Η κινηματική Φύση της Βυζαντινής Σκέψης
Υπό τον όρο Βυζαντινή Φιλοσοφία συνήθως καταλαβαίνει κανείς εκείνον τον φιλοσοφικής υφής στοχασμό που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο ως θεραπαινίδα της θεολογίας. Και τούτο μέσα σε ένα γενικότερο πνεύμα που θεωρεί τη μεσαιωνική σκέψη της Δύσης ως μια τέτοια θεραπαινίδα της θεολογίας. Είναι αλήθεια πως η εν λόγω φιλοσοφία, όπως και η συνολική μεσαιωνική φιλοσοφία, δεν στάθηκε στο ιστορικό προσκήνιο ερήμην της θεολογικής σκέψης, που αυτούς τους χρόνους έπαιζε έναν κυρίαρχο ρόλο: απηχούσε το πνεύμα της εποχής. Ωστόσο, ο όρος Βυζαντινή Φιλοσοφία παραπέμπει σε κάτι πιο φιλοσοφικό, με σχετική αυτονομία από τη θεολογία, και θεμελιωδώς σημαντικό ή αναγκαίο για την περαιτέρω ιστορική ανάπτυξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Κατ’ αρχήν, ιστορικά ιδωμένη, η θεωρητική φιλοσοφική δημιουργία στο Βυζάντιο μπορεί να χαρακτηριστεί ως η μεσαιωνική περίοδος της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για εκείνη την περίοδο, όπου βρίσκονται σε παράλληλη ή και ορισμένως σε αλληλονοηματοδοτούμενη ανάπτυξη η ύστατη φάση της Αρχαίας φιλοσοφίας και η Πατερική θεολογία.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η Βυζαντινή φιλοσοφία καλλιεργεί έναν στοχασμό κριτικής-Λογικής αυτοσυνείδησης σε σχέση πάντοτε με την ιστορικά-Λογικά πραγματωμένη ως τότε αρχαία φιλοσοφική σκέψη. Βέβαια, η θεματική αυτού του στοχασμού κινείται σε μια περιοχή, σχετιζόμενη με τη Θεολογία: θέματα, ας πούμε, είναι ο θεός στις πολλαπλές του ερωτηματικές-σημασιακές σχέσεις, όπως το ερώτημα για την προσωπική του ύπαρξη, για το κατά πόσο είναι η ύψιστη αρχή της ύπαρξης και της ουσίας, για την περατότητα και την απειρότητα κ.α. Η αυθεντικότητα όμως και η πρωτοτυπία του εν λόγω φιλοσοφικού στοχασμού έναντι της Θεολογίας έγκειται κυρίως στην επιστημονική του εκδίπλωση: ακολούθησε τη δική του Λογική, γνωσιοθεωρητική μέθοδο ή μεθόδευση (Verfahren), την οποία η Θεολογία δεν διέθετε με κανένα τρόπο και σε κανένα σημείο. Μέσα από μια τέτοια μεθοδολογική πορεία αναδύθηκαν θεμελιώδη πνευματικά στοιχεία ή φαινόμενα της οντο-λογικής αγωνίας του ανθρώπου, όπως ο ανθρωπισμός, ο δια-φωτισμός κ.λπ., τα οποία συνιστούσαν σπέρματα ή στοιχειακές ενοράσεις για ό,τι έμελλε να μας προσφέρει το μετέπειτα συμπαντικό πνευματικό κίνημα της Δύσης.
Οι διάφοροι Λόγιοι, που εντάσσονται στη χορεία των Βυζαντινών φιλοσόφων, πέραν των φιλοσοφικών εγχειριδίων, έχουν αφήσει σημαντικό ερμηνευτικό, σχολιαστικό έργο επί κειμένων της κλασσικής φιλοσοφίας των Ελλήνων, όπως του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Αυτή η συμβολή είναι μοναδική στο είδος της –και τότε αλλά και διαχρονικά– γιατί η αληθινή φιλοσοφία διέρχεται πρωτίστως μέσα από τη βαθιά και συγκεκριμένη κατανόηση των φιλοσοφικών πηγών της ανθρώπινης σκέψης και όχι από ένα παραφραστικό πλησίασμά τους. Το τελευταίο συμβαίνει, σχεδόν κατά κόρον, στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα: εντός κυρίως των «μορφωτικών» μας ιδρυμάτων, αλλά και ορισμένως εκτός, συμβαίνει ο καθηγητεύων να μην γνωρίζει ούτε τι χρώμα έχει το εξώφυλλο από το ένα ή το άλλο έργο ενός αρχαίου φιλοσόφου ή ενός Χέγκελ, Νίτσε, Χάιντεγκερ, Μαρξ κ.λπ. και όμως να αποφαίνεται με «μεγάλη κατάνυξη» για την πεμπτουσία της σκέψης τους. Να γιατί η πιο πάνω συμβολή των φιλοσόφων–στοχαστών του Βυζαντίου αποτέλεσε μια σαφώς οριοθετημένη περιοχή, μια εύκρατη ζώνη, εντός της οποίας κατόρθωσε να αναπτυχθεί η μεσαιωνική φάση της δυτικής σκέψης.
Χωρίς τον πολυσχιδή φιλοσοφικό μόχθο του Βυζαντίου δεν θα γινόταν δεόντως αισθητός σήμερα ο ζωτικός πλούτος των φιλοσοφικών κειμένων της αρχαίας φιλοσοφίας. Η φυσική συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού στοχασμού –συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής γλώσσας ως έκφρασης και σκέψης– συνέβη στο Βυζάντιο και όχι στη Λατινική Δύση. Ακόμη και το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα το 529 από τον Ιουστινιανό δεν μπόρεσε να ανακόψει την κινηματική πορεία της ελληνικής σκέψης και ενός αντίστοιχου Λόγου. Αυτός ακριβώς ο κινηματικός χαρακτήρας του Λόγου επέτρεψε στον Χριστιανισμό να αναζητήσει μέσα στον συγκεκριμένο Λόγο και δι’ αυτού τη δική του αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία. Αυτός ο βυζαντινός Χριστιανισμός αποτέλεσε την αφετηρία, κυριολεκτικά το γλυκοχάραμα, για τον δυτικό Χριστιανισμό και τις περαιτέρω μετεξελίξεις του. Το εννοιολογικό οπλοστάσιο του Χριστιανισμού, όπως π.χ. άγιο Πνεύμα, θεία ουσία ή υπόσταση κ.λπ., ανάγει τις ρίζες του ή τις θεωρητικές του επανερμηνείες, σε γενικές γραμμές, στον παραπάνω φιλοσοφικό στοχασμό ή μέσω αυτού του Βυζαντινού στοχασμού στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να συνοψίσει πως η Βυζαντινή Φιλοσοφία νομιμοποιεί την παρουσία της μέσα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως εκείνη τη μορφή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, που ανταποκρινόταν στο πνεύμα της εποχής, όπως ετούτη η εποχή εκφράστηκε πολιτικά–κρατικά με το μόρφωμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Υπό τον όρο Βυζαντινή Φιλοσοφία συνήθως καταλαβαίνει κανείς εκείνον τον φιλοσοφικής υφής στοχασμό που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο ως θεραπαινίδα της θεολογίας. Και τούτο μέσα σε ένα γενικότερο πνεύμα που θεωρεί τη μεσαιωνική σκέψη της Δύσης ως μια τέτοια θεραπαινίδα της θεολογίας. Είναι αλήθεια πως η εν λόγω φιλοσοφία, όπως και η συνολική μεσαιωνική φιλοσοφία, δεν στάθηκε στο ιστορικό προσκήνιο ερήμην της θεολογικής σκέψης, που αυτούς τους χρόνους έπαιζε έναν κυρίαρχο ρόλο: απηχούσε το πνεύμα της εποχής. Ωστόσο, ο όρος Βυζαντινή Φιλοσοφία παραπέμπει σε κάτι πιο φιλοσοφικό, με σχετική αυτονομία από τη θεολογία, και θεμελιωδώς σημαντικό ή αναγκαίο για την περαιτέρω ιστορική ανάπτυξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Κατ’ αρχήν, ιστορικά ιδωμένη, η θεωρητική φιλοσοφική δημιουργία στο Βυζάντιο μπορεί να χαρακτηριστεί ως η μεσαιωνική περίοδος της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για εκείνη την περίοδο, όπου βρίσκονται σε παράλληλη ή και ορισμένως σε αλληλονοηματοδοτούμενη ανάπτυξη η ύστατη φάση της Αρχαίας φιλοσοφίας και η Πατερική θεολογία.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η Βυζαντινή φιλοσοφία καλλιεργεί έναν στοχασμό κριτικής-Λογικής αυτοσυνείδησης σε σχέση πάντοτε με την ιστορικά-Λογικά πραγματωμένη ως τότε αρχαία φιλοσοφική σκέψη. Βέβαια, η θεματική αυτού του στοχασμού κινείται σε μια περιοχή, σχετιζόμενη με τη Θεολογία: θέματα, ας πούμε, είναι ο θεός στις πολλαπλές του ερωτηματικές-σημασιακές σχέσεις, όπως το ερώτημα για την προσωπική του ύπαρξη, για το κατά πόσο είναι η ύψιστη αρχή της ύπαρξης και της ουσίας, για την περατότητα και την απειρότητα κ.α. Η αυθεντικότητα όμως και η πρωτοτυπία του εν λόγω φιλοσοφικού στοχασμού έναντι της Θεολογίας έγκειται κυρίως στην επιστημονική του εκδίπλωση: ακολούθησε τη δική του Λογική, γνωσιοθεωρητική μέθοδο ή μεθόδευση (Verfahren), την οποία η Θεολογία δεν διέθετε με κανένα τρόπο και σε κανένα σημείο. Μέσα από μια τέτοια μεθοδολογική πορεία αναδύθηκαν θεμελιώδη πνευματικά στοιχεία ή φαινόμενα της οντο-λογικής αγωνίας του ανθρώπου, όπως ο ανθρωπισμός, ο δια-φωτισμός κ.λπ., τα οποία συνιστούσαν σπέρματα ή στοιχειακές ενοράσεις για ό,τι έμελλε να μας προσφέρει το μετέπειτα συμπαντικό πνευματικό κίνημα της Δύσης.
Οι διάφοροι Λόγιοι, που εντάσσονται στη χορεία των Βυζαντινών φιλοσόφων, πέραν των φιλοσοφικών εγχειριδίων, έχουν αφήσει σημαντικό ερμηνευτικό, σχολιαστικό έργο επί κειμένων της κλασσικής φιλοσοφίας των Ελλήνων, όπως του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Αυτή η συμβολή είναι μοναδική στο είδος της –και τότε αλλά και διαχρονικά– γιατί η αληθινή φιλοσοφία διέρχεται πρωτίστως μέσα από τη βαθιά και συγκεκριμένη κατανόηση των φιλοσοφικών πηγών της ανθρώπινης σκέψης και όχι από ένα παραφραστικό πλησίασμά τους. Το τελευταίο συμβαίνει, σχεδόν κατά κόρον, στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα: εντός κυρίως των «μορφωτικών» μας ιδρυμάτων, αλλά και ορισμένως εκτός, συμβαίνει ο καθηγητεύων να μην γνωρίζει ούτε τι χρώμα έχει το εξώφυλλο από το ένα ή το άλλο έργο ενός αρχαίου φιλοσόφου ή ενός Χέγκελ, Νίτσε, Χάιντεγκερ, Μαρξ κ.λπ. και όμως να αποφαίνεται με «μεγάλη κατάνυξη» για την πεμπτουσία της σκέψης τους. Να γιατί η πιο πάνω συμβολή των φιλοσόφων–στοχαστών του Βυζαντίου αποτέλεσε μια σαφώς οριοθετημένη περιοχή, μια εύκρατη ζώνη, εντός της οποίας κατόρθωσε να αναπτυχθεί η μεσαιωνική φάση της δυτικής σκέψης.
Χωρίς τον πολυσχιδή φιλοσοφικό μόχθο του Βυζαντίου δεν θα γινόταν δεόντως αισθητός σήμερα ο ζωτικός πλούτος των φιλοσοφικών κειμένων της αρχαίας φιλοσοφίας. Η φυσική συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού στοχασμού –συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής γλώσσας ως έκφρασης και σκέψης– συνέβη στο Βυζάντιο και όχι στη Λατινική Δύση. Ακόμη και το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα το 529 από τον Ιουστινιανό δεν μπόρεσε να ανακόψει την κινηματική πορεία της ελληνικής σκέψης και ενός αντίστοιχου Λόγου. Αυτός ακριβώς ο κινηματικός χαρακτήρας του Λόγου επέτρεψε στον Χριστιανισμό να αναζητήσει μέσα στον συγκεκριμένο Λόγο και δι’ αυτού τη δική του αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία. Αυτός ο βυζαντινός Χριστιανισμός αποτέλεσε την αφετηρία, κυριολεκτικά το γλυκοχάραμα, για τον δυτικό Χριστιανισμό και τις περαιτέρω μετεξελίξεις του. Το εννοιολογικό οπλοστάσιο του Χριστιανισμού, όπως π.χ. άγιο Πνεύμα, θεία ουσία ή υπόσταση κ.λπ., ανάγει τις ρίζες του ή τις θεωρητικές του επανερμηνείες, σε γενικές γραμμές, στον παραπάνω φιλοσοφικό στοχασμό ή μέσω αυτού του Βυζαντινού στοχασμού στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να συνοψίσει πως η Βυζαντινή Φιλοσοφία νομιμοποιεί την παρουσία της μέσα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως εκείνη τη μορφή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, που ανταποκρινόταν στο πνεύμα της εποχής, όπως ετούτη η εποχή εκφράστηκε πολιτικά–κρατικά με το μόρφωμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου