Σχέση, σχετίζομαι ...έννοιες που αναφέρονται στην ομοιότητα, την αναφορά καθώς επίσης και την αλληλεξάρτηση που υπάρχει σε δύο η περισσότερα άτομα. Βασική αρχή, όπως όλοι γνωρίζουμε, οποιασδήποτε βιολογικής, ψυχολογικής ή κοινωνιολογικής μελέτης και έρευνας, θεωρείται η αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον. Το άτομο δεν μπορεί να μεγαλώσει και να επιβιώσει χωρίς αυτό.
Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να αναπνεύσουμε το οξυγόνο από τον αέρα που μας περιβάλλει, δεν μπορούμε να αναπτυχθούμε σωματικά εάν δεν καταναλώσουμε φαγητό, δεν θα μπορούσαμε επίσης να κάνουμε λόγο για την επικοινωνία μέσω της ανάπτυξης της γλώσσας χωρίς την παρουσία των ανθρώπων. Αυτά και αλλά πολλά παραδείγματα υποδηλώνουν την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στο άτομο & το περιβάλλον, ανάμεσα στο Εγώ & το Εσύ, στο Εγώ & του Άλλους.
Ο ψυχίατρος Otto Rank, ένας από τους πρώτους και αξιόλογους μαθητές του Φρόυντ πίστευε ότι η γέννηση θεωρείται το πρώιμο τραύμα για το βρέφος. Έτσι λοιπόν το μωρό έρχεται στον κόσμο, βιώνοντας μια απώλεια παράλληλα όμως υπάρχει έντονα και η ανάγκη για σύνδεση με το περιβάλλον.
Ο Martin Buber, ανθρωπιστής φιλόσοφος και βασικός υποστηρικτής της Gestalt υποστήριζε ότι σε όλους μας υπάρχει η έμφυτη ανάγκη για ένωση με τον κόσμο, μια ανάγκη που είναι αρχικά δοσμένη από την κοιλιά της μητέρας μας. Αυτή λοιπόν την ανάγκη το άτομο την αναζητά σε όλη την πορεία της ζωή του διότι χωρίς τη σύνδεση, την αλληλεπίδραση, το σχετίζεσθαι με το περιβάλλον δεν μπορεί να αναπτυχτεί.
Το μωρό περνώντας από την φάση συγχώνευσης με την μητέρα του, όπου δεν μπορεί να κατανοήσει σωματικά και ψυχολογικά τον εαυτό του ως μια ξεχωριστή οντότητα, στη συνέχεια αρχίζοντας σιγά- σιγά να συντονίζει τις αισθητηριακές κινήσεις και να ελέγχει την κινητική του συμπεριφορά μαθαίνει να αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός κόσμου έξω από αυτό και να αντιλαμβάνεται τα ατομικά του όρια π.χ. μέσα από το βλέμμα, το άγγιγμα της μητέρας του και την ανταπόκριση του σε αυτήν (ανταποδίδοντας το χαμόγελο, ακουμπώντας αντίστοιχα).
Στη συνέχεια από το 2ο έως το 6ο έτος της ζωή του, το παιδί μπαίνει σε μια διαδικασία να αυτονομηθεί, ασκώντας την βούληση του και προσπαθώντας να πάρει πρωτοβουλίες για τις δραστηριότητες του. Εάν λοιπόν σε αυτή την αναπτυξιακή φάση της ζωή του το περιβάλλον παρουσιάζει υπερπροστατευτική συμπεριφορά, με την έννοια ότι δεν ενισχύει την αυτονομία, δεν επιβραβεύει τα επιτεύγματα του αλλά αντιθέτως υπονομεύει κάθε κίνηση για διαφοροποίηση του, επικρίνει κάθε προσπάθεια για ενεργητική πρωτοβουλία του, τότε το παιδί νιώθει έντονα ντροπή, αμφιβολία για το εάν μπορεί να κατορθώσει πράγματα μόνο του και φυσικά αισθάνεται ένοχα για τις προσπάθειες του και μαθαίνει ότι δεν μπορεί να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις αλλά για οτιδήποτε επιδιώξει να κάνει θα πρέπει να έχει πάντα την επιβεβαίωση από το περιβάλλον του.
Έτσι λοιπόν το αίσθημα της ντροπής, της ενοχής και της αμφιβολίας συνοδεύει το άτομο και στην ενήλικη ζωή του, κατά την οποία σχετίζεται με τα άλλα άτομα, συνάπτοντας σχέσεις εξάρτησης.
Σχέσεις στις οποίες βρίσκεται μόνιμα σε κατάσταση συμβολής με τον απέναντι του. Συγκεκριμένα το άτομο δεν μπορεί να διακρίνει που τελειώνει το όριο και που αρχίζει το όριο του άλλου ατόμου, δεν μπορεί δηλαδή να αναγνωρίσει την διαφορετικότητα που τους ξεχωρίζει, αδυνατεί να πει "όχι" και θέλει να μην υπάρχει ποτέ διαφωνία μεταξύ τους. Άλλωστε για ένα άτομο που είναι σε συμβολή με το περιβάλλον του η διαφωνία φαντάζει στα μάτια του ως απειλή «εάν εκφράσω την άποψη μου ή το συναίσθημα μου ή την συμπεριφορά μου εάν δηλαδή διαφοροποιηθώ τότε θα με εγκαταλείψεις (επανάληψη του μοτίβου εξάρτησης που είχε ως παιδί, το παιδί θέλει να αυτονομηθεί όμως το περιβάλλον του επιβάλλει τις δικές του ανάγκες, συναισθήματα. Για να μπορέσει λοιπόν να επιβιώσει το παιδί και να διατηρήσει τη σύνδεση με τους γονείς μαθαίνει πάντα να καθοδηγείται από αυτούς). Άρα δεν δημιουργείται αληθινή σύνδεση με τους άλλους γιατί το άτομο δεν εκφράζει τις ανάγκες του, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες, τις απαιτήσεις των άλλων ανθρώπων υποβαθμίζοντας εντελώς τις δίκες τους ή μπορεί και να μην τις αναγνωρίζει καν.
Έτσι λοιπόν δεν μιλάμε για μια σχέση αυθεντική αλλά μια αυταπάτη καθώς το Εγώ είναι μικρό και το Εσύ είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ στη σχέση.
Είναι σημαντικό να διευκρινίσω πως και στις δυο περιπτώσεις το άτομο επιθυμεί κατά βάθος να ενωθεί με τον άλλο (όπως ανάφερα στην αρχή, η σύνδεση είναι έμφυτη ανάγκη όλων μας) αλλά φοβάται πως είτε θα απορριφθεί είτε δεν μπορεί να δεσμευτεί στη σχέση.
Mέσα σε μια σχέση είμαστε παρόντες και επιτρέπουμε στον εαυτό τους να επηρεαστούμε από την εμπειρία του άλλου, να συμπεριλάβουμε αυτή την εμπειρία μαζί με την δική μας, εννοώντας να κατανοήσουμε πως νιώθει, σκέπτεται ο άλλος όπως επίσης και πώς επιδρά αυτό σε εμάς, χωρίς να νιώσουμε μέσα σε αυτή τη συνθήκη ότι θα χάσουμε την αίσθηση του εαυτού μας ή αντίθετα να ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για την αίσθηση του εαυτού μας με το να θέλουμε να ασκήσουμε κριτική ή να επιβληθούμε.
Μια σχέση αναπτύσσεται όταν δυο άνθρωποι ο καθένας με την δική του ξεχωριστή προσωπική ιστορία, τις προσωπικές ανάγκες, αναγνωρίζουν και αποδέχονται τις μεταξύ τους διαφορές, πέρα από τα κοινά σημεία που τους συνδέουν. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από δύο μονολόγους.
Είναι δύο άνθρωποι εμπλεκόμενοι σε μια ουσιαστική ανταλλαγή που δεσμεύονται όχι μόνο ο καθένας να εκφράζει στον άλλο τον εαυτό του και να είναι δεκτικός στην έκφραση του άλλου. Σημαίνει κυρίως να επιτρέπει στο αποτέλεσμα να καθορίζεται από το ανάμεσα, να συν-δημιουργείται το Εμείς από το Εγώ- Εσύ αντί να ελέγχεται από κάποιον από τους δυο.
Το Εγώ δεν αναπτύσσεται χωρίς το Εσύ, ούτε το Εσύ χωρίς το Εγώ.
Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να αναπνεύσουμε το οξυγόνο από τον αέρα που μας περιβάλλει, δεν μπορούμε να αναπτυχθούμε σωματικά εάν δεν καταναλώσουμε φαγητό, δεν θα μπορούσαμε επίσης να κάνουμε λόγο για την επικοινωνία μέσω της ανάπτυξης της γλώσσας χωρίς την παρουσία των ανθρώπων. Αυτά και αλλά πολλά παραδείγματα υποδηλώνουν την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στο άτομο & το περιβάλλον, ανάμεσα στο Εγώ & το Εσύ, στο Εγώ & του Άλλους.
Η πρωταρχική συνάντηση μας στο περιβάλλον.
Από τη στιγμή της άφιξης του νεογέννητου βρέφους από το ζεστό, σκοτεινό, καταφύγιο της μήτρας σε μια ψυχρή, άπλετα φωτισμένη και εκκωφαντική αίθουσα του μαιευτηρίου, το βρέφος βιώνει την απώλεια, όπως και η μητέρα βέβαια, μέσω του φυσικού αποχωρισμού από την κοιλιά της και ταυτόχρονα την ίδια στιγμή μαθαίνει να επιβιώνει από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, αναπνέοντας οξυγόνο από αυτό.Ο ψυχίατρος Otto Rank, ένας από τους πρώτους και αξιόλογους μαθητές του Φρόυντ πίστευε ότι η γέννηση θεωρείται το πρώιμο τραύμα για το βρέφος. Έτσι λοιπόν το μωρό έρχεται στον κόσμο, βιώνοντας μια απώλεια παράλληλα όμως υπάρχει έντονα και η ανάγκη για σύνδεση με το περιβάλλον.
Ο Martin Buber, ανθρωπιστής φιλόσοφος και βασικός υποστηρικτής της Gestalt υποστήριζε ότι σε όλους μας υπάρχει η έμφυτη ανάγκη για ένωση με τον κόσμο, μια ανάγκη που είναι αρχικά δοσμένη από την κοιλιά της μητέρας μας. Αυτή λοιπόν την ανάγκη το άτομο την αναζητά σε όλη την πορεία της ζωή του διότι χωρίς τη σύνδεση, την αλληλεπίδραση, το σχετίζεσθαι με το περιβάλλον δεν μπορεί να αναπτυχτεί.
Ανάγκη για σύνδεση - Ανάγκη για εξατομίκευση.
Πως η παρουσία αναπτυξιακών κενών/ εμποδίων κατά τα πρώτα στάδια της ζωή μας επηρεάζει σημαντικά το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους στην ενήλικη ζωή μας.Το μωρό περνώντας από την φάση συγχώνευσης με την μητέρα του, όπου δεν μπορεί να κατανοήσει σωματικά και ψυχολογικά τον εαυτό του ως μια ξεχωριστή οντότητα, στη συνέχεια αρχίζοντας σιγά- σιγά να συντονίζει τις αισθητηριακές κινήσεις και να ελέγχει την κινητική του συμπεριφορά μαθαίνει να αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός κόσμου έξω από αυτό και να αντιλαμβάνεται τα ατομικά του όρια π.χ. μέσα από το βλέμμα, το άγγιγμα της μητέρας του και την ανταπόκριση του σε αυτήν (ανταποδίδοντας το χαμόγελο, ακουμπώντας αντίστοιχα).
Στη συνέχεια από το 2ο έως το 6ο έτος της ζωή του, το παιδί μπαίνει σε μια διαδικασία να αυτονομηθεί, ασκώντας την βούληση του και προσπαθώντας να πάρει πρωτοβουλίες για τις δραστηριότητες του. Εάν λοιπόν σε αυτή την αναπτυξιακή φάση της ζωή του το περιβάλλον παρουσιάζει υπερπροστατευτική συμπεριφορά, με την έννοια ότι δεν ενισχύει την αυτονομία, δεν επιβραβεύει τα επιτεύγματα του αλλά αντιθέτως υπονομεύει κάθε κίνηση για διαφοροποίηση του, επικρίνει κάθε προσπάθεια για ενεργητική πρωτοβουλία του, τότε το παιδί νιώθει έντονα ντροπή, αμφιβολία για το εάν μπορεί να κατορθώσει πράγματα μόνο του και φυσικά αισθάνεται ένοχα για τις προσπάθειες του και μαθαίνει ότι δεν μπορεί να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις αλλά για οτιδήποτε επιδιώξει να κάνει θα πρέπει να έχει πάντα την επιβεβαίωση από το περιβάλλον του.
Έτσι λοιπόν το αίσθημα της ντροπής, της ενοχής και της αμφιβολίας συνοδεύει το άτομο και στην ενήλικη ζωή του, κατά την οποία σχετίζεται με τα άλλα άτομα, συνάπτοντας σχέσεις εξάρτησης.
Σχέσεις στις οποίες βρίσκεται μόνιμα σε κατάσταση συμβολής με τον απέναντι του. Συγκεκριμένα το άτομο δεν μπορεί να διακρίνει που τελειώνει το όριο και που αρχίζει το όριο του άλλου ατόμου, δεν μπορεί δηλαδή να αναγνωρίσει την διαφορετικότητα που τους ξεχωρίζει, αδυνατεί να πει "όχι" και θέλει να μην υπάρχει ποτέ διαφωνία μεταξύ τους. Άλλωστε για ένα άτομο που είναι σε συμβολή με το περιβάλλον του η διαφωνία φαντάζει στα μάτια του ως απειλή «εάν εκφράσω την άποψη μου ή το συναίσθημα μου ή την συμπεριφορά μου εάν δηλαδή διαφοροποιηθώ τότε θα με εγκαταλείψεις (επανάληψη του μοτίβου εξάρτησης που είχε ως παιδί, το παιδί θέλει να αυτονομηθεί όμως το περιβάλλον του επιβάλλει τις δικές του ανάγκες, συναισθήματα. Για να μπορέσει λοιπόν να επιβιώσει το παιδί και να διατηρήσει τη σύνδεση με τους γονείς μαθαίνει πάντα να καθοδηγείται από αυτούς). Άρα δεν δημιουργείται αληθινή σύνδεση με τους άλλους γιατί το άτομο δεν εκφράζει τις ανάγκες του, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες, τις απαιτήσεις των άλλων ανθρώπων υποβαθμίζοντας εντελώς τις δίκες τους ή μπορεί και να μην τις αναγνωρίζει καν.
Έτσι λοιπόν δεν μιλάμε για μια σχέση αυθεντική αλλά μια αυταπάτη καθώς το Εγώ είναι μικρό και το Εσύ είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ στη σχέση.
Παράλληλα, στον αντίποδα της συμβολής, βρίσκεται ο εγωτισμός.Σε αυτή την περίπτωση το άτομο ως παιδί είχε καλλιεργήσει από το περιβάλλον του να είναι παρα πολύ αυτόνομο. Συνήθως οι γονείς σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζονται ψυχροί απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού και συχνά έχουν έντονη απαίτηση από αυτό να παίρνει αποφάσεις μόνο του και να πρέπει γνωρίζει να κάνει πράγματα που ωστόσο δεν ανταποκρίνονται στην ηλικία του. Έτσι λοιπόν ως ενήλικας θεωρεί ότι μπορεί να καλύψει μόνος του τις ανάγκες του και ενδιαφέρεται κυρίως για αυτές μη αναγνωρίζοντας τις ανάγκες των άλλων. Σε αυτή την σχέση το Εγώ είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ και το Εσύ μικρό.
Ο εγωτισμός αποτελεί και αυτός έναν μηχανισμός άμυνας ή εμπόδιο στην επαφή.
Είναι σημαντικό να διευκρινίσω πως και στις δυο περιπτώσεις το άτομο επιθυμεί κατά βάθος να ενωθεί με τον άλλο (όπως ανάφερα στην αρχή, η σύνδεση είναι έμφυτη ανάγκη όλων μας) αλλά φοβάται πως είτε θα απορριφθεί είτε δεν μπορεί να δεσμευτεί στη σχέση.
Συν-δημιουργώντας μέσα στην σχέση
Ο Martin Βuber, μιλώντας για την σχέση υποστήριξε πως για να υπάρξει «αυθεντικός διάλογος» μέσα στην θεραπευτική σχέση, χρειάζεται να είναι παρόντα, κάποια συγκεκριμένα στοιχεία: παρουσία, αυθεντική και ανεπιφύλακτη επικοινωνία, συμπερίληψη, και επιβεβαίωση. Όλα αυτά τα στοιχεία ωστόσο δεν περιορίζονται μόνο στο δωμάτιο της ψυχοθεραπείας αλλά είναι απαραίτητα σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις είτε αυτές είναι φιλικές, είτε είναι ερωτικές, είτε αφορά τη σχέση γονέα- παιδιού κ.α.Mέσα σε μια σχέση είμαστε παρόντες και επιτρέπουμε στον εαυτό τους να επηρεαστούμε από την εμπειρία του άλλου, να συμπεριλάβουμε αυτή την εμπειρία μαζί με την δική μας, εννοώντας να κατανοήσουμε πως νιώθει, σκέπτεται ο άλλος όπως επίσης και πώς επιδρά αυτό σε εμάς, χωρίς να νιώσουμε μέσα σε αυτή τη συνθήκη ότι θα χάσουμε την αίσθηση του εαυτού μας ή αντίθετα να ενδιαφερόμαστε αποκλειστικά για την αίσθηση του εαυτού μας με το να θέλουμε να ασκήσουμε κριτική ή να επιβληθούμε.
Μια σχέση αναπτύσσεται όταν δυο άνθρωποι ο καθένας με την δική του ξεχωριστή προσωπική ιστορία, τις προσωπικές ανάγκες, αναγνωρίζουν και αποδέχονται τις μεταξύ τους διαφορές, πέρα από τα κοινά σημεία που τους συνδέουν. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από δύο μονολόγους.
Είναι δύο άνθρωποι εμπλεκόμενοι σε μια ουσιαστική ανταλλαγή που δεσμεύονται όχι μόνο ο καθένας να εκφράζει στον άλλο τον εαυτό του και να είναι δεκτικός στην έκφραση του άλλου. Σημαίνει κυρίως να επιτρέπει στο αποτέλεσμα να καθορίζεται από το ανάμεσα, να συν-δημιουργείται το Εμείς από το Εγώ- Εσύ αντί να ελέγχεται από κάποιον από τους δυο.
Το Εγώ δεν αναπτύσσεται χωρίς το Εσύ, ούτε το Εσύ χωρίς το Εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου