ταυτὶ δι᾽ ὑμᾶς, ὦ Νεφέλαι, πέπονθ᾽ ἐγώ,
ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα.
ΧΟ. αὐτὸς μὲν οὖν σαυτῷ σὺ τούτων αἴτιος,
1455 στρέψας σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα.
ΣΤ. τί δῆτα ταῦτ᾽ οὔ μοι τότ᾽ ἠγορεύετε,
ἀλλ᾽ ἄνδρ᾽ ἄγροικον καὶ γέροντ᾽ ἐπῄρετε;
ΧΟ. ἡμεῖς ποιοῦμεν ταῦθ᾽ ἑκάστοθ᾽, ὅταν τινὰ
γνῶμεν πονηρῶν ὄντ᾽ ἐραστὴν πραγμάτων,
1460 ἕως ἂν αὐτὸν ἐμβάλωμεν εἰς κακόν,
ὅπως ἂν εἰδῇ τοὺς θεοὺς δεδοικέναι.
ΣΤ. ὤμοι, πονηρά γ᾽, ὦ Νεφέλαι, δίκαια δέ·
οὐ γάρ με χρῆν τὰ χρήμαθ᾽ ἁδανεισάμην
ἀποστερεῖν. νῦν οὖν ὅπως, ὦ φίλτατε,
1465 τὸν Χαιρεφῶντα τὸν μιαρὸν καὶ Σωκράτη
ἀπολεῖς μετ᾽ ἐμοῦ ᾽λθών, οἳ σὲ κἄμ᾽ ἐξηπάτων.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἀδικήσαιμι τοὺς διδασκάλους.
ΣΤ. ναὶ ναί, καταιδέσθητι πατρῷον Δία.
ΦΕ. ἰδού γε Δία πατρῷον· ὡς ἀρχαῖος εἶ.
1470 Ζεὺς γάρ τις ἔστιν; ΣΤ. ἔστιν. ΦΕ. οὐκ ἔστ᾽, οὔκ, ἐπεὶ
Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί᾽ ἐξεληλακώς.
ΣΤ. οὐκ ἐξελήλακ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ τοῦτ᾽ ᾠόμην
διὰ τουτονὶ τὸν Δῖνον. οἴμοι δείλαιος,
ὅτε καὶ σὲ χυτρεοῦν ὄντα θεὸν ἡγησάμην.
1475 ΦΕ. ἐνταῦθα σαυτῷ παραφρόνει καὶ φληνάφα.
ΣΤ. οἴμοι παρανοίας· ὡς ἐμαινόμην ἄρα,
ὅτ᾽ ἐξέβαλλον τοὺς θεοὺς διὰ Σωκράτη.
ἀλλ᾽, ὦ φίλ᾽ Ἑρμῆ, μηδαμῶς θύμαινέ μοι
μηδέ μ᾽ ἐπιτρίψῃς, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχε
1480 ἐμοῦ παρανοήσαντος ἀδολεσχίᾳ·
καί μοι γενοῦ ξύμβουλος, εἴτ᾽ αὐτοὺς γραφὴν
διωκάθω γραψάμενος, εἴθ᾽ ὅ τι σοι δοκεῖ.
ὀρθῶς παραινεῖς οὐκ ἐῶν δικορραφεῖν,
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἐμπιμπράναι τὴν οἰκίαν
1485 τῶν ἀδολεσχῶν. δεῦρο, δεῦρ᾽, ὦ Ξανθία,
κλίμακα λαβὼν ἔξελθε καὶ σμινύην φέρων,
κἄπειτ᾽ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον
τὸ τέγος κατάσκαπτ᾽, εἰ φιλεῖς τὸν δεσπότην,
ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς τὴν οἰκίαν·
1490 ἐμοὶ δὲ δᾷδ᾽ ἐνεγκάτω τις ἡμμένην,
κἀγώ τιν᾽ αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην
ἐμοὶ ποήσω, κεἰ σφόδρ᾽ εἴσ᾽ ἀλαζόνες.
***
Ο Στρεψιάδης, αφού έμεινε για λίγο συλλογισμένος, γυρίζει στις Νεφέλες και τους λέει:Για σας, Νεφέλες, τα ᾽παθα εγώ τούτα,
που κρέμασα από σας την τύχη μου όλη.
ΚΟΡ. Δε φταίμε εμείς, εσύ ᾽σαι ο μόνος αίτιος,
που ρίχτηκες σε πράματα όχι τίμια.
ΣΤΡ. Γιατί δε μου το λέγατε όμως τότε,
κι αφήσατε ένα γέρο, ένα χωριάτη
να πάρει ο νους του αέρα; ΚΟΡ. Πάντοτ᾽ έτσι
κάνουμ᾽ εμείς, σα βλέπουμε κανένα
που οι άτιμες δουλειές τ᾽ αρέσουν, ώσπου
1460 σε συμφορά να πέσει και να μάθει
να ᾽χει των θεών το φόβο. ΣΤΡ. Αλίμονό μου·
κακό είν᾽ αυτό, Νεφέλες, μα είναι δίκιο·
λεφτά που τα ᾽χα πάρει δανεικά
δεν έπρεπε να θέλω να τα φάω.
Στο Φειδιππίδη.
Και τώρα να εξοντώσουμε έλα, γιε μου,
αυτόν το σιχαμένο Χαιρεφώντα
και το Σωκράτη, που έτσι μας γελούσαν.
ΦΕΙ. Κακό δεν κάνω στους δασκάλους μου, όχι.
ΣΤΡ. Τον πατρικό σεβάσου Δία και κάν᾽ το.
ΦΕΙ. Δία πατρικό! Τί παλαιικές ιδέες!
1470 Μα υπάρχει Δίας; ΣΤΡ. Υπάρχει. ΦΕΙ. Δεν υπάρχει·
ο Ρούφουλας του Δία το θρόνο πήρε.
ΣΤΡ. Δεν του τον πήρε, αυτό το ρουφογυάλι
μ᾽ έκαμε και το πίστεψα.
Παίρνει ένα ποτήρι, που ήταν πλάι στην εκεί κοντά στημένη στήλη του Ερμή, το δείχνει στους θεατές κι έπειτα απευθύνεται σ᾽ αυτό.
Αχ ο δόλιος·
κι εσένα, τον πηλό, για θεό σε πήρα.
ΦΕΙ. Φλυαρίες και τρέλες· άκου τες μονάχος.
Φεύγει.
ΣΤΡ. Βλακεία κι αυτή! Τρελάθηκα, ν᾽ αρνιέμαι
τους θεούς για το χατίρι του Σωκράτη.
Γυρίζει προς τη στήλη του Ερμή.
Αγαπητέ μου Ερμή, μη μου θυμώνεις,
συμπάθα με και μη με καταστρέφεις,
1480 αν έχασα το νου μου απ᾽ τις παλάβρες·
δέξου να γίνεις συμβουλάτοράς μου·
να τους μηνύσω ή τί σου αρέσει; Πες μου.
Κολλά το αφτί του στο στόμα του Ερμή και κάνει πως ακούει.
Σωστά μου λες, να μην αρχίσω δίκες
παρά στο σπίτι αυτών των φαφλατάδων
φωτιά να βάλω ευθύς. (Φωνάζει.) Ξανθία, Ξανθία,
πάρε μια σκάλα και μια τσάπα κι έλα
εδώ έξω. Στη σκεπή του ερευνητήριου,
αν αγαπάς το αφεντικό σου, ανέβα
και βάρα με την τσάπα, ώσπου το σπίτι
να σωριαστεί και πάνω τους να πέσει.
Ο δούλος, που βγήκε από το σπίτι, αρχίζει την εκτέλεση της διαταγής.
1490 Σ᾽ εμένα ένα δαδί αναμμένο φέρτε·
μ᾽ όλη την ξιπασιά τους, από μένα
θα βρουν την τιμωρία τους· τώρα κιόλας.
ὑμῖν ἀναθεὶς ἅπαντα τἀμὰ πράγματα.
ΧΟ. αὐτὸς μὲν οὖν σαυτῷ σὺ τούτων αἴτιος,
1455 στρέψας σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα.
ΣΤ. τί δῆτα ταῦτ᾽ οὔ μοι τότ᾽ ἠγορεύετε,
ἀλλ᾽ ἄνδρ᾽ ἄγροικον καὶ γέροντ᾽ ἐπῄρετε;
ΧΟ. ἡμεῖς ποιοῦμεν ταῦθ᾽ ἑκάστοθ᾽, ὅταν τινὰ
γνῶμεν πονηρῶν ὄντ᾽ ἐραστὴν πραγμάτων,
1460 ἕως ἂν αὐτὸν ἐμβάλωμεν εἰς κακόν,
ὅπως ἂν εἰδῇ τοὺς θεοὺς δεδοικέναι.
ΣΤ. ὤμοι, πονηρά γ᾽, ὦ Νεφέλαι, δίκαια δέ·
οὐ γάρ με χρῆν τὰ χρήμαθ᾽ ἁδανεισάμην
ἀποστερεῖν. νῦν οὖν ὅπως, ὦ φίλτατε,
1465 τὸν Χαιρεφῶντα τὸν μιαρὸν καὶ Σωκράτη
ἀπολεῖς μετ᾽ ἐμοῦ ᾽λθών, οἳ σὲ κἄμ᾽ ἐξηπάτων.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἀδικήσαιμι τοὺς διδασκάλους.
ΣΤ. ναὶ ναί, καταιδέσθητι πατρῷον Δία.
ΦΕ. ἰδού γε Δία πατρῷον· ὡς ἀρχαῖος εἶ.
1470 Ζεὺς γάρ τις ἔστιν; ΣΤ. ἔστιν. ΦΕ. οὐκ ἔστ᾽, οὔκ, ἐπεὶ
Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί᾽ ἐξεληλακώς.
ΣΤ. οὐκ ἐξελήλακ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ τοῦτ᾽ ᾠόμην
διὰ τουτονὶ τὸν Δῖνον. οἴμοι δείλαιος,
ὅτε καὶ σὲ χυτρεοῦν ὄντα θεὸν ἡγησάμην.
1475 ΦΕ. ἐνταῦθα σαυτῷ παραφρόνει καὶ φληνάφα.
ΣΤ. οἴμοι παρανοίας· ὡς ἐμαινόμην ἄρα,
ὅτ᾽ ἐξέβαλλον τοὺς θεοὺς διὰ Σωκράτη.
ἀλλ᾽, ὦ φίλ᾽ Ἑρμῆ, μηδαμῶς θύμαινέ μοι
μηδέ μ᾽ ἐπιτρίψῃς, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχε
1480 ἐμοῦ παρανοήσαντος ἀδολεσχίᾳ·
καί μοι γενοῦ ξύμβουλος, εἴτ᾽ αὐτοὺς γραφὴν
διωκάθω γραψάμενος, εἴθ᾽ ὅ τι σοι δοκεῖ.
ὀρθῶς παραινεῖς οὐκ ἐῶν δικορραφεῖν,
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἐμπιμπράναι τὴν οἰκίαν
1485 τῶν ἀδολεσχῶν. δεῦρο, δεῦρ᾽, ὦ Ξανθία,
κλίμακα λαβὼν ἔξελθε καὶ σμινύην φέρων,
κἄπειτ᾽ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον
τὸ τέγος κατάσκαπτ᾽, εἰ φιλεῖς τὸν δεσπότην,
ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς τὴν οἰκίαν·
1490 ἐμοὶ δὲ δᾷδ᾽ ἐνεγκάτω τις ἡμμένην,
κἀγώ τιν᾽ αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην
ἐμοὶ ποήσω, κεἰ σφόδρ᾽ εἴσ᾽ ἀλαζόνες.
***
Ο Στρεψιάδης, αφού έμεινε για λίγο συλλογισμένος, γυρίζει στις Νεφέλες και τους λέει:Για σας, Νεφέλες, τα ᾽παθα εγώ τούτα,
που κρέμασα από σας την τύχη μου όλη.
ΚΟΡ. Δε φταίμε εμείς, εσύ ᾽σαι ο μόνος αίτιος,
που ρίχτηκες σε πράματα όχι τίμια.
ΣΤΡ. Γιατί δε μου το λέγατε όμως τότε,
κι αφήσατε ένα γέρο, ένα χωριάτη
να πάρει ο νους του αέρα; ΚΟΡ. Πάντοτ᾽ έτσι
κάνουμ᾽ εμείς, σα βλέπουμε κανένα
που οι άτιμες δουλειές τ᾽ αρέσουν, ώσπου
1460 σε συμφορά να πέσει και να μάθει
να ᾽χει των θεών το φόβο. ΣΤΡ. Αλίμονό μου·
κακό είν᾽ αυτό, Νεφέλες, μα είναι δίκιο·
λεφτά που τα ᾽χα πάρει δανεικά
δεν έπρεπε να θέλω να τα φάω.
Στο Φειδιππίδη.
Και τώρα να εξοντώσουμε έλα, γιε μου,
αυτόν το σιχαμένο Χαιρεφώντα
και το Σωκράτη, που έτσι μας γελούσαν.
ΦΕΙ. Κακό δεν κάνω στους δασκάλους μου, όχι.
ΣΤΡ. Τον πατρικό σεβάσου Δία και κάν᾽ το.
ΦΕΙ. Δία πατρικό! Τί παλαιικές ιδέες!
1470 Μα υπάρχει Δίας; ΣΤΡ. Υπάρχει. ΦΕΙ. Δεν υπάρχει·
ο Ρούφουλας του Δία το θρόνο πήρε.
ΣΤΡ. Δεν του τον πήρε, αυτό το ρουφογυάλι
μ᾽ έκαμε και το πίστεψα.
Παίρνει ένα ποτήρι, που ήταν πλάι στην εκεί κοντά στημένη στήλη του Ερμή, το δείχνει στους θεατές κι έπειτα απευθύνεται σ᾽ αυτό.
Αχ ο δόλιος·
κι εσένα, τον πηλό, για θεό σε πήρα.
ΦΕΙ. Φλυαρίες και τρέλες· άκου τες μονάχος.
Φεύγει.
ΣΤΡ. Βλακεία κι αυτή! Τρελάθηκα, ν᾽ αρνιέμαι
τους θεούς για το χατίρι του Σωκράτη.
Γυρίζει προς τη στήλη του Ερμή.
Αγαπητέ μου Ερμή, μη μου θυμώνεις,
συμπάθα με και μη με καταστρέφεις,
1480 αν έχασα το νου μου απ᾽ τις παλάβρες·
δέξου να γίνεις συμβουλάτοράς μου·
να τους μηνύσω ή τί σου αρέσει; Πες μου.
Κολλά το αφτί του στο στόμα του Ερμή και κάνει πως ακούει.
Σωστά μου λες, να μην αρχίσω δίκες
παρά στο σπίτι αυτών των φαφλατάδων
φωτιά να βάλω ευθύς. (Φωνάζει.) Ξανθία, Ξανθία,
πάρε μια σκάλα και μια τσάπα κι έλα
εδώ έξω. Στη σκεπή του ερευνητήριου,
αν αγαπάς το αφεντικό σου, ανέβα
και βάρα με την τσάπα, ώσπου το σπίτι
να σωριαστεί και πάνω τους να πέσει.
Ο δούλος, που βγήκε από το σπίτι, αρχίζει την εκτέλεση της διαταγής.
1490 Σ᾽ εμένα ένα δαδί αναμμένο φέρτε·
μ᾽ όλη την ξιπασιά τους, από μένα
θα βρουν την τιμωρία τους· τώρα κιόλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου