Οι αρχαίοι Έλληνες —που είναι τόσο αρχαίοι που μόνο από αταβισμό ή από δημαγωγική πρόθεση θα τους ονομάζαμε “προγόνους”-μας – λέγοντας “ειρήνη” ή “ειράνα” ή “ιράνα”, ανάλογα με τη διάλεκτο, εννοούσαν την κατάσταση ησυχίας, ομόνοιας και αρμονικής σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους, λαούς ή κράτη, που επικρατεί στο μεταξύ δύο πολέμων χρόνο. Μ’ άλλα λόγια, οι δημιουργοί της Λογικής δεν πίστευαν στη “διαρκή ειρήνη”, αφού όριζαν την ειρήνη σαν ένα είδος διαλείμματος ανάμεσα σε δύο πολέμους.
Φυσικά, εύχονταν τα διαλείμματα να είναι όσο το δυνατόν πιο μεγάλα, όμως αυτή η πανάρχαιη ευχή είναι και θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα μια ευχή, εφόσον δεν εξαλειφθούν οριστικά τα αίτια του πολέμου που είναι πάντα οικονομικά.
Και ως γνωστόν, στη μαγεία της ευχής καταφεύγουν κυρίως οι παπάδες, που ξέρουν πολλές και θεϊκά κατοχυρωμένες ευχές, καθώς και οι απελπισμένοι, που η απελπισία τους δεν τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά το μυαλό-τους.
Οι γιορτές εν γένει έχουν κάτι το θλιβερό καθώς μας κάνουν να συνειδητοποιούμε την ύπαρξη του χρόνου, δηλαδή του θανάτου, κι αυτός είναι ο λόγος που στις γιορτές ανταλλάσουμε ευχές αφειδώς. Οι γιορτές για την ειρήνη έχουν επίσης κάτι το θλιβερό, αφού δε θα ήταν δυνατόν να γίνουν αν δεν υπήρχε πόλεμος ή απειλή πολέμου, αν δεν υπήρχε δηλαδή ένας βίαιος, διατεταγμένος ή “επίσημος” θάνατος.
(Στην επίσημη γλώσσα, το βάρβαρο ρήμα “σκοτώνομαι ” το μεταβαφτίζουν ταχυδακτυλουργικά σε “πέφτω”, λες κι ο δύστυχος στρατιώτης σκόνταψε σε μια πέτρα ριγμένη από το Θεό στο πεδίο της μάχης κι έπεσε σέκος).
Οι αρχαίοι Έλληνες, για να δώσουν στην ειρήνη τη σταθερότητα που της έλειπε εξαιτίας της ύπαρξης των πολέμων που την έκαναν πάντα ασταθή και αβέβαιη, την ταύτισαν με την έννοια του Νόμου.
Ο Νόμος είναι μια έννοια απόλυτα κυρίαρχη στη σκέψη των Ελλήνων και σημαίνει καταναγκαστική και γενικής ισχύος εντολή, που η παραβίασή-της συνεπάγεται ολική αποδιάρθρωση και πλήρη καταστροφή. (Οι τραγικοί ήρωες καταστρέφονται πάντα γιατί καταπατούν το Νόμο).
Στη σκέψη των Ελλήνων δεν είναι σαφές αν ο Νόμος έχει ανθρώπινη ή θεϊκή καταγωγή και εν πάση περιπτώσει τούτος ο Νόμος δεν έχει καμιά σχέση με το σημερινό νομοθέτημα. Νόμος γι’ αυτούς είναι το καθετί που, αφενός κάνει ευτυχέστερο το άτομο και αφετέρου δίνει λογικές και γενικά παραδεκτές ερμηνείες των κοινωνικών γεγονότων.
Ο Νόμος είναι η επιθυμητή κατάσταση της απόλυτης ισορροπίας και ευστάθειας, που είναι το μεγάλο ιδανικό των Ελλήνων, γνωστό περισσότερο από την κατηγορηματική απαίτηση για αρμονία στην τέχνη-τους.
Ο Νόμος συνεπώς είναι η Υπέρτατη Αρμονία, που το χάλασμά-της συνεπάγεται οπωσδήποτε θάνατο.
(Τον Σωκράτη τον σκότωσαν γιατί προσπάθησε να διαταράξει τούτη την αρμονία εισάγοντας “καινά δαιμόνια” στο ισχύον κοινωνικό και φιλοσοφικό σύστημα.)
Ο Νόμος προϋποθέτει την ομόνοια, που σημαίνει “κοινή κατανόηση”, κοινή αποδοχή από τους πάντες μιας άποψης, όμοιος τρόπος του σκέπτεσθαι όσον αφορά κάποιες έννοιες που έχουν ισχύ αξιώματος. (Η αντίθετη της “ομόνοιας” έννοια είναι η “στάσις” και οι μη ομονοούντες είναι οι “στασιαστές”).
Νόμος, αρμονία, ειρήνη, ομόνοια είναι λέξεις περίπου συνώνυμες στη γλώσσα των Ελλήνων και συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Από τότε στην ιδεαλιστική σκέψη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα.
Λοιπόν οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” αναγνωρίζοντας την αξία της ειρήνης, της έριξαν από δίπλα και μια θεά —προστάτιδα, που την ονόμασαν Ειρήνη.
Παρά το γεγονός πως τούτο το Ρηνάκι ήταν κόρη του Δία και της Θέμιδας κι αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσαν το αδερφικό τρίδυμο των Τριών Ωρών, η Ειρήνη παράμεινε μια εντελώς δευτερεύουσα θεότητα. Απόδειξη, το γεγονός πως της πρόσφεραν θυσίες, αναίμακτες φυσικά, μόνο στις ασήμαντες γιορτές των Συνοικιών. Που σημαίνει πως η ειρήνη ήταν και παραμένει μια υπόθεση συνοικιακή, δηλαδή λαϊκή, δηλαδή άσχετη προς τα “κέντρα λήψεως αποφάσεων”, όπως είναι η Κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” γνώριζαν, ακόμα, πως η ειρήνη έχει κάποια σχέση με τον πλούτο. Αλλά αυτό δεν αποτελούσε “επίσημη” άποψη, διότι οι σοφοί αρχαίοι-μας “πρόγονοι” ήξεραν πως και ο πόλεμος είναι επίσης πηγή πλούτου και μάλιστα πολύ πιο σημαντική. (Μαυραγορίτες και έμποροι όπλων υπήρχαν και τότε).
Όμως, από τότε που ένας καλλιτέχνης, ο γλύπτης Κηφισόδοτος, έβαλε στην αγκαλιά της θεάς Ειρήνης το θεό Πλούτο, που τον πήρε από άλλο μύθο, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει σιγά σιγά πως ο πλούτος είναι όντως υιός της ειρήνης. (Οι καλλιτέχνες έχουν την τάση να προκαλούν τρομερά μπερδέματα). Προτείνουμε τούτο το άγαλμα του Κηφισόδοτου να γίνει το σύμβολο της “ειρηνικής συνύπαρξης” ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Πέρα από τους μύθους και τα σύμβολα, οι ‘Ελληνες, πάντα λογικοί μέχρι παραλογισμού, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στην ειρήνη και ένα περιεχόμενό περισσότερο σαφές και συγκεκριμένο. Όμως, δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά. Άλλωστε, κανείς δεν τα κατάφερε μέχρι σήμερα να δώσει έναν καθαρό και στρογγυλό ορισμό της λέξης “ειρήνη”. Κι έτσι η ειρήνη κρατείται μονίμως στη σκοτεινή περιοχή του ευχολογίου.
Οι ιδεαλιστές συνεχίζουν να θεωρούν την ειρήνη συνέπεια και αποτέλεσμα της ομόνοιας, δηλαδή της ομοφροσύνης, του κοινώς σκέπτεσθαι. Όμως ξέρουμε καλά πως μια τέτοια ομόνοια μόνο η δικτατορία μπορεί να την επιβάλλει πια, από τότε που ο Νόμος αντικαταστάθηκε από το νόμο των ανθρώπων. Η ομόνοια, συνεπώς και η ειρήνη, είναι αδύνατη εφόσον ο πλούτος δε μοιράζεται στους ανθρώπους σχολαστικά δίκαια. Συνεπώς, η “διαρκής ειρήνη”, τούτο το παμπάλαιο και παμμέγιστο ιδανικό θα γίνει πραγματικότητα μόνο αν σταματήσει η ανισότητα.
Από την εποχή των Ελλήνων και μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν πολλά ειρηνευτικά συστήματα, που όλα απέτυχαν παταγωδώς, γιατί εξαρτούσαν την ειρήνη από αφηρημένες έννοιες. Τα κυριότερα απ’ αυτά τα συστήματα είναι το προγενέστερο του ελληνικού Νόμου εβραϊκό Σαλόμ, η Παξ Ρομάνα, η Παξ Κρίση, το γερμανικό Φρίντου, η Βασιλική Ειρήνη και η Νομικιστική Ειρήνη (η σύγχρονη ιδεαλιστική άποψη για την ειρήνη). Αξίζει να δούμε κι αυτά τα συστήματα, μια άλλη φορά. Θα έχουμε έτσι μια σαφέστερη αντίληψη για το γεγονός πως η ειρήνη δε θα κερδηθεί ούτε με ευχές, ούτε με προσευχές, ούτε με νόμους θεϊκούς ή ανθρώπινους. Θα κερδηθεί μόνο με την εξαφάνιση από προσώπου γης και του τελευταίου εκμεταλλευτή.
Ο Μαρξ έδωσε ένα σαφέστατο ορισμό του πολέμου, αλλά η ειρήνη δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα σαν έννοια, με αύταρκες περιεχόμενο, όπως ακριβώς και τους αρχαίους ’Ελληνες.
Σωστότερο είναι να πούμε πως ο Μαρξ όρισε την ειρήνη με απόλυτη ακρίβεια σαν το αντίθετο του πολέμου, αλλά ο αρνητικός ορισμός δεν είναι ποτέ σαφής ορισμός. (Όταν λες “τι δεν είναι” δε λες αναγκαστικά και “τί είναι”.)
Πάντως, ο διαλεκτικός Μαρξ είχε δίκιο από τη μεριά της διαλεκτικής: Όταν διαφοροποιηθεί ο πρώτος όρος μιας διαλεκτικής σχέσης διαφοροποιείται αυτομάτως και ο δεύτερος.
Έτσι αν εξαφανιστεί ο πόλεμος, θα εξαφανιστεί αναγκαστικά και η ειρήνη, δηλαδή δε θα υπάρχει πια λόγος να χρησιμοποιούμε τη λέξη ειρήνη, αφού θα ζούμε σε μια διαρκή κατάσταση ανυπαρξίας πολέμου.
Μ’ άλλα λόγια, μιλούμε για ειρήνη διότι υπάρχει πόλεμος και μιλούμε για πόλεμο διότι υπάρχει ειρήνη: Η μια έννοια είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Έτσι έχουν τα πράγματα από τη διαλεκτική-τους άποψη.
Όμως, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε τί είναι μια “ειρήνη καθεαυτή”, άσχετα από την αναγκαία σχέση της με τον πόλεμο. Εδώ έχουμε βέβαια μια θεωρητική αφαίρεση, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα: Η “ειρήνη καθεαυτή” δε σημαίνει τίποτα ή μάλλον σημαίνει πολλά μόνο για τα μεταφυσικά συστήματα και κυρίως το χριστιανισμό. Ωστόσο, τούτη η οντολογική τοποθέτηση του προβλήματος της ειρήνης, δηλαδή μια σταθερή, αμετάβλητη και αιώνια οντότητα που λέγεται “ειρήνη” δηλώνει, τουλάχιστον, τον αμετακίνητο πόθο του ανθρώπου για οριστική και σταθερή κατάκτηση αυτού του πολυτίμου αγαθού.
Φυσικά, εύχονταν τα διαλείμματα να είναι όσο το δυνατόν πιο μεγάλα, όμως αυτή η πανάρχαιη ευχή είναι και θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα μια ευχή, εφόσον δεν εξαλειφθούν οριστικά τα αίτια του πολέμου που είναι πάντα οικονομικά.
Και ως γνωστόν, στη μαγεία της ευχής καταφεύγουν κυρίως οι παπάδες, που ξέρουν πολλές και θεϊκά κατοχυρωμένες ευχές, καθώς και οι απελπισμένοι, που η απελπισία τους δεν τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά το μυαλό-τους.
Οι γιορτές εν γένει έχουν κάτι το θλιβερό καθώς μας κάνουν να συνειδητοποιούμε την ύπαρξη του χρόνου, δηλαδή του θανάτου, κι αυτός είναι ο λόγος που στις γιορτές ανταλλάσουμε ευχές αφειδώς. Οι γιορτές για την ειρήνη έχουν επίσης κάτι το θλιβερό, αφού δε θα ήταν δυνατόν να γίνουν αν δεν υπήρχε πόλεμος ή απειλή πολέμου, αν δεν υπήρχε δηλαδή ένας βίαιος, διατεταγμένος ή “επίσημος” θάνατος.
(Στην επίσημη γλώσσα, το βάρβαρο ρήμα “σκοτώνομαι ” το μεταβαφτίζουν ταχυδακτυλουργικά σε “πέφτω”, λες κι ο δύστυχος στρατιώτης σκόνταψε σε μια πέτρα ριγμένη από το Θεό στο πεδίο της μάχης κι έπεσε σέκος).
Οι αρχαίοι Έλληνες, για να δώσουν στην ειρήνη τη σταθερότητα που της έλειπε εξαιτίας της ύπαρξης των πολέμων που την έκαναν πάντα ασταθή και αβέβαιη, την ταύτισαν με την έννοια του Νόμου.
Ο Νόμος είναι μια έννοια απόλυτα κυρίαρχη στη σκέψη των Ελλήνων και σημαίνει καταναγκαστική και γενικής ισχύος εντολή, που η παραβίασή-της συνεπάγεται ολική αποδιάρθρωση και πλήρη καταστροφή. (Οι τραγικοί ήρωες καταστρέφονται πάντα γιατί καταπατούν το Νόμο).
Στη σκέψη των Ελλήνων δεν είναι σαφές αν ο Νόμος έχει ανθρώπινη ή θεϊκή καταγωγή και εν πάση περιπτώσει τούτος ο Νόμος δεν έχει καμιά σχέση με το σημερινό νομοθέτημα. Νόμος γι’ αυτούς είναι το καθετί που, αφενός κάνει ευτυχέστερο το άτομο και αφετέρου δίνει λογικές και γενικά παραδεκτές ερμηνείες των κοινωνικών γεγονότων.
Ο Νόμος είναι η επιθυμητή κατάσταση της απόλυτης ισορροπίας και ευστάθειας, που είναι το μεγάλο ιδανικό των Ελλήνων, γνωστό περισσότερο από την κατηγορηματική απαίτηση για αρμονία στην τέχνη-τους.
Ο Νόμος συνεπώς είναι η Υπέρτατη Αρμονία, που το χάλασμά-της συνεπάγεται οπωσδήποτε θάνατο.
(Τον Σωκράτη τον σκότωσαν γιατί προσπάθησε να διαταράξει τούτη την αρμονία εισάγοντας “καινά δαιμόνια” στο ισχύον κοινωνικό και φιλοσοφικό σύστημα.)
Ο Νόμος προϋποθέτει την ομόνοια, που σημαίνει “κοινή κατανόηση”, κοινή αποδοχή από τους πάντες μιας άποψης, όμοιος τρόπος του σκέπτεσθαι όσον αφορά κάποιες έννοιες που έχουν ισχύ αξιώματος. (Η αντίθετη της “ομόνοιας” έννοια είναι η “στάσις” και οι μη ομονοούντες είναι οι “στασιαστές”).
Νόμος, αρμονία, ειρήνη, ομόνοια είναι λέξεις περίπου συνώνυμες στη γλώσσα των Ελλήνων και συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Από τότε στην ιδεαλιστική σκέψη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα.
Λοιπόν οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” αναγνωρίζοντας την αξία της ειρήνης, της έριξαν από δίπλα και μια θεά —προστάτιδα, που την ονόμασαν Ειρήνη.
Παρά το γεγονός πως τούτο το Ρηνάκι ήταν κόρη του Δία και της Θέμιδας κι αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσαν το αδερφικό τρίδυμο των Τριών Ωρών, η Ειρήνη παράμεινε μια εντελώς δευτερεύουσα θεότητα. Απόδειξη, το γεγονός πως της πρόσφεραν θυσίες, αναίμακτες φυσικά, μόνο στις ασήμαντες γιορτές των Συνοικιών. Που σημαίνει πως η ειρήνη ήταν και παραμένει μια υπόθεση συνοικιακή, δηλαδή λαϊκή, δηλαδή άσχετη προς τα “κέντρα λήψεως αποφάσεων”, όπως είναι η Κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” γνώριζαν, ακόμα, πως η ειρήνη έχει κάποια σχέση με τον πλούτο. Αλλά αυτό δεν αποτελούσε “επίσημη” άποψη, διότι οι σοφοί αρχαίοι-μας “πρόγονοι” ήξεραν πως και ο πόλεμος είναι επίσης πηγή πλούτου και μάλιστα πολύ πιο σημαντική. (Μαυραγορίτες και έμποροι όπλων υπήρχαν και τότε).
Όμως, από τότε που ένας καλλιτέχνης, ο γλύπτης Κηφισόδοτος, έβαλε στην αγκαλιά της θεάς Ειρήνης το θεό Πλούτο, που τον πήρε από άλλο μύθο, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει σιγά σιγά πως ο πλούτος είναι όντως υιός της ειρήνης. (Οι καλλιτέχνες έχουν την τάση να προκαλούν τρομερά μπερδέματα). Προτείνουμε τούτο το άγαλμα του Κηφισόδοτου να γίνει το σύμβολο της “ειρηνικής συνύπαρξης” ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Πέρα από τους μύθους και τα σύμβολα, οι ‘Ελληνες, πάντα λογικοί μέχρι παραλογισμού, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στην ειρήνη και ένα περιεχόμενό περισσότερο σαφές και συγκεκριμένο. Όμως, δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά. Άλλωστε, κανείς δεν τα κατάφερε μέχρι σήμερα να δώσει έναν καθαρό και στρογγυλό ορισμό της λέξης “ειρήνη”. Κι έτσι η ειρήνη κρατείται μονίμως στη σκοτεινή περιοχή του ευχολογίου.
Οι ιδεαλιστές συνεχίζουν να θεωρούν την ειρήνη συνέπεια και αποτέλεσμα της ομόνοιας, δηλαδή της ομοφροσύνης, του κοινώς σκέπτεσθαι. Όμως ξέρουμε καλά πως μια τέτοια ομόνοια μόνο η δικτατορία μπορεί να την επιβάλλει πια, από τότε που ο Νόμος αντικαταστάθηκε από το νόμο των ανθρώπων. Η ομόνοια, συνεπώς και η ειρήνη, είναι αδύνατη εφόσον ο πλούτος δε μοιράζεται στους ανθρώπους σχολαστικά δίκαια. Συνεπώς, η “διαρκής ειρήνη”, τούτο το παμπάλαιο και παμμέγιστο ιδανικό θα γίνει πραγματικότητα μόνο αν σταματήσει η ανισότητα.
Από την εποχή των Ελλήνων και μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν πολλά ειρηνευτικά συστήματα, που όλα απέτυχαν παταγωδώς, γιατί εξαρτούσαν την ειρήνη από αφηρημένες έννοιες. Τα κυριότερα απ’ αυτά τα συστήματα είναι το προγενέστερο του ελληνικού Νόμου εβραϊκό Σαλόμ, η Παξ Ρομάνα, η Παξ Κρίση, το γερμανικό Φρίντου, η Βασιλική Ειρήνη και η Νομικιστική Ειρήνη (η σύγχρονη ιδεαλιστική άποψη για την ειρήνη). Αξίζει να δούμε κι αυτά τα συστήματα, μια άλλη φορά. Θα έχουμε έτσι μια σαφέστερη αντίληψη για το γεγονός πως η ειρήνη δε θα κερδηθεί ούτε με ευχές, ούτε με προσευχές, ούτε με νόμους θεϊκούς ή ανθρώπινους. Θα κερδηθεί μόνο με την εξαφάνιση από προσώπου γης και του τελευταίου εκμεταλλευτή.
Ο Μαρξ έδωσε ένα σαφέστατο ορισμό του πολέμου, αλλά η ειρήνη δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα σαν έννοια, με αύταρκες περιεχόμενο, όπως ακριβώς και τους αρχαίους ’Ελληνες.
Σωστότερο είναι να πούμε πως ο Μαρξ όρισε την ειρήνη με απόλυτη ακρίβεια σαν το αντίθετο του πολέμου, αλλά ο αρνητικός ορισμός δεν είναι ποτέ σαφής ορισμός. (Όταν λες “τι δεν είναι” δε λες αναγκαστικά και “τί είναι”.)
Πάντως, ο διαλεκτικός Μαρξ είχε δίκιο από τη μεριά της διαλεκτικής: Όταν διαφοροποιηθεί ο πρώτος όρος μιας διαλεκτικής σχέσης διαφοροποιείται αυτομάτως και ο δεύτερος.
Έτσι αν εξαφανιστεί ο πόλεμος, θα εξαφανιστεί αναγκαστικά και η ειρήνη, δηλαδή δε θα υπάρχει πια λόγος να χρησιμοποιούμε τη λέξη ειρήνη, αφού θα ζούμε σε μια διαρκή κατάσταση ανυπαρξίας πολέμου.
Μ’ άλλα λόγια, μιλούμε για ειρήνη διότι υπάρχει πόλεμος και μιλούμε για πόλεμο διότι υπάρχει ειρήνη: Η μια έννοια είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Έτσι έχουν τα πράγματα από τη διαλεκτική-τους άποψη.
Όμως, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε τί είναι μια “ειρήνη καθεαυτή”, άσχετα από την αναγκαία σχέση της με τον πόλεμο. Εδώ έχουμε βέβαια μια θεωρητική αφαίρεση, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα: Η “ειρήνη καθεαυτή” δε σημαίνει τίποτα ή μάλλον σημαίνει πολλά μόνο για τα μεταφυσικά συστήματα και κυρίως το χριστιανισμό. Ωστόσο, τούτη η οντολογική τοποθέτηση του προβλήματος της ειρήνης, δηλαδή μια σταθερή, αμετάβλητη και αιώνια οντότητα που λέγεται “ειρήνη” δηλώνει, τουλάχιστον, τον αμετακίνητο πόθο του ανθρώπου για οριστική και σταθερή κατάκτηση αυτού του πολυτίμου αγαθού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου