ΤΕ. ὅταν λάβηι τις τῶν λόγων ἀνὴρ σοφὸς
καλὰς ἀφορμάς, οὐ μέγ᾽ ἔργον εὖ λέγειν·
σὺ δ᾽ εὔτροχον μὲν γλῶσσαν ὡς φρονῶν ἔχεις,
ἐν τοῖς λόγοισι δ᾽ οὐκ ἔνεισί σοι φρένες.
270 θράσει δὲ δυνατὸς καὶ λέγειν οἷός τ᾽ ἀνὴρ
κακὸς πολίτης γίγνεται νοῦν οὐκ ἔχων.
οὗτος δ᾽ ὁ δαίμων ὁ νέος, ὃν σὺ διαγελᾶις,
οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῖν ὅσος
καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔσται. δύο γάρ, ὦ νεανία,
275 τὰ πρῶτ᾽ ἐν ἀνθρώποισι· Δημήτηρ θεά—
Γῆ δ᾽ ἐστίν, ὄνομα δ᾽ ὁπότερον βούληι κάλει·
αὕτη μὲν ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφει βροτούς·
ὃς δ᾽ ἦλθ᾽ ἔπειτ᾽, ἀντίπαλον ὁ Σεμέλης γόνος
βότρυος ὑγρὸν πῶμ᾽ ηὗρε κἀσηνέγκατο
280 θνητοῖς, ὃ παύει τοὺς ταλαιπώρους βροτοὺς
λύπης, ὅταν πλησθῶσιν ἀμπέλου ῥοῆς,
ὕπνον τε λήθην τῶν καθ᾽ ἡμέραν κακῶν
δίδωσιν, οὐδ᾽ ἔστ᾽ ἄλλο φάρμακον πόνων.
οὗτος θεοῖσι σπένδεται θεὸς γεγώς,
285 ὥστε διὰ τοῦτον τἀγάθ᾽ ἀνθρώπους ἔχειν.
καὶ διαγελᾶις νιν ὡς ἐνερράφη Διὸς
μηρῶι; διδάξω σ᾽ ὡς καλῶς ἔχει τόδε.
ἐπεί νιν ἥρπασ᾽ ἐκ πυρὸς κεραυνίου
Ζεύς, ἐς δ᾽ Ὄλυμπον βρέφος ἀνήγαγεν νέον,
290 Ἥρα νιν ἤθελ᾽ ἐκβαλεῖν ἀπ᾽ οὐρανοῦ,
Ζεὺς δ᾽ ἀντεμηχανήσαθ᾽ οἷα δὴ θεός·
ῥήξας μέρος τι τοῦ χθόν᾽ ἐγκυκλουμένου
αἰθέρος, ἔδωκε τόνδ᾽ ὅμηρον, ἐκτιθεὶς
Διόνυσον Ἥρας νεικέων· χρόνωι δέ νιν
295 βροτοὶ ῥαφῆναί φασιν ἐν μηρῶι Διός,
ὄνομα μεταστήσαντες, ὅτι θεᾶι θεὸς
Ἥραι ποθ᾽ ὡμήρευσε, συνθέντες λόγον.
μάντις δ᾽ ὁ δαίμων ὅδε· τὸ γὰρ βακχεύσιμον
καὶ τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει·
300 ὅταν γὰρ ὁ θεὸς ἐς τὸ σῶμ᾽ ἔλθηι πολύς,
λέγειν τὸ μέλλον τοὺς μεμηνότας ποιεῖ.
Ἄρεώς τε μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά·
στρατὸν γὰρ ἐν ὅπλοις ὄντα κἀπὶ τάξεσιν
φόβος διεπτόησε πρὶν λόγχης θιγεῖν·
305 μανία δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ Διονύσου πάρα.
ἔτ᾽ αὐτὸν ὄψηι κἀπὶ Δελφίσιν πέτραις
πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα,
πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον,
μέγαν τ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδ᾽. ἀλλ᾽ ἐμοί, Πενθεῦ, πιθοῦ·
310 μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν,
μηδ᾽, ἢν δοκῆις μέν, ἡ δὲ δόξα σου νοσῆι,
φρονεῖν δόκει τι· τὸν θεὸν δ᾽ ἐς γῆν δέχου
καὶ σπένδε καὶ βάκχευε καὶ στέφου κάρα.
οὐχ ὁ Διόνυσος σωφρονεῖν ἀναγκάσει
315 γυναῖκας ἐς τὴν Κύπριν, ἀλλ᾽ ἐν τῆι φύσει
τὸ σωφρονεῖν ἔνεστιν εἰς τὰ πάντ᾽ ἀεί
τοῦτο· σκοπεῖν χρή· καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν
οὖσ᾽ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται.
ὁρᾶις; σὺ χαίρεις, ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις
320 πολλοί, τὸ Πενθέως δ᾽ ὄνομα μεγαλύνηι πόλις·
κἀκεῖνος, οἶμαι, τέρπεται τιμώμενος.
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ Κάδμος, ὃν σὺ διαγελᾶις,
κισσῶι τ᾽ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν,
πολιὰ ξυνωρίς, ἀλλ᾽ ὅμως χορευτέον,
325 κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο.
μαίνηι γὰρ ὡς ἄλγιστα, κοὔτε φαρμάκοις
ἄκη λάβοις ἂν οὔτ᾽ ἄνευ τούτων νόσου.
ΧΟ. ὦ πρέσβυ, Φοῖβόν τ᾽ οὐ καταισχύνεις λόγοις,
τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς, μέγαν θεόν.
***
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αν ένας άνδρας που κατέχει
κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,
δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.
Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,
όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.
270Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος
και ξέρει να μιλά,
γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.
Αυτός ο θεός ο νέος,
που εσύ τον λοιδορείς,
δεν θα μπορούσα να σου εκφράσω
πόσο μεγάλος θα γίνει ανά την Ελλάδα.
275Δύο πράγματα, νεαρέ, είναι τα πρώτα στον κόσμο:
η Δήμητρα η θεά — είναι η Γη
(λέγε την με το όνομα που θέλεις, το ένα ή το άλλο)·
αυτή τρέφει τους θνητούς με τα στερεά.
Ο άλλος, που ήρθε αργότερα, ο γιος της Σεμέλης,
βρήκε και χάρισε στους ανθρώπους το ισάξιο,
το νάμα του βότρυος το υγρό.
280Εκείνο λυτρώνει τους ταλαίπωρους θνητούς από τη λύπη,
όταν τους πλημμυρίσει η ροή της αμπέλου.
Δωρίζει τον ύπνο, τη λησμονιά στις πίκρες της ημέρας.
Για τα βάσανα δεν υπάρχει άλλο φάρμακο.
Εγεννήθη θεός, και προσφέρεται σπονδή στους θεούς.
285Τα καλά που έχουν οι άνθρωποι τα οφείλουν σ᾽αυτόν.
Και τον περιγελάς που έμεινε ραμμένος στο μηρό του Διος;
Θα σου εξηγήσω πόσο ιδιαίτερο είναι αυτό.
Όταν ο Ζευς τον άρπαξε από το πυρ του κεραυνού
και ανέβασε το τρυφερό βρέφος στον Όλυμπο,
290η Ήρα ήθελε να τον πετάξει από τον ουρανό.
Ο Ζευς, καθό θεός, ιδού τί μηχανεύτηκε:
Απέσπασε ένα κομμάτι από τον αιθέρα που ζώνει τη γη,
έπλασε ομοίωμα του θεού, έδωσε αυτό ως όμηρο
και προστάτευσε τον Διόνυσο από τον πόλεμο της Ήρας.
Με τον καιρό οι θνητοί παρήλλαξαν τη λέξη
295και είπαν ότι εράφη στου Διός τον μηρό·
επινόησαν την ιστορία, επειδή τον θεό η θεά τον κράτησε
όμηρο.
Ο θεός αυτός είναι και μάντης.
Ό,τι έχει να κάνει με βακχεία και μανία
είναι εξόχως μαντικόν.
300Γιατί όταν ο θεός πληθωρικός έλθει στο σώμα,
οι μαινόμενοι προλέγουν τα μέλλοντα.
Συνδέεται και με τον Άρη· έχει μερίδιο και απ᾽ αυτόν.
Κάποτε πάνοπλος στρατός συντεταγμένος
σκορπίζεται πανικόβλητος, πριν αγγίξει τη λόγχη.
305Και αυτό είναι μανία που τη στέλνει ο Διόνυσος.
Κάποια μέρα θα τον δεις ακόμη και πάνω στους Δελφικούς βράχους
να πηδά με τους πυρσούς στο δικόρυφο ίσωμα,
ν᾽ ανεμίζει και να σείει βακχικό κλαδί,
μέγας ανά την Ελλάδα.
Άκουσέ με, Πενθέα.
310Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει τους ανθρώπους.
Και αν έχεις κάποια γνώμη
και η γνώμη σου νοσεί,
μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.
Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,
βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.
Τη σωφροσύνη στον έρωτα
δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.
315Έχει να κάνει με τη φύση τους.
Σκέψου!
Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν διαφθείρεται.
Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου
320και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.
Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμούν.
Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδορείς,
και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,
ζευγάρι με άσπρα μαλλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.
325Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.
Πάσχεις από την πιο επώδυνη τρέλα.
Και δεν γιατρεύεσαι, είτε πάρεις φάρμακα είτε όχι.
ΧΟΡΟΣ
Γέροντα, και τον Φοίβο δεν ντροπιάζεις με όσα λες
και δείχνεις σωφροσύνη τιμώντας τον Διόνυσο,
που είναι θεός μέγας.
καλὰς ἀφορμάς, οὐ μέγ᾽ ἔργον εὖ λέγειν·
σὺ δ᾽ εὔτροχον μὲν γλῶσσαν ὡς φρονῶν ἔχεις,
ἐν τοῖς λόγοισι δ᾽ οὐκ ἔνεισί σοι φρένες.
270 θράσει δὲ δυνατὸς καὶ λέγειν οἷός τ᾽ ἀνὴρ
κακὸς πολίτης γίγνεται νοῦν οὐκ ἔχων.
οὗτος δ᾽ ὁ δαίμων ὁ νέος, ὃν σὺ διαγελᾶις,
οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῖν ὅσος
καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔσται. δύο γάρ, ὦ νεανία,
275 τὰ πρῶτ᾽ ἐν ἀνθρώποισι· Δημήτηρ θεά—
Γῆ δ᾽ ἐστίν, ὄνομα δ᾽ ὁπότερον βούληι κάλει·
αὕτη μὲν ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφει βροτούς·
ὃς δ᾽ ἦλθ᾽ ἔπειτ᾽, ἀντίπαλον ὁ Σεμέλης γόνος
βότρυος ὑγρὸν πῶμ᾽ ηὗρε κἀσηνέγκατο
280 θνητοῖς, ὃ παύει τοὺς ταλαιπώρους βροτοὺς
λύπης, ὅταν πλησθῶσιν ἀμπέλου ῥοῆς,
ὕπνον τε λήθην τῶν καθ᾽ ἡμέραν κακῶν
δίδωσιν, οὐδ᾽ ἔστ᾽ ἄλλο φάρμακον πόνων.
οὗτος θεοῖσι σπένδεται θεὸς γεγώς,
285 ὥστε διὰ τοῦτον τἀγάθ᾽ ἀνθρώπους ἔχειν.
καὶ διαγελᾶις νιν ὡς ἐνερράφη Διὸς
μηρῶι; διδάξω σ᾽ ὡς καλῶς ἔχει τόδε.
ἐπεί νιν ἥρπασ᾽ ἐκ πυρὸς κεραυνίου
Ζεύς, ἐς δ᾽ Ὄλυμπον βρέφος ἀνήγαγεν νέον,
290 Ἥρα νιν ἤθελ᾽ ἐκβαλεῖν ἀπ᾽ οὐρανοῦ,
Ζεὺς δ᾽ ἀντεμηχανήσαθ᾽ οἷα δὴ θεός·
ῥήξας μέρος τι τοῦ χθόν᾽ ἐγκυκλουμένου
αἰθέρος, ἔδωκε τόνδ᾽ ὅμηρον, ἐκτιθεὶς
Διόνυσον Ἥρας νεικέων· χρόνωι δέ νιν
295 βροτοὶ ῥαφῆναί φασιν ἐν μηρῶι Διός,
ὄνομα μεταστήσαντες, ὅτι θεᾶι θεὸς
Ἥραι ποθ᾽ ὡμήρευσε, συνθέντες λόγον.
μάντις δ᾽ ὁ δαίμων ὅδε· τὸ γὰρ βακχεύσιμον
καὶ τὸ μανιῶδες μαντικὴν πολλὴν ἔχει·
300 ὅταν γὰρ ὁ θεὸς ἐς τὸ σῶμ᾽ ἔλθηι πολύς,
λέγειν τὸ μέλλον τοὺς μεμηνότας ποιεῖ.
Ἄρεώς τε μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά·
στρατὸν γὰρ ἐν ὅπλοις ὄντα κἀπὶ τάξεσιν
φόβος διεπτόησε πρὶν λόγχης θιγεῖν·
305 μανία δὲ καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ Διονύσου πάρα.
ἔτ᾽ αὐτὸν ὄψηι κἀπὶ Δελφίσιν πέτραις
πηδῶντα σὺν πεύκαισι δικόρυφον πλάκα,
πάλλοντα καὶ σείοντα βακχεῖον κλάδον,
μέγαν τ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδ᾽. ἀλλ᾽ ἐμοί, Πενθεῦ, πιθοῦ·
310 μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν,
μηδ᾽, ἢν δοκῆις μέν, ἡ δὲ δόξα σου νοσῆι,
φρονεῖν δόκει τι· τὸν θεὸν δ᾽ ἐς γῆν δέχου
καὶ σπένδε καὶ βάκχευε καὶ στέφου κάρα.
οὐχ ὁ Διόνυσος σωφρονεῖν ἀναγκάσει
315 γυναῖκας ἐς τὴν Κύπριν, ἀλλ᾽ ἐν τῆι φύσει
τὸ σωφρονεῖν ἔνεστιν εἰς τὰ πάντ᾽ ἀεί
τοῦτο· σκοπεῖν χρή· καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν
οὖσ᾽ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται.
ὁρᾶις; σὺ χαίρεις, ὅταν ἐφεστῶσιν πύλαις
320 πολλοί, τὸ Πενθέως δ᾽ ὄνομα μεγαλύνηι πόλις·
κἀκεῖνος, οἶμαι, τέρπεται τιμώμενος.
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ Κάδμος, ὃν σὺ διαγελᾶις,
κισσῶι τ᾽ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν,
πολιὰ ξυνωρίς, ἀλλ᾽ ὅμως χορευτέον,
325 κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο.
μαίνηι γὰρ ὡς ἄλγιστα, κοὔτε φαρμάκοις
ἄκη λάβοις ἂν οὔτ᾽ ἄνευ τούτων νόσου.
ΧΟ. ὦ πρέσβυ, Φοῖβόν τ᾽ οὐ καταισχύνεις λόγοις,
τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς, μέγαν θεόν.
***
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αν ένας άνδρας που κατέχει
κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,
δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.
Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,
όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.
270Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος
και ξέρει να μιλά,
γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.
Αυτός ο θεός ο νέος,
που εσύ τον λοιδορείς,
δεν θα μπορούσα να σου εκφράσω
πόσο μεγάλος θα γίνει ανά την Ελλάδα.
275Δύο πράγματα, νεαρέ, είναι τα πρώτα στον κόσμο:
η Δήμητρα η θεά — είναι η Γη
(λέγε την με το όνομα που θέλεις, το ένα ή το άλλο)·
αυτή τρέφει τους θνητούς με τα στερεά.
Ο άλλος, που ήρθε αργότερα, ο γιος της Σεμέλης,
βρήκε και χάρισε στους ανθρώπους το ισάξιο,
το νάμα του βότρυος το υγρό.
280Εκείνο λυτρώνει τους ταλαίπωρους θνητούς από τη λύπη,
όταν τους πλημμυρίσει η ροή της αμπέλου.
Δωρίζει τον ύπνο, τη λησμονιά στις πίκρες της ημέρας.
Για τα βάσανα δεν υπάρχει άλλο φάρμακο.
Εγεννήθη θεός, και προσφέρεται σπονδή στους θεούς.
285Τα καλά που έχουν οι άνθρωποι τα οφείλουν σ᾽αυτόν.
Και τον περιγελάς που έμεινε ραμμένος στο μηρό του Διος;
Θα σου εξηγήσω πόσο ιδιαίτερο είναι αυτό.
Όταν ο Ζευς τον άρπαξε από το πυρ του κεραυνού
και ανέβασε το τρυφερό βρέφος στον Όλυμπο,
290η Ήρα ήθελε να τον πετάξει από τον ουρανό.
Ο Ζευς, καθό θεός, ιδού τί μηχανεύτηκε:
Απέσπασε ένα κομμάτι από τον αιθέρα που ζώνει τη γη,
έπλασε ομοίωμα του θεού, έδωσε αυτό ως όμηρο
και προστάτευσε τον Διόνυσο από τον πόλεμο της Ήρας.
Με τον καιρό οι θνητοί παρήλλαξαν τη λέξη
295και είπαν ότι εράφη στου Διός τον μηρό·
επινόησαν την ιστορία, επειδή τον θεό η θεά τον κράτησε
όμηρο.
Ο θεός αυτός είναι και μάντης.
Ό,τι έχει να κάνει με βακχεία και μανία
είναι εξόχως μαντικόν.
300Γιατί όταν ο θεός πληθωρικός έλθει στο σώμα,
οι μαινόμενοι προλέγουν τα μέλλοντα.
Συνδέεται και με τον Άρη· έχει μερίδιο και απ᾽ αυτόν.
Κάποτε πάνοπλος στρατός συντεταγμένος
σκορπίζεται πανικόβλητος, πριν αγγίξει τη λόγχη.
305Και αυτό είναι μανία που τη στέλνει ο Διόνυσος.
Κάποια μέρα θα τον δεις ακόμη και πάνω στους Δελφικούς βράχους
να πηδά με τους πυρσούς στο δικόρυφο ίσωμα,
ν᾽ ανεμίζει και να σείει βακχικό κλαδί,
μέγας ανά την Ελλάδα.
Άκουσέ με, Πενθέα.
310Μην ξιπάζεσαι και θαρρείς ότι η δύναμη εξουσιάζει τους ανθρώπους.
Και αν έχεις κάποια γνώμη
και η γνώμη σου νοσεί,
μην εκλάβεις τη γνώμη ως γνώση.
Δέξου στη χώρα τον θεό, κάνε σπονδές,
βάκχευε, στεφάνωσε την κεφαλή σου.
Τη σωφροσύνη στον έρωτα
δεν θα την επιβάλει στις γυναίκες ο Διόνυσος.
315Έχει να κάνει με τη φύση τους.
Σκέψου!
Η γυναίκα η σώφρων, και όταν βακχεύει, δεν διαφθείρεται.
Βλέπεις, εσύ χαίρεσαι, όταν στέκουν πολλοί στις πύλες σου
320και η πόλη μεγαλύνει το όνομα του Πενθέα.
Και εκείνος τέρπεται, θαρρώ, να τον τιμούν.
Εγώ πάντως και ο Κάδμος, που εσύ τον λοιδορείς,
και θα στεφανωθούμε με κισσό και θα χορέψουμε,
ζευγάρι με άσπρα μαλλιά, όμως ο χορός είναι χρέος.
325Εγώ τη λογική σου δεν τη δέχομαι, δεν γίνομαι θεομάχος.
Πάσχεις από την πιο επώδυνη τρέλα.
Και δεν γιατρεύεσαι, είτε πάρεις φάρμακα είτε όχι.
ΧΟΡΟΣ
Γέροντα, και τον Φοίβο δεν ντροπιάζεις με όσα λες
και δείχνεις σωφροσύνη τιμώντας τον Διόνυσο,
που είναι θεός μέγας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου