Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1408a-1408b)

[VII] Τὸ δὲ πρέπον ἕξει ἡ λέξις, ἐὰν ᾖ παθητική τε καὶ ἠθικὴ καὶ τοῖς ὑποκειμένοις πράγμασιν ἀνάλογον. τὸ δ᾽ ἀνάλογόν ἐστιν ἐὰν μήτε περὶ εὐόγκων αὐτοκαβδάλως λέγηται μήτε περὶ εὐτελῶν σεμνῶς, μηδ᾽ ἐπὶ τῷ εὐτελεῖ ὀνόματι ἐπῇ κόσμος· εἰ δὲ μή, κωμῳδία φαίνεται, οἷον ποιεῖ Κλεοφῶν· ὁμοίως γὰρ ἔνια ἔλεγε καὶ εἰ εἴπειεν [ἂν] «πότνια συκῆ». παθητικὴ δέ, ἐὰν μὲν ᾖ ὕβρις, ὀργιζομένου λέξις, ἐὰν δὲ ἀσεβῆ καὶ αἰσχρά, δυσχεραίνοντος καὶ εὐλαβουμένου καὶ λέγειν, ἐὰν δὲ ἐπαινετά, ἀγαμένως, ἐὰν δὲ ἐλεεινά, ταπεινῶς, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων δὲ ὁμοίως. πιθανοῖ δὲ τὸ πρᾶγμα καὶ ἡ οἰκεία λέξις· παραλογίζεταί τε γὰρ ἡ ψυχὴ ὡς ἀληθῶς λέγοντος, ὅτι ἐπὶ τοῖς τοιούτοις οὕτως ἔχουσιν, ὥστ᾽ οἴονται, εἰ καὶ μὴ οὕτως ἔχει ὡς ‹λέγει› ὁ λέγων, τὰ πράγματα οὕτως ἔχειν, καὶ συνομοπαθεῖ ὁ ἀκούων ἀεὶ τῷ παθητικῶς λέγοντι, κἂν μηθὲν λέγῃ. διὸ πολλοὶ καταπλήττουσι τοὺς ἀκροατὰς θορυβοῦντες. καὶ ἠθικὴ δὲ αὕτη ἡ ἐκ τῶν σημείων δεῖξις, ὅτε ἀκολουθεῖ ἡ ἁρμόττουσα ἑκάστῳ γένει καὶ ἕξει. λέγω δὲ γένος μὲν καθ᾽ ἡλικίαν, οἷον παῖς ἢ ἀνὴρ ἢ γέρων, καὶ γυνὴ ἢ ἀνήρ, καὶ Λάκων ἢ Θετταλός, ἕξεις δέ, καθ᾽ ἃς ποιός τις τῷ βίῳ· οὐ γὰρ καθ᾽ ἅπασαν ἕξιν οἱ βίοι ποιοί τινες. ἐὰν οὖν καὶ τὰ ὀνόματα οἰκεῖα λέγῃ τῇ ἕξει, ποιήσει τὸ ἦθος· οὐ γὰρ ταὐτὰ οὐδ᾽ ὡσαύτως ἀγροῖκος ἂν καὶ πεπαιδευμένος εἴπειεν. πάσχουσι δέ τι οἱ ἀκροαταὶ καὶ ᾧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι, «τίς δ᾽ οὐκ οἶδεν;», «ἅπαντες ἴσασιν»· ὁμολογεῖ γὰρ ὁ ἀκούων αἰσχυνόμενος, ὅπως μετέχῃ οὗπερ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες.

[1408b] Τὸ δ᾽ εὐκαίρως ἢ μὴ εὐκαίρως χρῆσθαι κοινὸν ἁπάντων τῶν εἰδῶν ἐστιν. ἄκος δ᾽ ἐπὶ πάσῃ ὑπερβολῇ τὸ θρυλούμενον· δεῖ γὰρ αὐτὸν αὑτῷ προσεπιπλήττειν· δοκεῖ γὰρ ἀληθὲς εἶναι, ἐπεὶ οὐ λανθάνει γε ὃ ποιεῖ τὸν λέγοντα. ἔτι τοῖς ἀνάλογον μὴ πᾶσιν ἅμα χρήσασθαι (οὕτω γὰρ κλέπτεται ὁ ἀκροατής)· λέγω δὲ οἷον ἐὰν τὰ ὀνόματα σκληρὰ ᾖ, μὴ καὶ τῇ φωνῇ καὶ τῷ προσώπῳ [καὶ] τοῖς ἁρμόττουσιν· εἰ δὲ μή, φανερὸν γίνεται ἕκαστον ὅ ἐστιν. ἐὰν δὲ τὸ μὲν τὸ δὲ μή, λανθάνει ποιῶν τὸ αὐτό. ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται. τὰ δὲ ὀνόματα τὰ διπλᾶ καὶ τὰ ἐπίθετα πλείω καὶ τὰ ξένα μάλιστα ἁρμόττει λέγοντι παθητικῶς· συγγνώμη γὰρ ὀργιζομένῳ κακὸν φάναι οὐρανόμηκες, ἢ πελώριον εἰπεῖν, καὶ ὅταν ἔχῃ ἤδη τοὺς ἀκροατὰς καὶ ποιήσῃ ἐνθουσιάσαι ἢ ἐπαίνοις ἢ ψόγοις ἢ ὀργῇ ἢ φιλίᾳ, οἷον καὶ Ἰσοκράτης ποιεῖ ἐν τῷ Πανηγυρικῷ ἐπὶ τέλει «φήμην δὲ καὶ μνήμην» καὶ «οἵτινες ἔτλησαν»· φθέγγονται γὰρ τὰ τοιαῦτα ἐνθουσιάζοντες, ὥστε καὶ ἀποδέχονται δηλονότι ὁμοίως ἔχοντες. διὸ καὶ τῇ ποιήσει ἥρμοσεν· ἔνθεον γὰρ ἡ ποίησις. ἢ δὴ οὕτως δεῖ, ἢ μετ᾽ εἰρωνείας, ὥσπερ Γοργίας ἐποίει καὶ τὰ ἐν τῷ Φαίδρῳ.

***
[7] Το ύφος θα είναι το πρέπον, αν πετυχαίνει να εκφράζει τα πάθη και τους χαρακτήρες και αν είναι ανάλογο προς το προκείμενο θέμα. «Ανάλογο» θα πει οι σπουδαίες υποθέσεις να μη συζητιούνται με πρόχειρους αυτοσχεδιασμούς και τα ασήμαντα πράγματα να μη συζητιούνται με σοβαρότητα και επισημότητα· επίσης, στις απλές καθημερινές λέξεις να μη προσδίδονται στολιστικά επίθετα, γιατί αλλιώς το αποτέλεσμα μοιάζει με κωμωδία — περίπτωση Κλεοφώντα, που μερικές φορές χρησιμοποιούσε εκφράσεις του τύπου «αξιοσέβαστη δέσποινα συκιά». Πετυχημένα εκφράζονται τα πάθη, αν, σε περίπτωση προσβολής, ο λόγος έχει τα χαρακτηριστικά του λόγου ενός οργισμένου ανθρώπου· ή, σε περίπτωση ασεβών και αισχρών πραγμάτων, τα χαρακτηριστικά του λόγου ενός αγανακτισμένου ανθρώπου που διστάζει ακόμη και να μιλήσει γι᾽ αυτά· ή, σε περίπτωση αξιέπαινων πραγμάτων, τα χαρακτηριστικά του λόγου ενός ανθρώπου που μιλάει με θαυμασμό· ή, σε περίπτωση πραγμάτων που προκαλούν τον οίκτο, τα χαρακτηριστικά του λόγου ενός ανθρώπου που μιλάει σε χαμηλό τόνο, κοκ. Πιστευτό κάνει, επίσης, το πράγμα ένας λόγος που χρησιμοποιεί τις λέξεις στη συνηθισμένη σημασία τους. Ο λόγος είναι ότι η ψυχή του ακροατή παρασύρεται, ώστε να πιστέψει ότι ο άνθρωπος που μιλάει λέει την αλήθεια, και αυτό γιατί όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται ίδια κάτω από τις ίδιες συνθήκες, με αποτέλεσμα, ακόμη και αν τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως τα λέει ο ομιλητής, αυτοί να πιστεύουν ότι έχουν έτσι. Βιώνει λοιπόν πάντοτε ο ακροατής τα ίδια πάθη με τον γεμάτο πάθος ομιλητή, έστω και αν αυτός δεν λέει τίποτε το ουσιαστικό. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ρήτορες συνταράζουν τους ακροατές τους απλώς θορυβώντας.

Η απόδειξη που βασίζεται σε εξωτερικά σημάδια βοηθάει και στην έκφανση του χαρακτήρα, αφού για κάθε κατηγορία ανθρώπων και για κάθε τρόπο ζωής υπάρχει ο εκφραστικός τρόπος που τους προσιδιάζει. Λέγοντας «κατηγορία ανθρώπων» εννοώ τη διάκριση κατά ηλικία (παιδί - άντρας - γέρος) ή γυναίκα- άντρας ή Λάκωνας - Θεσσαλός, ενώ μιλώντας για «τρόπους ζωής» αναφέρομαι σ᾽ αυτό που κάνει τον καθένα να παρουσιάζει στη ζωή του κάποιες ιδιότητες που να τον χαρακτηρίζουν· γιατί δεν το κάνουν, βέβαια, αυτό όλοι οι τρόποι ζωής. Αν λοιπόν χρησιμοποιεί κανείς στον λόγο του λέξεις που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής, θα κάνει τότε φανερό και τον αντίστοιχο χαρακτήρα. Γιατί δεν γίνεται να πει τα ίδια πράγματα, ούτε και με τον ίδιο τρόπο, ένας αγροίκος και ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Με κάποιον ιδιαίτερο, επίσης, τρόπο αντιδρούν οι ακροατές και στην έκφραση που κατά κόρον χρησιμοποιούν οι λογογράφοι: «Ποιός δεν το ξέρει;», «Όλοι το ξέρουν». Γιατί ο ακροατής από ντροπή σπεύδει να συμφωνήσει, ώστε να έχει και αυτός συμμετοχή σε κάτι στο οποίο μετέχουν όλοι οι άλλοι.

[1408b] Η εύκαιρη, πάντως, ή η άκαιρη χρήση των εκφράσεων αυτών είναι κοινή σε όλα τα είδη ρητορικού λόγου. Η θεραπεία, ωστόσο, για κάθε υπερβολή είναι αυτό που όλοι λένε και ξαναλένε: σε ό,τι πρόκειται να πει ο ρήτορας να προσθέτει και μια επίπληξη στον ίδιο τον εαυτό του· γιατί τότε αυτό που λέει ο ρήτορας μοιάζει να είναι αληθινό, αφού ο ίδιος έχει συναίσθηση του τί κάνει. Έπειτα, δεν πρέπει κανείς να κάνει χρήση όλων μαζί των σχετικών με το θέμα του μέσων (ο λόγος είναι ότι με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεται η εξαπάτηση του ακροατή)· θέλω να πω ότι αν, λ.χ., οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο ρήτορας είναι από μόνες τους σκληρές, να μη χρησιμοποιεί επιπλέον αντίστοιχη σκληρή φωνή και αντίστοιχη σκληρή έκφραση του προσώπου· αλλιώς, η προσποίησή του γίνεται φανερή· αν, αντίθετα, κάνει το ένα, όχι όμως και το άλλο, τότε πετυχαίνει αυτό που επιθυμεί δίχως ο ακροατής να παίρνει είδηση. Αν, πάλι, τα ήπια πράγματα λέγονται με σκληρό τρόπο και τα σκληρά με ήπιο, ο λόγος χάνει την πειστικότητά του. Οι σύνθετες λέξεις, οι πολυάριθμοι προσδιορισμοί και οι παράξενες και ασυνήθιστες λέξεις ταιριάζουν κατά κύριο λόγο στον ρήτορα που ο λόγος του είναι γεμάτος από πάθος: τον οργισμένο άνθρωπο τον συγχωρούμε αν ονομάσει το κακό ουρανόμηκες ή πελώριο· τέτοιες εκφράσεις συγχωρούνται επίσης στον ρήτορα που έχει πια κερδίσει τους ακροατές του και έφερε την ψυχή τους σε μια κατάσταση έκστασης είτε με επαίνους ή ψόγους είτε με λόγια οργής ή φιλίας· παράδειγμα αυτό που κάνει ο Ισοκράτης στο τέλος του Πανηγυρικού του: «φήμην δὲ καὶ μνήμην» και «οἵτινες ἔτλησαν». Τέτοιες εκφράσεις βγαίνουν από το στόμα ανθρώπων που είναι κυριευμένοι από έκσταση — και φυσικά τις αποδέχονται ακροατές που βρίσκονται στην ίδια και αυτοί κατάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτού του είδους οι εκφράσεις ταιριάζουν στην ποίηση· γιατί η ποίηση είναι κάτι που έχει μέσα του το στοιχείο της έκστασης. Ή έτσι λοιπόν πρέπει να χρησιμοποιούνται οι εκφράσεις αυτές ή ειρωνικά και περιπαικτικά, όπως έκανε ο Γοργίας ή όπως γίνεται σε κάποια χωρία του Φαίδρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου