Πνύξ, δημοτ: Πνύκα, ονομάζεται η περιοχή όπου κατά την αρχαιότητα συνερχόταν η «Εκκλησία του Δήμου» (δηλαδή η συνέλευση των πολιτών) της πόλεως των Αθηνών, στα δυτικά της Ακροπόλεως, μεταξύ δύο υψωμάτων, του «λόφου Νυμφών» στα βόρεια και του «λόφου Μουσών» προς νότον.
Ως «Λόφος Νυμφών» ο βόρειος λόφος πιστοποιήθηκε από μία επιγραφή σε βράχο «ΙΕΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ». Στην αρχαιότητα ήταν αφιερωμένος και αυτός στον Θεό Δία, σύμφωνα με επιγραφή («ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ») 30 μέτρα νοτιότερα από εκεί που σήμερα στέκεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίννας. Εκεί στην αρχαιότητα βρισκόταν η κατοικία του Θεμιστοκλέους (έχουν βρεθεί σκάλες και υπολείμματα οικισμών) και εκεί το 1842 ο βαρώνος Σίνας θεμελίωσε το «Αστεροσκοπείο».
Ο «Λόφος Μουσών» ή «Μουσείον», με ύψος 147,5 μέτρα, υψώνεται στα νότια του προηγουμένου. Το 294 ο Δημήτριος Πολιορκητής οικοδόμησε εκεί ένα φρούριο που δέσποζε στον περίβολο της πόλεως και της ανάμεσα στα Μακρά Τείχη οδού. Από εκεί ο Βενετός στρατηγός Φραγκίσκος Μοροζίνι βομβάρδισε το 1687 τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Οθωμανούς με αποτέλεσμα την ανατίναξη του χρησιμοποιηθέντος ως πυριτιδαποθήκη Παρθενώνος. Εκεί στέκει από το 114 – 116 το ύψους 10 μέτρων μνημείο του Σύριου φιλέλληνα Γάϊου Ιούλιου Αντιόχου Φιλοπάππου, υπάτου Ρώμης το έτος 109, που έστεκε δίπλα στον τάφο του. Είχε 3 αγαλματοφόρες κόγχες και έστεκε ανέπαφο μέχρι το 1436. Έκτοτε, αν και έπαθε αρκετούς ακρωτηριασμούς, έστεκε ακόμη επάνω στα αρχαία του θεμέλια μέχρι το 1899, οπότε και, λόγω των σεισμών του 1894 που είχαν επηρεάσει την στατικότητά του, ξαναστήθηκε εξαρχής.
Η ταύτιση του χώρου της Πνυκός έγινε με την βοήθεια μαρμάρινης επιγραφής («ΟΡΟΣ ΠΝΥΚΟΣ») που χρονολογείται στον 5ο π.α.χ.χ. αιώνα. Στην Πνυκα φιλοξενήθηκε η «Εκκλησία του Δήμου» από τον 6ο π.α.χ.χ. αιώνα μέχρι τα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνα και από το βήμα της αγόρευσαν όλοι οι γνωστοί πολιτικοί άνδρες των Αθηνών, όπως ο Κλεισθένης, ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής και ο Δημοσθένης.
Ο χώρος, ο οποίος ήταν εξαρχής αφιερωμένος στον Θεό Δία προστάτη του αθηναϊκου πολιτεύματος, με Βωμό του υπό την επίκληση «Αγοραίος» επάνω στο επίπεδο του δυτικού ύψώματος, διαμορφώθηκε σε 3 διαδοχικές φάσεις, με πρώτη εκείνη της εποχής του Κλεισθένους (τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα). Στην πρώτη φάση, το «Βήμα» των ομιλητών βρισκόταν στα βόρεια του κοίλου και οι ακροατές έβλεπαν προς την Αρχαία Αγορά. Σε εκείνη την φάση θεωρείται ότι θεσπίστηκε το προνόμιο της προτεραιότητας στον λόγο για τους πολίτς που ήσαν άνω των 50 ετών.
Η δεύτερη φάση διαμόρφωσης του χώρου τοποθετείται χρονικά στην εκδίωξη των λεγόμενων «Τριάκοντα Τυράννων» (403), όταν το «Βήμα» μεταφέρθηκε μπροστά από τον βράχο της νοτιοδυτικής πλευράς και το κοίλο στράφηκε να κοιτάζει προς αυτόν με την βοήθεια ενός αναλληματικού τοίχου με δύο κλίμακες πρόσβασης. Οι σύνεδροι είχαν τώρα στραμμένα τα νώτα στην πόλη και ο τόπος περιγραφόταν ως «ο επί ταις πέτραις».
Στην τρίτη φάση, που χρονικά τοποθετείται 50 χρόνια αργότερα, γύρω στο 350, όταν ο αναλληματικός τοίχος αντικαταστάθηκε από έναν μνημειώδη νεότερο με μεγάλους λατομημένους επί τόπου κιβόλιθους πάχους 2 μέτρων (τον οποίο τοίχο ξεσκέπασε το 1862 ο αρχαιολόγος Ernst Curtius αν και μεγάλο τμήμα του είχε γκρεμιστεί από τους Οθωμανούς για δικές τους οχυρώσεις), με μία μόνον κλιμακωτή είσοδο στο κέντρο του, αυξάνοντας την ωφέλιμη έκταση του χώρου (τελική διάμετρος του κοίλου 120 μέτρα) ώστε να χωράει 18.000 άτομα (με μέσο όρο προσερχομένων τους 6.000 πολίτες). Ακριβώς απέναντι απο την είσοδο λαξεύθηκε στον υφιστάμενο φυσικό βράχο ένα πέτρινο «Βήμα» με τρεις βαθμίδες, σε συμβολισμό των τριών αρχών της Δημοκρατίας Ισονομία – Ισοπολιτεία - Ισηγορία.
Στην κορυφή του ορθογώνιου λαξεύματος του «Βήματος» έστεκε δεύτερος Βωμός, μεταφορά του μνημειώδους εκείνου του Διός «Αγοραίου» (ο δεύτερος αυτός Βωμός μεταφέρθηκε στην Αγορά επί της εποχής του Αυγούστου -1ος προχριστιανικός αιώνας- και στήθηκε μπροστά στο «Μητρώον»). Δίπλα στον βωμό κάθονταν προφανώς οι οιωνοσκόποι, ιερείς εξουσιοδοτημένοι να παρατηρούν τους ουρανούς και τα πουλιά για πιθανή «διοσημία» που να δείχνει δυσαρέσκεια των Θεών από τα λεγόμενα των ομιλητών.
Στα αριστερά του «Βήματος», όπου ακόμα και σήμερα διακρίνονται λαξευμένες κόγχες και λαξευμένες υποδοχές δοκαριών, υπήρχε υπόστεγο Ιερό του Θεού Διός υπό την επίκληση «’Υψιστος» (όπως μαρτυρείται από ενεπίγραφα πλακίδια που βρήκαν το 1803 σε πρόχειρη ανασκαφή του λόρδου Αμπερντήν), στο οποίο μάλλον υπήρχαν ξύλινα έδρανα για να κάθονται οι Πρυτάνεις, οι οποίοι έβλεπαν προς το ακροατήριο όπως φαίνεται από μία στροφή στις «Εκκλησιάζουσες».
Τέλος, στο επίπεδο επάνω από το «Βήμα» κτίστηκαν δύο στοές, δίπλα στο λεγόμενο «Διατείχισμα» που ανεγέρθηκε κάπου μεταξύ των ετών 325 και 307. Περιγράφοντας τον τόπο, ο Πόλουξ ομιλεί για «αρχαία απλότητα» που τίποτε δεν είχε να κάνει με την πολυπλοκότητα των Θεάτρων εκείνης της εποχής: «κατά την παλαιάν απλότητα, ουκ εις Θεάτρου πολυπραγμοσύνην».
Κατά την τελευταία δεκαετία του 4ου προχριστιανικού αιώνος, οι συνελεύσεις της «Εκκλησίας του Δήμου» μεταφέρθηκαν στο Θέατρο του Διονύσου κάτω από τον Παρθενώνα και η Πνύκα αφέθηκε ως απλά ιερός χώρος των Θεών – προστατών της πόλεως. Στην περιοχή της Πνυκός αναφέρεται η ύπαρξη και Ιερών του Θεού Ηρακλέους («Ηράκλειον»), της Θεάς Δήμητρος («Θεσμοφόριον»), της Θεάς Αρτέμιδος «Ευκλείας» ή «Ηγεμόνης» και της Θεάς Αφροδίτης «Πανδήμου» (την οποία από το 1890 η Μάργκαρετ Βεράλ τοποθετεί στο σημείο όπου σήμερα στέκει ο «Λουμπαρδιάρης»). Στην Πνύκα υπήρχε και το «Ηλιοσκόπιο του Μέτωνος», ένας τετράγωνος πύργος 4 Χ 4 μέτρων, που αποτελούσε αστρονομικό παρατηρητήριο.
Tο 1910, μετά από αίτημα του καθηγητού του Πανεπιστημίου του Mονάχου Drerup, η «Aρχαιολογική Eταιρεία» διενήργησε δοκιμαστική ανασκαφή στον αναλημματικό τοίχο της τρίτης φάσης της Πνυκός, ώστε να χρονολογηθεί η τελευταία φάση της και στην εσωτερική του πλευρά αποκαλύφθηκε ο μικρότερος και αρχαιότερος τοίχος της δεύτερης φάσης. Το 1912 ανακαλύφθησαν στα ΒΑ διάφορα οικήματα ελληνιστικών χρόνων και μία δεξαμενή, όλα λαξευμένα στον βράχο. Το 1916 χρονολογήθηκε, βάσει ευρημάτων (πήλινα ειδώλια, θραύματα αγγείων, κ.ά), το μεγάλο ανάλημμα και αποκαλύφθηκε η μία κλίμακα πρόσβασης στην Πνύκα της δεύτερης περιόδου που «χάνεται» κάτω από το μεγάλο ανάλημμα. Μεγάλης κλίμακας ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 1930 και 1937 και απέδωσαν μία πολύ καλή κατανόηση της τοπογραφίας της Πνυκός.
Στο ύψωμα της Πνυκός (άγνωστο τότε) απηύθυνε στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο 68χρονος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λόγο προς τους νέους του Α΄ Γυμνασίου της Αθήνας. Έναν χρόνο αργότερα, το 1839, ο Κυριάκος Πιττάκης βρήκε νότια του «Βήματος» την επιγραφή των μέσων του 5ου αιώνα («Inscriptiones Graecae» (IG), I³, 1092) που βοήθησε την αρχαιολογία στην οριστική ταύτιση του χώρου.
Ως «Λόφος Νυμφών» ο βόρειος λόφος πιστοποιήθηκε από μία επιγραφή σε βράχο «ΙΕΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ». Στην αρχαιότητα ήταν αφιερωμένος και αυτός στον Θεό Δία, σύμφωνα με επιγραφή («ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ») 30 μέτρα νοτιότερα από εκεί που σήμερα στέκεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίννας. Εκεί στην αρχαιότητα βρισκόταν η κατοικία του Θεμιστοκλέους (έχουν βρεθεί σκάλες και υπολείμματα οικισμών) και εκεί το 1842 ο βαρώνος Σίνας θεμελίωσε το «Αστεροσκοπείο».
Ο «Λόφος Μουσών» ή «Μουσείον», με ύψος 147,5 μέτρα, υψώνεται στα νότια του προηγουμένου. Το 294 ο Δημήτριος Πολιορκητής οικοδόμησε εκεί ένα φρούριο που δέσποζε στον περίβολο της πόλεως και της ανάμεσα στα Μακρά Τείχη οδού. Από εκεί ο Βενετός στρατηγός Φραγκίσκος Μοροζίνι βομβάρδισε το 1687 τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Οθωμανούς με αποτέλεσμα την ανατίναξη του χρησιμοποιηθέντος ως πυριτιδαποθήκη Παρθενώνος. Εκεί στέκει από το 114 – 116 το ύψους 10 μέτρων μνημείο του Σύριου φιλέλληνα Γάϊου Ιούλιου Αντιόχου Φιλοπάππου, υπάτου Ρώμης το έτος 109, που έστεκε δίπλα στον τάφο του. Είχε 3 αγαλματοφόρες κόγχες και έστεκε ανέπαφο μέχρι το 1436. Έκτοτε, αν και έπαθε αρκετούς ακρωτηριασμούς, έστεκε ακόμη επάνω στα αρχαία του θεμέλια μέχρι το 1899, οπότε και, λόγω των σεισμών του 1894 που είχαν επηρεάσει την στατικότητά του, ξαναστήθηκε εξαρχής.
Η ταύτιση του χώρου της Πνυκός έγινε με την βοήθεια μαρμάρινης επιγραφής («ΟΡΟΣ ΠΝΥΚΟΣ») που χρονολογείται στον 5ο π.α.χ.χ. αιώνα. Στην Πνυκα φιλοξενήθηκε η «Εκκλησία του Δήμου» από τον 6ο π.α.χ.χ. αιώνα μέχρι τα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνα και από το βήμα της αγόρευσαν όλοι οι γνωστοί πολιτικοί άνδρες των Αθηνών, όπως ο Κλεισθένης, ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής και ο Δημοσθένης.
Ο χώρος, ο οποίος ήταν εξαρχής αφιερωμένος στον Θεό Δία προστάτη του αθηναϊκου πολιτεύματος, με Βωμό του υπό την επίκληση «Αγοραίος» επάνω στο επίπεδο του δυτικού ύψώματος, διαμορφώθηκε σε 3 διαδοχικές φάσεις, με πρώτη εκείνη της εποχής του Κλεισθένους (τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα). Στην πρώτη φάση, το «Βήμα» των ομιλητών βρισκόταν στα βόρεια του κοίλου και οι ακροατές έβλεπαν προς την Αρχαία Αγορά. Σε εκείνη την φάση θεωρείται ότι θεσπίστηκε το προνόμιο της προτεραιότητας στον λόγο για τους πολίτς που ήσαν άνω των 50 ετών.
Η δεύτερη φάση διαμόρφωσης του χώρου τοποθετείται χρονικά στην εκδίωξη των λεγόμενων «Τριάκοντα Τυράννων» (403), όταν το «Βήμα» μεταφέρθηκε μπροστά από τον βράχο της νοτιοδυτικής πλευράς και το κοίλο στράφηκε να κοιτάζει προς αυτόν με την βοήθεια ενός αναλληματικού τοίχου με δύο κλίμακες πρόσβασης. Οι σύνεδροι είχαν τώρα στραμμένα τα νώτα στην πόλη και ο τόπος περιγραφόταν ως «ο επί ταις πέτραις».
Στην τρίτη φάση, που χρονικά τοποθετείται 50 χρόνια αργότερα, γύρω στο 350, όταν ο αναλληματικός τοίχος αντικαταστάθηκε από έναν μνημειώδη νεότερο με μεγάλους λατομημένους επί τόπου κιβόλιθους πάχους 2 μέτρων (τον οποίο τοίχο ξεσκέπασε το 1862 ο αρχαιολόγος Ernst Curtius αν και μεγάλο τμήμα του είχε γκρεμιστεί από τους Οθωμανούς για δικές τους οχυρώσεις), με μία μόνον κλιμακωτή είσοδο στο κέντρο του, αυξάνοντας την ωφέλιμη έκταση του χώρου (τελική διάμετρος του κοίλου 120 μέτρα) ώστε να χωράει 18.000 άτομα (με μέσο όρο προσερχομένων τους 6.000 πολίτες). Ακριβώς απέναντι απο την είσοδο λαξεύθηκε στον υφιστάμενο φυσικό βράχο ένα πέτρινο «Βήμα» με τρεις βαθμίδες, σε συμβολισμό των τριών αρχών της Δημοκρατίας Ισονομία – Ισοπολιτεία - Ισηγορία.
Στην κορυφή του ορθογώνιου λαξεύματος του «Βήματος» έστεκε δεύτερος Βωμός, μεταφορά του μνημειώδους εκείνου του Διός «Αγοραίου» (ο δεύτερος αυτός Βωμός μεταφέρθηκε στην Αγορά επί της εποχής του Αυγούστου -1ος προχριστιανικός αιώνας- και στήθηκε μπροστά στο «Μητρώον»). Δίπλα στον βωμό κάθονταν προφανώς οι οιωνοσκόποι, ιερείς εξουσιοδοτημένοι να παρατηρούν τους ουρανούς και τα πουλιά για πιθανή «διοσημία» που να δείχνει δυσαρέσκεια των Θεών από τα λεγόμενα των ομιλητών.
Στα αριστερά του «Βήματος», όπου ακόμα και σήμερα διακρίνονται λαξευμένες κόγχες και λαξευμένες υποδοχές δοκαριών, υπήρχε υπόστεγο Ιερό του Θεού Διός υπό την επίκληση «’Υψιστος» (όπως μαρτυρείται από ενεπίγραφα πλακίδια που βρήκαν το 1803 σε πρόχειρη ανασκαφή του λόρδου Αμπερντήν), στο οποίο μάλλον υπήρχαν ξύλινα έδρανα για να κάθονται οι Πρυτάνεις, οι οποίοι έβλεπαν προς το ακροατήριο όπως φαίνεται από μία στροφή στις «Εκκλησιάζουσες».
Τέλος, στο επίπεδο επάνω από το «Βήμα» κτίστηκαν δύο στοές, δίπλα στο λεγόμενο «Διατείχισμα» που ανεγέρθηκε κάπου μεταξύ των ετών 325 και 307. Περιγράφοντας τον τόπο, ο Πόλουξ ομιλεί για «αρχαία απλότητα» που τίποτε δεν είχε να κάνει με την πολυπλοκότητα των Θεάτρων εκείνης της εποχής: «κατά την παλαιάν απλότητα, ουκ εις Θεάτρου πολυπραγμοσύνην».
Κατά την τελευταία δεκαετία του 4ου προχριστιανικού αιώνος, οι συνελεύσεις της «Εκκλησίας του Δήμου» μεταφέρθηκαν στο Θέατρο του Διονύσου κάτω από τον Παρθενώνα και η Πνύκα αφέθηκε ως απλά ιερός χώρος των Θεών – προστατών της πόλεως. Στην περιοχή της Πνυκός αναφέρεται η ύπαρξη και Ιερών του Θεού Ηρακλέους («Ηράκλειον»), της Θεάς Δήμητρος («Θεσμοφόριον»), της Θεάς Αρτέμιδος «Ευκλείας» ή «Ηγεμόνης» και της Θεάς Αφροδίτης «Πανδήμου» (την οποία από το 1890 η Μάργκαρετ Βεράλ τοποθετεί στο σημείο όπου σήμερα στέκει ο «Λουμπαρδιάρης»). Στην Πνύκα υπήρχε και το «Ηλιοσκόπιο του Μέτωνος», ένας τετράγωνος πύργος 4 Χ 4 μέτρων, που αποτελούσε αστρονομικό παρατηρητήριο.
Tο 1910, μετά από αίτημα του καθηγητού του Πανεπιστημίου του Mονάχου Drerup, η «Aρχαιολογική Eταιρεία» διενήργησε δοκιμαστική ανασκαφή στον αναλημματικό τοίχο της τρίτης φάσης της Πνυκός, ώστε να χρονολογηθεί η τελευταία φάση της και στην εσωτερική του πλευρά αποκαλύφθηκε ο μικρότερος και αρχαιότερος τοίχος της δεύτερης φάσης. Το 1912 ανακαλύφθησαν στα ΒΑ διάφορα οικήματα ελληνιστικών χρόνων και μία δεξαμενή, όλα λαξευμένα στον βράχο. Το 1916 χρονολογήθηκε, βάσει ευρημάτων (πήλινα ειδώλια, θραύματα αγγείων, κ.ά), το μεγάλο ανάλημμα και αποκαλύφθηκε η μία κλίμακα πρόσβασης στην Πνύκα της δεύτερης περιόδου που «χάνεται» κάτω από το μεγάλο ανάλημμα. Μεγάλης κλίμακας ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 1930 και 1937 και απέδωσαν μία πολύ καλή κατανόηση της τοπογραφίας της Πνυκός.
Στο ύψωμα της Πνυκός (άγνωστο τότε) απηύθυνε στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο 68χρονος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λόγο προς τους νέους του Α΄ Γυμνασίου της Αθήνας. Έναν χρόνο αργότερα, το 1839, ο Κυριάκος Πιττάκης βρήκε νότια του «Βήματος» την επιγραφή των μέσων του 5ου αιώνα («Inscriptiones Graecae» (IG), I³, 1092) που βοήθησε την αρχαιολογία στην οριστική ταύτιση του χώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου