτσι, αντί να θέλουμε να καλλιεργούμε αυτές τις δύο πρακτικές, η ηρεμία δίνει τη θέση της στο διαρκές άγχος και η ησυχία μας εκνευρίζει.
Σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, όλο και πιο αγχωτικός, χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να χαλαρώνουμε και να κάνουμε λιγότερα. Όταν αρχίζουμε να καλλιεργούμε την ηρεμία και την ησυχία, δυσκολευόμαστε, ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιούμε πόσο καθορίζουν την καθημερινότητά μας το στρες και το άγχος.
Όσο όμως δυναμώνουμε μέσα από την εξάσκηση, το άγχος χαλαρώνει τη λαβή του πάνω μας και αποκτούμε μεγαλύτερη διαύγεια σχετικά με αυτά που κάνουμε, με το πού πηγαίνουμε και τι είναι αυτό που έχει αληθινό νόημα για εμάς
Είμαι βέβαιη ότι η αντίστασή μου σε αυτή την ιδέα προέρχεται από το γεγονός ότι και μόνο η σκέψη του διαλογισμού με αγχώνει. Κάθε φορά που κάθομαι να διαλογιστώ νομίζω ότι κάνω απλώς φιγούρα. Περνάω όλη την ώρα με το να σκέφτομαι ότι πρέπει να μη σκέφτομαι: «Εντάξει, δεν σκέφτομαι τίποτα… δεν σκέφτομαι τίποτα… στοπ! Εντάξει, δεν σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι. Αμάν, πότε τελειώνει αυτό;»
Δεν θέλω να το παραδεχτώ, αλλά η ησυχία μου προκαλούσε κάποτε μεγάλο άγχος. Στο νου μου, ησυχία σήμαινε να κάθεσαι οκλαδόν στο πάτωμα και να εστιάζεσαι σε ένα άπιαστο τίποτα. Καθώς συγκέντρωνα και ανάλυα ιστορίες και συνεντεύξεις, συνειδητοποίησα ότι το σκεπτικό μου ήταν λάθος.
Να λοιπόν ποιος είναι ο ορισμός της ησυχίας, όπως αναδύθηκε από τα στοιχεία μου: Η ησυχία δεν είναι η εστίαση στο τίποτα. Είναι η δημιουργία ενός ξέφωτου. Ησυχία σημαίνει να ανοίγουμε μέσα μας ένα χώρο χωρίς συναισθηματική σαβούρα και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει και να σκεφτεί και να ονειρευτεί και να αμφισβητήσει.
Μόλις απαλλαγούμε από τις εικασίες σχετικά με το τι υποτίθεται ότι είναι η ησυχία και βρούμε έναν τρόπο να δημιουργήσουμε ένα ξέφωτο που λειτουργεί για μας, έχουμε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ανοιχτούμε και να αντιμετωπίσουμε το επόμενο εμπόδιο πρoς την ηρεμία: το φόβο. Κι ο φόβος αυτός μπορεί να είναι πολύ, πολύ μεγάλος.
Εκτός από το φόβο, ένα άλλο εμπόδιο που μας κρατά μακριά από την ησυχία και την ηρεμία είναι ο τρόπος που έχουμε μάθει από μικροί να σκεφτόμαστε γι’ αυτές τις δύο πρακτικές. Από πολύ νεαρή ηλικία, λαμβάνουμε αντιφατικά μηνύματα σχετικά με την αξία της ηρεμίας και της ησυχίας. Οι γονείς και οι δάσκαλοι φωνάζουν όλη την ώρα «Ηρεμήστε!», «Κάντε ησυχία!», αλλά δεν αποτελούν πρότυπα τέτοιας συμπεριφοράς για να τα ακολουθήσουμε. Έτσι, αντί να θέλουμε να καλλιεργούμε αυτές τις δύο πρακτικές, η ηρεμία δίνει τη θέση της στο διαρκές άγχος και η ησυχία μας εκνευρίζει.
Σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, όλο και πιο αγχωτικός, χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να χαλαρώνουμε και να κάνουμε λιγότερα. Όταν αρχίζουμε να καλλιεργούμε την ηρεμία και την ησυχία, δυσκολευόμαστε, ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιούμε πόσο καθορίζουν την καθημερινότητά μας το στρες και το άγχος.
Όσο όμως δυναμώνουμε μέσα από την εξάσκηση, το άγχος χαλαρώνει τη λαβή του πάνω μας και αποκτούμε μεγαλύτερη διαύγεια σχετικά με αυτά που κάνουμε, με το πού πηγαίνουμε και τι είναι αυτό που έχει αληθινό νόημα για εμάς
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου