Το σύνολο των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων των διαφόρων απασχολήσεων εργασίας και αποθέματος θα πρέπει, στην ίδια γεωγραφική περιοχή, είτε να είναι απολύτως ίσα είτε να τείνουν σε μια εξίσωση. Εάν υπήρχε στην ίδια περιοχή μια απασχόληση η οποία ήταν προφανώς περισσότερο ή λιγότερο συμφέρουσα από τις υπόλοιπες, στη μεν πρώτη περίπτωση θα έσπευδαν τόσοι πολλοί άνθρωποι σε αυτήν, ενώ στην άλλη θα την εγκατέλειπαν τόσοι, ώστε τα πλεονεκτήματά της θα επέστρεφαν σύντομα στο επίπεδο των άλλων απασχολήσεων. Αυτό τουλάχιστον θα συνέβαινε σε μια κοινωνία όπου τα πράγματα θα αφήνονταν να ακολουθήσουν τη φυσική τους πορεία, όπου θα υπήρχε απόλυτη ελευθερία και όπου ο κάθε άνθρωπος θα ήταν απόλυτα ελεύθερος να επιλέξει την απασχόληση που κρίνει καταλληλότερη, αλλά και να την αλλάζει όσο συχνά το κρίνει σκόπιμο. Το συμφέρον του κάθε ανθρώπου θα τον ωθούσε στην αναζήτηση της συμφέρουσας και στην αποφυγή της ζημιογόνου απασχόλησης.
Στην πραγματικότητα, χρηματικός μισθός και κέρδος στα διάφορα μέρη της Ευρώπης παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλες διαφορές, ανάλογα με τους διαφορετικούς κλάδους απασχόλησης της εργασίας και του αποθέματος. Αλλά αυτή π διαφορά προκύπτει εν μέρει από ορισμένες συνθήκες που αφορούν τις ίδιες τις απασχολήσεις -οι οποίες, είτε πραγματικά είτε τουλάχιστον στη φαντασία των ανθρώπων, αναπληρώνουν ένα μικρό χρηματικό όφελος σε ορισμένες και αντισταθμίζουν ένα μεγαλύτερο σε κάποιες άλλες- και εν μέρει από την πολιτική της Ευρώπης, η οποία πουθενά δεν αφήνει τα πράγματα σε απόλυτη ελευθερία.
Ανισότητες που προκύπτουν από τη φύση των ίδιων των απασχολήσεων
Οι κύριοι παράγοντες που, σύμφωνα με όσα μπόρεσα να παρατηρήσω, αναπληρώνουν ένα μικρό χρηματικό όφελος σε κάποιες δραστηριότητες και αντισταθμίζουν ένα μεγαλύτερο σε κάποιες άλλες, είναι οι εξής πέντε: πρώτον, το ευχάριστο ή το δυσάρεστο των ίδιων των απασχολήσεων, δεύτερον, η ευκολία και το μικρό κόστος ή η δυσκολία και το υψηλό κόστος της εκμάθησής τους, τρίτον, το συνεχές ή μη συνεχές της απασχόλησης σε αυτές, τέταρτον, η μικρή ή μεγάλη εμπιστοσύνη της οποίας πρέπει να χαίρουν όσοι τις ασκούν και, πέμπτον, η πιθανότητα ή μη πιθανότητα της επιτυχίας σε αυτές.
Ο μισθός της εργασίας μεταβάλλεται με την ευκολία ή τη δυσκολία, την καθαριότητα ή τη βρομιά, το αξιότιμο ή την ανυποληψία της απασχόλησης. Έτσι λοιπόν ένας έμμισθος ράφτης κερδίζει λιγότερα από έναν έμμισθο υφαντή, καθότι η εργασία του είναι πολύ ευκολότερη. Ένας έμμισθος υφαντής κερδίζει λιγότερα από έναν έμμισθο σιδερά, καθότι η εργασία του, χωρίς να είναι πάντοτε ευκολότερη, είναι σαφώς καθαρότερη. Ένας έμμισθος σιδεράς, αν και τεχνίτης, σπανίως κερδίζει σε δώδεκα ώρες όσα κερδίζει ένας ανθρακωρύχος σε οκτώ, αν και αυτός είναι ένας απλός εργάτης. Η εργασία του σιδερά δεν είναι τόσο βρόμικη, είναι λιγότερο επικίνδυνη και ασκείται στο φως της ημέρας και στην επιφάνεια της γης. Η υπόληψη αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της αμοιβής ενός αξιότιμου επαγγέλματος. Αν συνυπολογίσουμε τα πάντα από άποψη χρηματικού κέρδους, τα επαγγέλματα αυτά έχουν μειωμένες αμοιβές, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια. Η απαξία έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το επάγγελμα του χασάπη είναι μια ζωώδης και απωθητική δραστηριότητα, όμως στα περισσότερα μέρη είναι πιο κερδοφόρο από τα περισσότερα άλλα επαγγέλματα. Η απεχθέστερη απ’ όλες τις εργασίες, αυτή του δημόσιου εκτελεστή, συγκριτικά με τον όγκο της επιτελούμενης δουλειάς, αμείβεται καλύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλο κοινό επάγγελμα.
Οι σημαντικότερες απασχολήσεις του ανθρώπου κατά το πρωτόγονο στάδιο της κοινωνίας, το κυνήγι και το ψάρεμα, έγιναν κατά το ανεπτυγμένο της στάδιο οι πιο ευχάριστες διασκεδάσεις και οι άνθρωποι διώκουν χάριν αναψυχής αυτό που κάποτε κατεδίωκαν λόγω ανάγκης. Έτσι λοιπόν στο ανεπτυγμένο στάδιο της κοινωνίας, κυνηγοί και ψαράδες είναι πολύ φτωχοί άνθρωποι, που κυνηγούν κατ’ επάγγελμα αυτά που άλλοι άνθρωποι κυνηγούν για τη διασκέδασή τους. Οι ψαράδες βρίσκονται σε αυτή τη θέση από την εποχή του Θεόκριτου. Οι λαθροκυνηγοί σε όλα τα μέρη της Μεγάλης Βρετανίας είναι πολύ φτωχοί. Στις χώρες όπου η αυστηρότητα του νόμου δεν ανέχεται τους λαθροκυνηγούς, ο αδειούχος κυνηγός δεν βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Η αυθόρμητη άποψη γι’ αυτές τις ενασχολήσεις κάνει να τις ακολουθούν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα απ’ αυτές και το προϊόν της εργασίας τους εμφανίζεται στην αγορά τόσο φτηνό, ώστε να μην μπορεί να εξασφαλίσει στους εργαζομένους αυτούς παρά μόνο τα πιo πενιχρά μέσα διαβίωσης.
Η δυσαρέσκεια και η ανυποληψία επηρεάζουν τα κέρδη του αποθέματος κατά τον ίδιο τρόπο όπως και το μισθό της εργασίας. Ο ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου ή μιας ταβέρνας, που δεν είναι ποτέ κύριος του ίδιου του του οίκου και που είναι εκτεθειμένος στην κτηνωδία του κάθε μέθυσου, δεν ασκεί ποτέ μια ιδιαίτερα ευχάριστη και τιμητική δραστηριότητα Όμως, ελάχιστα είναι τα κοινά επαγγέλματα όπου ένα μικρό απόθεμα αποφέρει τόσο μεγάλο κέρδος.
Ο μισθός της εργασίας μεταβάλλεται με την ευκολία και το χαμηλό κόστος ή με τη δυσκολία και το υψηλό κόστος της εκμάθησης του επαγγέλματος.
Όταν κατασκευάζεται μια δαπανηρή μηχανή, θα πρέπει να αναμένουμε ότι το τεράστιο έργο που αυτή θα επιτελέσει μέχρις ότου φθαρεί τελείως θα αντικαταστήσει το κεφάλαιο που επενδύθηκε σε αυτή με ένα κέρδος τουλάχιστον ίσο με το κανονικό. Αυτές οι δαπανηρές μηχανές μπορούν να συγκριθούν με έναν άνθρωπο ο οποίος, έπειτα από πολλή εργασία και χρόνο, έχει εκπαιδευτεί σε εκείνες τις δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαίτερη επιδεξιότητα και ικανότητες, θα πρέπει να αναμένεται ότι η εργασία την οποία μαθαίνει αυτός να εκτελεί, θα αντικαταστήσει, πέρα από τον συνήθη μισθό της κοινής εργασίας, το σύνολο των δαπανών της εκπαίδευσής του με ένα κέρδος που θα είναι τουλάχιστον ίσο με το κανονικό κέρδος ενός αποθέματος ίσης αξίας. Αυτό θα πρέπει να γίνει επίσης σε ένα λογικό διάστημα, με δεδομένη τη μεγάλη ανασφάλεια της διάρκειας της ανθρώπινης ζωής, σε σχέση με την πιο σίγουρη διάρκεια της μηχανής.
Η διαφορά μεταξύ του μισθού της ειδικευμένης εργασίας και αυτού της κοινής εργασίας θεμελιώνεται σε αυτή την αρχή.
Η πολιτική της Ευρώπης θεωρεί την εργασία όλων των μηχανεργατών, χειροτεχνών και τεχνιτών μανιφακτούρας ως ειδικευμένη εργασία, και την εργασία όλων των εργατών υπαίθρου ως κοινή εργασία. Φαίνεται ότι η πρώτη εργασία θεωρείται πως είναι ανώτερης και λεπτότερης φύσης απ’ ό,τι η δεύτερη. Ίσως αυτό να ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων ισχύει το αντίθετο, όπως θα προσπαθήσω να αποδείξω στη συνέχεια. Οι νόμοι, λοιπόν, και τα έθιμα της Ευρώπης, προκειμένου να αξιολογήσουν ένα άτομο για την άσκηση ενός είδους εργασίας, επιβάλλουν την αναγκαιότητα μιας μαθητείας, αν και με διαφορετικούς βαθμούς αυστηρότητας στους διάφορους τόπους. Τα άλλα είδη εργασίας, τα αφήνουν ελεύθερα και ανοιχτά στον καθέναν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαθητείας, το σύνολο της εργασίας του μαθητευόμενου ανήκει στον «μάστορά» του. Στο διάστημα αυτό, αυτός θα πρέπει να τρέφεται από τους γονείς ή τους συγγενείς του και, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, να ντύνεται απ’ αυτούς. Ακόμα, δίνονται συνήθως κάποια χρήματα στον «μάστορα» για τη διδασκαλία της τέχνης του. Όσοι δεν μπορούν να δώσουν χρήματα, δίνουν χρόνο ή προσδένονται επί περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι συνηθίζεται, ρύθμιση που, χωρίς να είναι πάντα ευνοϊκή για τον «μάστορα», λόγω της συνήθους ραθυμίας των μαθητευομένων, είναι δυσμενής για τον μαθητευόμενο. Αντίθετα, στις εργασίες της υπαίθρου, ο εργάτης, ενώ απασχολείται με τα ευκολότερα, μαθαίνει σιγά σιγά τα δυσκολότερα καθήκοντα της δουλειάς του και σε όλες τις φάσεις της απασχόλησής του συντηρείται από την εργασία του. Είναι λογικό λοιπόν στην Ευρώπη ο μισθός των μηχανεργατών, των χειροτεχνών και των τεχνιτών μανιφακτούρας να είναι κάπως υψηλότερος απ’ αυτόν των κοινών εργατών. Αυτό συμβαίνει πράγματι, και οι ανώτερες απολαβές τους τούς κάνουν να θεωρούνται ανώτερη τάξη ανθρώπων. Ωστόσο, αυτή η ανωτερότητα είναι πολύ μικρή. Οι καθημερινές ή εβδομαδιαίες απολαβές ενός τεχνίτη στις πιο συνηθισμένες κατηγορίες μανιφακτούρας, όπως αυτές των μονόχρωμων λινών και μάλλινων ρούχων, υπολογισμένες ως μέσος όρος, στα περισσότερα μέρη είναι λίγο μεγαλύτερες απ’ ό,τι το ημερομίσθιο των κοινών εργατών. Βέβαια, η απασχόλησή τους είναι πιο σταθερή και ομοιόμορφη, και η υπεροχή των απολαβών τους, θεωρούμενη σε ετήσια βάση, ίσως να είναι κάπως μεγαλύτερη. Είναι όμως προφανές ότι δεν είναι ανώτερη από αυτό που απαιτείται για την αποζημίωση της ανώτερης δαπάνης για την εκπαίδευσή τους.
Η εκπαίδευση στις καλές τέχνες και στα ελεύθερα επαγγέλματα είναι ακόμα περισσότερο επίπονη και δαπανηρή. Επομένως, η χρηματική αποζημίωση των ζωγράφων και των γλυπτών, των δικηγόρων και των γιατρών, θα έπρεπε να είναι πολύ πιο γενναιόδωρη. Και έτσι ακριβώς είναι.
Τα κέρδη του αποθέματος φαίνεται να επηρεάζονται πολύ λίγο από την ευκολία ή τη δυσκολία της εκμάθησης του επαγγέλματος στο οποίο απασχολείται αυτό. Στην πραγματικότητα, οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους απασχολείται συνήθως ένα απόθεμα στις μεγάλες πόλεις φαίνεται να είναι σχεδόν εξίσου εύκολοι ή δύσκολοι στην εκμάθησή τους. Ένας οποιοσδήποτε κλάδος δραστηριότητας δεν μπορεί να είναι πολύ πολυπλοκότερος από έναν άλλο, είτε πρόκειται για εξωτερικό είτε για εγχώριο εμπόριο.
Ο μισθός της εργασίας στις διάφορες απασχολήσεις μεταβάλλεται ανάλογα με τη σταθερότητα ή την αστάθεια της απασχόλησης.
Η απασχόληση σε κάποια επαγγέλματα είναι πιο σταθερή απ’ ό,τι σε κάποια άλλα. Στις μανιφακτούρες, ως επί το πλείστον, ένας τεχνίτης μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα απασχολείται σχεδόν κάθε μέρα του χρόνου, εφόσον είναι σε θέση να εργαστεί. Αντίθετα, ένας κτίστης δεν μπορεί να εργαστεί ούτε με το δριμύ ψύχος, ούτε με τον άσχημο καιρό, και η εργασία του σε όλους τους άλλους καιρούς εξαρτάται από τις ευκαιριακές προσκλήσεις των πελατών του. Κατά συνέπεια, διατρέχει συχνά τον κίνδυνο να βρίσκεται χωρίς απασχόληση. Επομένως, ό,τι κερδίζει από την απασχόλησή του πρέπει όχι μόνο νατον συντηρεί κατά το διάστημα που είναι άνεργος, αλλά και να του αποδίδει μια μικρή αποζημίωση για τις στιγμές αγωνίας και μελαγχολίας, τις οποίες πρέπει καμιά φορά να προκαλεί η σκέψη της εύθραυστης κατάστασής του. Ενώ οι υπολογισμένες απολαβές του μεγαλύτερου μέρους των τεχνιτών μανιφακτούρας βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο με τα ημερομίσθια των κοινών εργατών, οι απολαβές των οικοδόμων και των κτιστών είναι γενικά ανώτερες από αυτές κατά 50% έως και 100%. Εκεί που οι κοινοί εργάτες κερδίζουν 4 και 5 σελίνια την εβδομάδα, οικοδόμοι και χτίστες κερδίζουν συχνά 7 και 8. Εκεί που οι πρώτοι κερδίζουν 6, οι άλλοι κερδίζουν συχνά 9 και 10. Και εκεί που α πρώτοι κερδίζουν 9 και 10, όπως στο Λονδίνο, οι άλλοι κερδίζουν συνήθως 15 και 18. Ωστόσο, κανένα είδος ειδικευμένης εργασίας δεν φαίνεται τόσο εύκολο να μαθευτεί, όσο αυτό των οικοδόμων και των κτιστών. Λέγεται μερικές φορές ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι του Λονδίνου απασχολούνται στη διάρκεια του καλοκαιριού ως κτίστες. Επομένως, ο υψηλός μισθός αυτών των εργατών δεν αποτελεί τόσο την ανταμοιβή των ικανοτήτων τους όσο την αποζημίωση για την ασυνέχεια της απασχόλησής τους.
Ένας ξυλουργός φαίνεται να ασκεί ένα μάλλον καλύτερο και ευγενέστερο επάγγελμα από αυτό του οικοδόμου. Ωστόσο, στα περισσότερα μέρη -γιατί δεν ισχύει παντού- το ημερομίσθιό του είναι κάπως χαμηλότερο. Η απασχόλησή του, παρότι εξαρτάται πολύ από τις ευκαιριακές προσκλήσεις των πελατών του, δεν είναι απόλυτα εξαρτημένη απ’ αυτές και δεν διατρέχει τον κίνδυνο να διακοπεί λόγω του καιρού.
Όταν τα επαγγέλματα που γενικά εξασφαλίζουν μια σταθερή απασχόληση τύχει να μην την εξασφαλίζουν σε έναν συγκεκριμένο τόπο, οι μισθοί των εργατών αυξάνονται πάντα πολύ πάνω από την κανονική τους αναλογία προς το μισθό της κοινής εργασίας. Στο Λονδίνο σχεδόν όλοι οι έμμισθοι τεχνίτες διατρέχουν από μέρα σε μέρα και από εβδομάδα σε εβδομάδα τον κίνδυνο να κληθούν και να απολυθούν από τα αφεντικά τους, όπως και οι ημερομίσθιοι εργάτες σε άλλα μέρη. Η κατώτερη κατηγορία τεχνιτών, οι έμμισθοι ράφτες, κερδίζουν μισή κορόνα την ημέρα, παρότι ως μισθός της κοινής εργασίας θεωρούνται οι 18 πένες. Στις μικρές πόλεις και στα αγροτικά χωριά, ο μισθός ενός έμμισθου ράφτη συχνά βρίσκεται στα επίπεδα αυτού της κοινής εργασίας. Αλλά στο Λονδίνο ο έμμισθος ράφτης βρίσκεται συχνά χωρίς απασχόληση επί πολλές εβδομάδες, ιδίως στη διάρκεια του καλοκαιριού.
Όταν η ασυνέχεια της απασχόλησης συνδυάζεται με τη δυσκολία, το δυσάρεστο και τη βρομιά της εργασίας, μερικές φορές αυξάνει το μισθό τής πιο κοινής εργασίας πάνω από αυτόν των πιο επιδέξιων τεχνιτών. Ένας ανθρακωρύχος που δουλεύει με το κομμάτι στο Νιού- καστλ, υποτίθεται ότι κερδίζει περίπου τα διπλάσια, και σε μερικά μέρη της Σκοτίας τα τριπλάσια του μισθού ενός κοινού εργάτη. Ο υψηλός του μισθός προκύπτει εξ ολοκλήρου από τη δυσκολία, το δυσάρεστο και τη ρυπαρότητα της εργασίας του. Η απασχόλησή του είναι πιθανόν στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι όσο σταθερή επιθυμεί ο ίδιος. Οι χαμάληδες του κάρβουνου στο Λονδίνο ασκούν ένα επάγγελμα το οποίο, από την άποψη της δυσκολίας, της βρομιάς και του δυσάρεστου, σχεδόν εξισώνεται με αυτό του ανθρακωρύχου. Και λόγω της αναπόφευκτης μη κανονικότητας των αφίξεων των πλοίων με φορτίο κάρβουνου, η απασχόληση της πλειονότητάς τους είναι κατ’ ανάγκη πολύ ασυνεχής. Αν επομένως οι ανθρακωρύχοι κερδίζουν συνήθως το διπλάσιο και το τριπλάσιο του μισθού της κοινής εργασίας, δεν θα πρέπει να φαίνεται παράλογο ότι οι χαμάληδες του κάρβουνου μερικές φορές κερδίζουν το τετραπλάσιο και πενταπλάσιο αυτού του μισθού. Σε μια έρευνα που έγινε για την κατάστασή τους πριν από μερικά χρόνια, βρέθηκε ότι με το επίπεδο των αμοιβών τους θα μπορούσαν να κερδίζουν από 6 έως 10 σελίνια την ημέρα. Έξι σελίνια είναι περίπου το τετραπλάσιο του μισθού του κοινού εργάτη στο Λονδίνο και σε κάθε επάγγελμα οι χαμηλότερες συνήθεις αποδοχές μπορούν πάντα να θεωρούνται ως οι αποδοχές της μεγάλης πλειονότητας. Όσο υπερβολικές και αν φαίνονται αυτές οι αμοιβές, αν ήταν περισσότερο από αρκετές για να αντισταθμίσουν όλες τις δυσάρεστες συνθήκες αυτής της δραστηριότητας, σύντομα θα υπήρχε ένας τόσο μεγάλος αριθμός ανταγωνιστών, ώστε σε ένα επάγγελμα χωρίς κανένα προνόμιο αποκλειστικότητας οι αμοιβές αυτές θα μειώνονταν τελικά σε μια χαμηλότερη στάθμη.
Η σταθερότητα ή η αστάθεια της απασχόλησης δεν μπορεί να επηρεάσει τα συνήθη κέρδη του αποθέματος σε ένα δεδομένο επάγγελμα Το εάν το απόθεμα απασχολείται συνεχώς, εξαρτάται όχι από το επάγγελμα, αλλά από τον επαγγελματία.
Ο μισθός της εργασίας μεταβάλλεται ανάλογα με τη μικρή ή τη μεγάλη εμπιστοσύνη που πρέπει να επιδειχθεί στους εργαζομένους.
Οι μισθοί των χρυσοχόων και των κοσμηματοποιών είναι πάντοτε ανώτερα από αυτούς των άλλων εργαζομένων, όχι μόνο ίσης αλλά και πολύ ανώτερης ευφυΐας, λόγω των πολύτιμων υλικών τα οποία τούς εμπιστεύονται.
Σ’ έναν γιατρό εμπιστευόμαστε την υγεία μας, σε έναν δικηγόρο ή σε έναν συνήγορο εμπιστευόμαστε την περιουσία μας, και μερικές φορές τη ζωή μας και την υπόληψή μας. Μια τέτοια εμπιστοσύνη δεν θα μπορούσαμε να την επιδείξουμε με σιγουριά σε ανθρώπους πολύ μέτριας ή χαμηλής οικονομικής κατάστασης. Επομένως, η αμοιβή τους πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να τους κατατάσσει σε εκείνη την κοινωνική θέση που απαιτείται για μια τέτοια σημαντική εμπιστοσύνη. Η μακροχρόνια και πολυδάπανη εκπαίδευσή τους, όταν συνδυαστεί με αυτές τις συνθήκες, ενισχύει ακόμα περισσότερο την τιμή της εργασίας τους.
Όταν ένα άτομο απασχολεί μόνο το δικό του απόθεμα στη δραστηριότητά του, δεν υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης. Η πίστη που μπορεί να του δοθεί από άλλους ανθρώπους εξαρτάται όχι από τη φύση του επαγγέλματος του, αλλά από τη γνώμη τους για την περιουσία του, την εντιμότητα και τη φρόνησή του. Επομένως, τα διαφορετικά περιθώρια κέρδους των διαφόρων επαγγελμάτων δεν μπορούν να προκόψουν από τους διαφορετικούς βαθμούς εμπιστοσύνης με τους οποίους περιβάλλονται οι επαγγελματίες.
Ο μισθός της εργασίας στις διάφορες απασχολήσεις μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεγάλες ή μικρές πιθανότητες επιτυχίας τους.
Υπάρχουν κάποια πολύ ευχάριστα και όμορφα χαρίσματα, π κατοχή των οποίων επισύρει ένα ορισμένο είδος θαυμασμού. Αλλά, για κάποιο λόγο ή κάποια προκατάληψη, η χρησιμοποίησή τους για τον προσπορισμό χρηματικού κέρδους θεωρείται ένα είδος δημόσιας πορνείας. Επομένως, η χρηματική αποζημίωση αυτών που τα χρησιμοποιούν με αυτόν τον τρόπο πρέπει να επαρκεί όχι μόνο για την πληρωμή του χρόνου, της εργασίας και των δαπανών για την απόκτηση αυτών των χαρισμάτων, αλλά και της ανυποληψίας που συνοδεύει τη χρήση τους ως μέσων επιβίωσης. Οι υπερβολικές αμοιβές των ηθοποιών, των τραγουδιστών της όπερας, των χορευτών της όπερας θεμελιώνονται σε αυτές τις δύο αρχές, της σπανιότητας και της ομορφιάς των χαρισμάτων, και της χρησιμοποίησής τους με αυτόν τον τρόπο. Από μια πρώτη άποψη, φαίνεται παράλογο το ότι θα πρέπει να περιφρονούμε αυτά τα άτομα και ωστόσο να αμείβουμε τα χαρίσματά τους με την πιο πλούσια γενναιοδωρία. Ωστόσο, όταν κάνουμε το ένα, πρέπει υποχρεωτικά να κάνουμε και το άλλο. Αν ποτέ μεταβαλλόταν η κοινή γνώμη ή η προκατάληψη σε σχέση με αυτές τις ενασχολήσεις, οι χρηματικές τους αμοιβές θα μειώνονταν γρήγορα. θα επιδίδονταν σε αυτές περισσότεροι άνθρωποι και πολύ γρήγορα ο ανταγωνισμός θα μείωνε την τιμή της εργασίας τους. Τα χαρίσματα αυτά, αν και απέχουν πολύ από το να είναι συνηθισμένα, δεν είναι καθόλου τόσο σπάνια όσο πιστεύεται. Πολλοί άνθρωποι τα διαθέτουν σε υψηλό βαθμό, αλλά ντρέπονται να τα χρησιμοποιήσουν. Και πολλοί περισσότεροι θα ήταν σε θέση να τα αποκτήσουν, αν θα έχαιραν μεγαλύτερης υπόληψης.
Η υπέρμετρη έπαρση που έχει η πλειονότητα των ανθρώπων σχετικά με τις ικανότητές τους είναι ένα πανάρχαιο ελάττωμα, που είχαν επισημάνει οι φιλόσοφοι και οι ηθικοδιδάσκαλοι όλων των εποχών. Η αυθαίρετη παραδοχή του δεδομένου της καλής τους τύχης έχει προσεχθεί λιγότερο. Ωστόσο, π παραδοχή αυτή είναι, αν αυτό είναι δυνατόν, ακόμα καθολικότερο. Δεν υπάρχει άνθρωπος, σε περίοδο ανεκτής υγείας και διάθεσης, που να μην τη συμμερίζεται σε κάποιο βαθμό. Όλοι οι άνθρωποι, λίγο ως πολύ, υπερεκτιμούν τις πιθανότητες επιτυχίας τους, ενώ οι περισσότεροι υποτιμούν τις πιθανότητες αποτυχίας και σχεδόν κανείς απ’ όσους έχουν μια ανεκτή υγεία και διάθεση δεν τις αξιολογεί πάνω από το πραγματικό τους μέγεθος.
Το ότι υπερεκτιμούνται οι πιθανότητες κέρδους μπορούμε να το συμπεράνουμε από την παγκόσμια επιτυχία των λαχνών. Ο κόσμος δεν γνώρισε ποτέ, ούτε πρόκειται να γνωρίσει έναν απόλυτα δίκαιο λαχνό, ένα λαχνό όπου τα συνολικά κέρδη αντισταθμίζονται από τις συνολικές ζημιές, διότι ο ανάδοχός του δεν θα κέρδιζε τίποτα απ’ αυτόν. Τα δελτία των κρατικών λαχνών στην πραγματικότητα δεν αξίζουν την τιμή που πληρώνεται γι’ αυτά από τους αρχικά εγγεγραμμένους, ωστόσο πωλούνται συνήθως στην αγορά σε τιμές αυξημένες κατά 20%, 30%, μερικές φορές ακόμα και 40%. Μοναδική αιτία αυτής της ζήτησης είναι η απατηλή ελπίδα της απόκτησης κάποιου από τα μεγάλα βραβεία. Ακόμα και οι πιο νηφάλιοι άνθρωποι σπανίως αντιμετωπίζουν ως παραλογισμό την ιδέα τού να πληρώνει κάποιος ένα μικρό ποσό για την πιθανότητα να κερδίσει δέκα ή είκοσι χιλιάδες λίρες, παρότι γνωρίζουν ότι ακόμα και αυτό το μικρό ποσό είναι ίσως 20% ή 30% μεγαλύτερο από το μέγεθος αυτής της πιθανότητας. Για ένα λαχνό, του οποίου κανένα βραβείο δεν θα ξεπερνούσε τις 20 λίρες, ακόμα και αν από άλλες απόψεις προσέγγιζε πολύ περισσότερο το απόλυτα δίκαιο απ’ ό,τι οι κοινοί κρατικοί λαχνοί, δεν θα υπήρχε η ίδια ζήτηση δελτίων. Προκειμένου να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να κερδίσουν κάποια από τα μεγάλα βραβεία, μερικοί άνθρωποι αγοράζουν πολλά δελτία, ενώ κάποιοι άλλοι αγοράζουν μικρά μερίδια από έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό δελτίων. Ωστόσο, στα μαθηματικά δεν υπάρχει τίποτα πιο βέβαιο από το ότι όσο περισσότερα δελτία παίζει κανείς, τόσο πιθανότερο είναι να βγει χαμένος. Αποτολμήστε να αγοράσετε όλα τα δελτία ενός λαχνού και θα είστε σίγουρα χαμένος. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δελτίων σας, τόσο περισσότερο προσεγγίζετε αυτή τη βεβαιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου