Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΙΕΡΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ (Ι.Δ.Ε.Α.) ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β')

ΙΕΡΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ (Ι.Δ.Ε.Α.) ΜΕΡΟΣ Β'

Οι Πολιτικές Επαφές του ΙΔΕΑ

Ο ΙΔΕΑ την περίοδο του 1947 αριθμούσε περίπου 1.700 αξιωματικούς, συνεπώς, ήταν αρκετά ισχυρός για να προωθήσει τα σχέδια του και να ασκήσει πίεση στους άλλους πόλους εξουσίας. Η Διοικούσα Δέσμη του ΙΔΕΑ αποφάσισε τον Ιούνιο του 1947 πως:

«Είναι ανάγκη να προβώμεν εις ορισμένας παραστάσεις προς την πολιτικήν ηγεσίαν του τόπου και προς τον εξωτερικό παράγοντα. Εις την πολιτικήν ηγεσία του Έθνους, θα υποδείξωμεν τας πράξεις και τας παραλείψεις της, αι οποίαι καθυστερούν την συντριβήν του δρώντος έσωθεν εχθρού της Ελλάδος. Εις τον εξωτερικό παράγοντα, όστις χάρις εις την μεγαλοφυά διορατικότητα του Προέδρου των Ηνωμ. Πολιτειών κ. Τρούμαν, εξεδηλωθη προσφάτως κατά τρόπον ενισχύοντα την πίστην μας, ότι εις τον αγώνα μας διά την ελευθερίαν, δεν θα είμεθα μόνοι, θα παράσχωμεν πληροφορίας και θα προβώμεν εις εισηγήσεις προερχομένας από ανυστεροβούλους αγωνιστάς του κοινού ιδεώδους».

Ο ΙΔΕΑ μια εβδομάδα μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από το Σοφούλη, τον Σεπτέμβριο του 1947, για πρώτη φορά από την ίδρυσή του, δήλωσε επίσημα την ύπαρξή του στέλνοντας στο παλάτι, στους αρχηγούς των δύο κυβερνώντων κομμάτων και στην Αμερικανική πρεσβεία αναλυτική έκθεση «επί του θέματος της ηγεσίας του στρατού.»

Με αυτή την έκθεση επιδίωξε να δώσει λύση στο στρατιωτικό πρόβλημα, προτείνοντας αξιωματικούς που ανήκαν στην οργάνωση για να προωθηθούν στις ανώτερες θέσεις των επιτελείων. Για τη θέση του ΓΕΣ πρότεινε την αντικατάσταση του Βεντήρη από τον αντιστράτηγο Γιατζή· πρόταση που, όπως θα δούμε, υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση Σοφούλη τον Οκτώβριο του 1947.

Την ίδια περίοδο ο ΙΔΕΑ πραγματοποίησε σειρά επαφών με πολιτικές προσωπικότητες του τόπου. Όπως αναφέρεται στο αρχείο της οργάνωσης, εκπρόσωποι της συναντήθηκαν κατά σειρά με τους Σπύρο Μαρκεζίνη (Αρχηγό του Νέου Κόμματος), Γεώργιο Βαρβούτη (Εκπρόσωπο του Κόμματος Φιλελευθέρων), Γεώργιο Παπανδρέου (Αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος), Θεμιστοκλή Σοφούλη (Αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων), Δημήτρη Γιατζή (Αρχηγό του ΓΕΣ), καθώς και με τον ταγματάρχη Άντρεποντ (Βοηθός του Στρατιωτικού Ακόλουθου της αμερικανικής πρεσβείας). Επίσης, αξιωματικοί του ΙΔΕΑ συναντήθηκαν με τους Σ. Βενιζέλο, Κανελλόπουλο, Τσαλδάρη, Τουρκοβασίλη, Κάντζια, Γονατά, Ν. Ζέρβα, και το ναύαρχο Σακελλαρίου.

Το παλάτι γνώριζε επίσημα για την ύπαρξη του ΙΔΕΑ από την άνοιξη του 1946, όταν ο Γεώργιος Β΄ ζήτησε από τον Παπάγο να τον ενημερώσει αν υπήρχε στρατιωτικός σύνδεσμος στον στρατό, ποιοί ήταν οι πολιτικοί σκοποί του και ποιά η θέση του απέναντι στην μοναρχία. Ο Παπάγος, ήρθε αμέσως σε επαφή με τον ταγματάρχη Παπαθανασιάδη που ανήκε στην Διοικούσα Δέσμη θέτοντάς του τους προβληματισμούς του παλατιού. Ο ταγματάρχης Παπαθανασιάδης, αφού ενημέρωσε τον Παπάγο για τα κίνητρα και τη δομή της οργάνωσης, τον διαβεβαίωσε για την εκτίμηση που έτρεφαν οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ τόσο για τον Γεώργιο Β΄ όσο και για τον ίδιο τον Παπάγο.

Στις επαφές του ο ΙΔΕΑ με τους εκπροσώπους και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και του στρατού, τους ενημέρωνε για τα πατριωτικά και αντικομμουνιστικά κίνητρα της οργάνωσης, και για την δυναμική που είχε αποκτήσει στο στράτευμα επίσης, καθιστούσε σαφές ότι είχε τη δύναμη να επιχειρήσει δικτατορικές λύσεις αν το επιθυμούσε, διακήρυττε την χρησιμότητα των ΜΑΥ και ΜΑΔ και πίεζε για εντατικοποίηση του αγώνα εναντίον των κομμουνιστών.

Επιπλέον, οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ μέσω του Βαρβούτη ήθελαν να επηρεάσουν τον Σοφούλη ως προς το ζήτημα της στρατιωτικής ηγεσίας. Επιθυμούσαν την απομάκρυνση του Βεντήρη από τη ηγεσία του στρατεύματος, καθώς τον θεωρούσαν «υποχείριον» των Άγγλων και υπεύθυνο για την αναποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων.

Για τον ΙΔΕΑ, ο ιδανικός συνδυασμός για την ηγεσία του στρατού ήταν ο αντιστράτηγος Γιατζής, που θα αναλάμβανε την αρχηγία του ΓΕΣ, με υπαρχηγό τον αντιστράτηγο Κιτριλάκη, άνθρωπο του ΙΔΕΑ και ιθύνοντα νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 1951.358 Ο Σοφούλης, τελικά, υπέκυψε στις πιέσεις του ΙΔΕΑ, τον Οκτώβριο του 1947, και ανάθεσε την αρχηγία του ΓΕΣ στον αντιστράτηγο Γιατζή, ενώ τοποθέτησε τον Βεντήρη στη Διοίκηση Στρατιάς. Τον Μάρτιο του 1948 απομάκρυνε οριστικά τον Βεντήρη από το στράτευμα, ακολουθώντας και πάλι τις επιθυμίες του ΙΔΕΑ.

Αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Σοφούλη, ο ΙΔΕΑ ανέπτυξε επαφές με την Αμερικανική πρεσβεία και την Αμερικανική αποστολή. Η παρουσία του συνταγματάρχη Σόλωνα Γκίκα στην Ουάσινγκτον διευκόλυνε τις επαφές αυτές. Οι ταγματάρχες του ΙΔΕΑ, Μάρδας και Ζαχαράκης, συναντήθηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου 1947 με τον ταγματάρχη Άντρεποντ, βοηθό του στρατιωτικού ακόλουθου της Αμερικανικής πρεσβείας. Η οργάνωση διαβεβαίωσε τον Αμερικανικό παράγοντα ότι δεν είχε πολιτικές βλέψεις, αλλά απέβλεπε αποκλειστικά στην εξουδετέρωση του ΚΚΕ.

Οι αξιωματικοί του εξέφρασαν επίσης τα φιλικά αισθήματα της οργάνωσης προς τους Αμερικανούς, αναφέροντας ότι «ο ΙΔΕΑ είναι και φιλικός προς τους Αμερικανούς παράγων, όπως και η ΕΛΛΑΣ προς την Αμερικήν. Η έννοια της φιλίας αυτής είναι, ιδεολογική σύμπτωσις συμφερόντων, εκατέρωθεν ανάγκη. Είναι δύο δυνάμεις διαφορετικού μεγέθους, αλλά με κοινόν σημείον εφαρμογής. Η δύναμις του ΙΔΕΑ είναι ηθική και υλική. Ηθική μεν διότι οι αξιωματικοί αποτελούν έναν υγειά οργανισμόν, υλική δε διότι υπό άλλην μορφήν ηγούνται της ενδόξου δυνάμεως του έθνους. Ο ΙΔΕΑ επιθυμεί να επιτύχετε οι Αμερικανοί εις την Ελλάδα και είμεθα διατεθειμένοι να σας βοηθήσωμεν εις αυτό».

Μέσα από αυτές τις συναντήσεις αυτές ο ΙΔΕΑ κατάφερε να επισημοποιηθεί ως ανεξάρτητος πόλος εξουσίας, καθώς ούτε οι πολιτικές δυνάμεις ούτε οι Αμερικάνοι θεώρησαν αναγκαίο να λάβουν μέτρα εναντίον μιας αντικομμουνιστικής, συνωμοτικής οργάνωσης που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του στρατεύματος. Μάλιστα, στο σύνολό τους εξέφρασαν την ικανοποίηση τους για την ύπαρξη μιας στρατιωτικής οργάνωσης, η οποία συντασσόταν πλήρως με τη λογική του Εμφυλίου.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΙΔΕΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

Ο ΙΔΕΑ Αποφασίζει να Συνεχίσει τη Δράση του

Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου το μεγαλύτερο μέρος των στόχων του ΙΔΕΑ είχε πραγματοποιηθεί. Το ένοπλο κομμουνιστικό κίνημα είχε ήττηθεί αποφασιστικά, ενώ το 1949 ο στρατός ήταν ένας καλά οργανωμένος μηχανισμός που διέθετε πολεμική εμπειρία και αυτοπεποίθηση, ήταν σχετικά καλά εξοπλισμένος από τους Αμερικανούς, διέθετε ιδεολογική συνοχή, όντας ο κατεξοχήν φορέας του αντικομμουνισμού και αποτελούσε εγγύηση ότι η αριστερά δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει και πάλι την εξουσία.

Επιπλέον, η «έκτακτη» νομοθεσία του Εμφυλίου ποινικοποιούσε το αριστερό φρόνημα, ενώ η εμπλοκή των ΗΠΑ στις Ελληνικές υποθέσεις επισημοποίησε την ένταξη της Ελλάδας στις δυνάμεις της Δύσης. Η επαναφορά του Παπάγου ως αρχιστράτηγου με οιονεί δικτατορικές εξουσίες, κατοχύρωσε την αυτονόμηση του στρατού, αποκομμένου πλέον από οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο, επικύρωσε την ηγεμονία του ΙΔΕΑ στο εσωτερικό του και ανέδειξε τον Παπάγο σε ηγέτη-σύμβολο της εθνικόφρονος συντηρητικής παράταξης.

Παρά την εκπλήρωση των στόχων του ο ΙΔΕΑ δεν επρόκειτο να διαλυθεί. Τον Ιανουάριο του 1950, 25 αξιωματικοί του ΙΔΕΑ που υπηρετούσαν στην Αθηνα συναντήθηκαν για να αποφασίσουν τον μελλοντικό ρόλο της οργάνωσης. Οι αξιωματικοί αποφάσισαν ότι ο ΙΔΕΑ θα έπρεπε, αφού πρώτα ανασυγκροτούσε τον μηχανισμό του, να αναλάβει δράση για εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα της χώρας.

Η οργάνωση με τον έλεγχο που ασκούσε πλέον στο στράτευμα ευελπιστούσε να επηρεάσει και τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις προς την κατεύθυνση της διατήρησης του εμφυλιοπολεμικού κλίματος και την ανάδειξη του Παπάγου ως μελλοντικού ηγέτη, ή ακόμα και προς την εγκαθίδρυση ενός μη κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Άλλωστε, από τον Απρίλιο του 1949, ο ΙΔΕΑ, σε εσωτερικά του κείμενα, αναφέρονταν στην προοπτική της δικτατορίας προκειμένου να επιτυχεί τους σκοπούς του.

Τον Οκτώβριο του 1949, η Διοικούσα Δέσμη του ΙΔΕΑ είχε αποφάσισε να συγκροτήσει την Επιτροπή Πολιτικού Αγώνα. Η επιτροπή αυτή σχηματίστηκε από τους πρώην υπουργούς του Μεταξά, Ανδρέα Αποστολίδη και Σ. Πολυζωγόπουλο (και οι δύο ήταν επίσης υποψήφιοι του Ε.Σ στις εκλογές του 1951), τον Ευάγγελο Σαββόπουλο (μέλος της «Νεοπολιτικής Ενώσεως» και υποψήφιο με τον Ε.Σ στις εκλογές του 1951).

Τον ταξίαρχο Ιωάννη Ζαχαράκη (ιδρυτικό μέλος του ΙΔΕΑ και υποψήφιο του Ε.Σ στις εκλογές του 1951) και τους αντισυνταγματάρχη Μπούρο και ταγματάρχη Νικόλαο Ασημακόπουλου, εκπροσώπους της Διοικούσας Δέσμης του ΙΔΕΑ. Η επιτροπή άρχισε τη δραστηριότητά της τον Νοέμβριο του 1949 και συνέδραμε αποφασιστικά στην ανάμειξη του Παπάγου στην πολιτική και στην ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού.

Η προοπτική ανάμιξης του Παπάγου στην πολιτική ήταν το ενδεχόμενο που λειτουργούσε ως καταλύτης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Το σενάριο που άρχισε να εξετάζεται και πάλι τον Οκτώβριο του 1949 ήταν η αντικατάσταση της κυβέρνησης Λαϊκών-Φιλελευθέρων, που μετά τον θάνατο του Σοφούλη (24.6.1949) είχε αναλάβει την προεδρία της ο τραπεζίτης Αλέξανδρος Διομήδης, από μία «μεταβατική» κυβέρνηση με πρόεδρο τον Παπάγο. Σκοπός ήταν η αντισυνταγματική αναστολή των εκλογικών διαδικασιών, ώστε η συγκρότηση του νέου πλέγματος εξουσίας να παραμείνει ανεπηρέαστη από εκλογικές διαδικασίες.


Πρωταγωνιστές αυτού του σεναρίου ήταν στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, ο Εμμανουήλ Τσουδερός και άλλοι φιλελεύθεροι πολιτευτές, ο Κανελλόπουλος και ο Μαρκεζίνης, αλλά και πολιτικοί απόγονοι της μεταξικής δικτατορίας. Ο υπό διαμόρφωση πολιτικός σχηματισμός, που έλαβε τον χαρακτηρισμό ως «κίνηση Παπάγου» διέθετε την υποστήριξη των εκδοτών Γ. Βλάχου (Καθημερινή), Α. Κύρου (Εστία), Δ. Λαμπράκη ( Το Βήμα, Τα Νέα), και του βιομήχανου Χριστόφορου Κατσάμπα, ενώ και οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ, ανεξάρτητα από τις φιλοδικτατορικές τάσεις που είχαν αρκετοί ανάμεσα τους, προσέβλεπαν στην ηγεσία του Παπάγου.

Τα ανάκτορα, που ενδιαφέρονταν επίσης, για τη «λύση» Παπάγου, δεν είχαν ακριβώς την ίδια αντίληψη για το περιεχόμενό της, καθώς το παλάτι επιθυμούσε ένα είδος ανάμιξης του Παπάγου απόλυτα όμως εξαρτημένης από το στέμμα.

Τα σχέδια για αναστολή των εκλογών ματαιώθηκαν από τις αντιδράσεις της ηγεσίας των τριών μεγαλύτερων κομμάτων (Τσαλδάρης, Σοφούλης, Βενιζέλος), των βρετανών και των ΗΠΑ.385 Η κοινοβουλευτική επιλογή αντί μιας αυταρχικής λύσης ήταν σαφής από αμερικανικής πλευράς το 1949-1950. Ο Αμερικανός πρεσβευτής Γκραίηντυ θα πίεζε την ελληνική κυβέρνηση και γενικότερα τη δομή της εξουσίας για την ανάγκη προκήρυξης εκλογών την άνοιξη, για την άρση του στρατιωτικού νόμου, την αναστολή εκτέλεσης θανατικών ποινών και την επανένταξη κάποιου αριθμού ανταρτών.

Ανάλογες αντιλήψεις εξέφραζε και η Βρετανική πρεσβεία, η οποία θεωρούσε ότι πιθανή εκτροπή από τις ομαλές πολιτικές διαδικασίες θα τύγχανε εκμετάλλευσης στο εξωτερικό και θα είχε συνέπειες στη χώρα. Με τις απόψεις αυτές συντάχθηκε τελικά και ο Παπάγος, ο οποίος δήλωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1949, «η δικτατορία θα ήτο ο τάφος αυτής της χώρας αυτής-καταστροφή πρώτου μεγέθους. Το δημοκρατικόν κοινοβουλευτικόν σύστημα είναι το μόνον καθεστώς που αρμόζει εις την Ελλάδα.» Ο Παπάγος ανακοίνωσε στις 8 Ιανουαρίου πως δεν επρόκειται να πολιτευτεί, τουλάχιστον, στις επικείμενες εκλογές.

Η οριστική αποτυχία των σχεδίων για την «λύση» Παπάγου και την αναστολή των εκλογικών διαδικασιών καταγράφηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1950, όταν ξέσπασε κυβερνητική κρίση που προκάλεσε την επίσπευση των εκλογών. Αφορμή για την κρίση στάθηκαν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, εναντίον του Παπάγου και της πρόθεσής του να αναμιχθεί στην πολιτική.

Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την παραίτηση του Παπάγου από την αρχιστρατηγία στις 5 Ιανουαρίου, την οποία, όμως, ανακάλεσε μετά από δύο ημέρες και αφού προηγουμένως είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Διομήδη στις 6 Ιανουαρίου. Ο Ιωάννης Θεοτόκης, πρώην πρόεδρος της Βουλής, ανέλαβε πρωθυπουργός της υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία προχώρησε αμέσως στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών για τις 19 Φεβρουαρίου 1950, οι οποίες τελικά πραγματοποιήθηκαν στις 5 Μαρτίου 1950.

Πριν από τις εκλογές, ο ΙΔΕΑ εξέτασε τη δυνατότητα να συγκροτηθεί μια συμμαχία μικρών μέχρι τότε εθνικόφρονων κομματικών σχηματισμών, προκειμένου να διεκδικήσουν με μεγαλύτερες αξιώσεις ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.390 Σύμφωνα με τον Καραγιάννη, η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε στις φιλοδοξίες των ηγετών των διαφόρων μικρών κομμάτων.

Η μόνη σύμπραξη που επιτεύχθηκε ήταν η συγκρότηση του Μετώπου Εθνικής Αναδημιουργίας (ΜΕΑ), από τον Π. Κανελλόπουλο (Εθνικό Ενωτικό Κόμμα), από τον ναύαρχο Α. Σακελλαρίου (Πανελλήνιο Εθνικό Κόμμα), τον Δ. Μπότσαρη (Κόμμα Πατριωτικής Ενώσεως), το στρατηγό Ν. Παπαδόπουλο (Λαϊκό Προοδευτικό Κόμμα), και μέλη της Επιτροπής Πολιτικού Αγώνα του ΙΔΕΑ, όπως ο Σ. Πολυζωγόπουλος.

Η επιρροή του κόμματος στις εκλογές ήταν πολύ μικρή (5,27% στο σύνολο της επικράτειας και 6,41% στις ψήφους των στρατιωτικών), με αποτέλεσμα το Μέτωπο να διαλυθεί. Οι περισσότερες συνιστώσες του εντάχθηκαν στον Ελληνικό Συναγερμό στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951.

Στις εκλογές του Μαρτίου βγήκε πρώτο το Λαϊκό Κόμμα, αλλά η κατάτμηση των κομματικών δυνάμεων έκανε αναγκαία τη συνεργασία ανάμεσα στα κόμματα, προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση. Υπήρχαν δύο δυνατές εκδοχές μιάς κυβέρνησης συνεργασίας. Πρώτον, συνασπισμός δεξιάς απόκλισης από τους Λαϊκούς, τους Φιλελεύθερους και τον Γεώργιο Παπανδρεόυ και δεύτερον, συνασπισμός κέντρου από τους Φιλελεύθερους, τη νεοσύσταση ΕΠΕΚ του Πλαστήρα και τον Γ. Παπανδρέου.

Παρά το γεγονός ότι οι τέσσερις αρχηγοί του Κέντρου, (Πλαστήρας, Σ. Βενιζέλος, Τσουδερός, Γ. Παπανδρέου), συμφώνησαν και έστειλαν στον Βασιλιά πρωτόκολλο κυβερνητικής συνεργασίας προτείνοντας ως πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Σ. Βενιζέλο. Ο τελευταίος, αθετώντας τη συμφωνία με τα υπόλοιπα κόμματα του Κέντρου, σχημάτισε κυβέρνηση με την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος, του Κανελλόπουλου και του Ν. Ζέρβα.

Η αντίδραση όμως των Αμερικανών ήταν άμεση και ο πρεσβευτής Γκραίηντυ επενέβη απροσχημάτιστα, απαιτώντας να σχηματιστεί κυβέρνηση Κέντρου υπό τον Πλαστήρα, και απειλώντας ακόμη και με διακοπή της αμερικανικής βοήθειας. Τελικά, στις 15 Απριλίου σχηματίστηκε κυβέρνηση των τριών κομμάτων του Κέντρου με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, χωρίς όμως τη συμμετοχή του Σ. Βενιζέλου. Η κυβέρνηση Πλαστήρα παρέμεινε στην εξουσία μόνο για τέσσερις μήνες.

Προσπάθησε να προωθήσει το πρόγραμμα της ανασυγκρότησης και ο Πλαστήρας προσωπικά να εισαγάγει την πολιτική των «μέτρων επιείκειας» (αναθεώρηση των αποφάσεων των έκτακτων στρατοδικείων, κατάργηση του «Οργανισμού Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου») τα οποία εν μέρη μόνο εφαρμόστηκαν, εξαιτίας των αντιδράσεων των εταίρων του, Γ. Παπανδρέου και Σ. Βενιζέλου, του στρατού και του συντηρητικού πολιτικού κόσμου.

Ο στρατός αντιδρούσε στα «μέτρα επιείκειας», καθώς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει τον εχθρό του να αποκαθίσταται τόσο σύντομα μετά τη λήψη ενός αιματηρού αγώνα, ούτε και επιθυμούσε να παραιτηθεί από τις εξουσίες που είχε του είχε αποδώσει η «έκτακτη νομοθεσία» του Εμφυλίου. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με την απόσυρση της υποστήριξης στον Πλαστήρα από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ η όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, η οποία κορυφώθηκε με την έναρξη του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 1950, μετέβαλε εντελώς τις αντιλήψεις και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ.

Ο κίνδυνος της Σοβιετικής εξάπλωσης ήταν αποκλειστικά στρατιωτικός και οι Αμερικανοί έκριναν ότι μπορούσε να αναχαιτιστεί, όχι από πολιτικές και οικονομικές μεταρυθμίσσεις που θα επιτυγχάνονταν από τη δημοκρατική κεντροαριστερά, αλλά δείχνοντας εμπιστοσύνη σε στρατιωτικά στοιχεία, όχι μόνο σε στρατιωτικά ζητήματα αλλά και στα πολιτικά. Η ασφάλεια κατά της κομμουνιστικής δραστηριότητας, η ενίσχυση του στρατού μέσω της αύξησης της αριθμητικής δύναμης του, αποτέλεσαν προτεραιότητα και η πολιτική της ανασυγκρότησης και της συμφιλίωσης τέθηκαν στο περιθώριο.


Ο Πλαστήρας παραιτήθηκε στις 18 Αυγούστου, και η Ουάσινγκτον και το παλάτι άρχισαν να επανεξετάζουν τη «λύση» Παπάγου. Στα πλαίσια αυτών των συζητήσεων οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ σε συνάντησή τους το καλοκαίρι του 1950 έλαβαν σημαντικές αποφάσεις για τη στάση που θα κρατούσαν.

Η Διοικούσα Δέσμη αποφάσισε ότι η οργάνωση θα έπρεπε να εξακολουθήσει να υφίσταται, να μην προχωρήσει σε καμία περαιτέρω διεύρυνσή της, να παραμείνει η ηγεσία του ΙΔΕΑ σε συλλογικά χέρια και να καταβληθεί κάθε προσπάθεια προκειμένου να πεισθεί ο Παπάγος να κατέβει στην πολιτική. Ο Παπάγος χωρίς να είναι τυπικά μέλος του ΙΔΕΑ ήταν η ιδανική προσωπικότητα που μπορούσε να «νομιμοποιήσει» την επιρροή της οργάνωσης.

Οι συζητήσεις για τη «λύση» Παπάγου δεν έφεραν αποτέλεσμα και επιπλέον, προκάλεσαν την πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στον Παπάγο και στο παλάτι, κυρίως εξαιτίας της επιδίωξης των ανακτόρων να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο της νέας κυβέρνησης χρησιμοποιώντας τον Παπάγο ως ενοποιητικό σύμβολο των εθνικόφρονων δυνάμεων.

Η Παραίτηση του Παπάγου και το Πραξικόπημα του ΙΔΕΑ

Το βράδυ της 30ης προς 31η Μαΐου 1951, μόλις έγινε γνωστή η απόφαση του Αλέξανδρου Παπάγου να παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων, ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ κατέλαβαν τα γραφεία του ΓΕΕΘΑ και του ΓΕΣ στα Παλαιά Ανάκτορα. Ταυτόχρονα έμπιστοι συνεργάτες τους κατέλαβαν κρίσιμες εγκαταστάσεις στο κέντρο της Άθήνας.

Ο Αλέξανδρος Παπάγος πληροφορήθηκε έκπληκτος το κίνημα και νωρίς το πρωί της 31 Μαΐου κατέβηκε από το σπίτι του στην Εκάλη στα Παλαιά Ανάκτορα, διέταξε κάποιες μονάδες να επιστρέψουν στα στρατόπεδά τους και όχι μόνο επέπληξε του κινηματίες που είχαν προχωρήσει στο κίνημα χωρίς την άδειά του, αλλά αργότερα μετά τη σύλληψη και καταδίκη τους από την κυβέρνηση Πλαστήρα υπερασπίστηκε την αμνηστία τους την οποία και πέτυχε, όταν ο ίδιος ανέλαβε αργότερα την πρωθυπουργία, τους επανέφερε στην ενεργό υπηρεσία.

Ο Παπάγος, ως αρχιστράτηγος των νικητών στον Εμφύλιο, εξασφάλισε γόητρο που κανένας πολιτικός της δεξιάς δεν μπορούσε να αποκτήσει. Η δημοτικότητά του ανάμεσα στους δεξιούς στερούσε από τη βασιλική οικογένεια την αποκλειστική επιρροή της στα λαϊκά στρώματα και το πιο σημαντικό, την επιρροή της στις ένοπλες δυνάμεις.

Στο τέλος Μαΐου 1951 η απόφαση του Παπάγου να παραιτηθεί από την αρχιστρατηγία προκάλεσε έντονη πολιτική κρίση. Η παραίτησή του ήταν γεγονός πολυσήμαντο ως προς τις συνέπειές του, καθώς αποκάλυψε, εκτός από την αντίθεση του στρατάρχη προς τα ανάκτορα, και τη βαθύτερη λειτουργία του στρατού στο πολιτικό σύστημα. Ήταν το αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ Παπάγου και στέμματος που είχε αφετηρία την άρνηση του στρατάρχη να αναμιχθεί στην πολιτική υπό την κηδεμονία των ανακτόρων τον Αύγουστο του 1950.

Έκτοτε και έως το τέλος Μαΐου 1951 μια σειρά γεγονότων κλιμάκωσε την αντίθεση. Αξιωματικοί που αποστρατεύτηκαν από τον Παπάγο κλήθηκαν να υπηρετήσουν στην Αυλή, δημοσιεύματα στις εφημερίδες αρνητικά για το παλάτι ερμηνεύονταν από το βασιλικό περιβάλλον ότι προέρχονταν από τον αρχιστράτηγο. Αφορμή για την παραίτηση του Παπάγου αποτέλεσε η διάδοση της φήμης από βασιλικούς κύκλους ότι η αρχιστρατηγία του Παπάγου θα τερματιζόταν σύντομα.

Ο Παπάγος στις 29 Μαΐου 1951 υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία έγινε αποδεκτή από το βασιλιά και τον Σ. Βενιζέλο χωρίς να γίνει ιδιαίτερη προσπάθεια να μεταπεισθεί ο στρατάρχης. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Παπάγος είχε ήδη αποφασίσει να πολιτευτεί και η παραίτηση τον εξυπηρετούσε αν και, προκειμένου να καθησυχάσει τα πολιτικά κόμματα και το παλάτι, διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να αναμιχθεί στην πολιτική.

Ο Παπάγος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί σε τρεις τουλάχιστον ανώτατους αξιωματικούς. Στον αντιστράτηγο Κιτριλάκη, στον υποστράτηγο Δόβα και στον ταξίαρχο Παπαθανασιάδη. Ο αντιστράτηγος Κιτριλάκης ενημέρωσε τους αξιωματικούς του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου (ΑΣΣ) που βρίσκονταν στην Αθήνα για την τακτική σύσκεψη του οργάνου και το απόγευμα της 30ης Μαΐου συνεδρίασαν για το ζήτημα της παραίτησης του αρχιστράτηγου.

Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε, παρουσία του αρχηγού του ΓΕΣ αντιστράτηγου Θεόδωρου Γρηγορόπουλου, αποφασίστηκε να ασκηθούν πιέσεις, τόσο προς τον Παπάγο όσο και προς τον Σ. Βενιζέλο, προκειμένου να αποτραπεί η παραίτηση του στρατάρχη.

Μάλιστα, ο Κιτριλάκης εξέφρασε την άποψη ότι έπρεπε να «χαλάσωμε τον κόσμο επί σκοπώ να αποτραπή η παραίτησις του Αρχιστράτηγου, εκ της οποίας επρόκειτο να δημιουργηθεί μέγας σάλος εις το στράτευμα και το έθνος». Πράγματι, οι αντιστράτηγοι Γρηγορόπουλος, Τσιγγούνης και Τσακαλώτος επισκέφτηκαν τον Παπάγο, του ζήτησαν να αναθεωρήσει την απόφασή του, αλλά οι προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες. Αρνητικό αποτέλεσμα είχαν και οι ενέργειες του Σ. Βενιζέλου, ο οποίος προσπάθησε να μεταπείσει τον Παπάγο, ύστερα από προτροπή των παραπάνω αξιωματικών.

Το βράδυ της 30ης Μαΐου ο ραδιοφωνικός σταθμός μετέδωσε την είδηση της παραίτησης του Παπάγου, η οποία παρουσιάστηκε ως αναγκαστική για λόγους υγείας. Μετά την εξέλιξη αυτή ο αντιστράτηγος Γρηγορόπουλος έδωσε εντολή στους διοικητές Σωμάτων Στρατού να αναχωρήσουν αμέσως για τις έδρες τους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφύγουν ενδεχόμενη αναταραχή που θα προκαλούσε η είδηση της παραίτησης του Παπάγου.

Μετά την οριστικοποίηση της παραίτησης του στρατάρχη αξιωματικοί του ΙΔΕΑ συγκεντρώθηκαν στο μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, για να οργανώσουν τις αντιδράσεις τους. Τα ξημερώματα της 31ης Μαΐου αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά κινητοποιώντας στρατιωτικές μονάδες και καταλαμβάνοντας καίρια σημεία της πρωτεύουσας.

Συγκεκριμένα, κινητοποιήθηκαν οι μονάδες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής-Νήσων (ΑΣΔΑΝ) και 8ης Μεραρχίας και κατέλαβαν την έδρα του ΓΕΣ, το στρατηγείο της ΑΣΔΑΝ, τα στρατιωτικά αεροδρόμια στο Τατόι και την Ελευσίνα, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και τον Κεντρικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ δυνάμεις του στρατού αναπτύχθηκαν σε στρατηγικά σημεία της Αθήνας. Επίσης, το σχέδιο του πραξικοπήματος προέβλεπε και την έξοδο των τεθωρακισμένων αρμάτων από το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων στο Μενίδι, αλλά την τελευταία στιγμή ο διοικητής του κέντρου αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές των κινηματιών.

Το αρχηγείο του κινήματος στήθηκε στο γραφείο του υπασπιστή του Παπάγου στο ΓΕΣ από τους λοχαγούς, Ιωαννίδη και Καραϊωσήφογλου, τους ταξίαρχους Χρηστέα και Ταβουλάρη, τους συνταγματάρχες Αναγνωστόπουλο και Κουρουκλή και τους αντισυνταγματάρχες Καραμπότσο και Σκληρό. Ως αρχηγός του κινήματος αναφέρεται ο ταξίαρχος Χρηστέας, αλλά από τις επικοινωνίες που πραγματοποιήθηκαν εκείνο το βράδυ θεωρείται βέβαιο πως ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος ήταν αξιωματικός ανώτατος στην ιεραρχία.

Σε σύσκεψη στο «αρχηγείο» του πραξικοπήματος οι κινηματίες εξέταζαν το ενδεχόμενο να συλλάβουν τον αρχηγό του ΓΕΣ, αντιστράτηγο Γρηγορόπουλο και τους αντιστράτηγους Ζαϊμη και Μανιδάκη. Οι πιο ακραίες φωνές του ΙΔΕΑ, όπως οι Ταβουλάρης, Χρηστέας, Καραμπότσος, ζητούσαν να ανακηρυχτεί πρωθυπουργός ο Παπάγος και αν δεν δεχτεί, να διαλυθεί η βουλή και να συγκροτηθεί στρατιωτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα. Παρόμοια, ο συνταγματάρχης Κουρούκλης πρότεινε να συγκροτηθεί «συντεχνιακή» κυβέρνηση από τους προέδρους των επαγγελματικών οργανώσεων και να ασκήσουν δικτατορικά την εξουσία.

Ο αντιστράτηγος Γρηγορόπουλος που ενημερώθηκε καθυστερημένα για το πραξικόπημα που βρισκόταν σε εξέλιξη και για τις προθέσεις των κινηματιών, επικοινώνησε με τον υπαρχηγό του ΓΕΣ, αντιστράτηγο Μπαλοδήμο, και τον διέταξε να θέσει σε συναγερμό την ΑΣΔΑΝ και να ειδοποιήσει τους αντιστράτηγους Κιτριλάκη και Δόβα, και τον ταξίαρχο Παπαθανασιάδη να μεταβούν στο ΓΕΣ.

Ο αρχηγός του ΓΕΣ επικοινώνησε στη συνέχεια με τον ταξίαρχο Χρηστέα για να ενημερωθεί για τα αίτια του πραξικοπήματος και έλαβε την απάντηση ότι «ο στρατός ήτο εν επαναστάσει, διότι ο στρατάρχης Παπάγος εξωθήθη εις παραίτησιν». Ο Γρηγορόπουλος εξήγησε στον Χρηστέα ότι ο Παπάγος παραιτήθηκε οικειοθελώς παρά τις παρακλήσεις του Βασιλιά, της κυβέρνησης και της ανώτατης ηγεσίας του στρατεύματος και στη συνέχεια τον διέταξε να τερματίσουν την κινητοποίησή τους.

Ο Χρηστέας, ανένδοτος, του απάντησε ότι «εις το Γ.Ε.Σ. είχον συγκεντρωθεί πολλοί ταξίαρχοι και συνταγματάρχαι και ένας στρατηγός μεταξύ αυτών, ότι δεν ηδύνατο να εκτελέση τας διαταγάς του και ότι, θα εξετέλει διαταγάς μόνο του Στρατάρχου».Ύστερα από την απάντηση αυτή των κινηματιών ο αρχηγός του ΓΕΣ ήρθε σε επαφή με τον Παπάγο, τον ενημέρωσε για τα γεγονότα και του ζήτησε να μεταβεί στο ΓΕΣ, προκειμένου να συνετίσει τους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ.

Την ίδια στιγμή στο Γενικό Επιτελείο οι πραξικοπηματίες αρνήθηκαν για ακόμη μια φόρα να υπακούσουν στις διαταγές των ανωτέρων τους, Μπαλοδήμου, Δόβα και Παπαθανασιάδη που είχαν φτάσει στο ΓΕΣ, για να επιβάλουν την τάξη. Με εντολή του ταξίαρχου Ταβουλάρη, οι παραπάνω αξιωματικοί κρατήθηκαν στην αίθουσα Τιμών των Παλαιών Ανακτόρων. Η ανατροπή της ιεραρχίας και η αναταραχή στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού ήταν φανερή.

Τα ξημερώματα της 31ης Μαΐου ο Γρηγορόπουλος έφτασε στο Γενικό Επιτελείο. Οι κινηματίες δεν τον εμπόδισαν να προσέλθει στο γραφείο του, αλλά για ακόμη μια φορά αρνήθηκαν να διαλυθούν. Αυτό θα γινόταν με την άφιξη του Παπάγου, λίγο αργότερα, ο οποίος έκανε αυστηρές παρατηρήσεις στους ηγέτες του πραξικοπήματος, αρνήθηκε την αυτόκλητη υποστήριξή τους και τους διέταξε να επανέλθουν στα καθήκοντά τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν θα τους επιβληθούν κυρώσεις.

Το μεσημέρι της 31ης Μαΐου είχε ήδη αποκατασταθεί η τάξη στην Αθήνα. Παραμένει ωστόσο η απορία αν ο Παπάγος δεν γνώριζε πράγματι τις προθέσεις του ΙΔΕΑ, δεδομένου ότι ο διευθυντής του γραφείου του, συνταγματάρχης Νικόλαος Γωγούσης, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος. Ανεξάρτητα από αυτό όμως το συμβάν έδειξε ότι τη στιγμή της παραίτησης του είχε τον πλήρη έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.


Το κυριότερο μέλημα του Παπάγου μετά το κίνημα του ΙΔΕΑ ήταν να εξασφαλίσει την συγκάλυψη της υπόθεσης και την ατιμωρησία των πρωταγωνιστών της. Ο Βενιζέλος και η στρατιωτική ηγεσία συμφώνησαν σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την παράκληση του Παπάγου, αλλά και τις πιθανές αντιδράσεις του συμμαχικού παράγοντα. Οι Αγγλοαμερικανικές διαβουλεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ήταν σε εξέλιξη και η κυβέρνηση φοβόταν ότι η Ελληνική υπόθεση θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο, εάν αποκαλυπτόταν ότι είχε διασαλευτεί η πειθαρχία του στρατεύματος.

Έτσι, κατασκευάστηκε πρόχειρα η θεωρία ότι το συμβάν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από «αυθόρμητο πειθαρχικό παράπτωμα», εκδοχή που ασπάστηκαν και διαβίβασαν στις πρωτεύουσες τους οι πρεσβείες της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.419 Γενικότερα, και οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι έτειναν να υποβαθμίζουν την απόπειρα πραξικοπήματος της 30ης Μαΐου και απέβλεπαν στην όσο πιο ανώδυνη αντιμετώπισή της, προκειμένου να μην διαταραχθεί η συνέχεια της λειτουργίας του στρατού.

Λίγες ώρες μετά το τέλος του πραξικοπήματος συνεδρίασε έκτακτα το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίθηκε αναγκαστικός νόμος, με τον οποίο την αρχιστρατηγία αναλάμβανε ο βασιλιάς, χωρίς όμως τις ευρείες αρμοδιότητες του παραιτηθέντος αρχιστράτηγου. Στη συνέχεια, συγκλήθηκε το Πολεμικό Συμβούλιο, στο οποίο παρίσταντο ο Αμερικανός επιτετραμένος Τσάρλς Γιόστ και ο Βρετανός πρεσβευτής Νόρτον, καθώς και οι αρχηγοί της Βρετανικής και Αμερικανικής αποστολής, προκειμένου να διορίσει τη νέα στρατιωτική ηγεσία.

Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας τοποθετήθηκε ο αντιστράτηγος Γρηγορόπουλος, αρχηγός του ΓΕΣ ο αντιστράτηγος Τσακαλώτος και Γενικός Επιθεωρητής Στρατού ο αντιστράτηγος Κιτριλάκης. Ο Κιτριλάκης είχε προταθεί από τον Παπάγο για τη θέση του αρχηγού του ΓΕΣ, αλλά παραμερίστηκε, αφού είχε υποστηρίξει ότι η στρατιωτική ηγεσία όφειλε να κινηθεί έντονα για να αποτρέψει την αποδοχή της παραίτησης του Παπάγου.

Επιπλέον, υπήρχε η υποψία μεταξύ των μελών της νέας ηγετικής ομάδας των επιτελείων ότι ο Κιτριλάκης ήταν ο οργανωτικός νους του πραξικοπήματος και ότι αποτελούσε ηγετικό μέλος του ΙΔΕΑ. Με διαταγή του διοικητή της ΑΣΔΑΝ, αντιστράτηγου Βασιλά, οι πρωτεργάτες του κινήματος της 31ης Μαΐου τιμωρήθηκαν με «κατ’ οίκον» περιορισμό.

Ο Βενιζέλος στις 3 Ιουνίου ανέθεσε τη διενέργεια ανακρίσεων στον υποστράτηγο Βασιλόπουλο, σύμφωνα με την έκθεση του οποίου αποστρατεύτηκαν ως εμπλεκόμενοι στο πραξικόπημα οι συνταγματάρχες, Δ. Παπαδόπουλος, Αναγνωστόπουλος, Καραχάλιος, Τσαμπάτος και Κουρούκλης, οι αντισυνταγματάρχες Χριστόπουλος, Ζακυνθινός, Παρλαβάντζας και οι ταξίαρχοι, Κοντόπουλος, Ταβουλάρης και Χρηστέας. Επίσης, τιμωρήθηκε με ένα χρόνο διαθεσιμότητα και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Τσαταλός.

Αντιδρώντας στην απόφαση του Παπάγου να ιδρύσει πολιτικό κόμμα και θέλοντας να πλήξει την προεκλογική του εκστρατεία η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε την περαιτέρω έρευνα για το κίνημα της 31ης Μαΐου. Την ανάκριση για το πραξικόπημα του ΙΔΕΑ ανέλαβε ο ταγματάρχης Ζωζωνάκης υπό την εποπτεία του αντιστράτηγου Βασιλά. Όπως θα δούμε παρακάτω, το ανακριτικό πόρισμα του Ζωζωνάκη δόθηκε στην δημοσιότητα στις 25 Ιανουαρίου 1952, μαζί όμως με την ταυτόχρονη αμνήστευση όλων των σχετικών αδικημάτων.

Ανεξάρτητα από την αποτυχία του πραξικοπήματος που επιχείρησε ο ΙΔΕΑ, το συμπέρασμα ήταν ότι ο στρατός εμπιστευόταν μόνο τον Παπάγο και επομένως αμφισβητούσε ευθέως τη δυνατότητα της κυβέρνησης και του βασιλιά να ελέγξουν το στράτευμα. Πρόκειται για την πρώτη αντιμοναρχική, έστω και έμμεσα, εκδήλωση των αξιωματικών του ΙΔΕΑ, φανερώνοντας την απομάκρυνση του στρατού από τη μοναρχία και τον περιορισμό της αυλικής επιρροής της στο στράτευμα.

Αίτια της Κρίσης

O Παπάγος ήταν ενοχλημένος από τις επιθέσεις που δεχόταν από συμβούλους και μέλη της βασιλικής οικογένειας, που ήταν ενάντια στην κάθοδό του στη πολιτική. Σε αποκλειστική συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελευθερία», στις 25 Μαρτίου 1951, ο Βασιλιάς Παύλος διακήρυξε την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς και επετέθει κατά της λύσης Παπάγου, επικρίνοντας έμμεσα αλλά φανερά τον στρατάρχη για την απόφασή του ν' αναμιχθεί με την πολιτική. Εκμεταλλευόμενη η κυβέρνηση την ανοιχτή πια διαμάχη μεταξύ βασιλιά και Παπάγου, ανακοίνωσε στις 2 Μαΐου 1951 την απόφασή της να προκηρύξει εκλογές.

Ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο το πρωί της 30 Μαΐου, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στην ανακοίνωσή του ο Βενιζέλος υπαινίχθηκε πως η παραίτηση του Παπάγου ήταν αντίθετη με τις επιθυμίες του βασιλιά και της κυβέρνησης, επιβεβαιώνοντας έτσι ό,τι ήταν πάγκοινα γνωστό. Ο βασιλιάς Παύλος, επικαλούμενος εξαπάτηση του Θρόνου με τη διαβεβαίωση του στρατάρχη να μην πολιτευτεί, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ., στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο, αλλά η εντολή δεν εκτελέστηκε.

Η Κάθοδος του Παπάγου στην Πολιτική

Η φαινομενικά αρνητική στάση που κράτησε ο Παπάγος απέναντι στο πραξικόπημα της 31ης Μαΐου ενίσχυσε το δημοκρατικό του προφίλ και κατέστησε σαφή την ανεξαρτησία του από τα ανάκτορα. Η πολιτική συγκυρία ήταν τρομερά ευνοϊκή. Τα παροδοσιακά πολιτικά κόμματα βρίσκονταν σε κρίση, ο Παπάγος ήταν ένας εξωκοινοβουλευτικός παράγων άφθαρτος πολιτικά, διαθέτε την απαραίτητη υποστήριξη των Αμερικανών και του ΙΔΕΑ, και έτσι παραιτήθηκε από το στρατό οριστικά για να ηγηθεί ενός προσωπικού κόμματος, στο οποίο θα συγκέντρωνε όλους τους αστούς πολιτικούς, ώστε να αναλάβει άμεσα πια τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Παπάγος ανακοίνωσε την απόφασή του να πολιτευθεί στις 30 Ιουλίου 1951, ημέρα κατά την οποία η κυβέρνηση προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών, οι οποίες ορίστηκαν για τις 9 Σεπτεμβρίου. Λίγες μέρες αργότερα (6.8.1951) ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν, αφού πρώτα αυτοδιαλύθηκαν, το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (ΛΕΚ) του Κανελλόπουλου και του Στ. Στεφανόπουλου, που αποτελούσε τη πιο δυναμική συσπείρωση της δεξιάς, μετά τη διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος, καθώς και το Νέο Κόμμα του Μαρκεζίνη.

Στον Ελληνικό Συναγερμό εντάχθηκαν ορισμένες ηγετικές φυσιογνωμίες του ΙΔΕΑ, όπως ο Συνταγματάρχης Τζουβάρας και ο Αντισυνταγματάρχης Καραμπότσος, καθώς και τεταρτοαυγουστιανοί υπουργοί, μέλη της Επιτροπής Πολιτικού Αγώνα του ΙΔΕΑ, όπως οι Αποστολίδης και Πολυζωγόπουλος.

Μετά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του περί του αντίθετου, η υποψηφιότητα του Παπάγου κατέλαβε τους περισσότερους εξ απήνης. Το βασιλικό περιβάλλον εξοργίστηκε και ο βασιλιάς εξέτασε το ενδεχόμενο λήψης μέτρων κατά του στρατάρχη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχηγού του ΓΕΣ, αντιστράτηγου Τσακαλώτου, ο βασιλιάς του ζήτησε να συλλάβει τον Παπάγο.

Ο Τσακαλώτος, αν και στρατιωτικός πιστός στη μοναρχία, αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή και μάλιστα, έπεισε και το βασιλιά να εγκαταλείψει τις προθέσεις του. Η σύλληψη του, αν βρίσκονταν αξιωματικοί που θα δέχονταν να την πραγματοποιήσουν, θα προκαλούσε έκρηξη στο σώμα των αξιωματικών και σίγουρα, μια νέα δυναμική αντίδραση του ΙΔΕΑ.

Η αντιπαράθεση του παλατιού με τον Παπάγο αναδείχτηκε σε κύριο στοιχείο της προεκλογικής περιόδου. Είναι γεγονός ότι η ειδική σχέση του Παπάγου με τις ένοπλες δυνάμεις αποτέλεσε πηγή διαρκούς προβληματισμού τόσο για το παλάτι, όσο και για την κυβέρνηση. Η προεκλογική εκστρατεία βρισκόταν σε εξέλιξη όταν ο ίδιος ο Παύλος παρενέβη τονίζοντας σε συνέντευξή του ότι η θέση του στρατάρχη ήταν στις ένοπλες δυνάμεις και όχι στην πολιτική. Ταυτόχρονα, η Αυλή, συμπεριλαμβανομένης της Φρειδερίκης, αναμείχτηκε στην εκστρατεία του Τύπου κατά του Παπάγου.

Η Ελευθερία, η μεγαλύτερη κεντροαριστερή εφημερίδα της εποχής, δημοσίευσε την περίφημη «Εγκύκλιο Νο 8» του ΙΔΕΑ, η οποία είχε εκδοθεί το 1949, μετά το τέλος του Εμφυλίου, κατηγορώντας τον Παπάγο ότι διατηρούσε οργάνωση στο εσωτερικό του στρατεύματος με σκοπό την επιβολή δικτατορίας.

Επίσης, λίγο πριν την ημέρα των εκλογών, στις 6 Σεπτεμβρίου, η Ελευθερία δημοσίευσε και πάλι έγγραφο του 1947 αποδιδόμενο στον ΙΔΕΑ, ο συντάκτης του οποίου πρότεινε τις πολιτικές δολοφονίες ως μέσο προώθησης των σκοπών της οργάνωσης. Η εφημερίδα κατονόμασε ως συντάκτη του σημειώματος τον Συνταγματάρχη Γωγούση, πρώην υπασπιστή του Παπάγου και μέλος του ΙΔΕΑ. Η αυθεντικότητα του εγγράφου δεν αμφισβητήθηκε και ο Γωγούσης τέθηκε σε περιορισμό, ενώ κάποιοι αξιωματικοί μετακινήθηκαν από τις θέσεις τους.

Ο βασιλιάς πήρε ακόμη την πρωτοβουλία να εγείρει το θέμα του δικαιώματος ψήφου του στρατού. Επρόκειτο για θέμα μεγάλης σημασίας, καθώς στις εκλογές του Μαρτίου 1950, οι ψήφοι των στρατιωτικών αναλογούσαν σε περισσότερο από το δέκα στα εκατό του εκλογικού σώματος.

Σε αναφορά του προς το παλάτι ο Τσακαλώτος, αρχηγός του ΓΕΣ, έκρινε ότι «η ύπαρξις της πολιτικής οργανώσεως ΙΔΕΑ εις τον Στρατόν κινδυνεύει να παρασύρη το Στράτευμα εις περιπετείας τοιαύτας, ώστε να υπάρχη συμφέρουσα Εθνική ανάγκη όπως ο Στρατός παραμείνει απολύτως μακράν της πολιτικής και συνεπώς μη ψηφίσει.»

Αναγνώρισε ακόμη ότι οι περισσότεροι αξιωματικοί δεν θα δίσταζαν να κατευθύνουν την ψήφο των ανδρών τους υπέρ του Παπάγου και αποκάλυψε ότι η πλειοψηφία της ηγεσίας του στρατεύματος, με την οποία είχε έρθει σε επαφή, υποστήριζε ότι θα ήταν προτιμότερο να αποκλειστούν οι ένοπλες δυνάμεις από την εκλογική διαδικασία.

Στην αναφορά του για να ενισχύσει τις απόψεις του επισύναψε και την αναφορά του διοικητή της ΑΣΔΑΝ, αντιστράτηγου Βασιλά, σύμφωνα με την οποία, «οι αποστρατευθέντες διά την αντιπειθαρχικήν εκδήλωσιν της 31ης Μαϊου Αξιωματικοί περιέρχονται τας Μονάδας συνεννοούμενοι με Αξιωματικούς ανήκοντας εις την Ι.Δ.Ε.Α. και προσπαθούν να συμπήξουν εκ νέου την οργάνωση.»

Εξαίρεση αποτέλεσε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Γρηγορόπουλος, ο οποίος ταχθηκε υπέρ της ψήφου του στρατού βασιζόμενος στην εκτίμηση της αντίδρασης του Παπάγου, αλλά και στην εκτίμηση ότι η «εθνικόφρων γενικώς παράταξις» θα έχανε περίπου 200.000 ψήφους προς όφελος της αριστεράς.

Παρά τις εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο έκρινε τελικά οτι ο στρατός έπρεπε να ψηφίσει κανονικά. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν και οι πιέσεις του αμερικανού πρεσβευτή στην Ελλάδα Τζον Πιούριφοϊ, ο οποίος επικοινώνησε με τον Βενιζέλο και τον βασιλιά και προσπάθησε να προλάβει την αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων του στρατού, εξασφαλίζοντας τη διαβεβαίωση του Βενιζέλου ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 δικαίωσε μόνο εν μέρει τις φιλοδοξίες του Ε.Σ., ο οποίος αναδείχτηκε πρώτο κόμμα (36,53% των ψήφων και 114 επί των 250 εδρών της Βουλής), χωρίς, ωστόσο, την απαραίτητη πλειοψηφία. Η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα ήρθε δεύτερη (23,49% των ψήφων και 74 έδρες), ενώ τρίτο κόμμα αναδείχτηκαν οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου (19,04% και 57 έδρες).

Σε ότι αφορά την αριστερά, η ΕΔΑ που συμμετείχε για πρώτη φορά σε εκλογές, έλαβε το 10,57% των ψήφων και εξέλεξε 10 βουλευτές, όλοι τους εξόριστοι ή φυλακισμένοι, ενώ το σοσιαλιστικό Σ.Κ-ΕΛΔ υπέστη εκλογική συντριβή. Ο Τσαλδάρης κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 6,66% των ψήφων εξασφαλίζοντας δύο έδρες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι υποστηρικτές του οποίου αποσκίρτησαν και προσχώρησαν στο Ε.Σ. και στα κόμματα του Κέντρου, απέτυχε να επανεκλεγεί.


Ενδιαφέρον στοιχείο των εκλογών ήταν η κατανομή των ψήφων των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες ανήλθαν στο 9,5% του εκλογικού σώματος. Ο Παπάγος έλαβε το 53,43%, ο Πλαστήρας το 21,97%, οι Φιλελεύθεροι το 12,97%, ενώ υπήρξε και ένα 3,04% που τόλμησε να ψηφίσει την ΕΔΑ.

Με δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε αυτοδύναμη πλειοψηφία, ο βασιλιάς Παύλος πρότεινε τη συγκρότηση κυβέρνησης ευρέος συνασπισμού από τα τρία μεγάλα κόμματα με πρωθυπουργό τον Παπάγο, πρόταση την οποία απέκλεισε ο Παπάγος από την αρχή. Μετά την άρνηση του Ε.Σ., ο οποίος ζητούσε τη διενέργεια νέων εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα, σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση συνεργασίας της ΕΠΕΚ και του Κ.Φ. με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα και αντιπρόεδρο τον Σ. Βενιζέλο.

Η νέα κυβέρνηση προχώρησε άμεσα στην ψήφιση νέου συντάγματος με βάση το σχέδιο που είχε επεξεργαστεί η Βουλή του 1946. Η ψηφοφορία για την αναθεώρηση του Συντάγματος προσέφερε στον Ε.Σ. την πρώτη του ευκαιρία να αμφισβητήσει την κυβέρνηση μέσα στο κοινοβούλιο, θεωρώντας τη διαδικασία της αναθεώρησης αντισυνταγματική. Παρά την αντίδραση του Ε.Σ. το νέο σύνταγμα ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1952, αποτελώντας ελαφρώς αναθεωρημένη εκδοχή του Συντάγματος του 1864/1911.

Το Σύνταγμα του 1952 ήταν έντονα επηρεασμένο από το κλίμα του εμφυλίου πολέμου, οι περιορισμένες καινοτομίες του στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούσαν στην αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος, ενώ η λειτουργία του συντάγματος καταστρατηγούνταν από την ύπαρξη του «παρασυντάγματος», του νομοθετικού οπλοστασίου που είχε τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.

Στις αρχές του 1952 η αναμέτρηση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον Συναγερμό επεκτάθηκε και στις ένοπλες δυνάμεις. Καθώς η προκαταρκτική εξέταση για τη δράση της οργάνωσης πλησίαζε στο τέλος της, ο φιλοσυναγερμικός Τύπος και, ιδιαίτερα, η Ακρόπολις υπερασπίστηκαν τον ρόλο του ΙΔΕΑ ως αξιέπαινου φορέα πατριωτικών και αντικομμουνιστικών ιδεών.

Μάλιστα, στην Ακρόπολιν δημοσιεύτηκε η έκθεση του υποστράτηγου Καυκά, ο οποίος συμμετείχε στην ανακριτική διαδικασία για λογαριασμό του ΙΔΕΑ. Σκοπός της έκθεσης ήταν να μειωθεί στα μάτια του εθνικόφρονος κόσμου το κύρος του ταγματάρχη Ζωζωνάκη που είχε αναλάβει την έρευνα για το πραξικόπημα του ΙΔΕΑ. Ο υποστράτηγος Καυκάς χαρακτήριζε τον Ζωζωνάκη ως «Εθνικό εγκληματία» απαριθμώντας περιπτώσεις κατηγορούμενων πολιτών με το Γ΄ Ψήφισμα, τους οποίους ο Ζωζωνάκης αρνήθηκε να καταδικάσει στα έκτακτα στρατοδικεία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.

Επιπλέον, η Ακρόπολις προχώρησε ακόμα περισσότερο στην αναζήτηση υποστήριξης, ζητώντας από τον Αμερικανό πρεσβευτή Πιούριφοϊ να παρέμβει. Η εφημερίδα θεωρούσε ότι ήταν «δικαίωμα» και «καθήκον» του Αμερικανού πρεσβευτή να επέμβει και να σταματήσει την ανάκριση που διενεργούνταν από τον Ζωζωνάκη και την «καταδίωξιν των πατριωτών αξιωματικών».

Ο Αμερικανικός παράγοντας πίεζε μέσω του Πιούριφοϊ να σταματήσει η δίωξη των κινηματιών με επανειλημμένα διαβήματα στους Πλαστήρα και Βενιζέλο. Επίσης, ο Αμερικανός πρεσβευτής είχε συνηγορήσει ενώπιον του βασιλιά υπέρ του ΙΔΕΑ εκφράζοντας την προσωπική του αντίληψη ότι «η ύπαρξις του ΙΔΕΑ δεν ήτο κακοποιός, αλλά αντιθέτως η δράσις του υπήρξεν αναμφισβήτητως πατριωτική και αντικομμουνιστική».

Η κυβέρνηση πιεζόμενη από πολλές πλευρές να σταματήσει τη δίωξη για το κίνημα της 31ης Μαΐου και τον ΙΔΕΑ αποφάσισε να δημοσιεύσει το πόρισμα της ανάκρισης και το βούλευμα της παραπομπής των κινηματιών στο στρατοδικείο, ώστε να γίνει γνωστό το μέγεθος της συνωμοσίας, αλλά ταυτόχρονα δόθηκε αμνηστία για τα σχετικά αδικήματα με βασιλικό διάταγμα.

Έτσι, στις 25 Ιανουαρίου δημοσιεύτηκε το πόρισμα του εισηγητή Ζωζωνάκη και το παραπεμπτικό βούλευμα του διοικητή της ΑΣΔΑΝ αντιστράτηγου Βασιλά. Το πόρισμα ανέφερε το ιστορικό της ίδρυσης της οργάνωσης του ΙΔΕΑ, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που υπηρετούσε, τους αξιωματικούς που αποτελούσαν την ηγεσία του ανά χρονική περίοδο, τον ρόλο της οργάνωσης στα πολιτικά και στρατιωτικά τεκταινόμενα της εποχής και περιέγραφε αναλυτικά όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

Ο διοικητής της ΑΣΔΑΝ βασιζόμενος στο πόρισμα της έκθεσης διέταξε τη σύλληψη, την προφυλάκιση και την παραπομπή στο στρατοδικείο οκτώ συνταγματαρχών, τέσσαρων αντισυνταγματαρχων και πέντε ταξίαρχων με την κατηγορία της «ενώσεως προς στάσιν και ομαδικήν απείθειαν» από τον Απρίλιο του 1949 μέχρι τον Αύγουστου του 1951. Με Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου αμνηστεύθηκαν όλα τα πολιτικά αδικήματα των αξιωματικών του ΙΔΕΑ για την περίοδο του Απριλίου 1949 ως τον Αύγουστο του 1951.441

Έτσι, σταμάτησε κάθε δικαστική δίωξη εναντίον των κινηματιών που είχαν συλληφθεί, αλλά και κάθε έρευνα σχετικά με τον ΙΔΕΑ. Μόνο οι πειθαρχικές παραβάσεις θα μπορούσαν να τιμωρηθούν και με το πρόσχημα αυτό ορισμένοι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ αποστρατεύτηκαν, όπως ο Υποστράτηγος Γκίκας, ο συνταγματάρχης Γωγούσης και ο αντιστράτηγος Κιτριλάκης. Όπως θα δούμε, η αποστράτευση διήρκησε μόνο για μερικούς μήνες, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Παπάγου.

Η εκκαθάριση του ΙΔΕΑ εμφανιζόταν περίπου αδύνατη για την κυβέρνηση και το βασιλιά, καθώς προσέκρουε στις ενστάσεις του Παπάγου, αλλά κυρίως του αμερικανικού παράγοντα, ο οποίος δεν επιθυμούσε να αποδομηθεί ένας στρατιωτικός μηχανισμός που αποτελούσε την εφεδρική δύναμη του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού καθεστώτος. Αντίθετα, έπρεπε να προστατευθεί, ιδίως ενόψει της όξυνσης του Ψυχρού Πόλεμου.

Τον Φεβρουάριο του 1952, η κυβέρνηση ολοκλήρωσε τη διαδικασία της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η οποία επικυρώθηκε σχεδόν ομόφωνα από τη Βουλή. Από τα τέλη του 1950, και ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Κορέα η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το οποίο ιδρύθηκε το 1949, αποτέλεσε πρωταρχική επιδίωξη των κεντρώων κυβερνήσεων της περιόδου. Με την κατάληξη αυτή η Ελλάδα εντασσόταν πλήρως στον διαμορφούμενο δυτικό συνασπισμό και στις δομές του διπολικού Ψυχρού Πολέμου.

Η «Υπόθεση Μπελογιάννη» και η «Υπόθεση των Αεροπόρων»

Από τα πρώτα βήματά της η κυβέρνηση Πλαστήρα συνάντησε ισχυρές και σχεδιασμένες αντιδράσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης και του στρατιωτικού κατεστημένου, ιδιαίτερα στην πολιτική της για την ειρήνευση της χώρας. Στόχος των Αμερικανών, του παλατιού, του Παπάγου και του ΙΔΕΑ ήταν η όσο πιο γρήγορη φθορά του Πλαστήρα και των αστών δημοκρατών που τον ακολουθούσαν, η διατήρηση και η διόγκωση του κομμουνιστικού κινδύνου και η προετοιμασία ενός ευνοϊκού εκλογικού συστήματος, προκειμένου να ανέβει ο Παπάγος στην εξουσία.

Φυσικά τα εχθρικά αισθήματα του παλατιού προς τον Παπάγο δεν είχαν αλλάξει, αλλά το παλάτι δεν μπορούσε να αγνοήσει τις επιθυμίες των Αμερικανών για ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις και τα ισχυρά ερείσματα του Παπάγου στην Ελληνική κοινωνία. Στις 22 Οκτωβρίου 1951, πέντε μέρες πριν αναλάβει η νέα κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου, άρχισε στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών μία από τις σημαντικότερες πολιτικές δίκες της πρώτης μετεμφυλιακής δεκαετίας.

Πρωταγωνιστής της υπόθεσης ο Νίκος Μπελογιάννης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο οποίος είχε έρθει παράνομα στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1950 και συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1950. Η δίκη του Μπελογιάννη και άλλων 93 συγκατηγορουμένων του για παράβαση του Α.Ν. 509/1947 άρχισε εσπευσμένα στις 22 Οκτωβρίου.

Την περίοδο εκείνη ήταν μεγάλη η πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης για την κατάργηση των έκτακτων στρατοδικείων δύο χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος το αίτημα για την κατάργηση των έκτακτων μέτρων. Τα δύο κόμματα, ΕΠΕΚ και Κ.Φ., που κέρδισαν τις εκλογές, στη διάρκεια του προεκλογικού τους αγώνα είχαν υποσχεθεί να καταργήσουν τα έκτακτα στρατοδικεία και να παραπεμφούν όλες οι σχετικές με τον Α.Ν. 509/1947 υποθέσεις στα πενταμελή εφετεία.

Για τους υπερασπιστές των έκτακτων στρατοδικείων και κυρίως, για τον ΙΔΕΑ, η λύση ήταν η ταχύτερη έναρξη της δίκης. Η δίκη του Μπελογιάννη και των άλλων 93 κατηγορούμενων αριστερών έπρεπε να αρχίσει πριν την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και μάλιστα, η σύνθεση του στρατοδικείου θα έπρεπε να είναι κατάλληλη, προκειμένου να αντιταχθεί σε ενδεχόμενη κυβερνητική πίεση για διακοπή της δίκης. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αντισυνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης Α. Σταυρόπουλος, ενώ μέλη του στρατοδικείου ήταν οι ταγματάρχες Ν. Κομιανός, Γ. Παπαδόπουλος, ο οποίος ήταν και μέλος του ΙΔΕΑ, Γ. Κοράκης και ο λοχαγός Θ. Κυριακόπουλος.


Η εξέλιξη της δίκης δημιούργησε πολλά προβλήματα στη νέα κυβέρνηση, καθώς όξυνε τα πολιτικά πάθη και απειλούσε να ανατρέψει την πολιτική της για την ειρήνευση, αφού προμήνυε θανατικές καταδίκες, τη στιγμή που η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να μετατρέψει όλες τις τις θανατικές ποινές για πολιτικά αδικήματα σε ισόβια κάθειρξη.

Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση εξέτασε το ενδεχόμενο να καταργήσει με νόμο τα έκτακτα στρατοδικεία. Σε σύσκεψη των αρμόδιων υπουργών, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των διευθυντών της στρατιωτικής δικαιοσύνης διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για ρυθμιστεί νομοθετικά το ζήτημα πριν τελειώσει η δίκη και αποφασίστηκε να ζητήσουν από το ίδιο το στρατοδικείο να διακόψει τη δίκη. Εξάλλου, σύμφωνα με την ποινική δικονομία της εποχής και πάγια αρχή του ποινικού δικαίου, για να υπάρξει διακοπή μιας δίκης είναι απαραίτητη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου.

Στην συνάντηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον υπουργό Άμυνας, ναύαρχο Σακελλαρίου, και στον πρόεδρο του στρατοδικείου, ο υπουργός εξέφρασε την επιθυμία της κυβέρνησης για τη διακοπή της δίκης, για να λάβει αρνητική απάντηση από τον συνταγματάρχη Σταυρόπουλου, ο οποίος μάλιστα, απείλησε ότι θα αυτοκτονούσε εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στις έντονες αντιδράσεις του αντιπολιτευόμενου Τύπου, ενώ και ο πρόεδρος του στρατοδικείου τιμωρήθηκε με έξι μήνες αργία, γιατί δημοσιοποίησε τη συζήτησή του με τον υπουργό Άμυνας.

Η υπόθεση της διακοπής της δίκης χάθηκε οριστικά για την κυβέρνηση και στις 16 Νοεμβρίου η δίκη ολοκληρώθηκε με την καταδίκη του Μπελογιάννη και άλλων έντεκα συντρόφων του σε θάνατο. Στις 17 Νοεμβρίου η κυβέρνηση Πλαστήρα παρενέβη, δηλώνοντας επίσημα ότι οι καταδικασμένοι σε θάνατο δεν θα εκτελεστούν.

Η υπόθεση του Μπελογιάννη πήρε νέες διαστάσεις, όταν η Ασφάλεια εντόπισε στην Αθήνα δύο κρύπτες που χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία του παράνομου μηχανισμού με την ηγεσία του ΚΚΕ στο εξωτερικό. Η ανακάλυψη των ασυρμάτων προκάλεσε νέο κύμα συλλήψεων στελεχών του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Μπάτσης, επιφανές μέλος του Κόμματος.

Ο Μπελογιάννης και άλλοι 29 συναγωνιστές του βρέθηκαν μπροστά στο στρατοδικείο, αλλά αυτή τη φορά όχι με τον Α.Ν. 509/1947, αλλά με τον Μεταξικό Νόμο 375/1936, κατηγορούμενοι για το έγκλημα της κατασκοπείας. Ο Νόμος 375/1936 που τιμωρούσε τα εγκλήματα κατασκοπείας, είχε επαναφερθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθιερώνοντας και θεσμικά πλέον το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο νόμος αυτός είχε καταργηθεί το 1941, τέθηκε ξανά σε ισχύ το 1945 και απειλούσε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε θα προμηθευόταν ή θα μετέδιδε στρατιωτικά ή άλλα μυστικά «επί σκοπώ κατασκοπείας», ακόμα και σε περίοδο ειρήνης. Ο νόμος αυτός δε χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου στη διάρκεια του Εμφυλίου, καθώς την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε ανάγκη προσχημάτων για τις παραπομπές στα έκτακτα και τακτικά στρατοδικεία και για χωρίς σοβαρό λόγο θανατικές καταδίκες.

Ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλου η Βουλή αποφάσισε για την τύχη του νόμου αυτού στις 31 Δεκεμβρίου 1950. Η θετική εισήγηση για την διατήρηση του συγκεκριμένου νόμου από τους αρμόδιους υπουργούς, αλλά κυρίως, οι έντονες πιέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Παπάγος, και που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν υπό την στενή εποπτεία της Αμερικανικής αποστολής, είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση του νόμου 375/1936.

Την περίοδο που η κυβέρνηση Πλαστήρα προσπαθούσε να θεσμοθετήσει τα μέτρα επιείκειας και ενώ είχε περιορίσει σημαντικά το ρυθμό των εκτελέσεων, ακροδεξιοί πολιτικοί και οι στρατιωτικοί κύκλοι του ΙΔΕΑ που ήταν υπέρ μιας αδιάλλακτης πολιτικής απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό» απαίτησαν να εφαρμοστεί ο νόμος για το έγκλημα της κατασκοπείας. Εκτός από τα πολιτικά ωφέλη αυτής της επιλογής, της ταύτισης ηγετών των κομμουνιστών με κατασκόπους, ο Νόμος 375/1936 προσέφερε και ένα σημαντικό νομικό πλεονέκτημα.

Μετά την κατάργηση, τον Ιανουάριο του 1952, της αρμοδιότητας των έκτακτων στρατοδικείων για την εκδίκαση των πλημμελημάτων και των κακουργημάτων που προβλέπονταν από το Γ΄ Ψήφισμα και τον Α.Ν. 509, ο Νόμος 375 ήταν ο μόνος που μπορούσε να παρατείνει την αρμοδιότητα των στρατοδικείων για εγκληματα εναντίον του κράτους, χωρίς να χρειάζεται υιοθέτηση νέων έκτακτων νομοθετικών μέτρων που εκείνη την εποχή κανείς δεν μπορούσε να προτείνει ανοικτά.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες δικάστηκαν ο Μπελογιάννης και οι 29 συγκατηγορούμενοι του. Την 1η Μαρτίου 1952 ο πρόεδρος του στρατοδικείου, συνταγματάρχης Σίμος, άνθρωπος του ΙΔΕΑ, ανακοίνωσε την απόφαση. Οκτώ από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο και τέσσερις από αυτούς, ανάμεσά τους και ο Μπελογιάννης, εκτελέστηκαν στις 30 Μαρτίου, παρά τη χωρίς προηγούμενο εκστρατεία που οργανώθηκε στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό με αίτημα την μετατροπή των ποινών.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα εξέφρασε τις επιφυλάξεις για τις θανατικές καταδίκες, αλλά στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει την τραγική εξέλιξη και να ματαιώσει τα σχέδια των Αμερικανών, των ακροδεξιών πολιτικών και του ΙΔΕΑ. Λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη συνελήφθη και ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο με το Νόμο 375/1936 και εκτελέστηκε στις 13 Αυγούστου 1953, όταν στην εξουσία ήταν ο Παπάγος και ο Ε.Σ.

Το ίδιο διάστημα με την υπόθεση Μπελογιάννη, μια άλλη υπόθεση «κομμουνιστικής συνωμοσίας» κλόνισε την αξιοπιστία της κυβέρνησης Πλαστήρα και επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τη δυναμική του ΙΔΕΑ στο εσωτερικό του στρατού και τον ρόλο του στην εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων.

Η υπόθεση, που αφορούσε την υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση στην Πολεμική Αεροπορία, ήρθε στη δημοσιότητα τον Απρίλιο του 1952 και κατέληξε στην παραπομπή είκοσι στρατιωτικών και πολιτών σε μία δίκη-σκευωρία, που ξεκίνησε στις 22 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου με δώδεκα καταδίκες, εκ των οποίων δύο θανατικές, με βάση πάντα τον Α.Ν. 375/1936.

Η «Υπόθεση των Αεροπόρων», όπως ονομάστηκε, είχε τις ρίζες της, όπως και οι περισσότερες παθογένειες του ελληνικού στρατού, στη Μέση Ανατολή, όπου και ξεκίνησε η διαδικασία ανασυγκρότησής του.

Το 1931 είχε ιδρυθεί η Σχολή Ικάρων και η πρώτη τάξη αποφοίτησε το 1935. Σταδιακά οι αξιωματικοί της Σχολής Ικάρων άρχισαν να ανεβαίνουν στην ιεραρχία και κατάφεραν να υπερκεράσουν τους αξιωματικούς της αεροπορίας που προέρχονταν από άλλες στρατιωτικές και ναυτικές σχολές. Με τη γενική επιστράτευση του 1940 πολλοί αεροπόροι σε αποστρατεία επανακλήθηκαν και άλλοι που θα αποστρατεύονταν τα επόμενα χρόνια παρέμεναν ανεξάρτητα από τη σχολή προέλευσης.

Ορισμένοι ακολούθησαν τον Γεώργιο και την κυβέρνηση Τσουδερού στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, ενώ πολλοί έφτασαν αργότερα φεύγοντας με διάφορους τρόπους από την Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση. Η αεροπορία άρχισε να αναδιοργανώνεται, έχοντας τρεις κεντρικές βάσεις-στρατόπεδα. Η βάση των επιχειρήσεων ήταν το αεροδρόμιο της Γάζας στην Παλαιστίνη, το Γενικό Επιτελείο στο Κάιρο και το Κέντρο Εκπαίδευσης στην Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε).

Στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική βγήκαν ξανά στην επιφάνεια τα παλιά προβλήματα της ηλικίας, της σχολής προέλευσης και φυσικά, οι προσωπικές, επαγγελματικές και πολιτικές διαμάχες. Το 1944 υπήρχαν περίπου 300 αξιωματικοί της αεροπορίας. Από αυτούς οι 120 περίπου προέρχονταν από τη Σχολή Ικάρων και οι υπόλοιποι από διάφορες άλλες σχολές.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου υποστηριζόμενη από τους Βρετανούς που είχαν αναλάβει την ανασυγκρότηση της αεροπορίας ετοίμασε το Νόμο 3302/1944, ο οποίος έδινε το προβάδισμα στην ιεραρχία στους απόφοιτους της Σχολής Ικάρων. Όσοι θίγονταν από το νόμο αυτό θεώρησαν ως υπεύθυνο τον επισμηναγό Μεταξά και γενικά τους αξιωματούχους της Σχολής Ικάρων.

Το ξέσπασμα του Εμφυλίου περιέπλεξε πάλι τα πράγματα, καθώς ένα μέρος από αυτούς που θα αποστρατεύονταν παρέμειναν κανονικά στην αεροπορία και διεκδικούσαν και πάλι θέσεις στην ιεραρχία. Το 1950 ο υποπτέραρχος Κελαϊδής τοποθετήθηκε στη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας.

Αν και έμπειρος αξιωματικός, δεν διέθετε τα επιστημονικά και επαγγελματικά προσόντα που απαιτούσε η νέα εποχή που άνοιγε για την αεροπορία το 1950. Ήταν όμως ο άνθρωπος του ΙΔΕΑ στην αεροπορία και ένας από εκείνους που πίστευαν ότι ο Νόμος 3302/1944 τους είχε ζημιώσει, καθώς σύντομα θα έπρεπε να τεθεί σε αποστρατεία.


Για να αποφευχθεί αυτό ο ΙΔΕΑ με τη βοήθεια των Αμερικανών αποφάσισαν να πλήξουν με το πρόσχημα του αντικομμουνισμού τους πιθανούς αντικαταστάτες του Κελαϊδή, οι οποίοι πρόερχονταν από την πρώτη τάξη που αποφοίτησε από τη Σχολή Ικάρων το 1935, και δεν ανήκαν στον ΙΔΕΑ. Η αποκάλυψη «κομμουνιστικής συνωμοσίας» στο εσωτερικό του στρατεύματος θα έπληττε και την κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ θα λειτουργούσε και ως αντιπερισπασμός από την προανάκριση για το κίνημα του ΙΔΕΑ που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο, δείχνοντας ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος εξακολουθούσε να υφίσταται.

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1951 ανακαλύφθηκαν και συνελήφθησαν δολιοφθορείς στην αεροπορία, γεγονός που «έδειχνε» την ύπαρξη κομμουνιστικής διείσδυσης στο στράτευμα. Την προανάκριση για το ζήτημα ανέλαβε ο σμηναγός Ζαφειρόπουλος, ενώ εκείνες τις μέρες ο αμερικανός πρεσβευτής Πιούριφοϊ δήλωνε σε διάβημα του προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλο και προς τον αρχηγό του επιτελείου αεροπορίας Κελαϊδή πως «αι Ηνωμέναι Πολιτείαι εφοδιάζουν την ελληνική αεροπορίαν με πολύτιμον υλικόν και δεν θα ανεχθούν την καταστροφή του από τους κομμουνιστάς δολιοφθορείς».

Το πόρισμα του σμηναγού Ζαφειρόπουλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για σαμποτάζ, αλλά για φθορά που οφειλόταν σε έλλειψη ανταλλακτικών και στην κακή ποιότητα των υλικών που πουλούσαν οι αμερικάνοι στην Ελλάδα. Αμέσως διατάχτηκε δεύτερη προανάκριση, την οποία ανέλαβε ο υποσμηναγός Δημακόπουλος, η οποία κατέληξε στο ίδιο πόρισμα, αλλά άφηνε υπόνοιες για έμμεση ευθύνη του αρχισμηνία Γαλανού.

Ο Γαλανός μετά από βασανιστήρια υπέγραψε κατάθεση όπου παραδέχτηκε τη συμμετοχή στις δολιοφθορές και αποδέχτηκε σαν συνενόχους αυτούς που του υποδείχθηκαν: τον επισμηνία Α. Κοντό και τους αρχισμηνίες Αθ. Παπαντωνίου και Αλ. Κοντογεωργάκη.463 Οι τρεις υπαξιωματικοί με τη σειρά τους, υπό το φόβο των βασανιστηρίων, αναγκάστηκαν να «αποκαλύψουν» και άλλους που δήθεν συμμετείχαν στις δολιοφθορές, υποδεικνύοντας μεταξύ άλλων τον εμπνευστή του Νόμου 3302/1944, τον αντισμήναρχο Θ. Μεταξά.

Τον Μάρτιο του 1952 οι ανακρίσεις για την υπόθεση ολοκληρώθηκαν. Το τελικό πόρισμα έκανε λόγο για 9 δολιοφθορές, και με βάση αυτό εντοπίστηκαν και φυλακίστηκαν δώδεκα αξιωματικοί της αεροπορίας, αλλά ήταν φανερό ότι αν η υπόθεση έφτανε στο αεροδικείο πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να σταθούν οι κατηγορίες.

Για το λόγο αυτό οι υποκινήτες της συνωμοσίας θέλησαν να συνδέσουν την υπόθεση των δολιοφθορών με την υπόθεση του Μπελογιάννη. Ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα, σε συνεργασία με τους διευθυντές της αστυνομίας Τσαούση και Πανόπουλο, εκβίασαν τον Δ. Μπάτση (συγκατηγορούμενος του Μπελογιάννη) και τη σύζυγό του, λέγοντάς τους ότι ό μόνος τρόπος για να μην εκτελεστεί ο Μπάτσης ήταν να ομολογήσουνν πως οι αεροπόροι διατηρούσαν επαφές με τον Μπελογιάννη ή ότι ο Μπελογιάννης συνεργαζόταν με τον Πλαστήρα. Ο Μπάτσης δεν υπέκυψε στους εκβιασμούς και τελικά εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952.

Μετά από την εξέλιξη αυτή ο ΙΔΕΑ και ο Κελαϊδής, σε συνεργασία με τον Τομ Καραμεσίνη, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, θέλησαν να κατασκευάσουν επιπλέον στοιχεία για να στοιχειωθετηθούν κατηγορίες για εγκλήματα κατασκοπείας εναντίον των αεροπόρων. Για το σκοπό αυτό ο Κελαϊδής επιστράτευεσε έναν νεαρό, φιλόδοξο πλην άπειρο αεροπόρο, τον Νίκο Ακριβογιάννη και με το πρόσχημα ότι θα εκτελούσε μια εθνική αποστολή υψίστης σημασίας, τον έπεισε να προσγειώσει σε αλβανικό έδαφος ένα μονοθέσιο πολεμικό αεροπλάνο. Την προετοιμασία της αποστολής ανέλαβαν οι άνθρωποι της CIA, Καραμεσίνης και Ντόσλεϋ Κλάρκ.

Στις 7 Απριλίου 1952 ο Ακριβογιάννης προσγειώθηκε στο Αλβανικό έδαφος. Ως την τελευταία στιγμή συνοδευόταν από ένα ή δύο αεροπλάνα, στο ένα από τα επέβαινε ο αντισμηναγός Μητσάκος, και στο άλλο οι δύο παραπάνω Αμερικανοί. Το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, ενημερωμένο ήδη από τους Έλληνες συναδέλφους του, τον συνέλαβε και τον καταδίκασε σε θάνατο, χωρίς ούτε ο ίδιος να γνωρίζει τον λόγο. Ο Ακριβογιάννης εκτελέστηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1953.

Στην Αθήνα ωστόσο ο Ακριβογιάννης βαφτίστηκε «κομμουνιστής πράκτορας» και σύνδεσμος του Μπελογιάννη με τους συντρόφους του στην Αλβανία. Η υπόθεση των αεροπόρων πήρε νέες διαστάσεις, καθώς τώρα υπήρχαν αποδείξεις της ύπαρξης κομμουνιστικού δικτύου στην αεροπορία. Η προανάκριση της υπόθεσης ανατέθηκε στον αντισμήναρχο Μητσάκο που είχε συνοδεύσει τον Ακριβογιάννη στην Αλβανία και που είχε λάβει μέρος προσωπικά στα βασανιστήρια των αεροπόρων που είχαν συλληφθεί.

Ο αντισμήναρχος Μητσάκος και οι στενοί συνεργάτες του, αξιωματικοί Σμαήλος και Θέμελης, ήταν άνθρωποι του ΙΔΕΑ και επιπλέον, διέθεταν πείρα στην κατασκευή υποθέσεων δολιοφθορών και εφεύρεσης κομμουνιστικών οργανώσεων από το πουθενά. Οι τρεις τους είχαν πρωτοστατήσει και στο παρελθόν σε μια ανάλογη σκευωρία το 1947, η οποία κατέληξε στην καταδίκη αξιωματικών της αεροπορίας και στο θάνατο του σμηνία Κυριακάκη από βασανιστήρια.

Την υπόθεση εκμεταλλεύτηκε πολιτικά και ο συναγερμικός Τύπος, δημοσιεύοντας ότι ο μαθητής της Σχολής Ικάρων, Ακριβογιάννης, παρά το γεγονός ότι ήταν κομμουνιστής, είχε πάρει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων από το διοικητή της Χωροφυλακής Βόλου, ως πολιτικός φίλος του Καρτάλη. Ο υπουργός Συντονισμού, του οποίου ο Βόλος αποτελούσε την ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια αντέδρασε αποδεικνύοντας ότι ο Ακριβογιάννης είχε πάρει το πιστοποιητικό από την Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα που λίγες μέρες μετά τη νίκη της στις εκλογές άρχισε εξυφαίνεται η σκευωρία στην Αεροπορία, δέχτηκε σαν δεδομένο ότι πραγματικά υπήρξε κομμουνιστική συνωμοσία. Η γραμμή άμυνάς της απέναντι στις επιθέσεις του αντιπολιτευόμενου Τύπου ήταν,ότι η ανακάλυψή της ήταν μια ενέργεια που θα έπρεπε να της πιστωθεί. Ο Σ. Βενιζέλος δήλωνε στις 18 Απριλίου 1952, ότι «εις όλας τας χώρας τα κομμουνιστικά κόμματα καταβάλλουν συστηματικάς προσπάθειας διεισδύσεως εις τον στρατόν. Τούτο συμβαίνει και εις την Ελλάδα. Η Κυβέρνησις εν τούτοις παρακολουθεί τας ενέργείας των και τας πατάσσει εν τη γενέσει των».

Ο Πλαστήρας δήλωνε, ότι «παρακολουθούμεν αγρύπνως κάθε ύποπτον σημείον και το πατάσσομεν. Είμεθα ακλονήτως αποφασισμένοι να μη επιτρέψωμεν εις κανένα να κινήση το δάκτυλόν του εις βάρος της Εθνικής Ασφαλείας, εσωτερικής και εξωτερικής...», ενώ σε ανάλογες δηλώσεις προέβησαν και ο υφυπουργός Αμύνης Γ. Μαύρος και ο υπουργός Εσωτερικών Κ. Ρέντης.

Στις 15 Ιουλίου ολοκληρώθηκε το πόρισμα της έρευνας και 15 αεροπόροι και 5 πολίτες θεωρήθηκαν ένοχοι για την υπόθεση της κομμουνιστκής συνωμοσίας στην Αεροπορία. Το ανακριτικό βούλευμα ανέφερε οτι η δράση της «κομμουνιστικής οργάνωσης» είχε αρχίσει στην Αεροπορία από το 1950, αλλά συγκεκριμένες ενέργειες δολιοφθοράς έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1951.

Επίσης, το βούλευμα κατονόμαζε τον καθηγητή μαθηματικών Χ. Δάδαλη ως το πρόσωπο που έδωσε τη διαταγή στον Ακριβογιάννη να φυγαδεύσει το πολεμικό αεροσκάφος και να το προσγειώσει στην Αλβανία. Όλοι οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με το βούλευμα, εκτελούσαν εντολές της ευρισκόμενης στο εξωτερικό ηγεσίας του ΚΚΕ. Η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν η παράβαση του Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπείας.

Στις 21 Αυγούστου ξεκίνησε η δίκη των αεροπόρων. Ένας από τους κατηγορούμενους, ο Δάδαλης, πέθανε στη διαδικασία της προανάκρισης κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων.475 Στις 17 Σεπτεμβρίου το Αεροδικείο καταδίκασε σε θάνατο δύο κατηγορούμενους και στους υπόλοιπους επέβαλε ποινές από 15 χρόνια φυλακής έως ισόβια.

Το Σεπτέμβριο του 1953 η υπόθεση έφτασε στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο, αλλά παρά το γεγονός ότι πλέον υπήρχαν μαρτυρίες που αποκάλυπταν τη συνωμοσία και τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκαν οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί και πολίτες, το στρατοδικείο έβγαλε καταδικαστικές αποφάσεις μετριάζοντας μόνο τις ποινές. Το Νοέμβριο του 1955 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, παραχώρησε αμνηστία στα θύματα της υπόθεσης αυτής, χωρίς όμως, να επιτραπεί η επαναφορά τους στο Σώμα της Αεροπορίας. Μαζί με τα θύματα χορηγήθηκε αμνηστία και στους ενορχηστρωτές της σκευωρίας.


Βραχυπρόθεσμος σκοπός της σκευωρίας ήταν να υπονομεύσει την κυβέρνηση Πλαστήρα και να δείξει ότι ήταν απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια η επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού στις επόμενες εκλογές. Μακροπρόθεσμα, ο ΙΔΕΑ αποσκοπούσε στο να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο του και στην Αεροπορία.

Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που ενοχοποιήθηκαν ήταν δημοκρατικοί, ενώ υπήρχαν και αρκετοί συντηρητικοί και φιλομοναρχικοί, που δεν ανήκαν όμως στην οργάνωση του ΙΔΕΑ. Τα θύματα της σκευωρίας ήταν, σίγουρα, αξιωματικοί που είχαν τις δυνατότητες να ανέβουν στην ιεραρχία της Αεροπορίας, αλλά ο ΙΔΕΑ και οι Αμερικάνοι επιδίωκαν να ελέγχουν απόλυτα τις ένοπλες δυνάμεις.

Η κυβέρνηση Παπάγου και ο ΙΔΕΑ για να ανταμείψουν τον Κελαϊδή για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, παρέτειναν το όριο ηλικίας για τη θέση που κατείχε και παρέμεινε αρχηγός του ΓΕΑ ως το 1955. Στην ηγεσία της Αεροπορίας τον διαδέχτηκε ένας από τους αεροδίκες της «υπόθεσης των αεροπόρων», ο ακροδεξιός σμήναρχος Κ. Μαργαρίτης. Ένας ακόμα από τους αεροδίκες της υπόθεσης, ο αντισμήναρχος τότε Αντωνάκος, χρίστηκε αρχηγός της Αεροπορίας το 1964, ύστερα από μια νέα μικρή «υπόθεση Αεροπορίας».

Μάλιστα, ο συγκεκριμένος αξιωματικός ακινητοποίησε την Αεροπορία την ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Τέλος, ένας από τους πρωτεργάτες των βασανιστηρίων, ο σμηναγός Σκαρμαλιωράκης, τοποθετήθηκε στην θέση του ταξίαρχου της Αεροπορίας το 1967 από το καθεστώς της Χούντας, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού μέχρι το 1973.

Η Άνοδος του Παπάγου στην Εξουσία και η Εδραίωση των Αξιωματικών του ΙΔΕΑ

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του είχε ως συνέπεια να επισπευθεί τελικά η ψήφιση του νομοσχεδίου για τα «μέτρα επιείκειας» που εκκρεμούσε από το Δεκέμβριο του 1952. Τα μέτρα ψηφίστηκαν από τη Βουλή και υπογράφτηκαν από το βασιλιά στις 18 Απριλίου. Προέβλεπαν την απόλυση από τις φυλακές υπό όρους, ακόμα και των καταδικασμένων σε ισόβια, την απόλυση των εξορίστων, την κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και την επανεξέταση των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν κατηγορούμενοι με το Γ΄ Ψήφισμα.

Εκτός από τις σημαντικές πολιτικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της εκτέλεσης των τεσσάρων, άμεση συνέπεια ήταν η εδραίωση της γενικής αίσθησης ότι η κυβέρνηση δεν είχε τον έλεγχο της κατάστασης και σταδιακά εδραιωνόταν η πεποίθηση σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ακόμα και στο στέμμα, ότι η επικράτηση του Παπάγου ήταν αναπόφευκτη.

Ο Παπάγος την περίοδο αυτή φρόντιζε να ισχυροποιεί τις συμμαχίες του υπερασπιζόμενος ανοιχτά στη Βουλή, στις 17 Μαρτίου, τη δράση του ΙΔΕΑ. Ο Παπάγος κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιχειρούσε να τον σπιλώσει στα μάτια των Αμερικανών. Ως απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού ανέφερε μια επιστολή με παραλήπτη, υποτίθεται, τον Αμερικανό πρεσβευτή, την οποία είχε συντάξει ο αντιστράτηγος Βασιλάς, διοικητής της ΑΣΔΑΝ και κύριος ανακριτής της υπόθεσης ΙΔΕΑ.

Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, δεν είχε καταστεί δυνατόν να ληφούν μέτρα κατά του ΙΔΕΑ στο διάστημα που ο Παπάγος ασκούσε την ανώτατη διοίκηση, καθώς αρκετά από τα μέλη της οργάνωσης ανήκαν στο περιβάλλον του. Η Αμερικανική πρεσβεία αρνήθηκε ότι είχε λάβει ποτέ παρόμοια επιστολή. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι το υπόμνημα του Βασιλά είχε κοινοποιηθεί εμπιστευτικά από τον Βενιζέλο στις 15 Ιανουαρίου και όλα έδειχναν ότι η διαρροή είχε προέλθει από την πρεσβεία.

Ο Παπάγος δήλωνε στη Βουλή ότι «αυτή η οργάνωσις του ΙΔΕΑ είναι παλαιά. Ειναι μια οργάνωσις εις την οποίαν συμμετέσχον 2.000 περίπου αξιωματικοί, και οι οποίοι αξιωματικοί εκινήθησαν από τίμια και πατριωτικά ελατήρια και όχι από ιδιοτελείς σκοπούς, όπως το αχαρακτήριστον εκείνο πόρισμα του δικαστικού συμβούλου Ζωζωνάκη και το παραπεμπτικόν βούλευμα επιχείρησαν να προσάψουν εις τα τίμια και γενναία στελέχη του Ελληνικού Στρατού».

Στη συνέχεια, ο αρχηγός του Ε.Σ. παραδέχτηκε ότι η οργάνωση ήταν αντίθετη στους κανονισμούς, αλλά τόνισε ότι όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί πραγματοποίησαν επαφές με εκπροσώπους του ΙΔΕΑ, ενώ και η αμερικανική αποστολή συνεργαζόταν με τον ΙΔΕΑ. Ο Παπάγος επίσης παραδέχτηκε ότι γνώριζε για την ύπαρξη του Ιερού

Δεσμού, αλλά όσο ήταν αρχιστράτηγος ισχυρίστηκε ότι δεν πήρε μέτρα εναντίον του γιατί δεν εκδηλώθηκε καμία απείθεια. Ο Παπάγος δεν δίστασε και να καταφερθεί εναντίον της ηγεσίας του στρατεύματος, κατηγορώντας τους αντιστράτηγους Τσακαλώτο, Βασιλά και Γρηγορόπουλο, για την αποπομπή του «δεξιού του χεριού», αντιστράτηγου Κιτριλάκη, από το στράτευμα. Επιπλεόν, τους κατηγορούσε για την παθητική στάση που κράτησαν κατά τη διάρκεια του κινήματος του ΙΔΕΑ της 31ης Μαΐου. Όλη η στάση του Παπάγου την περίοδο αυτή επιβεβαιώνει ότι αυτός ήταν ο κύριος προστάτης του ΙΔΕΑ, γεγονός που θα φαινόταν ακόμα καθαρότερα, όταν θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία.

Αποφασιστικό σημείο για τις πολιτικές εξελίξεις αποδείχθηκε το ζήτημα του εκλογικού συστήματος τον Μάρτιο του 1952, όταν ο υπουργός Εσωτερικών Κ. Ρέντης του Κ.Φ. κατέθεσε αιφνιδιαστικά νομοσχέδιο, με το οποίο επανέφερε σε ισχύ την απλή αναλογική που είχε εφαρμοστεί στις εκλογές του 1950. Η κατάθεση του αποτράπηκε με παρέμβαση της αμερικανικής πρεσβείας, τόσο παρασκηνιακά προς τον Πλαστήρα όσο και με δημόσια δήλωσή της.

Ο Πιούριφοϊ τόνιζε προς τους συνομιλητές του ότι το εκλογικό σύστημα αποτελούσε θεμελιώδες στοιχείο για την αξιοποίηση της αμερικανικής βοήθειας. Για την καθιέρωση του πλειοψηφικού, εκτός από τους Αμερικανούς, συμφωνούσαν ο Ε.Σ. και η ΕΠΕΚ, ενώ στην υιοθέτησή του αντιδρούσε η ΕΔΑ και ορισμένα στελέχη των κεντρώων κομμάτων.

Εκτός από την αντιπολίτευση του Ε.Σ., η κυβέρνηση αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα λειτουργίας που προκαλούσε η ασθένεια του Πλαστήρα, ο οποίος στις 10 Μαρτίου 1952 υπέστη σοβαρή κρίση ημιπληγίας που τον άφησε ανήμπορο να ασκεί τα καθήκοντά του. Η ασθένεια του Πλαστήρα, η επίθεση του Συναγερμού, η πίεση των Αμερικανών, η δυσφορία του λαού για την δύσκολη οικονομική κατάσταση, δημιουργούσαν δυσφορία στις κυβερνητικές τάξεις. Εξάλλου, δημοσιογραφικά και οικονομικά συγκροτήματα, που ασκούσαν επιρροή στη δημόσια ζωή, ενίσχυαν τον Ε.Σ.

Η παρατεινόμενη πολιτική κρίση οξύνθηκε περισσότερο το καλοκαίρι του 1952 με την αποχώρηση από την κυβέρνηση τεσσάρων βουλευτών, με αποτέλεσμα να χάσει η κυβέρνηση την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Παρά τις αποχωρήσεις αυτές η κυβέρνηση Πλαστήρα διατήρησε την εμπιστοσύνη της Βουλής απέναντι στην πρόταση μομφής που κατέθεσε εναντίον της ο Ε.Σ., χάρη στην υποστήριξη που της παρείχαν δύο βουλευτές της ΕΔΑ στην ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στις 22 Αυγούστου.

Η προσχώρηση δύο βουλευτών της ΕΔΑ προς την κυβερνητική πλειοψηφία προκάλεσε τη δημόσια αποδοκιμασία του Αμερικανού πρεσβευτή προς την κυβέρνηση του Κέντρου, η οποία, κατά τον Πιούριφοϊ ήταν απαράδεκτη, αφού στηριζόταν σε ψήφους κομμουνιστών.486 Η αντιπολίτευση και όλα τα πολιτικά κόμματα, εκτός της αριστεράς, υιοθέτησαν την άποψη ότι η ψήφος των βουλευτών της Αριστεράς δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, θέτοντας ζήτημα «εθνικόφρονος πλειοψηφίας».

Η πολιτική ένταση δεν άφηνε ανεπηρέαστο το στρατό. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1952 οι στρατιωτικοί ακόλουθοι της αμερικάνικης πρεσβείας στην Αθήνα δεν απέκλειαν την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος. Θεωρούσαν ότι η στρατιωτική επέμβαση μπορούσε να υπάρξει είτε εκ μέρους του κύκλου του ΙΔΕΑ, με σκοπό την εγκατάσταση του τελευταίου στην κυβέρνηση, είτε εκ μέρους του αρχηγού του ΓΕΣ αντιστράτηγου Τσακαλώτου.

Η εκτίμηση για τον Τσακαλώτο ήταν ότι μπορούσε να υπολογίζει σε υποστήριξη των μονάδων της Αττικής, αλλά όχι πέρα από αυτή. Οι ανησυχίες για ένα νέο πραξικόπημα εκ μέρους του ΙΔΕΑ εκφράζονταν συχνά κατά το 1951-1952, αν και όπως φάνηκε και στα γεγονότα της 31ης Μαϊου ο Παπάγος δεν υποστήριζε μια τέτοια επιλογή, χρησιμοποιώντας την απειλή αυτή, για να πιέζει για την επίσπευση των εκλογών.

Βέβαια, η στάση που κρατούσε ο ίδιος και οι Αμερικανοί εμπόδιζαν την κυβέρνηση να εξουδετερώσει τα στοιχεία που θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν πραξικόπημα. Από την άλλη πλευρά όμως η Αμερικανική πολιτική την περίοδο αυτή ήταν προσανατολισμένη στη λύση Παπάγου, αλλά μέσω της κοινοβουλευτική οδού και η επιτυχία του Παπάγου ήταν και εφικτή και βρισκόταν στην τελική ευθεία.

Η κυβέρνηση Πλαστήρα, αποδέχτηκε σιωπηρά τις απόψεις περί «εθνικόφρονος πλειοψηφίας» και αποφάσισε στις αρχές Σεπτεμβρίου να προχωρήσει στη διενέργεια εκλογών. Η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών αποτελούσε τη μόνη λύση μετά την απροθυμία του Ε.Σ. να συμμετάσχει σε μία τριμερή συγκυβέρνηση μαζί με την ΕΠΕΚ και το Κ.Φ. και την επιδίωξη των αμερικανών για συγκρότηση ισχυρής, συντηρητικής, μονοκομματικής κυβέρνησης υπό τον Παπάγο. Οι εκλογές θα διεξάγονταν με πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο επανέφερε σε ισχύ η κυβέρνηση με νομοσχέδιο τον Αύγουστο του 1952, στις 16 Νοεμβρίου του 1952.


Η ευρύτατη επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές τον Νοέμβριο του 1952 (49,2% και 247 έδρες σε σύνολο 300 εδρών) σήμαινε την έναρξη της κυριαρχίας των συντηρητικών για περισσότερο από μία δεκαετία. Ο Ε.Σ. με αρχηγό τον Παπάγο εκπροσωπούσε πλέον το σύνολο της ενιαίας και ανασυγκροτημένης δεξιάς και εμφανίστηκε εντυπωσιακά διευρυμένος σε σχέση με τις εκλογές του 1951.

Στο χώρο του Κέντρου, η εκλογική ήττα του Νοεμβρίου (34,2% και 51 έδρες για το συνασπισμό ΕΠΕΚ-Κ.Φ.) είχε σχεδόν διαλυτικές επιδράσεις, επιτείνοντας τις διαιρετικές τάσεις και τη σύγχυση της πρώτης μετεμφυλιακής τριετίας. Ο θάνατος του Πλαστήρα λίγους μήνες αργότερα (26.7.1953) σήμαινε και το οριστικό τέλος του γενικότερου πολιτικού διαβήματος που αντιπροσώπευε η ΕΠΕΚ, ενώ το Κ.Φ. έδειξε για άλλη μια φορά την αδυναμία του να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης του Κέντρου.

Η ΕΔΑ στις εκλογές του 1952 αποφάσισε την αυτόνομη κάθοδό της, με στόχο να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο ενός σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος επιλέγοντας την τακτική της ισότιμης καταγγελίας του Παπάγου και του Πλαστήρα. Η οξεία αντιμετώπιση του Πλαστήρα ήταν εύκολα κατανοητή στις συνθήκες του 1952, όταν και δέσποσαν οι εκτελέσεις του Μπελογιάννη και των άλλων τριών στελεχών του ΚΚΕ.

Λόγω του πλειοψηφικού συστήματος, η ΕΔΑ θα έμενε εκτός της Βουλής, αλλά επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός σκληρού πυρήνα αριστερών ψηφοφόρων (9,6%). Η ΕΔΑ εμφανιζόταν έτσι, ως απαραίτητη συνιστώσα για οποιαδήποτε «αντιδεξιά» συσπείρωση, ενώ η κατάρρευση της ΕΠΕΚ και των ιδεών που εκπροσωπούσε άνοιγε το δρόμο για την επέκταση της ΕΔΑ στον κεντροαριστερό χώρο.

Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στις 19 Νοεμβρίου, με τον Αλέξανδρο Παπάγο να αναλαμβάνει, εκτός από την πρωθυπουργία, και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Η κυβέρνηση Παπάγου, με την κοινοβουλευτική της παντοδυναμία διαμόρφωσε τους όρους για την οικοδόμηση ενός κράτους απόλυτα ελεγχόμενου από το κυβερνών κόμμα, προχωρώντας άμεσα σε αλλάγες στην ηγεσία του στρατού, της αστυνομίας και σε «εκκαθαρίσεις» στον δημόσιο τομέα.

Από τη στιγμή αυτή ο ΙΔΕΑ θριαμβεύει. Ο Παπάγος αξίωσε από το βασιλιά Παύλο να απομακρύνει τον αρχηγό του στρατιωτικού του Οίκου, αντιστράτηγο Βεντήρη, που ο ίδιος ο Παπάγος είχε επαναφέρει στο στράτευμα όταν ανέλαβε αρχιστράτηγος. Παράλληλα, προχώρησε στην αποστράτευση της ηγεσίας του στρατεύματος που ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος της, πιστή στον βασιλιά. Οι αντιστράτηγοι Γρηγορόπουλος, Τσακαλώτος, Πεντζόπουλος, Βασιλάς, και ο αργηχός της Χωροφυλακής, Σαμουήλ, παραιτήθηκαν ή αποστρατεύτηκαν.

Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ που είχαν απομακρυνθεί μετά το κίνημα του 51 επέστρεψαν για να αναλάβουν τις ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας. Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ έγινε ο αντιστράτηγος Κιτριλάκης, αρχηγός του ΓΕΣ τοποθετήθηκε ο πρώην αρχηγός του ΙΔΕΑ, αντιστράτηγος Σ. Γκίκας, ενώ παρέμειναν στη θέση τους ο αρχηγός του ΓΕΝ, αντιναύαρχος Π. Λάππας και φυσικά, ο αρχηγός της Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Κελαϊδής.

Οι συνταγματάρχες Χρηστέας, Γωγούσης, Τσιγγούνης, Κύβελος και διάφοροι άλλοι αξιωματικοί που συμμετείχαν στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 1951 επανήλθαν σε θέσεις-κλειδιά του στρατεύματος. Αλλαγές πραγματοποιήθηκαν και στην ηγεσία της αστυνομίας. Η κυβέρνηση διόρισε αρχηγό της Αστυνομίας τον Α. Έβερτ, τον Δ. Τσαούση διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, τον Θ. Ρακιντζή επικεφαλής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και τον Ι. Πανόπουλο Γενικό Διευθυντή της Αστυνομίας στο υπουργείο Εσωτερικών.

Η κυβέρνηση του Συναγερμού, ξεχνώντας τις προεκλογικές της δεσμεύσεις περί λήθης του παρελθόντος, ακολούθησε μια αυταρχική και επιθετική πολιτική απέναντι στην αριστερά. Εφαρμόζοντας το μέτρο της διοικητικής εκτόπισης, της «έκτακτης νομοθεσίας» της περιόδου του Εμφυλίου, ένας σημαντικός αριθμός μη εθνικόφρονων πολιτών διώχθηκε από το δημόσιο τομέα εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων.

Επίσης, συνεχίστηκαν με ένταση οι διώξεις και οι συλλήψεις στελεχών της αριστεράς με τον Νόμο 375/1936, ενώ συνεχίστηκε και η εξάρθρωση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Η σύλληψη και η εκτέλεση, στις 14 Αυγούστου 1954, του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Πλουμπίδη, καθώς και ο αμετάβλητος αριθμός πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και στους τόπους εξορίας, αποτελούν ακλόνητες ενδείξεις του εμφυλιοπολεμικού κλίματος που επικράτησε κατά τη διάρκεια της συναγερμικής τριετίας.

Στα πλαίσια της αντικομμουνιστικής στρατηγικής της κυβέρνησης Παπάγου, και του ψυχροπολεμικού κλίματος της εποχής, εντάσσεται η οργάνωση μιας νέας γραφειοκρατικής δομής «εθνικής ασφαλείας», με τη συγκρότηση της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) το 1953. Η ΚΥΠ οργανώθηκε κατά το πρότυπο της αμερικανικής CIA, ενώ ο τότε επικεφαλής του κλιμακίου της αμερικανικής υπηρεσίας στην Αθήνα Τομ Καραμεσσίνης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύσταση και τη διάρθρωση της νεάς υπηρεσίας.

Η ΚΥΠ υπάγονταν απευθείας στον πρωθυπουργό, ο οποίος διόριζε και τον διοικητή της. Τη διοίκηση της ΚΥΠ ανέλαβε για μια δεκαετία, μέχρι τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1963, ο Αντιστράτηγος Νάτσινας αξιωματικός του ΙΔΕΑ που είχε συμμετάσχει στα γεγονότα της 31ης Μαΐου. Η υπηρεσία αυτή, εμποτισμένη με το δόγμα του αντικομμουνισμού, ήταν προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», ενώ υπήρχαν τομείς της δραστηριότητάς της που ξέφευγαν απόλυτα από τον έλεγχο της Ελληνικής κυβέρνησης.

Η ίδρυση της ΚΥΠ και η στενή συνεργασία της με την CIA εξασφάλιζαν τη διατήρηση της Αμερικανικής επιρροής στις πολιτικές εξελίξεις και τον έλεχγό των ΗΠΑ πάνω στις ένοπλες δυνάμεις. Μία από τις δραστηριότητες της CIA στη χώρα μας ήταν η οργάνωση του ελληνικού τμήματος του Stay Behind ή Gladio, παραστρατιωτικού δικτύου που δημιούργησαν η CIA και η βρετανική Μ16, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

Το δίκτυο δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης σοβιετικής εισβολής, αναμίχθηκε ωστόσο άμεσα στην εσωτερική πολιτική κάθε χώρας διεισδύοντας στις δομές εξουσίας, όπως τα πολιτικά κόμματα, η κυβέρνηση, οι μυστικές υπηρεσίες, οι ένοπλες δυνάμεις, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους πολιτιστικούς και επαγγελματικούς συλλόγους, τις νεολαιίστικές και φοιτητικές οργανώσεις και τα μέσα πληροφόρησης: τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Ο Ελληνικός κλάδος του Stay Behind πήρε την ονομασία «Προβιά» ή «Κόκκινη Προβιά». Ο Ελληνικός μυστικός στρατός του δικτύου ήταν οι Λόχοι Ορεινών Καταδρομών που ιδρύθηκαν το 1946, με διοικητή τον γαμπρό του Παπάγου Ανδρέα Καλίνσκη, ενώ επικουρικό ρόλο θα είχαν τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ). Επίσης σύμφωνα με ενδείξεις στη διαδικασία εμπλεκόταν και ο ΙΔΕΑ, στον οποίο οι Αμερικανοί έστελναν χρήματα, οπλισμό και εφόδια.

Το βασικό σχέδιο προέβλεπε ότι, μετά την εισβολή εχθρικών δυνάμεων, ο υπεύθυνος επιχειρήσεων του σταθμού της CIA θα ανέβαινε στα βουνά της βόρειας Ελλάδας μαζί με ορισμένες επίλεκτες μονάδες των ΛΟΚ και των ΤΕΑ, όπου θα αντιπροσώπευαν την εξόριστη πλέον ελληνική κυβέρνηση και θα συντόνιζαν την αντίσταση κατά των εισβολέων. Στη διάθεση των ανδρών των ΛΟΚ υπήρχαν αποθηκευμένα όπλα, ασύρματοι και άλλο υλικό σε ειδικούς κρυψώνες.

Με την εκλογική νίκη του Παπάγου οι λόγοι για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, από την πλευρά του ΙΔΕΑ, εξέλιπαν. Η αστική νομιμότητα βρισκόταν πλαισιωμένη από την «έκτακτη νομοθεσία» του Εμφυλίου, η οποία διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με κατασταλτικούς νόμους της μεταξικής περιόδου. Επόμενο ήταν να διαιωνίζονται οι διαιρετικές τομές του Εμφυλίου, να ποινικοποιείται το αριστερό φρόνημα και να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης των δομών και των οργανώσεων της κομμουνιστικής, κυρίως, αριστεράς.

Η διακυβέρνηση της χώρας από μια συντηρητική κυβέρνηση, με ισχυρή πλειοψηφία και έναν αυταρχικό πρωθυπουργό, η άνοδος των αξιωματικών του ΙΔΕΑ στην ηγεσία του στρατεύματος και η είσοδος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, αποτελούσαν ασφαλιστικές δικλίδες για την υιοθέτηση πολιτικών επιλογών που δεν θα άφηναν περιθώρια στην αριστερά.

Οι περισσότεροι απολογήτες του ΙΔΕΑ (Τριανταφυλλίδης, Καραγιάννης, Παπάγος, ο Τύπος της Δεξιάς) ισχυρίσθηκαν ότι η οργάνωση έπαψε να υπάρχει μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Παπάγο, καθώς μαζί με τη νίκη στον Εμφύλιο σήμαιναν την επιτυχία του ΙΔΕΑ και την εξάλειψη των λόγων ύπαρξής του.

Ο ΙΔΕΑ όμως στην πραγματικότητα δεν διαλύθηκε, απλώς η συνέχεια της ύπαρξής του πήρε μια νέα διάσταση. Η άνοδος των ηγετών του στην ιεραρχία και κατόπιν στην ηγεσία του στρατεύματος οδήγησε σε μία ταύτιση της νόμιμης ηγεσίας του στρατεύματος με την ηγεσία του ΙΔΕΑ. Διαδικασία που άρχισε με την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους κινηματίες του 1951 και διατηρήθηκε μέχρι το πραξικόπημα του Απριλίου 1967. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο ΙΔΕΑ νομιμοποιήθηκε, επανδρώνοντας όλες τις καίριες θέσεις στην ιεραρχία.

Η ταύτιση της ηγεσίας της οργάνωσης με την ηγεσία του στρατεύματος και κατ’ επέκταση η «συμμετοχή» του ΙΔΕΑ στην εξουσία αποτέλεσε την αρχή της εξασθένισής του. Ο θάνατος του Παπάγου, τον Οκτώβριο του 1955, υπήρξε καθοριστικός για την συνέχεια του ΙΔΕΑ. Ο Παπάγος ως αρχιστράτηγος και μετά ως πρωθυπουργός ήταν η επίσημη, η νομότυπη έκφραση του ελεγχόμενου από τον ΙΔΕΑ στρατού. Με τον θάνατό του όμως, η διατήρηση της κοινοβουλευτικής νομιμότητας γινόταν πια ασύμβατη με την άμεση στρατιωτική παρουσία στην πολιτική.

Το κενό που δημιουργήθηκε με τον θάνατο του Παπάγου κλήθηκε να καλύψει το παλάτι. Άρχισε έτσι μια νέα περίοδος που κράτησε μέχρι το 1967, κατά την οποία η παρουσία του στρατού στην πολιτική εκφράστηκε έμμεσα μέσα από τα ανάκτορα. Τα ανάκτορα αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ στρατού και νόμιμης πολιτικής εξουσίας, χωρίς βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν απευθείας επαφές του στρατού με πολιτικά πρόσωπα.


Για Αμερικανούς και για τους μοναρχικούς αξιωματικούς αυτή η εξέλιξη ήταν απόλυτα θετική, για τους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ αποτελούσε μια τακτική υποχώρηση. Για τους Αμερικανούς αλλά και την Ελληνική αστική τάξη η σχέση του στρατού με τη μοναρχία αποτελούσε εγγύηση για τη διατήρηση της αυταρχικής δομής του κράτους, χωρίς να διαταραχθεί η επίφαση της νομιμότητας.

Αυτό που δεν γινόταν αντιληπτό από το στέμμα και τις πολιτικές δυνάμεις, συντηρητικές και φιλελεύθερες, ήταν ότι ο στρατός δεν συνιστούσε ένα μονολιθικό σώμα ταυτισμένο προκαταβολικά με το στέμμα και την κοινοβουλευτική δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρηθεί πως ο στρατός ήταν εξαρτημένος από την μοναρχία, παραγνωρίζοντας το γεγονός, ότι ο ΙΔΕΑ δεν ήταν μοναρχικός και ότι η σχέση του με το παλάτι, μετά τον θάνατο του Παπάγου, ήταν αποτέλεσμα συγκυριακής ταύτισης συμφερόντων. Έξω από τον έλεγχο της μοναρχίας, στο εσωτερικό του ΙΔΕΑ, υπήρχαν διεργασίες επικίνδυνες για τον κοινοβουλευτισμό.

Η νεότερη γενιά των αξιωματικών της οργάνωσης έβλεπε τις προοπτικές ανόδου στην ιεραρχία να απομακρύνονται, κατηγορούσε την ηγεσία του ΙΔΕΑ ότι είχε εξασφαλίσει έναν επωφελή για αυτήν συμβιβασμό με το παλάτι, και εμφάνιζε τάσεις διαφοροποίησης στο εσωτερικό του Ιερού Δεσμού. Κατώτεροι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ έβλεπαν σε αυτή τη σύμπτωση συμφερόντων μεταξύ στρατιωτικής ηγεσίας και μοναρχίας την ακύρωση των σκοπών του ΙΔΕΑ.

Μέσα στους κόλπους της οργάνωσης και κάτω από την προστασία της συγκροτήθηκε ανάμεσα στο 1956 και στο 1958 η Εθνική Ένωση Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ), από αξιωματικούς μέσων βαθμών, όπως οι μετέπειτα πραξικοπηματίες του 1967, Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης, Πατίλης, Μακαρέζος, Λαδάς, και άλλοι.

Αφορμή για τη διαφοροποίηση της ΕΕΝΑ από τον «παλαιό» ΙΔΕΑ ήταν η άρνηση της παραδοσιακής ηγεσίας του, με επιφανέστερο τον αρχηγό του ΓΕΣ, Σόλωνα Γκίκα, να προχωρήσει σε πραξικόπημα είτε πριν είτε μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1956, όταν δυνάμεις του κέντρου και της κεντροαριστεράς συνασπίστηκαν στην Δημοκρατική Ένωση, στην οποία εντάχθηκε και η ΕΔΑ.

Η συνεργασία του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, αλλά κυρίως η εκλογική επιτυχία που σημείωσε, συγκεντρώνοντας μεγαλύτερο ποσοστό (48,15% και 132 έδρες) και περισσότερες ψήφους (1.620.007) από την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή (47,38%, 1.594.112 ψήφους και 165 έδρες), θορύβησε τους αξιωματικούς της ΕΕΝΑ, οι οποίοι με επικεφαλής τον ταγματάρχη Δ. Ιωαννίδη ζήτησαν από τον αρχηγό του ΓΕΣ να δώσει εντολή πραξικοπήματος.

Ο Γκίκας όμως και η στρατιωτική ηγεσία έκριναν ότι τα περιθώρια του κοινοβουλευτισμού δεν είχαν εξαντληθεί, και συνεργάστηκαν με το παλάτι θεωρώντας ικανοποιητική τη λύση Καραμανλή. Η ΕΕΝΑ εμπνέονταν από τα γνωστά αντικομμουνιστικά συνθήματα, έδειχνε περιφρόνηση προς τον κοινοβουλευτισμό και εξέφραζε μια εθνικιστική ρητορεία. Ο Γ. Παπαδόπουλος, ηγετική φυσιογνωμία της οργάνωσης, ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Νάσερ, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό του για την επικράτηση των νεότερων αξιωματικών στην Αίγυπτο το 1952.

Η ταύτιση με τον νασερισμό δεν αφορούσε, βέβαια, την αμφισβήτηση της φιλοδυτικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά την αυτόνομη κίνηση μιας ομάδας νεότερων αξιωματικών με σκοπό να προωθήσει τις πολιτικές επιλογές και τα συμφέροντά της. Οι εκλογές του Μαΐου του 1958 ανέδειξαν την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση (24,42% και 79 έδρες) προκαλώντας αναταραχή στο πολιτικό σύστημα και στο στρατό.

Η ανάσχεση της επιρροής της ΕΔΑ αναγορεύτηκε σε πρώτη κρατική και κυβερνητική προτεραιότητα. Πραγματοποιήθηκαν έτσι, για αυτό το σκοπό, σειρά συσκέψεων με συμμετοχή εκπροσώπων του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, ιδρύθηκαν νέες υπηρεσίες, η ΚΥΠ εκπόνησε ειδικά σχέδια, δημιουργήθηκαν νέες παραστρατιωτικές οργανώσεις και ενισχύθηκαν οι παλιές.

Οι ενέργειες αυτές σχεδιάζονταν από μία «αφανή» επιτροπή που συγκροτήθηκε από τον Καραμανλή με σκοπό να παρακολουθεί το κομμουνιστικό «πρόβλημα». Η επιτροπή αυτή, που βρισκόταν έξω από τον έλεγχο της Βουλής, των πολιτικών κομμάτων και της Δικαιοσύνης, απαρτιζόταν κυρίως από προσωπικότητες του στρατού και σχεδόν όλα τα μέλη της προέρχονταν από τον ΙΔΕΑ και την ΕΕΝΑ.

Η επιτροπή αποφάσισε να τεθούν όλες οι παρακρατικές οργανώσεις υπό τον έλεγχο της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας (ΥΠΥΠ), της οποίας διοικητής ήταν ο ταξίαρχος Γωγούσης, ηγετικό μέλος του ΙΔΕΑ. Οι σχέσεις του επίσημου κράτους και του παρακράτους ήταν εμφανείς, καθώς οι παρακρατικές οργανώσεις διευθύνονταν από την ΥΠΥΠ και ελέγχονταν από την ΚΥΠ.

Επιπλέον, μετά τις εκλογές του 1958 ο Καραμανλής ανέλαβε προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Την εποχή εκείνη ο στρατηγός Νικολόπουλος ζήτησε να μείνει ένα χρόνο ακόμη αρχηγός του ΓΕΣ, προκειμένου να διαλύσει τον ΙΔΕΑ και την ΕΕΝΑ. Ο Καραμανλής δεν δέχτηκε, πιθανότατα ύστερα από υπόδειξη του ΙΔΕΑ ή της ΕΕΝΑ και ο Νικολόπουλος αποστρατεύτηκε. Ο εκλεκτός των ΙΔΕΑ-ΕΕΝΑ για τη θέση του αρχηγού του ΓΕΣ ήταν ο αντιστράτηγος Καρδαμάκης.

Καθώς όμως ο Καρδαμάκης δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για τη θέση του Α/ΓΕΣ, γιατί δεν είχε διοικήσει μεγάλες μονάδες, νέος αρχηγός του ΓΕΣ ανέλαβε ο αντιστράτηγος Σειραδάκης. Καθοριστικό ρόλο στην άμεση εμπλοκή του στρατού στην εσωτερική πολιτική διαδραμάτισαν οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην ηγεσία του, τον Νοέμβριο του 1959, με την προαγωγή του αντιστράτηγου Α. Φροντιστή σε αρχηγό του ΓΕΕΘΑ, αλλά κυρίως με την τοποθέτηση του αντιστράτηγου Β. Καρδαμάκη στη θέση του αρχηγού του ΓΕΣ.

Παρά το γεγονός ότι το ΑΣΕΑ είχε αποφασίσει να αποστρατεύσει τον Καρδαμάκη, επενέβη ο Καραμανλής ως προεδρεύων με την ιδιότητα του πρωθυπουργού και άλλαξε την απόφαση. Με τις ενέργειές του αυτές ο Καραμανλής προφανώς κέρδιζε την εμπιστοσύνη του ΙΔΕΑ και της ΕΕΝΑ, στέλνοντας και ένα μήνυμα προς το παλάτι αναφορικά με τις προθέσεις του στο ζήτημα του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων.

Σημαντικό παράγοντα για την εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η ψήφιση από τη Βουλή του νέου Νόμου περί Ιεραρχίας και Προαγωγών (4028/59) που προετοίμασε ο ΙΔΕΑ· νόμος που καθιστούσε εύκολη την απομάκρυνση από τον στρατό των αξιωματικών που δεν ανήκαν στην οργάνωση και αντίθετα, διευκόλυνε την προώθηση των στελεχών του. Δεκάδες αξιωματικοί αποστρατεύτηκαν και οι Φροντιστής και Καρδαμάκης πλαισιώθηκαν από ηγετικά της ΕΕΝΑ και του ΙΔΕΑ, όπως οι συνταγματάρχες Πατίλης, Μακαρέζος, Αγγελής, Κονδύλης κ.α.

Οι αλλαγές αυτές καθόρισαν τη φυσιογνωμία των Ενόπλων Δυνάμεων για τα επόμενα χρόνια και ήταν καθοριστικές για την ισχυροποίηση της ΕΕΝΑ και του Γ. Παπαδόπουλου στο εσωτερικό του ΙΔΕΑ. Ο Καρδαμάκης συγκέντρωσε στο γραφείο του και τοποθέτησε σε καίριες θέσεις αξιωματικούς της ΕΕΝΑ, δίνοντας το δικαίωμα στην οργάνωση να αυτονομηθεί από την παλαιά ηγεσία του ΙΔΕΑ και να αποκτήσει πρόσβαση σε τομείς που σχετίζονταν με τον έλεγχο του στρατού. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Π. Κανελλόπουλος, «η επιλογή Καρδαμάκη ήταν ατυχής.

Ήταν, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ένας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των γεγονότων, που οδήγησαν στην 21 Απριλίου 1967». Οι συντηρητικές ακροδεξιές οργανώσεις στο εσωτερικό του στρατού, ο ΙΔΕΑ και κυρίως, πλέον, η ΕΕΝΑ, για πρώτη φορά μετά το κίνημα του Μαΐου του 1951 και τις δίκες Μπελογιάννη και της Αεροπορίας, θα διαδραματίσουν και πάλι κεντρικό, σχεδόν επίσημο, πολιτικό ρόλο στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1961.

Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ και της ΕΕΝΑ είχαν επιτελικό ρόλο στην εξέλιξη του σχεδίου «Περικλής», το οποίο εφαρμόστηκε από τον κρατικό μηχανισμό (Ένοπλες Δυνάμεις και ΚΥΠ) και το «παρακράτος». Το σχέδιο προέβλεπε την άσκηση συστηματικής βίας στους ψηφοφόρους της ΕΔΑ, αλλά και της Ε.Κ, για τη μείωση της εκλογικής τους επιρροής και τη συνακόλουθη αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.

Οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ που συμμετείχαν στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 51 ξαναβρίσκονται στο σχέδιο «Περικλής» ( Φροντιστής: το 1950 ταξίαρχος, το 1961 Α/ΓΕΕΘΑ, Κοντόπουλος: ταξίαρχος το 1951, αντιστράτηγος και διευθυντής ΓΔΕΑ το 1961, Γωγούσης: συνταγματάρχης το 1951, αντιστράτηγος και διευθυντής του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως το 1961, Νάτσινας: συνταγματάρχης το 1951, υποστράτηγος το 1961 και διευθυντής της ΚΥΠ, Μπέλλας: συνταγματάρχης το 1951, υποστράτηγος και αρχηγός Α΄ ΜΕΟ, Παπαδόπουλος Γ.: ταγματάρχης το 1951, αντισυνταγματάρχης πυροβολικού της ΚΥΠ και γραμματέας της επιτροπής που ήταν υπέυθυνη για την εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής», Ταβουλάρης, Μάντζιος, κ.α) και πολλοί από αυτούς θα ξαναβρεθούν στο πραξικόπημα της 21η Απριλίου.

Από τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο ότι η συμμετοχή του ΙΔΕΑ και της ΕΕΝΑ (ή του Μικρού ΙΔΕΑ όπως την αποκαλούσαν τότε) ήταν καταλυτική για τη σύνταξη και εφαρμογή του σχεδίου, ενισχύοντας τον ρόλο των οργανώσεων αυτών τόσο εντός του στρατεύματος όσο και στην πολιτική ζωή εν γένει.

Οι Συνέπειες του Κινήματος του ΙΔΕΑ

Η κυβέρνηση προσπάθησε να συγκαλύψει το επεισόδιο. Το επίσημο ανακοινωθέν απλώς ανέφερε πως «λόγω πληροφοριών περί ενδεχομένης αποπείρας διασαλεύσεως της τάξεως υπό αναρχικών στοιχείων, ελήφθησαν την πρωίαν σήμερον ορισμένα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία ήρθησαν ευθύς ως εξέλιπον οι λόγοι». Αργότερα, από τη προανάκριση προέκυψε πως η έκταση του κινήματος ήταν αρκετά σοβαρή, και πως το κίνημα είχε επιχειρηθεί στο όνομα του Παπάγου. Το κίνημα απέτυχε χάρη στην άρνηση της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων να προσχωρήσει στη συνωμοσία.


Η αποτυχία του κινήματος είχε σαν αποτέλεσμα μια ομάδα σκληρών ακραίων αξιωματικών της οργάνωσης ΙΔΕΑ να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους ανωτέρους τους, επειδή δεν τόλμησαν να φέρουν σε πέρας το κίνημα και υπέκυψαν στις πιέσεις των ανακτόρων και του Παπάγου.

Ο Βασιλιάς Παύλος, όπως και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, πίστευαν ότι οι εμπλεκόμενοι έπρεπε να τιμωρηθούν.

Oι αξιωματικοί που είχαν ηγηθεί της απόπειρας απομακρύνθηκαν από το στρατό αλλά τους δόθηκε αμνηστία. Το ΑΣΣ (Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο) αποφάσισε και πήρε σκληρά μέτρα εναντίον του ΙΔΕΑ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που δημοσιεύτηκαν. Η πλευρά των υπερασπιστών του ΙΔΕΑ επικεντρωνόταν στο γεγονός ότι το ο εμπνευστής του κινήματος της 30 Μαΐου, o ταξίαρχος Χρηστέας, ήταν σε πολεμική διαθεσίμοτητα ως ανάπηρος πολέμου. Το ίδιο και ο συνταγματάρχης Καραμπότσος, ενώ ο έτερος των πρωταιτίων είχε χάσει τον αδελφό του στον πόλεμο (Κουρούκλης). Αυτό τεκμηριώνεται από τις ανακρίσεις και τα στρατιωτικά μητρώα των πρωταιτίων.

Στη συνεδρίασή του, το ΑΣΣ με συντριπτική πλειοψηφία (16 θετικές, 1 λευκή και 1 αρνητική ψήφο), ζήτησε να μην ψηφίσει ο στρατός στις επόμενες εκλογές, διότι, κατά τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Θρασύβουλο Τσακαλώτο, υπήρχε κίνδυνος να επηρεαστεί το ελεύθερο πολιτικό φρόνημα των στρατιωτών από τους αξιωματικούς. Τα πρακτικά αυτών των σημαντικών αποφάσεων του ΑΣΣ διέρρευσαν στον τύπο από κύκλους εναντιούμενους στον Παπάγο. Οι εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα», με συνεχή δημοσιεύματα τα έτη 1951 και 1952, καλούσαν το ΑΣΣ να δείξει ανεκτικότητα έναντι του ΙΔΕΑ..

O ΙΔΕΑ έπαψε να υφίσταται το 1951, όμως αξιωματικοί που ανήκαν σε αυτόν παλαιότερα συνέχισαν τη συνωμοτική παρακρατική τους δράση και μετά, μέχρι το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως είδαμε, στη Μέση Ανατολή σημειώθηκαν τα γεγονότα που επηρέασαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα την έκβαση του στρατιωτικού ζητήματος μετά την απελευθέρωση. Η επιστροφή των δημοκρατικών αξιωματικών, η συγκρότηση αντιφασιστικών οργανώσεων στο εσωτερικό του στρατού από αριστερούς αξιωματικούς και οπλίτες και η εκδήλωση υποστήριξης ενός σημαντικού τμήματος του Ελληνικού στρατεύματος της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου προς το ΕΑΜ, προκάλεσαν την οργανωμένη αντίδραση των βασιλικών και εθνικοφρόνων αξιωματικών και τη δημιουργία αρχικά της ΕΝΑ το 1943 και λίγο αργότερα του ΙΔΕΑ τον Οκτώβριο του 1944.

Τα κινήματα που οργάνωσαν τον Μάρτιο του 1943 και τον Απρίλιο του 1944 δημοκρατικοί και αριστεροί στρατιώτες φανέρωσαν την επιρροή που ασκούσε το ΕΑΜ σε ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού στρατού. Στην πρώτη περίπτωση, ζητώντας την απομάκρυνση των αξιωματικών που είχαν εκτεθεί εξαιτίας της στάσης τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και στη δεύτερη περίπτωση, την οριστική κάθαρση του στρατού από τους πρώην υποστηρικτές του Μεταξά και την δέσμευση από τη ελληνική και βρετανική διοίκηση για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή και της ΠΕΕΑ,

Η εξέλιξη αυτή τρόμαξε τις ελληνικές κυβερνήσεις, τους Βρετανούς και την ΕΝΑ, στόχος των οποίων έγινε η εκκαθάριση των ελληνικών δυνάμεων από τα αριστερά και δημοκρατικά στοιχεία και η δημιουργία στρατού έτοιμου να αποτελέσει αντίβαρο στη δυναμική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Το κίνημα του Απριλίου του 1944 αποτέλεσε και αφορμή για τη διάλυση των αντιφασιστικών οργανώσεων που αναπτύχθηκαν στο στράτευμα και για τον εγκλεισμό των υπόπτων για τα φρονήματά τους στρατιωτών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Υπό την αιγίδα της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης πραγματοποιήθηκε μια ευρεία εκκαθάριση του στρατού από τα δημοκρατικά και αριστερά στοιχεία. Χάρη σε αυτή, φιλοβασιλικοί και εθνικόφρονες αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα και άρχισαν να αναλαμβάνουν σταδιακά καίριες θέσεις στην ιεραρχία.

Σε περιβάλλον πλέον ελεγχόμενο από τους ίδιους έγινε δυνατή η στεγανοποίηση της ζύμωσης των αντιλήψεών τους χωρίς επιρροές και παρεμβάσεις ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών. Τα αριστερά κινήματα και οι συνέπειες τους άνοιξαν το δρόμο για την ανάδειξη της δικής τους συνιστώσας ως επιτυχούς μεθόδου στη δημιουργία ενός στρατού που απαγορευόταν να βουλεύεται πολιτικά όταν οι βουλές του ανέτρεπαν δεδομένα και αντιλήψεις τα οποία αποτελούσαν τις βάσεις του καθεστώτος. Οι «εκκαθαρισμένες» αυτές μονάδες έμμελαν να αποτελέσουν τον πυρήνα του μεταπολεμικού Ελληνικού στρατού.

Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε ο ΙΔΕΑ, από μεσαίους και κατώτερους στην ιεραρχία αξιωματικούς, νοσταλγούς της 4ης Αυγούστου, και αφομοίωσε τα μέλη της ΕΝΑ που είχε δραστηριοποιηθεί στη Μέση Ανατολή. Θα ήταν υπεραπλουστευτικό, κατά τη γνώμη μου, αν υποστηρίζαμε πως οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ κινούνταν κυρίως από ιδιοτελή κίνητρα ατομικών συμφερόντων, στα πρότυπα των πελατειακών σχέσεων. Πρωταρχικός στόχος της οργάνωσης ήταν η εκκαθάριση του σώματος των αξιωματικών από στελέχη αριστερών και δημοκρατικών φρονημάτων και από εκείνους τους αξιωματικούς που δεν πειθαρχούσαν στους σκοπούς που όριζε ο ΙΔΕΑ.

Ο Ιερός Δεσμός μετά την απελευθέρωση αποτέλεσε την σπονδυλική στήλη των ενόπλων δυνάμεων. Επεκτείνοντας την επιρροή του στις περισσότερες μονάδες του ανασυγκροτούμενου στρατού διεκδίκησε θέση συντονιστή του πολιτικού ρόλου του στρατού. Προτεραιότητα της οργάνωσης αποτελούσε να αποκτήσει ο στρατός ιδεολογική συνοχή και πειθαρχία, προκειμένου να γίνει ισχυρό εργαλείο για την πάταξη της αριστεράς. Η ύπαρξη της οργάνωσης αποτελούσε κοινό μυστικό, καθώς μέλη της είχαν πολλές φορές συναντηθεί με εξέχοντες πολιτικές προσωπικότητες του τόπου, ενώ διατηρούσαν επαφές και με τον βρετανικό και τον Αμερικανικό παράγοντα.

Από τις καταστατικές του διακηρύξεις κιόλας, ο ΙΔΕΑ επαγγέλονταν ανηλεή διωγμό του κομμουνισμού. Οι αξιωματικοί του, έχοντας διαπαιδαγωγηθεί να χαρακτηρίζουν «κομμουνιστκή» και, κατά συνέπεια, «αντεθνική» οποιαδήποτε προσπάθεια έτεινε στην αποκατάσταση ενός δημοκρατικού καθεστώτος, εναντιώθηκαν σθεναρά στη συμφιλιωτική προοπτική που άφηνε να διαφανεί η συμφωνία της Βάρκιζας.

Ο Ιερός Δεσμός αντέδρασε στο ενδεχόμενο της εισόδου ελασιτών στο στρατό, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην αμνήστευση ταγματασφαλιτών και στην ένταξη τους στο στράτευμα. Την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας ενίσχυσε ηθικά και υλικά τις φασιστικές, ένοπλες, παραστρατιωτικές οργανώσεις της άκρας δεξιάς, καθώς, όπως είδαμε, θεωρούσε πως η δράση τους μπορούσε να προκαλέσει πλήγματα στην αριστερά που ο τακτικός στρατός δεν μπορούσε ακόμα να επιφέρει.

Με βάση τις ιδεολογικές του αναφορές, αλλά κυρίως τη στρατηγική που ακολούθησε την περίοδο που εξετάζουμε, κατατάξαμε τον ΙΔΕΑ στο χώρο της συντηρητικής, μιλιταριστικών τάσεων άκρας δεξιάς.519 Οι αξιωματικοί της οργάνωσης, θέλοντας να διατηρήσουν την υποστήριξη των βρετανών παραμέρισαν τις επεκτατικές τους βλέψεις και το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδας», και χάλκευσαν έναν αντικομμουνιστικό εθνικισμό, αμυντικό και εσωστρεφή, με σκοπό την εξόντωση του «εσωτερικού εχθρού».


Σε αντίθεση, όμως, με τη φασιστική πρακτική των ταγμάτων ασφαλείας και της Χ, που επιδίωξαν την πάταξη της αριστεράς μέσα από την μαζική κινητοποίηση ένοπλων ομάδων, ο ΙΔΕΑ απέφυγε τη στρατολόγηση των μαζών και επέλεξε να πετύχει τον ίδιο σκοπό με μεθόδους κρατικής επιβολής. Δηλαδή, μέσα από την παλινόρθωση της μοναρχίας, μέσω ενός περιορισμένου κοινοβουλευτισμού και ενός αυταρχικού νομοθετικού οπλοστασίου που δεν θα άφηνε περιθώρια στην αριστερά, και κυρίως με την ανασυγκρότηση του τακτικού στρατού.

Για αυτό το λόγο λοιπόν, χαρακτηρίσαμε τον ΙΔΕΑ συντηρητικό και ακροδεξιό, ενώ η έμφαση των αξιωματικών του στις στρατιωτικές αρετές έδωσε τον μιλιταριστικό χαρακτήρα στον ιδεολογικό του λόγο. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι ο Ιερός Δεσμός ταύτιζε τη μοίρα του έθνους με το στρατό και ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκυρία δεν ταυτιζόταν ούτε με τα πολιτικά κόμματα, ούτε με το παλάτι. 

Η συμμαχία ανάμεσα στο στρατό, στα αστικά πολιτικά κόμματα και στους ξένους πάτρωνες υπαγορεύτηκε από σύμπνοια συμφερόντων απέναντι στην κοινωνική απήχηση της εαμικής αντίστασης, την αποδέσμευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού από τις παραδοσιακές πολιτικές εκπροσωπήσεις και ενόψει του κινδύνου καθεστωτικής ανατροπής στον Εμφύλιο. Με λίγα λόγια, η πολιτική ηγεσία του τόπου θέλησε να περιφρουρήσει το καθεστώς δημιουργώντας ένα στρατό κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.

Ο Εμφύλιος πόλεμος ομογενοποίησε ιδεολογικά το σώμα των αξιωματικών, διευκόλυνε την ανέλιξη των αξιωματικών του ΙΔΕΑ και τους εξασφάλισε υπερατλαντικούς συμμάχους. Το σώμα των αξιωματικών έπαψε να λειτουργεί ως φερέφωνο της βασιλικής οικογένειας και των πολιτικών ηγετών. Τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή και τη μεταπολεμική Ελλάδα συνέβαλαν ώστε οι νεώτεροι αξιωματικοί να αποκτήσουν αίσθηση θεσμικής αυτονομίας, θεωρώντας τον εαυτό τους μέλος ενός ισχυρού και ανεξάρτητου πολιτικού παράγοντα.

Μάλιστα, μετά το ξέσπασμα της εμφύλιας σύγκρουσης, το 1946-1947, οι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ αμφισβήτησαν την ικανότητα των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων να φέρουν σε πέρας τον «αντισυμμοριακό» αγώνα. Σε όλη την περίοδο του εμφυλίου ο στρατός που διεξήγαγε τις επιχειρήσεις μετείχε μέσω του ΙΔΕΑ και στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, σχεδόν ισότιμα με τη νόμιμη πολιτική εξουσία.

Σε αυτή ακριβώς την περίοδο, ο ΙΔΕΑ φαίνεται πως αντιμετώπισε πιο σοβαρά το ενδεχόμενο να επιβάλει δικτατορία. Θέλοντας να τηρήσουν τουλάχιστον τα προσχήματα, οι πολιτικοί της Αθήνας και οι Αμερικάνοι σύμμαχοί τους απέρριψαν τα σχετικά διαβήματα και προτίμησαν να υποστηρίξουν μια συμβιβαστική λύση. Μια λύση που ενώ θα τηρούσε τους τύπους του κοινοβουλευτισμού, ανέθετε, ταυτόχρονα, στις ένοπλες δυνάμεις το κύριο βάρος της αντικομμουνιστικής εκστρατείας, πέρα από το καθαρά στρατιωτικό πεδίο.

Στην οπτική αυτή πρέπει να τοποθετηθεί η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των προνομίων του στρατού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η ενίσχυση του ιδεολογικού του ρόλου και η αυξανόμενη επιρροή του πάνω σε λεπτές πρωτοβουλίες της πολιτικής εξουσίας. Στην οπτική αυτή πρέπει να τοποθετηθεί, επίσης, και η προαγωγή του στρατηγού Παπάγου. Στρατιωτική προσωπικότητα με αναμφισβήτητο κύρος ο Παπάγος μετουσίωσε σε πολιτική επιρροή τις δάφνες από τα πεδία των μαχών και εμφανιζόταν ως ο ιδανικός συμφιλιωτής.

Η ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Παπάγο πραγματοποιήθηκε ύστερα από έντονες πιέσεις της ηγεσίας του ΙΔΕΑ. Ο Παπάγος χωρίς να είναι τυπικά μέλος του Ιερού Δεσμού, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους αξιωματικούς της οργάνωσης. Θεωρούσαν ότι ο αρχιστράτηγος ήταν ο κατάλληλος για να προσδώσει συνοχή και πειθαρχία στο στράτευμα, να κατοχυρώσει την αυτονόμηση του στρατού από τον έλεγχο του παλατιού και των πολιτικών κομμάτων και να «νομιμοποιήσει» την ηγεμονία του ΙΔΕΑ στο εσωτερικό του. Όπως ανέφερε και ο Τσακαλώτος, «ο ΙΔΕΑ είχεν εύρει τον επίτιμον αρχηγόν του, τον στρατιωτικόν και μέλλοντα πολιτικόν. (...)

Όταν ο Στρατάρχης κατέστη ο εκλεκτός του ΙΔΕΑ, ο ΙΔΕΑ κατέστη ο εκλεκτός του Στρατάρχου». Η αυτονόμηση του στρατού απέναντι στην πολιτική εξουσία, που καθιερώθηκε και θεσμικά, ήταν η λογική συνέπεια της πολιτικοποίησης του σώματος των αξιωματικών προς μια αντικοινοβουλευτική κατεύθυνση. Την διαδικασία αυτή ευνόησαν οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις, οι βρετανοί, οι ΗΠΑ, και ο ΙΔΕΑ ως αποτελεσματικό αντίδοτο στην άνοδο της αριστεράς και την αυτονόμηση των μαζών που συντελέστηκε την περίοδο της Κατοχής.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου ο ΙΔΕΑ δεν αυτοδιαλύθηκε. Οι αξιωματικοί του επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους στο να πεισθεί ο Παπάγος να κατέλθει στην πολιτική. Οι πιο θερμόαιμοι από αυτούς άδραξαν την ευκαιρία της παραίτησης του Παπάγου από την αρχιστρατηγία και επιχείρησαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1951. Άγνωστο παραμένει το αν οι Αμερικανοί και ο Παπάγος γνώριζαν εκ των προτέρων τις προθέσεις και τα σχέδια των κινηματιών.

Ενδεχομένως, ο Αμερικανικός παράγοντας να μην επιθυμούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή μια τέτοια εξέλιξη, καθώς η Ελλάδα ετοιμαζόταν να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Ανέξάρτητα όμως από αυτό, οι Αμερικανοί πίεσαν να δοθεί αμνηστία στους πραξικοπηματίες, αφού προφανώς, το ζητούμενο ήταν η συνέχεια ενός αξιόπιστου αντικομμουνιστικού μηχανισμού στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

H παρέμβαση του στρατάρχη μόλις πληροφορήθηκε επίσημα το γεγονός, μπορεί μεν να απέτρεψε προσωρινά την κοινοβουλευτική εκτροπή, αλλά φάνηκε ότι ο στρατός συνιστούσε πλέον ένα υπερκράτος, το οποίο δεν τηρούσε πια ούτε τα προσχήματα, δεδομένου ότι οι πρωταίτιοι του εν λόγω πραξικοπήματος ανταμείφθηκαν στην καριέρα τους αντί να τιμωρηθούν.

Μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στις 22 Φεβρουαρίου 1952, την ευθύνη για την προστασία από τον «εξωτερικό εχθρό» ανέλαβε η Συμμαχία. Μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, ο εθνικός στρατός μετατράπηκε σε «νατοϊκό στρατό», γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στην αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού». Ο στρατός επωμίσθηκε μια σειρά καθαρά εξωστρατιωτικών καθηκόντων, όπως η αστυνόμευση και η παρακολούθηση των πολιτών, η τήρηση αρχείου ατομικών φακέλων για Έλληνες πολίτες, ο διωγμός και η φυλάκιση αριστερών πολιτών.

Σε όλη τη διάρκεια των κεντρώων κυβερνήσεων της περιόδου 1950-1952 ο ΙΔΕΑ, σε συνεργασία με τον αμερικανικό παράγοντα, φρόντιζε να διατηρεί το εμφυλιοπολεμικό κλίμα με την ενορχήστρωση αντικομμουνιστικών συνομωσιών, όπως η υπόθεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, και η υπόθεση των αεροπόρων.

Η «κόκκινη απειλή» έπρεπε να παρουσιάζεται ολοένα και πιο ανησυχητική, με σκοπό τη δαιμονοποίηση της αριστεράς και την κινητοποίηση των συντηρητικών αντανακλαστικών της κοινωνίας·πρακτική, που ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τον Ψυχρό Πόλεμο και με τον μακαρθισμό που άκμαζε τότε στις ΗΠΑ. Η καλλιέργεια ενός κλίματος διαρκούς και αόριστου φόβου και η, μέχρι τα όρια της υπερβολής, επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, έλυσαν τα χέρια του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού καταστολής να καταπατήσουν απροσχημάτιστα κάθε έννοια κράτους δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας.

Με την νίκη του Παπάγου στις εκλογές, τον Νοέμβριο του 1952, οι στόχοι της οργάνωσης είχαν σχεδόν πραγματοποιηθεί. Στη διακυβέρνηση της χώρας βρισκόταν, πλέον, ο εκλεκτός του ΙΔΕΑ. Ένας συντηρητικός εθνικόφρων πρωθυπουργός, που αθέτησε τις προεκλογικές του δεσμέυσεις και στηριζόμενος στην κοινοβουλευτική του παντοδυναμία ακολούθησε μια επιθετική και αυταρχική πολιτική εναντίον της αριστεράς.

Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί του ΙΔΕΑ επανήλθαν στο στράτευμα και ανέλαβαν όλες τις διοικήσεις των επιτελείων. Ελέγχοντας πλέον πλήρως αποστρατεύσεις και προαγωγές κατάφεραν να διαμορφώσουν μια ομάδα στην ηγεσία του στρατού που θα συμμεριζόσταν τον έντονο αντικομμουνισμό και τις αυταρχικές τους απόψεις για τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο έλεγχος του στρατού από τον ΙΔΕΑ είχε αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση μιας δομικής αυτονομίας του στρατού από την πολιτική εξουσία.

Ο Ελληνικός στρατός, μετά τον Εμφύλιο, έπαψε να παρεμβαίνει για λογαριασμό των πολιτικώς εντολέων του και χειραφετηθηκε σταδιακά από αυτούς, προτιμώντας το ρόλο του «υπέρτατου εγγυητή» του καθεστώτος. Μπορεί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας να διοχέτευε την πολιτική εξουσία μέσα από το ΓΕΕΘΑ, στην πραγματικότητα, όμως, την πραγματική διοίκηση ασκούσαν τα τρία γενικά επιτελεία (ΓΕΣ, ΓΕΑ, ΓΕΝ). Η αυτονομία αυτή προστάτευε τις ένοπλες δυνάμεις από τις επεμβάσεις στην εσωτερική τους λειτουργία, αλλά ταυτόχρονα τις απομόνωνε από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας διευκολύνοντας τη δημιουργία «στεγανών».
Η πολιτική εξουσία δεν μπόρεσε να ανακτήσει το χώρο που παραχώρησε τότε τους στρατιωτικούς και η ιδιόμορφη κατάσταση που θεσμοθετήθηκε στον εμφύλιο διατηρήθηκε και στα επόμενα χρόνια. Ως τον Απρίλιο του 1967 λειτουργούσε από τη μία πλευρά η πολιτική εξουσία και από την άλλη η στρατιωτική, αυτόνομη και παράλληλη σε ό,τι την αφορούσε.

Η στρατιωτική αυτή εξουσία συνέπλευσε με τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ, εκτιμώντας ότι ο χειρισμός του «εσωτερικού εχθρού» σε όλη αυτή την περίοδο ήταν ο ενδεδειγμένος. Και όσο περισσότερο στηρίζεται η πολιτική εξουσία στους στρατιωτικούς για να διασφαλίσουν και να θωρακίσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό» τόσο λιγότερο μπορεί να τους ελέγχει.

Και κάθε εξασθένιση των πολιτικών θεσμών διευρύνει τις δυνατότητες για στρατιωτικές παρεμβάσεις κάθε μορφής, αρχίζοντας από την έμμεση πίεση και καταλήγοντας στο πραξικόπημα και τη στρατιωτική δικτατορία. Οι πολιτικά ανεξέλεγκτοι στρατιωτικοί παραβίασαν το 1967 θύρες που άλλοι τους είχαν ανοίξει μετά τον εμφύλιο. Η επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία εκτόπισε εντελώς τους πολιτικούς από την άσκηση της εξουσίας, τους ίδιους που προηγουμένως είχαν εκχωρήσει ένα μεγάλο μέρος από τις δικές τους αρμοδιότητες στις ένοπλες δυνάμεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου