Ἀλλὰ διὰ τί δή ποτε μετ᾽ ἐμοῦ χαίρουσί τινες πολὺν
[33c] χρόνον διατρίβοντες; ἀκηκόατε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πᾶσαν ὑμῖν τὴν ἀλήθειαν ἐγὼ εἶπον· ὅτι ἀκούοντες χαίρουσιν ἐξεταζομένοις τοῖς οἰομένοις μὲν εἶναι σοφοῖς, οὖσι δ᾽ οὔ. ἔστι γὰρ οὐκ ἀηδές. ἐμοὶ δὲ τοῦτο, ὡς ἐγώ φημι, προστέτακται ὑπὸ τοῦ θεοῦ πράττειν καὶ ἐκ μαντείων καὶ ἐξ ἐνυπνίων καὶ παντὶ τρόπῳ ᾧπέρ τίς ποτε καὶ ἄλλη θεία μοῖρα ἀνθρώπῳ καὶ ὁτιοῦν προσέταξε πράττειν. ταῦτα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἀληθῆ ἐστιν καὶ εὐέλεγκτα. εἰ γὰρ δὴ ἔγωγε τῶν νέων
[33d] τοὺς μὲν διαφθείρω τοὺς δὲ διέφθαρκα, χρῆν δήπου, εἴτε τινὲς αὐτῶν πρεσβύτεροι γενόμενοι ἔγνωσαν ὅτι νέοις οὖσιν αὐτοῖς ἐγὼ κακὸν πώποτέ τι συνεβούλευσα, νυνὶ αὐτοὺς ἀναβαίνοντας ἐμοῦ κατηγορεῖν καὶ τιμωρεῖσθαι· εἰ δὲ μὴ αὐτοὶ ἤθελον, τῶν οἰκείων τινὰς τῶν ἐκείνων, πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας, εἴπερ ὑπ᾽ ἐμοῦ τι κακὸν ἐπεπόνθεσαν αὐτῶν οἱ οἰκεῖοι, νῦν μεμνῆσθαι καὶ τιμωρεῖσθαι. πάντως δὲ πάρεισιν αὐτῶν πολλοὶ ἐνταυθοῖ οὓς ἐγὼ ὁρῶ, πρῶτον μὲν Κρίτων οὑτοσί, ἐμὸς ἡλικιώτης
[33e] καὶ δημότης, Κριτοβούλου τοῦδε πατήρ, ἔπειτα Λυσανίας ὁ Σφήττιος, Αἰσχίνου τοῦδε πατήρ, ἔτι δ᾽ Ἀντιφῶν ὁ Κηφισιεὺς οὑτοσί, Ἐπιγένους πατήρ, ἄλλοι τοίνυν οὗτοι ὧν οἱ ἀδελφοὶ ἐν ταύτῃ τῇ διατριβῇ γεγόνασιν, Νικόστρατος Θεοζοτίδου, ἀδελφὸς Θεοδότου —καὶ ὁ μὲν Θεόδοτος τετελεύτηκεν, ὥστε οὐκ ἂν ἐκεῖνός γε αὐτοῦ καταδεηθείη— καὶ Παράλιος ὅδε, ὁ Δημοδόκου, οὗ ἦν Θεάγης ἀδελφός· ὅδε δὲ
[34a] Ἀδείμαντος, ὁ Ἀρίστωνος, οὗ ἀδελφὸς οὑτοσὶ Πλάτων, καὶ Αἰαντόδωρος, οὗ Ἀπολλόδωρος ὅδε ἀδελφός. καὶ ἄλλους πολλοὺς ἐγὼ ἔχω ὑμῖν εἰπεῖν, ὧν τινα ἐχρῆν μάλιστα μὲν ἐν τῷ ἑαυτοῦ λόγῳ παρασχέσθαι Μέλητον μάρτυρα· εἰ δὲ τότε ἐπελάθετο, νῦν παρασχέσθω —ἐγὼ παραχωρῶ— καὶ λεγέτω εἴ τι ἔχει τοιοῦτον. ἀλλὰ τούτου πᾶν τοὐναντίον εὑρήσετε, ὦ ἄνδρες, πάντας ἐμοὶ βοηθεῖν ἑτοίμους τῷ διαφθείροντι, τῷ κακὰ ἐργαζομένῳ τοὺς οἰκείους αὐτῶν, ὥς φασι Μέλητος καὶ
[34b] Ἄνυτος. αὐτοὶ μὲν γὰρ οἱ διεφθαρμένοι τάχ᾽ ἂν λόγον ἔχοιεν βοηθοῦντες· οἱ δὲ ἀδιάφθαρτοι, πρεσβύτεροι ἤδη ἄνδρες, οἱ τούτων προσήκοντες, τίνα ἄλλον ἔχουσι λόγον βοηθοῦντες ἐμοὶ ἀλλ᾽ ἢ τὸν ὀρθόν τε καὶ δίκαιον, ὅτι συνίσασι Μελήτῳ μὲν ψευδομένῳ, ἐμοὶ δὲ ἀληθεύοντι;
***
Αλλά γιατί τάχα λοιπόν μερικοί χαίρονται να συναναστρέφονται πολύν
[33c] καιρό μαζί μου; Το ᾽χετε ακούσει, ω άνδρες Αθηναίοι· εγώ σας είπα όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή χαίρουνται ν᾽ ακούνε σαν εξετάζω εκείνους που φαντάζονται πως είναι σοφοί και δεν είναι, γιατί δεν είναι δυσάρεστο πράγμα. Κι εμένα μου το ᾽χει προστάξει ο θεός, όπως είπα, να κάνω έτσι και με μαντείες και μ᾽ ενύπνια και με κάθε τρόπο που το θέλημα του θεού προστάζει τον άνθρωπο να κάνει οτιδήποτε. Αυτά, ω άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και ευκολοαπόδεικτα. Γιατί αν εγώ άλλους από τους νέους
[33d] διαφθείρω τώρα και άλλους έχω διαφθείρει, έπρεπε τωόντι μερικοί απ᾽ αυτούς, τώρα που μεγάλωσαν, αν καταλαβαίνουν ότι εγώ όταν ήσαν νέοι τους συμβούλευσα ποτέ τίποτε κακό, τώρα δα να παρουσιασθούν μπροστά και να μου κάνουν το κατηγορητήριό μου και να ζητήσουν την τιμωρία μου. Και αν δεν ήθελαν οι ίδιοι, έπρεπε μερικοί δικοί των εκεινών, πατέρες και αδελφοί και άλλοι συγγενείς των, αν είχαν πάθει τίποτε κακό οι δικοί των, τώρα να το θυμηθούν. Και χωρίς άλλο απ᾽ αυτούς βρίσκονται πολλοί εδώ, που τους βλέπω τώρα, πρώτα ο Κρίτων αυτός εδώ, συνομήλικος [33e] και συνδημότης μου, πατέρας του Κριτοβούλου αυτού εδώ· έπειτα ο Λυσανίας ο Σφήττιος, πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη· ακόμα και τούτος ο Αντιφών ο Κηφισιεύς, πατέρας του Επιγένη. Και αυτοί ακόμα οι άλλοι, που οι αδελφοί τους είχαν σχέσεις μαζί μου, ο Νικόστρατος, ο γιος του Θεοδοτίδη, αδελφός του Θεοδότου (ο Θεόδοτος είναι πεθαμένος, ώστε βέβαια δεν θα τον παρακαλέσει) και ο Πάραλος αυτός, ο γιος του Δημοδόκη, που είχε αδελφό τον Θεάγη· και αυτός ακόμα
[34a] ο Αδείμαντος, γιος του Αρίστωνος, που έχει αδελφόν αυτόν εδώ, τον Πλάτωνα, και ο Αιαντόδωρος που έχει αδελφόν αυτόν εδώ τον Απολλόδωρο. Και άλλους πολλούς έχω να σας ονομάσω, από τους οποίους κάποιον ο Μέλητος έπρεπε, στην κατηγορία του μάλιστα, να φέρει για μάρτυρα· κι αν ξέχασε να το κάνει τότε, εγώ του δίνω την άδεια και ας πει τώρα αν έχει τίποτε τέτοιο. Θα βρείτε όμως, ως άνδρες Αθηναίοι, ολωσδιόλου το εναντίο, πως όλοι δηλαδή είναι έτοιμοι να υπερασπισθούν εμένα που διάφθειρα και έβλαπτα τους συγγενείς τους, όπως λένε ο Μέλητος και [34b] ο Άνυτος. Και εκείνοι τουλάχιστον που διαφθαρήκανε από μένα θα είχανε κάποιον λόγο να με υπερασπισθούν· οι αδιάφθαρτοι όμως, που είναι τώρα άνδρες ηλικιωμένοι, οι συγγενείς αυτωνών, ποιόν άλλον λόγο έχουν να με υπερασπισθούν, παρά το σωστό και το δίκαιο, ότι δηλαδή ξέρουν καλά πως ο Μέλητος λέει ψέματα κι εγώ λέω την αλήθεια;
[33c] χρόνον διατρίβοντες; ἀκηκόατε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πᾶσαν ὑμῖν τὴν ἀλήθειαν ἐγὼ εἶπον· ὅτι ἀκούοντες χαίρουσιν ἐξεταζομένοις τοῖς οἰομένοις μὲν εἶναι σοφοῖς, οὖσι δ᾽ οὔ. ἔστι γὰρ οὐκ ἀηδές. ἐμοὶ δὲ τοῦτο, ὡς ἐγώ φημι, προστέτακται ὑπὸ τοῦ θεοῦ πράττειν καὶ ἐκ μαντείων καὶ ἐξ ἐνυπνίων καὶ παντὶ τρόπῳ ᾧπέρ τίς ποτε καὶ ἄλλη θεία μοῖρα ἀνθρώπῳ καὶ ὁτιοῦν προσέταξε πράττειν. ταῦτα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἀληθῆ ἐστιν καὶ εὐέλεγκτα. εἰ γὰρ δὴ ἔγωγε τῶν νέων
[33d] τοὺς μὲν διαφθείρω τοὺς δὲ διέφθαρκα, χρῆν δήπου, εἴτε τινὲς αὐτῶν πρεσβύτεροι γενόμενοι ἔγνωσαν ὅτι νέοις οὖσιν αὐτοῖς ἐγὼ κακὸν πώποτέ τι συνεβούλευσα, νυνὶ αὐτοὺς ἀναβαίνοντας ἐμοῦ κατηγορεῖν καὶ τιμωρεῖσθαι· εἰ δὲ μὴ αὐτοὶ ἤθελον, τῶν οἰκείων τινὰς τῶν ἐκείνων, πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας, εἴπερ ὑπ᾽ ἐμοῦ τι κακὸν ἐπεπόνθεσαν αὐτῶν οἱ οἰκεῖοι, νῦν μεμνῆσθαι καὶ τιμωρεῖσθαι. πάντως δὲ πάρεισιν αὐτῶν πολλοὶ ἐνταυθοῖ οὓς ἐγὼ ὁρῶ, πρῶτον μὲν Κρίτων οὑτοσί, ἐμὸς ἡλικιώτης
[33e] καὶ δημότης, Κριτοβούλου τοῦδε πατήρ, ἔπειτα Λυσανίας ὁ Σφήττιος, Αἰσχίνου τοῦδε πατήρ, ἔτι δ᾽ Ἀντιφῶν ὁ Κηφισιεὺς οὑτοσί, Ἐπιγένους πατήρ, ἄλλοι τοίνυν οὗτοι ὧν οἱ ἀδελφοὶ ἐν ταύτῃ τῇ διατριβῇ γεγόνασιν, Νικόστρατος Θεοζοτίδου, ἀδελφὸς Θεοδότου —καὶ ὁ μὲν Θεόδοτος τετελεύτηκεν, ὥστε οὐκ ἂν ἐκεῖνός γε αὐτοῦ καταδεηθείη— καὶ Παράλιος ὅδε, ὁ Δημοδόκου, οὗ ἦν Θεάγης ἀδελφός· ὅδε δὲ
[34a] Ἀδείμαντος, ὁ Ἀρίστωνος, οὗ ἀδελφὸς οὑτοσὶ Πλάτων, καὶ Αἰαντόδωρος, οὗ Ἀπολλόδωρος ὅδε ἀδελφός. καὶ ἄλλους πολλοὺς ἐγὼ ἔχω ὑμῖν εἰπεῖν, ὧν τινα ἐχρῆν μάλιστα μὲν ἐν τῷ ἑαυτοῦ λόγῳ παρασχέσθαι Μέλητον μάρτυρα· εἰ δὲ τότε ἐπελάθετο, νῦν παρασχέσθω —ἐγὼ παραχωρῶ— καὶ λεγέτω εἴ τι ἔχει τοιοῦτον. ἀλλὰ τούτου πᾶν τοὐναντίον εὑρήσετε, ὦ ἄνδρες, πάντας ἐμοὶ βοηθεῖν ἑτοίμους τῷ διαφθείροντι, τῷ κακὰ ἐργαζομένῳ τοὺς οἰκείους αὐτῶν, ὥς φασι Μέλητος καὶ
[34b] Ἄνυτος. αὐτοὶ μὲν γὰρ οἱ διεφθαρμένοι τάχ᾽ ἂν λόγον ἔχοιεν βοηθοῦντες· οἱ δὲ ἀδιάφθαρτοι, πρεσβύτεροι ἤδη ἄνδρες, οἱ τούτων προσήκοντες, τίνα ἄλλον ἔχουσι λόγον βοηθοῦντες ἐμοὶ ἀλλ᾽ ἢ τὸν ὀρθόν τε καὶ δίκαιον, ὅτι συνίσασι Μελήτῳ μὲν ψευδομένῳ, ἐμοὶ δὲ ἀληθεύοντι;
***
Αλλά γιατί τάχα λοιπόν μερικοί χαίρονται να συναναστρέφονται πολύν
[33c] καιρό μαζί μου; Το ᾽χετε ακούσει, ω άνδρες Αθηναίοι· εγώ σας είπα όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή χαίρουνται ν᾽ ακούνε σαν εξετάζω εκείνους που φαντάζονται πως είναι σοφοί και δεν είναι, γιατί δεν είναι δυσάρεστο πράγμα. Κι εμένα μου το ᾽χει προστάξει ο θεός, όπως είπα, να κάνω έτσι και με μαντείες και μ᾽ ενύπνια και με κάθε τρόπο που το θέλημα του θεού προστάζει τον άνθρωπο να κάνει οτιδήποτε. Αυτά, ω άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και ευκολοαπόδεικτα. Γιατί αν εγώ άλλους από τους νέους
[33d] διαφθείρω τώρα και άλλους έχω διαφθείρει, έπρεπε τωόντι μερικοί απ᾽ αυτούς, τώρα που μεγάλωσαν, αν καταλαβαίνουν ότι εγώ όταν ήσαν νέοι τους συμβούλευσα ποτέ τίποτε κακό, τώρα δα να παρουσιασθούν μπροστά και να μου κάνουν το κατηγορητήριό μου και να ζητήσουν την τιμωρία μου. Και αν δεν ήθελαν οι ίδιοι, έπρεπε μερικοί δικοί των εκεινών, πατέρες και αδελφοί και άλλοι συγγενείς των, αν είχαν πάθει τίποτε κακό οι δικοί των, τώρα να το θυμηθούν. Και χωρίς άλλο απ᾽ αυτούς βρίσκονται πολλοί εδώ, που τους βλέπω τώρα, πρώτα ο Κρίτων αυτός εδώ, συνομήλικος [33e] και συνδημότης μου, πατέρας του Κριτοβούλου αυτού εδώ· έπειτα ο Λυσανίας ο Σφήττιος, πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη· ακόμα και τούτος ο Αντιφών ο Κηφισιεύς, πατέρας του Επιγένη. Και αυτοί ακόμα οι άλλοι, που οι αδελφοί τους είχαν σχέσεις μαζί μου, ο Νικόστρατος, ο γιος του Θεοδοτίδη, αδελφός του Θεοδότου (ο Θεόδοτος είναι πεθαμένος, ώστε βέβαια δεν θα τον παρακαλέσει) και ο Πάραλος αυτός, ο γιος του Δημοδόκη, που είχε αδελφό τον Θεάγη· και αυτός ακόμα
[34a] ο Αδείμαντος, γιος του Αρίστωνος, που έχει αδελφόν αυτόν εδώ, τον Πλάτωνα, και ο Αιαντόδωρος που έχει αδελφόν αυτόν εδώ τον Απολλόδωρο. Και άλλους πολλούς έχω να σας ονομάσω, από τους οποίους κάποιον ο Μέλητος έπρεπε, στην κατηγορία του μάλιστα, να φέρει για μάρτυρα· κι αν ξέχασε να το κάνει τότε, εγώ του δίνω την άδεια και ας πει τώρα αν έχει τίποτε τέτοιο. Θα βρείτε όμως, ως άνδρες Αθηναίοι, ολωσδιόλου το εναντίο, πως όλοι δηλαδή είναι έτοιμοι να υπερασπισθούν εμένα που διάφθειρα και έβλαπτα τους συγγενείς τους, όπως λένε ο Μέλητος και [34b] ο Άνυτος. Και εκείνοι τουλάχιστον που διαφθαρήκανε από μένα θα είχανε κάποιον λόγο να με υπερασπισθούν· οι αδιάφθαρτοι όμως, που είναι τώρα άνδρες ηλικιωμένοι, οι συγγενείς αυτωνών, ποιόν άλλον λόγο έχουν να με υπερασπισθούν, παρά το σωστό και το δίκαιο, ότι δηλαδή ξέρουν καλά πως ο Μέλητος λέει ψέματα κι εγώ λέω την αλήθεια;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου