Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Σ. Μπωντλαίρ: Τα Ανθη του Κακού

Τo βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε για τις γυναίκες μου, τις κόρες μου ή τις αδελφές μου· δεν γράφτηκε όμως ούτε και για τις γυναίκες, τις κόρες ή τις αδελφές του πλησίον μου. Αφήνω αυτή την ενασχόληση σε όσους έχουν λόγους να συγχέουν τις καλές πράξεις με την καλλιέπεια.

Ξέρω ότι ο παθιασμένος εραστής του ωραίου ύφους είναι εκτεθειμένος στο μίσος του πλήθους. Κανένας όμως ανθρώπινος σεβασμός, καμιά ψευτο-αιδημοσύνη, κανενός είδους σύμπραξη εναντίον μου, κανένα οικουμενικό δημοψήφισμα δεν θα με αναγκάσουν να μιλήσω την απαράμιλλη διάλεκτο αυτού του αιώνα, αλλά ούτε και να αναμείξω το μελάνι με την αρετή.

Ένδοξοι ποιητές έχουν ήδη καταλάβει, εδώ και καιρό, τους πιο ανθηρούς τόπους της Ποίησης. Από την πλευρά μου, θεώρησα ότι θα ήταν ευάρεστο -και μάλιστα, όσο πιο δύσκολο, τόσο πιο ευχάριστο- να συλλέξω το Ωραίο που ενυπάρχει στο Κακό. Το βιβλίο αυτό, κατά βάσιν άχρηστο και απολύτως αθώο, γράφτηκε αποκλειστικά και μόνο για να με διασκεδάσει και να ασκήσει το πάθος μου για τους σκοπέλους.

Κάποιοι μου είπαν ότι τα ποιήματα αυτά θα μπορούσαν να κάνουν κακό· δεν χάρηκα γι’ αυτό. Άλλοι, καλόψυχοι, ότι θα μπορούσαν να κάνουν καλό· κι αυτό δεν με λύπησε. Την ίδια κατάπληξη μου προξένησαν ο φόβος των πρώτων και η ελπίδα των δεύτερων, μου απέδειξαν όμως γι’ άλλη μια φορά -κι αυτή ήταν η μοναδική τους χρησιμότητα- ότι ο αιώνας αυτός έχει ξεμάθει τις κλασικές έννοιες που έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία.

Παρά την υποστήριξη που παρείχαν μερικοί επιφανείς σοφολογιότατοι στην φυσική βλακεία του ανθρώπου, δεν θα πίστευα ποτέ ότι η πατρίδα μας θα μπορούσε να βαδίζει με τέτοια ταχύτητα την οδό της προόδου. Αυτός ο κόσμος έχει περιβληθεί με τόσο λίπος χυδαιότητας, που προσδίδει στην περιφρόνηση προς τον πνευματικό άνθρωπο την βιαιότητα ενός πάθους.

Υπάρχουν όμως και κάτι ευτυχισμένα τσόφλια, που δεν τα διαπερνά ούτε δηλητήριο.

Στην αρχή, είχα την πρόθεση ν’ απαντήσω στις πολυάριθμες κριτικές, και ταυτόχρονα, να εξηγήσω μερικά απλούστατα ζητήματα, που τα έχει συσκοτίσει πλήρως το φως των ημερών μας: τι είναι Ποίηση· ποιος είν’ ο σκοπός της· πώς διακρίνονται το Καλό από το Ωραίο· για το Ωραίο που ενυπάρχει στο Κακό· για το ότι ο ρυθμός και η ρίμα καλύπτουν τις προ αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου για μονοτονία, συμμετρία και έκπληξη· για την προσαρμογή του ύφους στο θέμα· για την ματαιοδοξία και τους κινδύνους της έμπνευσης κ.λπ. κ.λπ.

Είχα όμως σήμερα την απρονοησία να διαβάσω κάτι δημόσιες φυλλάδες· αίφνης, μια ραθυμία, πιέσεως είκοσι ατμοσφαιρών, με πλάκωσε, κι έμεινα άπρακτος μπροστά στην τρομαχτική αχρηστότητα του να εξηγήσεις ό,τι και να ’ναι σ’ όποιον να ’ναι. Όσοι γνωρίζουν, με μαντεύουν· γι’ αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν, θα στοίβαζα ατελέσφορα εξηγήσει.

Σαρλ Μπωντλαίρ

Ανταποκρίσεις (Correspondances)
Η φύση είναι ένας ναός, όπου κίονες ζωντανοί
αφήνουν κάποτε συγκεχυμένα λόγια ν’ ακουστούν·
ο άνθρωπος μέσα από συμβόλων δάση περνάει εκεί
που με οικείο βλέμμα τον κοιτούν.
Σαν τις μακριές ηχούς που από πέρα συγκερνιούνται
μέσα σε σκοτεινή, βαθιά ενότητα
πλατιά, όπως η νύχτα κι όπως η καθαρότητα,
τα αρώματα, τα χρώματα κι οι ήχοι ανταπαντιούνται.
Υπάρχουν αρώματα φρέσκα σαν τη σάρκα στα παιδιά,
γλυκά όπως οι βαρύαυλοι, πράσινα όπως οι αγροί
και άλλα νοθεμένα, πλούσια και θριαμβικά,
που έχουν των ατέλειωτων πραγμάτων την ορμή,
όπως του κεχριμπαριού, του μόσχου, του μοσχολίβανου, του λιβανιού,
που τραγουδάνε τις εξάρσεις των αισθήσεων και του νου.

Οι μεταμορφώσεις της λάμιας (Les métamorphoses du vampire)
Όμως αυτή που είχε μια φράουλα για στόμα
σα φίδι πάνω στη φωτιά γύρναε το σώμα
και τους μαστούς μαλάζοντας μες στον κορσέ της
τις λέξεις πρόφερε τις μοσχοβολιστές της:
-«Τα χείλη μου είν’ υγρά, ξέρω την επιστήμη
στην κλίνη τη βαθιά να σβήνω κάθε μνήμη.
Στο θρίαμβο του κόρφου μου δάκρυα στεγνώνω
και τα γερόντια σε παιδιά μεταμορφώνω.
Γι’ αυτόν που με κοιτά γυμνή έχω τη χάρη
να γίνω άστρο, ουρανός, ήλιος, φεγγάρι!
Είσαι σοφός, μα εγώ όποιον μέσα μου κι αν κλείσω,
κάθε ανείπωτη ηδονή θα του χαρίσω,
κι όταν δαγκώνουνε τα στήθη μου τα ωραία,
άσεμνη εγώ και ντροπαλή, δειλή, γενναία,
πάνω στο στρώμα μου, που από λαγνεία στενάζει,
στρατιές αγγέλων το κορμί μου αυτό κολάζει!»
Όταν μου ήπιε το μεδούλι απ’ τα οστά μου,
και γέρνω όλος πόθο, μες στον έρωτά μου,
να τη φιλήσω με λατρεία -βλέπω ένα
σακί γεμάτο κόκαλα, πύο και βλέννα!
Κλείνω τα μάτια μου στην παγωνιά του τρόμου
κι όταν στο φως τ’ ανοίγω έχω στο πλευρό μου,
αντί γι’ αυτή την κούκλα τη δυναμωμένη
που νόμιζες πως με αίμα ήταν χορτασμένη,
τα άθλια απομεινάρια σκελετού που τρέμαν
και σαν του ανεμοδείχτη την κραυγή εκλαίγαν
ή σαν ταμπέλα σε δοκάρι κρεμασμένη
που η καταιγίδα του χειμώνα ανεμοδέρνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου