Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1458a-1459a)

[XXII] Λέξεως δὲ ἀρετὴ σαφῆ καὶ μὴ ταπεινὴν εἶναι. σαφεστάτη μὲν οὖν ἐστιν ἡ ἐκ τῶν κυρίων ὀνομάτων, ἀλλὰ ταπεινή· παράδειγμα δὲ ἡ Κλεοφῶντος ποίησις καὶ ἡ Σθενέλου. σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν ἡ τοῖς ξενικοῖς κεχρημένη· ξενικὸν δὲ λέγω γλῶτταν καὶ μεταφορὰν καὶ ἐπέκτασιν καὶ πᾶν τὸ παρὰ τὸ κύριον. ἀλλ᾽ ἄν τις ἅπαντα τοιαῦτα ποιήσῃ, ἢ αἴνιγμα ἔσται ἢ βαρβαρισμός· ἂν μὲν οὖν ἐκ μεταφορῶν, αἴνιγμα, ἐὰν δὲ ἐκ γλωττῶν, βαρβαρισμός. αἰνίγματός τε γὰρ ἰδέα αὕτη ἐστί, τὸ λέγοντα ὑπάρχοντα ἀδύνατα συνάψαι· κατὰ μὲν οὖν τὴν τῶν ὀνομάτων σύνθεσιν οὐχ οἷόν τε τοῦτο ποιῆσαι, κατὰ δὲ τὴν μεταφορῶν ἐνδέχεται, οἷον «ἄνδρ᾽ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κολλήσαντα», καὶ τὰ τοιαῦτα. τὰ δὲ ἐκ τῶν γλωττῶν βαρβαρισμός. δεῖ ἄρα κεκρᾶσθαί πως τούτοις· τὸ μὲν γὰρ τὸ μὴ ἰδιωτικὸν ποιήσει μηδὲ ταπεινόν, οἷον ἡ γλῶττα καὶ ἡ μεταφορὰ καὶ ὁ κόσμος καὶ τἆλλα τὰ εἰρημένα εἴδη, τὸ δὲ κύριον τὴν σαφήνειαν. οὐκ ἐλάχιστον δὲ μέρος

[1458b] συμβάλλεται εἰς τὸ σαφὲς τῆς λέξεως καὶ μὴ ἰδιωτικὸν αἱ ἐπεκτάσεις καὶ ἀποκοπαὶ καὶ ἐξαλλαγαὶ τῶν ὀνομάτων· διὰ μὲν γὰρ τὸ ἄλλως ἔχειν ἢ ὡς τὸ κύριον παρὰ τὸ εἰωθὸς γιγνόμενον τὸ μὴ ἰδιωτικὸν ποιήσει, διὰ δὲ τὸ κοινωνεῖν τοῦ εἰωθότος τὸ σαφὲς ἔσται. ὥστε οὐκ ὀρθῶς ψέγουσιν οἱ ἐπιτιμῶντες τῷ τοιούτῳ τρόπῳ τῆς διαλέκτου καὶ διακωμῳδοῦντες τὸν ποιητήν, οἷον Εὐκλείδης ὁ ἀρχαῖος, ὡς ῥᾴδιον ὂν ποιεῖν εἴ τις δώσει ἐκτείνειν ἐφ᾽ ὁπόσον βούλεται, ἰαμβοποιήσας ἐν αὐτῇ τῇ λέξει,

«Ἠπιχάρην εἶδον Μαραθῶνάδε βαδίζοντα»,
καὶ
«οὐκ ἂν γ᾽ ἠράμενος τὸν ἐκείνου ἐλλήβωρον».

τὸ μὲν οὖν φαίνεσθαί πως χρώμενον τούτῳ τῷ τρόπῳ γελοῖον· τὸ δὲ μέτρον κοινὸν ἁπάντων ἐστὶ τῶν μερῶν· καὶ γὰρ μεταφοραῖς καὶ γλώτταις καὶ τοῖς ἄλλοις εἴδεσι χρώμενος ἀπρεπῶς καὶ ἐπίτηδες ἐπὶ τὰ γελοῖα τὸ αὐτὸ ἂν ἀπεργάσαιτο. τὸ δὲ ἁρμόττον ὅσον διαφέρει ἐπὶ τῶν ἐπῶν θεωρείσθω ἐντιθεμένων τῶν ὀνομάτων εἰς τὸ μέτρον. καὶ ἐπὶ τῆς γλώττης δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μεταφορῶν καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἰδεῶν μετατιθεὶς ἄν τις τὰ κύρια ὀνόματα κατίδοι ὅτι ἀληθῆ λέγομεν· οἷον τὸ αὐτὸ ποιήσαντος ἰαμβεῖον Αἰσχύλου καὶ Εὐριπίδου, ἓν δὲ μόνον ὄνομα μεταθέντος, ἀντὶ κυρίου εἰωθότος γλῶτταν, τὸ μὲν φαίνεται καλὸν τὸ δ᾽ εὐτελές.

Αἰσχύλος μὲν γὰρ ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ ἐποίησε
φαγέδαιναν ἥ μου σάρκας ἐσθίει ποδός,
ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ ἐσθίει τὸ θοινᾶται μετέθηκεν. καὶ
νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἀεικής,
εἴ τις λέγοι τὰ κύρια μετατιθεὶς
νῦν δέ μ᾽ ἐὼν μικρός τε καὶ ἀσθενικὸς καὶ ἀειδής·
καὶ
δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν,
δίφρον μοχθηρὸν καταθεὶς μικράν τε τράπεζαν·

καὶ τὸ «ἠιόνες βοόωσιν», ἠιόνες κράζουσιν. ἔτι δὲ Ἀριφράδης τοὺς τραγῳδοὺς ἐκωμῴδει ὅτι ἃ οὐδεὶς ἂν εἴπειεν ἐν τῇ διαλέκτῳ τούτοις χρῶνται, οἷον τὸ δωμάτων ἄπο ἀλλὰ μὴ ἀπὸ δωμάτων, καὶ τὸ σέθεν καὶ τὸ ἐγὼ δέ νιν καὶ τὸ

[1459a] Ἀχιλλέως πέρι ἀλλὰ μὴ περὶ Ἀχιλλέως, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα. διὰ γὰρ τὸ μὴ εἶναι ἐν τοῖς κυρίοις ποιεῖ τὸ μὴ ἰδιωτικὸν ἐν τῇ λέξει ἅπαντα τὰ τοιαῦτα· ἐκεῖνος δὲ τοῦτο ἠγνόει. ἔστιν δὲ μέγα μὲν τὸ ἑκάστῳ τῶν εἰρημένων πρεπόντως χρῆσθαι, καὶ διπλοῖς ὀνόμασι καὶ γλώτταις, πολὺ δὲ μέγιστον τὸ μεταφορικὸν εἶναι. μόνον γὰρ τοῦτο οὔτε παρ᾽ ἄλλου ἔστι λαβεῖν εὐφυΐας τε σημεῖόν ἐστι· τὸ γὰρ εὖ μεταφέρειν τὸ τὸ ὅμοιον θεωρεῖν ἐστιν. τῶν δ᾽ ὀνομάτων τὰ μὲν διπλᾶ μάλιστα ἁρμόττει τοῖς διθυράμβοις, αἱ δὲ γλῶτται τοῖς ἡρωικοῖς, αἱ δὲ μεταφοραὶ τοῖς ἰαμβείοις. καὶ ἐν μὲν τοῖς ἡρωικοῖς ἅπαντα χρήσιμα τὰ εἰρημένα, ἐν δὲ τοῖς ἰαμβείοις διὰ τὸ ὅτι μάλιστα λέξιν μιμεῖσθαι ταῦτα ἁρμόττει τῶν ὀνομάτων ὅσοις κἂν ἐν λόγοις τις χρήσαιτο· ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα τὸ κύριον καὶ μεταφορὰ καὶ κόσμος. περὶ μὲν οὖν τραγῳδίας καὶ τῆς ἐν τῷ πράττειν μιμήσεως ἔστω ἡμῖν ἱκανὰ τὰ εἰρημένα.

***
[22] Το ύφος του λόγου είναι τέλειο όταν είναι σαφές και όχι κοινότυπο και πεζολογικό. Σαφέστατος είναι ο λόγος όταν αποτελείται από συνηθισμένες και κοινόχρηστες λέξεις, αυτός όμως ο λόγος είναι κοινότυπος και πεζολογικός. Παράδειγμα η ποίηση του Κλεοφώντα και του Σθένελου. Σοβαρός και μεγαλοπρεπής, μακριά από το κοινότυπο και τετριμμένο, είναι ο λόγος που χρησιμοποιεί ξενότροπες λέξεις. «Ξενότροπες λέξεις» ονομάζω τις γλώσσες, τις μεταφορές, τους επεκτεταμένους τύπους και καθετί που είναι έξω από τους συνηθισμένους τρόπους του λέγειν. Αν όμως κανείς χρησιμοποιεί στον λόγο του αποκλειστικά τέτοιες λέξεις, ο λόγος του θα καταντήσει αίνιγμα ή βαρβαρισμός: αίνιγμα, αν όλος ο λόγος του αποτελείται από μεταφορές, βαρβαρισμός, αν αποτελείται από γλώσσες. Η ουσία, πράγματι, του αινίγματος είναι αυτή: να λες πράγματα που έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα, να τα λες όμως με λέξεις που δεν επιδέχονται συνταίριασμα (κάτι που δεν μπορεί να το κάνει κανείς με την κανονική χρήση των λέξεων, με τη μεταφορά όμως μπορεί), όπως στο παράδειγμα «Είδα κάποιον που με φωτιά κόλλησε χαλκό σε κάποιον άλλον», και σε όλα τα παρόμοια. Στις περιπτώσεις, πάλι, που ο λόγος αποτελείται από γλώσσες, έχουμε βαρβαρισμό.

Πρέπει λοιπόν ο λόγος να είναι, κατά κάποιον τρόπο, ανάμεικτος από αυτά τα είδη των λέξεων: από τη μια οι γλώσσες, οι μεταφορές, οι διακοσμητικές λέξεις και τα διάφορα είδη για τα οποία μιλήσαμε θα κάνουν ώστε ο λόγος να μην είναι κοινότυπος και πεζολογικός, και από την άλλη οι κοινόχρηστες και συνηθισμένες λέξεις θα εξασφαλίσουν τη σαφήνεια.

Κάτι, επίσης, που βοηθάει πολύ

[1458b] στο να γίνεται ο λόγος σαφής και όχι κοινότυπος και πεζολογικός είναι οι επεκτάσεις, οι αποκοπές και οι παραλλάξεις των λέξεων: καθώς οι λέξεις αυτές είναι διαφορετικές από τις κοινόχρηστες και συνηθισμένες (μια και βρίσκονται έξω από τη συνηθισμένη χρήση), θα κάνουν ώστε ο λόγος να μην είναι κοινότυπος και πεζολογικός· καθώς, από την άλλη, μετέχουν στο κοινόχρηστο και συνηθισμένο, θα προκύψει η σαφήνεια. Έχουν, επομένως, άδικο όσοι επικρίνουν αυτό το είδος του λόγου και διακωμωδούν τον ποιητή, όπως, επιπαραδείγματι, ο παλαιός εκείνος Ευκλείδης, που έλεγε ότι είναι εύκολο πράγμα η ποίηση, αν έχει κανείς την άδεια να επεκτείνει τις λέξεις όσο θέλει· έκανε μάλιστα τη σάτιρά του με στίχους στους οποίους χρησιμοποίησε τους εκφραστικούς τρόπους εκείνου:

Ἠπιχάρην εἶδον Μαραθωνάδε βαδίζοντα
και
οὐκ ἄν γ᾽ ἠράμενος τὸν ἐκείνου ἐλλήβωρον

Το να χρησιμοποιεί λοιπόν κανείς τόσο, θα έλεγα, φανερά τις επεκτάσεις είναι γελοίο πράγμα. Ο κανόνας όμως του μέτρου ισχύει για όλα τα επιμέρους στοιχεία του ύφους του (ποιητικού) λόγου· γιατί και τις μεταφορές και τις γλώσσες και όλα τα υπόλοιπα αν τα χρησιμοποιήσει κανείς με τρόπο ανάρμοστο και με μοναδική επιδίωξη να προκαλέσει γέλιο, το αποτέλεσμα θα είναι πάλι το ίδιο.
Πόσο μεγάλη σημασία έχει η σωστή τους χρήση, ας επιχειρήσουμε να το δούμε στην επική ποίηση, βάζοντας στους στίχους κοινόχρηστες και συνηθισμένες λέξεις: αν στη θέση των γλωσσών, των μεταφορών και των άλλων στοιχείων του ύφους βάλει κανείς κοινόχρηστες και συνηθισμένες λέξεις, θα δει καθαρά πόσο σωστά είναι αυτά που λέμε. Παράδειγμα: Ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης έγραψαν τον ίδιο ιαμβικό στίχο· ο Ευριπίδης άλλαξε μόνο μία λέξη: στη θέση μιας κοινόχρηστης και συνηθισμένης λέξης έβαλε μια γλώσσα· αποτέλεσμα: ο ένας στίχος φαίνεται ωραίος, ο άλλος ασήμαντος. Πραγματικά:

ο Αισχύλος έγραψε στον Φιλοκτήτη του τον στίχο
φαγέδαιναν ἥ μου σάρκας ἐσθίει ποδός·
αντίθετα, ο Ευριπίδης έβαλε στη θέση τού ἐσθίει το θοινᾶται.
Επίσης, αν στον στίχο
νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἀεικής
αντικαθιστούσε κανείς τις κοινόχρηστες και συνηθισμένες λέξεις, θα έλεγε:
νῦν δέ μ᾽ ἐὼν μικρός τε καὶ ἀσθενικὸς καὶ ἀειδής.
Επίσης αν κανείς μετέτρεπε τον στίχο
δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν
σε
δίφρον μοχθηρὸν καταθεὶς μικράν τε τράπεζαν.

Επίσης και το ηἰόνες βοόωσιν σε ηἰόνες κράζουσιν.
Έτσι και ο Αριφράδης διακωμωδούσε τους τραγικούς ότι χρησιμοποιούν εκφράσεις που κανείς δεν θα τις έλεγε στον καθημερινό λόγο, όπως επιπαραδείγματι δωμάτων ἄπο αντί για το ἀπὸ δωμάτων, σέθεν, ἐγὼ δέ νιν,

 [1459a] Ἀχιλλέως πέρι και όχι περὶ Ἀχιλλέως, και όσα άλλα τέτοια. Γιατί, καθώς όλα αυτά είναι ανύπαρκτα στον κοινόχρηστο και συνηθισμένο λόγο, κάνουν ώστε το ύφος του λόγου να μην είναι κοινότυπο και πεζολογικό — εκείνος όμως το αγνοούσε αυτό.

Έχει, πράγματι, μεγάλη σημασία να χρησιμοποιεί κανείς με τον σωστό τρόπο καθέναν από τους εκφραστικούς τρόπους για τους οποίους μιλήσαμε παραπάνω, ιδιαίτερα τις σύνθετες λέξεις και τις γλώσσες· το πιο σημαντικό όμως, με μεγάλη μάλιστα διαφορά, είναι το να είναι κανείς ικανός στις μεταφορές· γιατί αυτό είναι το μόνο που ούτε από άλλον μπορεί να το πάρει κανείς και, επιπλέον, είναι σημάδι έμφυτου χαρίσματος: «κάνω καλές μεταφορές» θα πει «μπορώ να διακρίνω τις υπάρχουσες ομοιότητες».

Από τις διάφορες λέξεις: οι σύνθετες ταιριάζουν κατά κύριο λόγο στους διθυράμβους, οι γλώσσες στους ηρωικούς, οι μεταφορές στους ιαμβικούς στίχους. Στους ηρωικούς στίχους είναι χρήσιμα όλα τα είδη που αναφέραμε. Αντίθετα, στους ιαμβικούς στίχους, οι οποίοι μιμούνται κυρίως τον καθημερινό λόγο, ταιριάζουν οι λέξεις που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει σε έναν τέτοιο λόγο. Αυτές είναι οι κοινόχρηστες και συνηθισμένες λέξεις, οι μεταφορές και οι διακοσμητικές λέξεις.

Για την τραγωδία λοιπόν, την τέχνη της μίμησης πράξεων πάνω στη σκηνή, ας θεωρηθούν αρκετά τα όσα έχουμε πει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου