ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
(φύλο, από άνδρας γυναίκα, από γυναίκα άνδρας)
Καταγωγή, περιπέτειες του βίου, θάνατος
Μάντης στους Θηβαίους ήταν ο Τειρεσίας, γιος του Εύρη και της νύμφης Χαρικλώς, από τη γενιά του Οιδαίου του Σπαρτού, που είχε χάσει το φως του. Για την τύφλωση και τη μαντική του ικανότητα λέγονται διάφορα. Άλλοι ότι οι θεοί τον τύφλωσαν, επειδή αποκάλυπτε στους ανθρώπους όσα εκείνοι ήθελαν να κρατήσουν κρυφά· ο Φερεκύδης, πάλι, ότι τυφλώθηκε από την Αθηνά· την είδε ολόγυμνη, κι εκείνη, αφού κάλυψε με τα χέρια της τα μάτια του, τον τύφλωσε· κι όταν η Χαρικλώ, που ήταν αγαπημένη της Αθηνάς, την παρακάλεσε να του δώσει πίσω την όρασή του, επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, του καθάρισε τα αυτιά και τον κατέστησε ικανό να ακούει όλες τις φωνές των πουλιών, και του χάρισε και ένα ραβδί από κρανιά, με το οποίο βάδιζε όπως αυτοί που έβλεπαν. Ο Ησίοδος από τη μεριά του ισχυρίζεται ότι, όταν κάποτε είδε στο όρος Κυλλήνη δύο φίδια να ζευγαρώνουν, τα χτύπησε και αμέσως άλλαξε από άνδρας σε γυναίκα· αλλά όταν ξαναείδε τα ίδια αυτά φίδια να ερωτοτροπούν ξαναέγινε άνδρας. Γι' αυτό τον λόγο, όταν κάποτε η Ήρα και ο Δίας διαφωνούσαν αν οι γυναίκες ή οι άνδρες αισθάνονται μεγαλύτερη ηδονή στον έρωτα, ρώτησαν εκείνον. Και εκείνος απάντησε ότι αν η ηδονή του έρωτα αποτελείται από δέκα μέρη, ο άνδρας απολαμβάνει το ένα, ενώ η γυναίκα τα εννέα, με αποτέλεσμα η Ήρα να τον τυφλώσει, ο Δίας όμως να του χαρίσει τη μαντική τέχνη. [Η απάντηση του Τειρεσία στον Δία και την Ήρα ήταν· από τα δέκα της ηδονής μερίδια το ένα μόνο χαίρεται ο άνδρας, ενώ τα δέκα τα χορταίνει η γυναίκα και αναγαλλιάζει η ψυχή της.] Έζησε επίσης μέχρι τα βαθιά γεράματα. (Απολλόδ. 3.69-72).
Η ιστορία της τύφλωσης του Τειρεσία φανερώνει και τη ζωή του νεαρού, προτού αποκτήσει τις ξεχωριστές ικανότητες που τον έκαναν διάσημο. Ήταν κυνηγός που κυνηγούσε στον Ελικώνα και, σταματώντας να πιει νερό από την πηγή Ιπποκρήνη, αντίκρισε, άθελά του, γυμνή την Αθηνά να δροσίζεται στα νερά της.
Η ιστορία με τα φίδια, η διασημότερη παραλλαγή του μύθου του Τειρεσία, παραδίδεται με διαφόρους τρόπους. Άλλοι λένε ότι ο Τειρεσίας χώρισε τα φίδια, άλλοι πως τα πλήγωσε και άλλοι πως σκότωσε το θηλυκό. Σε κάθε περίπτωση, ο Τειρεσίας έγινε γυναίκα. Επτά χρόνια αργότερα, στον ίδιο τόπο, ξαναείδε τα φίδια να ζευγαρώνουν. Για μια ακόμη φορά επεμβαίνει, με αποτέλεσμα να ξαναπάρει το αρχικό του φύλο. Η αποκάλυψη της αλήθειας για το γυναικείο φύλο έκανε την Ήρα να τυφλώσει τον Τειρεσία και τον Δία να του χαρίσει το προνόμιο της μαντείας αλλά και να ζήσει πολύ, επτά ανθρώπινες ζωές λεγόταν.
Φυσικά, η ιστορία αυτής της μεταμόρφωσης δεν άφησε αδιάφορο τον Οβίδιο, ενώ, αργότερα, η ιστορία αμφισβητήθηκε και διακωμωδήθηκε (Λουκιανός*). Στον 20ό αι. υπήρξε αφορμή για προβληματισμούς σχετικά με το φύλο αλλά και για άλλα ζητήματα (Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, 1917**).
Προφητείες και καθαρμοί
Ως μάντης ο Τειρεσίας σχετίζεται με τον θεό της μαντικής Απόλλωνα αλλά και με τον Διόνυσο -ο θεός αυτός είναι και μάντης (Ευρ., Βάκχες 297). Ωστόσο, τη μαντική του ικανότητα την έχει από την Αθηνά ή από τον ίδιο τον Δία. Είναι συνδεδεμένος με τον Θηβαϊκό κύκλο, κυρίως με τους Λαβδακίδες, όπως ο Κάλχας με τον Τρωικό κύκλο και τους Ατρείδες. Στη Θήβα υπήρχε οιωνοσκοπείο του, ενώ μαντείο του βρισκόταν στον γειτονικό Ορχομενό.
1. Ο Τειρεσίας παρήγγειλε να καούν τα φίδια που ο Ηρακλής είχε πνίξει στην κούνια του, να πεταχτεί η στάχτη τους στον ποταμό και η κάμαρη να πλυθεί με αλμυρό νερό (Θεόκρ. Ειδύλλια, 24, 97-98). Θαλασσινό νερό χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις θανάτου και λοιμού, οπότε τα αποπλύματα πετιούνταν στη θάλασσα, για να μην υπάρχει περίπτωση κανείς να τα πατήσει.
2. Όταν ο Αμφιτρύωνας, ο σύζυγος της Αλκμήνης, επέστρεψε στη Θήβα, δεν βρήκε τη γυναίκα του διαχυτική απέναντί του, γιατί ακριβώς την προηγούμενη της είχε εμφανιστεί ο Δίας με τη μορφή του συζύγου της και κοιμήθηκαν μαζί. Ο Τειρεσίας του αποκάλυψε την ένωσή της με τον Δία.
3. Κατά τον πόλεμο των Επτά επί Θήβαις, ο Τειρεσίας προφήτευσε ότι οι Θηβαίοι θα νικήσουν, αν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, προσφερθεί ως σφάγιο στον Άρη, όπως και έγινε.
4. Αργότερα, όταν οι Επίγονοι των Επτά εξεστράτευσαν εναντίον των Θηβών, ο Τειρεσίας συμβούλευσε τους Θηβαίους να στείλουν κήρυκα για διαπραγματεύσεις, αλλά οι ίδιοι να πάρουν γυναίκες και παιδιά και κρυφά να εγκαταλείψουν την πόλη.
5. Του αποδόθηκαν και μυθιστορηματικές προφητείες από μεταγενέστερους ποιητές, από τον Οβίδιο, λ.χ., που βάζει τη μητέρα του Νάρκισσου Λειριόπη να ρωτά τον μάντη πόσα χρόνια θα ζούσε το πανέμορφο παιδί της (Οβ., Μετ. 3.341-350***).
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή με εξαιρετικό τρόπο δηλώνεται η σχέση του μάντη Τειρεσία με τον θεό της μαντικής και τοξοβόλο Απόλλωνα. Όπως ο θεός του με τα βέλη του αποδεκάτισε το στρατόπεδο των Αχαιών στην Τροία και τοξοβόλησε τα παιδιά της Νιόβης τιωρώντας την για την υπεροψία της απέναντι στη μητέρα του Λητώ, έτσι και ο Τειρεσίας, με το προσωπείο του τοξότη****, αφήνει τοξεύματα-προφητείες.
Στις τραγωδίες Οιδίπους τύραννος και Αντιγόνη του Σοφοκλή με έξοχο τρόπο ο ποιητής δείχνει τον Τειρεσία να ταλαιπωρείται ως μάντης κακών και να προκαλεί την οργή του Οιδίποδα***** και του Κρέοντα******, γιατί δεν αποκαλύπτει την αλήθεια στον πρώτο, για τις προφητείες******* του στον δεύτερο. Το ίδιο δυσάρεστος δείχνεται και στον Πενθέα, εγγονό του συγχορευτή του Κάδμου στα όργια του Διόνυσου, όταν ο νεαρός βασιλιάς, σαν άλλος Κρέων, ξεκινά να βασιλεύσει στη Θήβα με μιαν απαγόρευση· αρνείται ότι ο Διόνυσος είναι θεός και επιχειρεί να ελέγξει τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του λοιδορώντας, φυλακίζοντας και στέλνοντας παντού κατασκόπους, ώστε να επιβάλει την τάξη, όπως εκείνος την εννοεί (Ευρ., Βάκχες********). Και οι τρεις αποδίδουν τις προφητείες του Τειρεσία, καθόλου ευνοϊκές για τους ίδιους, στη φιλοχρηματία.
Θάνατος του Τειρεσία - Η τύχη της κόρης του
Και καθώς ο Τειρεσίας τους συμβούλευσε [τους Θηβαίους] να στείλουν κήρυκα στους Αργείους για συνθηκολόγηση και οι ίδιοι να φύγουν, πράγματι έστειλαν στους εχθρούς τους απεσταλμένο, εκείνοι όμως επιβίβασαν σε άμαξες παιδιά και γυναίκες και έφευγαν από την πόλη. Όταν νύχτα έφτασαν στην κρήνη που επονομάζεται Τιλφούσσα, ο Τειρεσίας ήπιε νερό από αυτήν και τελείωσε τη ζωή του. Και οι Θηβαίοι, αφού περιπλανήθηκαν πολύ, ίδρυσαν την πόλη Εστιαία και εγκαταστάθηκαν εκεί. Όταν αργότερα οι Αργείοι πληροφορήθηκαν την απόδραση των Θηβαίων, μπήκαν στην πόλη, μάζεψαν λάφυρα και γκρέμισαν τα τείχη. Μέρος από τα λάφυρα τα έστειλαν στους Δελφούς, στον Απόλλωνα, μαζί και την κόρη Τειρεσία, τη Μαντώ· γιατί του είχαν τάξει, αν κυριεύσουν την πόλη των Θηβών, να του αφιερώσουν το καλύτερο από τα λάφυρα. (Απολλόδ. 3.7.2)
Το όρος Τιλφούσιο και η λεγόμενη Τιλφούσα πηγή απέχουν από την Αλίαρτο κάπου πενήντα στάδια. Υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων η παράδοση ότι οι Αργείοι μαζί με τους γιους του Πολυνείκη, μετά την άλωση των Θηβών, μεταξύ των άλλων λαφύρων έφεραν στον θεό των Δελφών και τον Τειρεσία, ο οποίος στον δρόμο, διψασμένος ήπιε νερό από την Τιλφούσα και ξεψύχησε. Δίπλα στην πηγή είναι ο τάφος του. Την υπόλοιπη ιστορία του Τειρεσία, πόσα χρόνια έγραψαν ότι έζησε, πώς άλλαξε από γυναίκα σε άντρα και ότι ο Όμηρος στην Οδύσσεια δείχνει τον Τειρεσία, μόνος αυτός, να διατηρεί στον Άδη τον πνεύμα του, αυτά τα γνωρίζουν όλοι από την παράδοση. (Παυσ. 9.33.1-2)
Ο τάφος του Τειρεσία υποτίθεται ότι υπήρχε στο Τιλφούσιο Όρος, κοντά στην πηγή Τιλφούσα, ενώ στη Θήβα βρισκόταν απλώς ένα κενοτάφιό του.
Μάντης και μετά τον θάνατο
Ο θάνατος του Τειρεσία, σε βαθύτατο γήρας, τοποθετείται χρονικά μετά την κατάληψη των Θηβών από τους Επιγόνους. Όμως, ακόμη και μετά τον θάνατό του ασκούσε τη μαντική του τέχνη. Η Κίρκη συμβούλευσε τον Οδυσσέα********* τι να κάνει, προκειμένου να μιλήσει, ζωντανός αυτός, με τον νεκρό Τειρεσία, και εκείνος να του αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερνε να επιστρέψει στο σπίτι του. Επιπλέον, ο μάντης συμβούλευσε τον Οδυσσέα********** σε ποιες ενέργειες έπρεπε να προβεί μετά τον φόνο των μνηστήρων, ώστε να εξευμενίσει τους θεούς: να προσφέρει θυσίες στον Ποσειδώνα σε μέρος μακριά από τη θάλασσα, εκεί όπου κανένας δεν θα αναγνώριζε το κουπί σαν κουπί, να ιδρύσει ιερό του και στη συνέχεια να γυρίσει στο παλάτι και να θυσιάσει σε όλους τους θεούς.
-----------------------------------
*Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι
-----------------------------------
*Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι
28. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΕΙΡΕΣΙΟΥ
Μένιππος: Εάν στ' αλήθεια είσαι τυφλός, Τειρεσία, δεν είναι εύκολο να το διακρίνει κανείς πλέον, γιατί όλοι εδώ έχουμε άδεια τα μάτια και μόνο τα κοιλώματά τους διατηρούνται. Κατά τ' άλλα, κανείς δεν μπορεί να πει ποιος ήταν ο Φινέας και ποιος ήταν ο Λυγκέας. Γνωρίζω όμως από τους ποιητές ότι ήσουν μάντης και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και πες μου, ποια ζωή σού φάνηκε πιο ευχάριστη, του άνδρα ή της γυναίκας;
Τειρεσίας: Η γυναικεία ζωή ήταν πολύ καλύτερη, Μένιππε, γιατί έχει λιγότερες φροντίδες. Εκτός απ' αυτό, οι γυναίκες διευθύνουν τους άνδρες, και ούτε στον πόλεμο πηγαίνουν, ούτε φρουρούν, ούτε στις συνελεύσεις του λαού συζητούν, ούτε στα δικαστήρια καλούνται.
Μένιππος: Δεν άκουσες, Τειρεσία, τη Μήδεια του Ευριπίδη, τι λέει, μοιρολογώντας για την τύχη των γυναικών, ότι ζουν απαίσια ζωή και πονούν αφόρητα κατά τον τοκετό; Και -αφού οι στίχοι της Μήδειας μου το θύμισαν- δεν μου λες, γέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα, ή στείρα και άτεκνη πέρασες τη γυναικεία ζωή;
Τειρεσίας: Γιατί μου κάνεις αυτή την ερώτηση, Μένιππε;
Μένιππος: Όχι για κακό, Τειρεσία. Λοιπόν, πες μου, αν δεν σ' εμποδίζει κάτι.
Τειρεσίας: Δεν ήμουν στείρα, αλλά δεν γέννησα κιόλας.
Μένιππος: Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτρα.
Τειρεσίας: Είχα, πώς δεν είχα;
Μένιππος: Λοιπόν, με τον καιρό η μήτρα σου εξαφανίστηκε, το γυναικείο όργανο έφραξε, τα στήθη σου αποκολλήθηκαν, φύτρωσε το ανδρικό μόριο και έβγαλες γένια; Ή με τη μία από γυναίκα έγινες άνδρας;
Τειρεσίας: Δεν βλέπω τι σκοπό έχει η ερώτησή σου. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγιναν αυτά, όπως σου τα λέω.
Μένιππος: Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να δυσπιστεί σε τέτοιες διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζει αν είναι δυνατά ή μη, να τα παραδέχεται σαν ανόητος;
Τειρεσίας: Εσύ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούς ότι γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε πουλιά ή δένδρα ή θηρία; Όπως λ.χ. η Αηδώνα, η Δάφνη, ή του Λυκάονα η κόρη;
Μένιππος: Εάν τις συναντήσω κάπου, θα τις ρωτήσω και θα μάθω τι λένε. Εσύ, όμως, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντης όπως μετά, ή μόνον όταν έγινες άνδρας έγινες και μάντης;
Τειρεσίας: Βλέπω ότι αγνοείς όλη μου την ιστορία, εκτός δε των άλλων ότι διέλυσα μίαν φιλονικία των θεών και η μεν Ήρα με τύφλωσε, ο δε Δίας για να με παρηγορήσει για τη συμφορά που με βρήκε, μου έδωσε την μαντική ικανότητα.
Μένιππος: Ακόμη επιμένεις στα ψέματά σου, Τειρεσία; Αλλ' είσαι κι συ όπως οι άλλοι μάντεις, οι οποίοι ποτέ δεν λένε κάτι σωστό.
**Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, 1917
Οι μαστοί του Τειρεσία είναι ένα δίπρακτο σουρεαλιστικό δράμα του θεμελιωτή του μοντερνισμού Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Στόχος των Μαστών του Τειρεσία ήταν να διασκεδάσει το κοινό του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του για μια πληθώρα θεμάτων, όπως η καταπίεση που υφίσταται το γυναικείο φύλο (άμεση σχέση με την αλλαγή φύλου του Τειρεσία), ο φεμινισμός, η χειραφέτησή του, ο ενστερνισμός ενός ανοίκειου ρόλου από τα δύο φύλα, η υπογεννητικότητα και οι συνέπειές της, η κοντόφθαλμη εξουσία των αστυνομικών δυνάμεων, ο πόλεμος, η σκανδαλοθηρία της δημοσιογραφίας, η απουσία κοινωνικής μέριμνας, και η άνιση κατανομή του πλούτου. Το έργο αφήνει χώρο για μια αληθινή αισιοδοξία, που παρηγορεί στη στιγμή και αφήνει να ανθίσει η ελπίδα.
***Τειρεσίας και Λειριόπη
Τη σιγουριά του στα προγνωστικά δοκίμασε εν πρώτοις η Λειριόπη,
νύμφη αυτή γλαυκή του ποταμού, που ο Κηφισός μια μέρα φουσκωμένος
την πλάκωσε με τα πολλά νερά, και στανικά μες στο βαθύ του ρέμα
την έκανε δικιά του. Στους εννιά τους μήνες η πανώρια εκείνη νύμφη
γέννησε τέκνο σπάνιας ομορφιάς - βρέφος ακόμα και το λαχταρούσες!
Νάρκισσο είπε η μάνα το παιδί· κι όταν γι' αυτό ρωτήθηκε ο μάντης
αν του 'λαχε πολύχρονη ζωή ως τα βαθιά γεράματα φτασμένη,
η απόκριση που δόθηκε ήταν "Ναι, όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι".
Ο λόγος τούτος για καιρόν πολύ φάνταζε κούφιος, κι όμως βγήκε αλήθεια:
βρήκε ανήκουστη μανία το παιδί κι αλλόκοτος χαμός το καρτερούσε.
(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 341-350)
****Ο Τειρεσίας τοξότης
Ο Κρέοντας απευθύνεται στον Τειρεσία και τον κατηγορεί, γιατί τον έχει βάλει στο σημάδι:
Ὦ πρέσβυ, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ
τοξεύετ᾽ ἀνδρὸς τοῦδε, κοὐδὲ μαντικῆς
ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι…
[Άκουσε, γέρο, εσείς όλοι απάνω σ' ένανε,
εμένα σημαδεύετε.
σαν σκοπευτές και δε μου λείψανε
από πάνω μου οι προφητείες.]
Ο Τειρεσίας πετάει την αλήθεια στον Κρέοντα σαν βέλος που πληγώνει την καρδιά:
Τοιαῦτά σου, λυπεῖς γάρ, ὥστε τοξότης
ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα
βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμῇ.
[σαν τοξότης σούριξα σαϊτιές στην καρδιά,
που δε θα παν χαμένες, γιατί δε θα ξεφύγης τη φλόγα τους.]
(Σοφ., Αντ. 1033-35, 1084-86)
*****Η οργή του Οιδίποδα για τη σιωπή του Τειρεσία
ΤΕΙ. Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη
λύῃ φρονοῦντι· ταῦτα γὰρ καλῶς ἐγὼ
εἰδὼς διώλεσ᾽· οὐ γὰρ ἂν δεῦρ᾽ ἱκόμην.
ΟΙ. Τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας.
ΤΕΙ. Ἄφες μ᾽ ἐς οἴκους· ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ
κἀγὼ διοίσω τοὐμόν, ἢν ἐμοὶ πίθῃ.
ΟΙ. Οὔτ᾽ ἔννομ᾽ εἶπας οὔτε προσφιλῆ πόλει
τῇδ᾽ ἥ σ᾽ ἔθρεψε, τήνδ᾽ ἀποστερῶν φάτιν.
ΤΕΙ. Ὁρῶ γὰρ οὐδὲ σοὶ τὸ σὸν φώνημ᾽ ἰὸν
πρὸς καιρόν· ὡς οὖν μηδ᾽ ἐγὼ ταὐτὸν πάθω-
ΟΙ. Μή, πρὸς θεῶν, φρονῶν γ᾽ ἀποστραφῇς ἐπεὶ
πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ᾽ ἱκτήριοι.
ΤΕΙ. Πάντες γὰρ οὐ φρονεῖτ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ μή ποτε
τἄμ᾽, ὡς ἂν εἴπω μὴ τὰ σ᾽, ἐκφήνω κακά.
ΟΙ. Τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις, ἀλλ᾽ ἐννοεῖς
ἡμᾶς προδοῦναι καὶ καταφθεῖραι πόλιν;
ΤΕΙ. Ἐγὼ οὔτ᾽ ἐμαυτὸν οὔτε σ᾽ ἀλγυνῶ· τί ταῦτ᾽
ἄλλως ἐλέγχεις; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου.
ΟΙ. Οὐκ, ὦ κακῶν κάκιστε, καὶ γὰρ ἂν πέτρου
φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας, ἐξερεῖς ποτε,
ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἄτεγκτος κἀτελεύτητος φανῇ;
ΤΕΙ. Ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, τὴν σὴν δ᾽ ὁμοῦ
ναίουσαν οὐ κατεῖδες, ἀλλ᾽ ἐμὲ ψέγεις.1
ΟΙ. Τίς γὰρ τοιαῦτ᾽ ἂν οὐκ ἂν ὀργίζοιτ᾽ ἔπη
κλύων ἃ νῦν σὺ τήνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν;
ΤΕΙ. ῞Ηξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω.
ΟΙ. Οὐκοῦν ἅ γ᾽ ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί.
ΤΕΙ. Οὐκ ἂν πέρα φράσαιμι· πρὸς τάδ᾽, εἰ θέλεις,
θυμοῦ δι᾽ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη.
ΟΙ. Καὶ μὴν παρήσω γ᾽ οὐδέν, ὡς ὀργῆς ἔχω,
ἅπερ ξυνίημ᾽.
Μετάφραση
ΤΕΙ. Αλίμονο, πόσο φοβερό είναι να γνωρίζει κανείς την αλήθεια,
όταν δεν ωφελεί αυτόν που την κατέχει· αυτά τα ήξερα καλά,
όμως τα ξέχασα· αλλιώς δεν θα ερχόμουν εδώ.
ΟΙ. Τι λες; Πόσο βαρύθυμος έχεις έλθει…
ΤΕΙ. Άσε με να γυρίσω στο σπίτι μου· γιατί πιο εύκολα θα υπομείνεις
τη μοίρα σου και εγώ τη δική μου, αν μ' ακούσεις.
ΟΙ. Ούτε νόμιμα μίλησες ούτε αγαπητά για την πόλη αυτή
που σε ανέθρεψε, στερώντας την από την μαντεία.
ΤΕΙ. Βλέπω πως τα λόγια σου δεν θα σου βγουν
σε καλό· για να μην πάθω κι εγώ το ίδιο…
ΟΙ. Μη, για όνομα των θεών, ενώ ξέρεις, γυρνάς την πλάτη σου σε εμάς, γιατί
όλοι εδώ προσπέφτουμε ικέτες σε σένα.
ΤΕΙ. Γιατί κανένας σας δεν ξέρει την αλήθεια· εγώ όμως ποτέ
δεν θα φανερώσω τις δικές μου συμφορές, για να πω τις δικές σου.
ΟΙ. Τι λες; Ενώ ξέρεις, δεν θα μιλήσεις, αλλά σκέφτεσαι
να μας προδώσεις και να καταστρέψεις την πόλη;
ΤΕΙ. Εγώ δεν θέλω να προκαλέσω πόνο ούτε στον εαυτό μου ούτε σε σένα·
γιατί μάταια ρωτάς; Γιατί τίποτε δεν θα μάθεις από εμένα.
ΟΙ. Άθλιε των αθλίων, γιατί και πέτρα
θα εξόργιζες, δεν θα μιλήσεις ποτέ
αλλά θα στέκεσαι έτσι σκληρός και άκαρδος;
ΤΕΙ. Μέμφθηκες τη δική μου την οργή, αυτή όμως
που κατοικεί μαζί σου δεν την κατάλαβες και εμένα κατηγορείς.
ΟΙ. Γιατί ποιος δεν θα οργιζόταν ν' ακούει τέτοια λόγια
με τα οποία εσύ τώρα ατιμάζεις την πόλη;
ΤΕΙ. Θα αποκαλυφθούν αυτά, ακόμη κι αν εγώ τα καλύψω με τη σιωπή μου
ΟΙ. Αυτά, λοιπόν, που είναι να έρθουν πρέπει και συ να τα πεις σε μένα
ΤΕΙ. Δεν θα πω ούτε λέξη περισσότερο. και συ μπορείς, αν θέλεις,
στον πιο άγριο τον θυμό να ξεσπάσεις.
ΟΙ. Κι εγώ, λοιπόν, έτσι που είμαι οργισμένος, τίποτε δεν θα παραλείψω
απ' αυτά που σκέφτομαι.
(Σοφ., Οιδ. Τ., στ. 334-346)
******Η οργή του Κρέοντα για τις προφητείες του Τειρεσία
ΤΕΙ. Πόσο είναι η γνώση το πιο πρώτο απ' όλα.
ΚΡ. Όσο, φαντάζομαι, η ανεμυαλιά το πιο χειρότερο είναι.
ΤΕΙ. Κι όμως είσαι
απ' αυτή την αρρώστια εσύ γεμάτος.
ΚΡ. Δε θέλω σ' ένα μάντη ν' απαντήσω κι εγώ μ' άσκημη γλώσσα.
ΤΕΙ. Όμως το κάνεις
όταν μου λες πως ψέματα μαντεύω.
ΚΡ. Γιατ' είναι φιλοχρήματη όλη η φάρα των μάντηδων.
ΤΕΙ. Μα και των βασιλιάδων
τ' αδιάντροπ' αγαπά τα κέρδη.
ΚΡ. Ξέρεις πως όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;
ΤΕΙ. Το ξέρω, αφού την πόλη έχεις σώσει
χάρη σε μένα.
ΚΡ. Σοφός μάντης είσαι μα τ' άδικ' αγαπάς.
ΤΕΙ. Θα μ' αναγκάσεις
να βγάλω όσα στο νου φυλάω κλεισμένα.
ΚΡ. Βγάλε τα, φτάνει μην τα λες για κέρδος.
ΤΕΙ. Ώστε εγώ τέτοιος φαίνομαι για σένα;
ΚΡ. Μάθε πως την ιδέα μου δε θ' αλλάξεις.
(Σοφ., Αντ., στ. 1050-1063)
*******Οι προφητείες του Τειρεσία στον Κρέοντα
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Τειρεσίας περιγράφει την αναποτελεσματική θυσία που τέλεσε, αναπαράσταση, στην ουσία, του διαμελισμού και της σήψης του άταφου σώματος του Πολυνείκη:
Καθόμουν
στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,
που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,
όταν άξαφν' ακούω παράξενες
κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια
παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·
κατάλαβα πως με τα φονικά τους
τ' αρπάγια σπαραζότανε, γιατ' ήταν
όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·
και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως
πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω
μαντεία απ' τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος
δεν έλαμπε απ' τα θύματα κι απάνω
στη στάχτη απ' τα μεριά αχνιστό το πάχος
ανάλυωνε και κάπνιζε και σκούσε
και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·
μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω
η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.
Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια
της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν
απ' το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι
οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·
γιατ' οι βωμοί και των θεών οι εστίες
έχουν γιομίσει απ' τα σκυλιά και τα όρνια
με τ' αποφάγια από του σκοτωμένου
άμοιρου γιου του Οιδίποδα τις σάρκες·
και γι' αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται
από μας ούτε προσευχές θυσίας,
ούτε τη φλόγα από μεριά κομμένα,
κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει
με καλοσήμαδες φωνές, γιατ' έχουν
γευτή πηγμένο γαίμα πεθαμένου.
(Σοφ., Αντ. 1005-1022)
ΠΕΝΘΕΑΣ
Άλλο πάλι τούτο!
Ο μάντης Τειρεσίας, που εξηγεί τα παράδοξα,
να φορά παρδαλό δέρμα ελαφιού!
Και ο πατέρας της μητρός μου
-να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια-
να βακχεύει θυρσοφόρος!
Δεν υποφέρεται, γέροντά μου,
να σας βλέπω να ανοηταίνετε στα γεράματά σας.
Δεν θα πετάξεις από πάνω σου τον κισσό;
Δεν θα ελευθερώσεις το χέρι σου από τον θύρσο,
πατέρα της μητρός μου;
Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.
Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,
για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.
Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,
θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,
γι' αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.
Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,
τότε -άκουσέ με- καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
[…]
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αν ένας άνδρα που κατέχει
κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,
δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.
Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,
όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.
Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος
και ξέρει να μιλά,
γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.
[…]
Άκουσέ με , Πενθέα.
Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει τους ανθρώπους.
Και αν έχεις κάποια γνώμη
και η γνώμη σου νοσεί,
μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.
Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,
βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.
Τη σωφροσύνη στον έρωτα
δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.
Έχει να κάνει με τη φύση τους.
Σκέψου!
Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν διαφθείρεται.
Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου
και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.
Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμουν.
Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδωρείς,
και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,
ζευγάρι με άσπρα μαλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.
Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.
Πάσχεις από την πιο επώδυνη τρέλα.
Και δεν γιατρεύεσαι, είτε πάρεις φάρμακα είτε όχι.
ΠΕΝΘΕΑΣ (απευθύνεται στον Κάδμο)
Μη!
Μη μ' αγγίζεις.
Πήγαινε να βακχέψεις.
Δεν θα μου μεταδώσεις τη μωρία σου.
Όμως αυτόν εδώ, τον δάσκαλό σου στις ανοησίες,
θα τον τιμωρήσω.
Ας τρέξει κάποιος όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Και όταν φθάσεις στους θρόνους,
όπου κάθεται και οιωνοσκοπεί,
ξεθεμελίωσέ τους με λοστούς,
φέρε τα πάνω κάτω,
ισοπέδωσε τα πάντα,
σκόρπισε στους ανέμους και στις θύελλες τις ιερές ταινίες.
Πιο πολύ απ' όλα θα τον πονέσει αυτό.
[…]
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άθλιε! Πόσο λίγο καταλαβαίνεις τι έφτασες να λες!
Ήταν και πριν ο νους σου ταραγμένος,
τώρα όμως έχεις τρελαθεί πια.
Εμείς, Κάδμε, ας πάμε να δεηθούμε
και γι' αυτόν, ας είναι ανήμερος, και για την πόλη·
ας παρακαλέσουμε τον θεό να μην κάμει τίποτε αναπάντεχο.
Έλα μαζί μου με το κισσοστόλιστο ραβδί σου.
Προσπάθησε να στηρίζεις το κορμί μου, κι εγώ το δικό σου.
Είναι θλιβερό να πέφτουν δυο γέροντες. Όμως, ας πάει.
Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον Βάκχιο, τον υιό του Διός.
Φοβούμαι, Κάδμε, μήπως ο Πενθέας
φέρει στο σπίτι σου το πένθος.
Δεν σου μιλά η μαντική, μιλούν τα γεγονότα.
Μωρός ο λόγος του, μωρός και ο ίδιος.
(Ευρ., Βάκχ. 248-262, 266-272, 309-327, 343-379)
*********Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1
Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι
μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση,
όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες.
Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι,
και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο,
που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος
κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος
κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν.
Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,
άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.
Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες,
σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι.
Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,
σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,
γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,
και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.
Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν,
και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν
τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι,
κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις
τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν
καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία.
Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης
κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,
και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας.
(Οδύσσεια κ 508-540)
Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις
χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο
πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,
σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,
κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,
κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε
κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.
Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:
Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης
και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο,
στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου,
κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,
κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του,
γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες
μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,
σε όλους γραμμή.
(Οδ. λ 119-134)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου