Για να κάνω τούς φοιτητές μου να αντιληφθούν τη σημασία της κουλτούρας, τούς διαβάζω κάθε χρόνο ένα ανέκδοτο το όποιο είχε αφηγηθεί ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας David Foster Wallace στους φοιτητές του στο Κένυον Κόλλετζ, στις Ηνωμένες Πολιτείες:
Είναι δύο νεαρά ψάρια που κολυμπάνε. Κάποια στιγμή συναντούν ένα ηλικιωμένο ψάρι πού πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Τους χαιρέτα και λέει:
«Γεια σας, παιδιά. Πώς είναι το νερό;» Τα δύο νεαρά ψάρια κολυμπάνε ακόμα λίγο, ύστερα κοιτάζει, το ένα το άλλο και λέει: «Μα τι διάολο είναι το νερό;»
Ο ίδιος ο συγγραφέας μας δίνει και την ερμηνεία του αφηγήματός του:
Το ζουμί της ιστορίας των ψαριών είναι απλώς ότι προφανείς, σημαντικές και πανταχού παρούσες πραγματικότητες είναι συχνά οι πιο δυσκολονόητες και οι πιο δύσκολα συζητήσιμες.
Όπως τα δύο νεαρά ψάρια, έτσι κι εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τι είναι στ’ αλήθεια το νερό μέσα στο όποιο ζούμε κάθε στιγμή τής ύπαρξής μας.
Πράγματι, δεν συνειδητοποιούμε ότι η λογοτεχνία και οι ανθρωπιστικές γνώσεις, η κουλτούρα και η μόρφωση αποτελούν το ιδανικό αμνιακό υγρό μέσα στο όποιο οι ιδέες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, του κοσμικού χαρακτήρα της κοινωνίας, του δικαιώματος στην κριτική, της ανοχής, της αλληλεγγύης, του κοινού καλού μπορούν να αναπτυχθούν δυναμικά.
Για να μείνουμε ωστόσο στο θέμα των νεαρών ψαριών, ας μου επιτραπεί να σταθώ για λίγο σε ένα μυθιστόρημα που έκανε πολλές γενιές αναγνωστών να ονειρευτούν. Αναφέρομαι στο Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcia Marquez. Ίσως στη γεμάτη διαύγεια τρέλα του Αουρελιάνο Μπουενδία είναι δυνατό να ξαναβρεί κανείς τη γόνιμη αχρηστία της λογοτεχνίας. Πράγματι, κλεισμένος στο μυστικό του εργαστήριο, ο επαναστάτης συνταγματάρχης κατασκευάζει χρυσά ψαράκια, που τα ανταλλάσσει με χρυσά νομίσματα, τα όποια κατόπιν λιώνει για να φτιάξει άλλα χρυσά ψαράκια. Ένας φαύλος κύκλος που δεν γλιτώνει από τις κριτικές της Ούρσουλα, από το στοργικό βλέμμα της μητέρας που ανησυχεί για το μέλλον του παιδιού της:
Με το τρομερά πρακτικό μυαλό της η Ούρσουλα δεν μπορούσε να καταλάβει τη δουλειά τού συνταγματάρχη, που άλλαζε τα ψαράκια με χρυσά νομίσματα, κι ύστερα μεταμόρφωνε τα χρυσά νομίσματα σε ψαράκια και πάει λέγοντας, με αποτέλεσμα να δουλεύει όλο και πιο σκληρά όσο περισσότερο πουλούσε, για να ικανοποιήσει έναν απελπιστικό φαύλο κύκλο. Στην πραγματικότητα αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν το εμπόριο αλλά η δουλειά.
Gabriel Garcia Marquez, Εκατό χρόνια μοναξιά
Είναι δύο νεαρά ψάρια που κολυμπάνε. Κάποια στιγμή συναντούν ένα ηλικιωμένο ψάρι πού πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Τους χαιρέτα και λέει:
«Γεια σας, παιδιά. Πώς είναι το νερό;» Τα δύο νεαρά ψάρια κολυμπάνε ακόμα λίγο, ύστερα κοιτάζει, το ένα το άλλο και λέει: «Μα τι διάολο είναι το νερό;»
Ο ίδιος ο συγγραφέας μας δίνει και την ερμηνεία του αφηγήματός του:
Το ζουμί της ιστορίας των ψαριών είναι απλώς ότι προφανείς, σημαντικές και πανταχού παρούσες πραγματικότητες είναι συχνά οι πιο δυσκολονόητες και οι πιο δύσκολα συζητήσιμες.
Όπως τα δύο νεαρά ψάρια, έτσι κι εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τι είναι στ’ αλήθεια το νερό μέσα στο όποιο ζούμε κάθε στιγμή τής ύπαρξής μας.
Πράγματι, δεν συνειδητοποιούμε ότι η λογοτεχνία και οι ανθρωπιστικές γνώσεις, η κουλτούρα και η μόρφωση αποτελούν το ιδανικό αμνιακό υγρό μέσα στο όποιο οι ιδέες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, του κοσμικού χαρακτήρα της κοινωνίας, του δικαιώματος στην κριτική, της ανοχής, της αλληλεγγύης, του κοινού καλού μπορούν να αναπτυχθούν δυναμικά.
Για να μείνουμε ωστόσο στο θέμα των νεαρών ψαριών, ας μου επιτραπεί να σταθώ για λίγο σε ένα μυθιστόρημα που έκανε πολλές γενιές αναγνωστών να ονειρευτούν. Αναφέρομαι στο Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcia Marquez. Ίσως στη γεμάτη διαύγεια τρέλα του Αουρελιάνο Μπουενδία είναι δυνατό να ξαναβρεί κανείς τη γόνιμη αχρηστία της λογοτεχνίας. Πράγματι, κλεισμένος στο μυστικό του εργαστήριο, ο επαναστάτης συνταγματάρχης κατασκευάζει χρυσά ψαράκια, που τα ανταλλάσσει με χρυσά νομίσματα, τα όποια κατόπιν λιώνει για να φτιάξει άλλα χρυσά ψαράκια. Ένας φαύλος κύκλος που δεν γλιτώνει από τις κριτικές της Ούρσουλα, από το στοργικό βλέμμα της μητέρας που ανησυχεί για το μέλλον του παιδιού της:
Με το τρομερά πρακτικό μυαλό της η Ούρσουλα δεν μπορούσε να καταλάβει τη δουλειά τού συνταγματάρχη, που άλλαζε τα ψαράκια με χρυσά νομίσματα, κι ύστερα μεταμόρφωνε τα χρυσά νομίσματα σε ψαράκια και πάει λέγοντας, με αποτέλεσμα να δουλεύει όλο και πιο σκληρά όσο περισσότερο πουλούσε, για να ικανοποιήσει έναν απελπιστικό φαύλο κύκλο. Στην πραγματικότητα αυτό που τον ενδιέφερε δεν ήταν το εμπόριο αλλά η δουλειά.
Gabriel Garcia Marquez, Εκατό χρόνια μοναξιά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου