Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Το Επίπεδο της Ιατρικής

Το επίπεδο της ιατρικής: Προβληματισμοί και Προοπτικές
H άσκηση της ιατρικής είχε κάποτε μιαν εντελώς διαφορετική θεώρηση και αντιμετώπιση. Η ιατρική πράξη άγγιζε τα όρια του θαύματος και ο γιατρός εξομοιώνετο με θαυματοποιό. Η άσκηση ιατρικής είχε την αίγλη κάποιας θεϊκής δύναμης. Ο γιατρός ήταν αδιαμφισβήτητα σεβαστό πρόσωπο και ο ασθενής του δινόταν με απόλυτη πίστη και απεριόριστη εμπιστοσύνη και δεν υπήρχε περίπτωση αμφισβήτησης, καχυποψίας ή αμφιβολίας για το έργο του, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Ακολουθεί μια σημαντική εξέλιξη της επιστήμης της ιατρικής αλλά φυσικά και όλων των άλλων και πολλά πράγματα άλλαξαν, τροποποιήθηκαν, βελτιώθηκαν, προσαρμόστηκαν και μερικά απροσάρμοστα καταργήθηκαν τελείως.

Mε την πάροδο των χρόνων η ιατρική πράξη βρέθηκε εκτεθειμένη στη νομική κρίση. Δεν είναι μόνο η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα των ασθενών που αφήνεται στα χέρια των γιατρών, αλλά και η ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια, η προσωπική ελευθερία, η ιδιωτική σφαίρα του απορρήτου. Tόνοι μελάνης σπαταλήθηκαν για τη γραφή άρθρων και μελετών σχετικά με το ιατρικό σφάλμα, την ιατρική αμέλεια, τη διαφώτιση, τη συναίνεση του ασθενούς, την τήρηση ιατρικών αρχείων, το ιατρικό απόρρητο και οτιδήποτε άλλο διέπει και χαρακτηρίζει την ιατρική πράξη και τη σχέση γιατρού – ασθενή.

Oι γιατροί πλέον δεν αποφασίζουν μόνοι. Στην ιερή σχέση τους με τον ασθενή επεμβαίνουν πια και άλλοι παράγοντες. Επιτελέστηκε και ορθώς μέχρις ενός σημείου, μια μετακίνηση του κέντρου βάρους των ιατρικών αποφάσεων και σε επιτροπές ηθικής και δεοντολογίας.

Aπό την αρχική ουσιαστικά ιατρική ασυλία των περασμένων αιώνων, περάσαμε αφύσικα και απότομα στην υπερβολή και στο αντίθετο άκρο. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούμε αχρείαστες διώξεις κατά των γιατρών, με αποκορύφωμα τα μέσα της δεκαετίας του 70 στις H.Π.A. H αναντίλεκτη διαπίστωση τελικά ήταν ότι αυτές οι διώξεις ελάχιστη συμβολή είχαν στη βελτίωση του επιπέδου της ιατρικής περίθαλψης και την αποφυγή ιατρικών σφαλμάτων. Διαπιστώθηκε ότι αυτή η πρακτική επιβάρυνε το όλο σύστημα περίθαλψης και φυσικά τους ίδιους τους ασθενείς με την άσκηση αμυντικής ιατρικής.

ΤΟ «ΠΑΙΧΝΙΔΙ» ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΩΣ ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ
H ιατρική και η νομική επιστήμη όχι μόνο δεν ταυτίζονται,αλλά βρίσκονται στον αντίποδα της εννοιολογικής θεώρησης και της εκτίμησης της ιατρικής συμπεριφοράς και πράξης. Ότι ο νομικός θεωρεί επιβεβλημένο (λ.χ. “ώφειλε ή ηδύνατο” με την καθαρεύουσα που έχουν γαλουχηθεί γενιές νομικών) για το γιατρό είναι μέρος ενός συστήματος πιθανοτήτων. Tόσες οι πιθανότητες επιτυχίας της διάγνωσης ή της θεραπευτικής μεθόδου, τόσες πιθανότητες οι των παρενεργειών, των αλληλεπιδράσεων, τόσες οι πιθανότητες της επιτυχίας σε μια χειρουργική επέμβαση. Τόσες οι πιθανότητες της επιβίωσης κοκ. O νομικός στηρίζει το οικοδόμημα σκέψης του όσον αφορά το αποτέλεσμα ή το αναμενόμενο της ιατρικής πράξης στο άμεσο, στο έμμεσο και στο ενδεχόμενο.

Η προσέγγιση του είναι πολλές φορές νομικίστικη και ενίοτε νομική και ως εκ τούτου σχεδόν πάντοτε ψυχρολογική, άτεγκτη και αμείλικτη. O γιατρός έχει διαφορετική αντίληψη, διαφορετική νοοτροπία και διαφορετικό τρόπο σκέψης, διαφορετική θεώρηση και ως εκ τούτου βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και κάτω από άλλο φακό. Στηρίζεται σε στατιστικές και σε πιθανότητες.Έτσι το «παιχνίδι» παίζεται ως ρωσική ρουλέτα. Χονδροειδή ενδεχομένως σφάλματα καταπίνονται στους διαδρόμους των χειρουργείων ή και τα σκεπάζει η γη, κατά το γνωστό ανά τους αιώνες λογοπαίγνιο, αλλά υπάρχει και ο αντίποδας. Ο γιατρός που εμπλέκεται σε κυκεώνες νομικών διαδικασιών για μια συμπεριφορά που ήταν καθ΄όλα ιατρικά ορθή, αλλά το νομικό σύστημα υποπτεύεται πως δεν ήταν, για παράδειγμα μια πλανημένη διάγνωση.

Η ίδια η ζωή και η τριβή μας με την ιατρική, μας διδάσκει ότι η μη εμπλοκή των γιατρών σε περιπέτειες, ιδίως των πιο εκτεθειμένων, των πιο επεμβατικών ειδικοτήτων, είναι ζήτημα τύχης σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αντί του ευτελούς τιμήματος ενός χαρτοσήμου, κάθε ασθενής μπορεί να «προσφέρει» τη ψυχοφθόρα εμπειρία σε ένα γιατρό, να τον σέρνει σε δικαστήρια, ποινικά ή αστικά.

Κάθε φορά που βρίσκεται κανείς σε διαδρόμους κρατικών νοσοκομείων, ιδίως σε ώρες εφημερίας, δεν μπορεί να μην εξαγάγει την απογοητευτική διαπίστωση για όλους αυτούς που συνοδεύουν τους ασθενείς. Δεν έρχονται μόνο προς συμπαράσταση του ασθενούς, δεν έρχονται μόνο για να υποκαταστήσουν το συνήθως μη επαρκώς στελεχωμένο νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και για να ασκήσουν ψυχολογική πίεση στους γιατρούς. Είναι έτοιμοι να εκραγούν, να επιρρίψουν ευθύνες, να λογομαχήσουν, να βρίσουν, να επιτεθούν, ακόμη και να χειροδικήσουν.

Η συμπεριφορά τους είναι πολύ συχνά καθαρά επιθετική και δείχνουν έκδηλα ότι κατέχουν όλα τα μυστικά και τα απόκρυφα της ιατρικής επιστήμης και ως εκ τούτου δεν συζητούν, αλλά επιβάλουν. Δεν ακούνε αλλά μιλούνε. Είναι ασυμβίβαστοι και απόλυτα πεπεισμένοι ότι έχουν δίκαιο. Αναφέρομαι σε αυτή τη κατηγορία των πολιτών, γιατί θεωρώ ότι τις περισσότερες φορές είναι αυτοί που πυροδοτούν τις αγωγές κατά των γιατρών και δίνουν ως επαΐοντες και ειδικοί επί παντός επιστητού τις κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση αγωγής κατά των ιατρών.

Το τραγικό σε αυτές τις περιπτώσεις και αυτό οφείλουμε να το παραδεχθούμε, είναι ότι και ο ασθενής έχει πολλές φορές δίκιο, γιατί οι υπηρεσίες δεν είναι εκείνες τις οποίες αναμένει και που ένα πολιτισμένο ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας μπορεί και πρέπει να του προσφέρει στις παρυφές του 21ου αιώνα. Το ιατρικό αλλά και το υγειονομικό προσωπικό υφίσταται την ανεπάρκεια του συστήματος και συγχρόνως είναι το ευάλωτο μέρος, η συτζιά του μαύρου κατά την κυπριακή τοπολαλιά, όταν ο ασθενής ή οι οικείοι του θελήσουν να ασκήσουν δυναμικά τα πραγματικά ή εκείνα που θεωρούν ως πραγματικά δικαιώματά τους.

Τα τελευταία χρόνια με την αλματώδη εξέλιξη σε όλους τους τομείς της ζωής μας και κυρίως με τη ισχυροποίηση και διάδοση και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, κάθε πολίτης αντιλαμβάνεται ότι έχει μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του, που μπορεί να την ασκήσει όχι μόνο δια μέσου της δικαστικής αξίωσης της απαίτησής του, αλλά και δια μέσου της δυσφήμισης, δίκην μεσαιωνικής διαπόμπευσης. Μάλιστα δεν είναι υπερβολή, αν ισχυριστώ, ότι κάποια κανάλια χαμηλής ποιότητας και ήθους και κατά συνέπεια με ψηλή θεαματικότητα, συνέτειναν συνειδητά ή ασυνείδητα στην καλλιέργεια ενός απαράδεκτου κλίματος κατά των ιατρών.

O γιατρός που μόλις μερικές δεκαετίες πριν, περιβαλλόταν από τεράστιο κοινωνικό κύρος, εμφανίζεται πολλές φορές στην εύκολα διαμορφούμενη σήμερα κοινωνική συνείδηση, ως ο στυγνός εκμεταλλευτής της ανάγκης, του πόνου, απελπισίας και της απόγνωσης του απλού και απροστάτευτου ανθρώπου.

«Μεγαλογιατροί», «φακελάκια», «σφάλματα ιατρικά», «ιατρική αμέλεια», κοσμούν ως πηχυαίοι τίτλοι και ως πρώτα θέματα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Διεθνώς η ιατρική βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. Νέες μέθοδοι πειραματικής ή υποθετικής θεραπείας ανιάτων νοσημάτων, αλλά και νέες αμφισβητούμενες από ηθικής πλευράς επεμβάσεις πραγματοποιούνται και νέα φάρμακα με πιθανές παρενέργειες δοκιμάζονται.

Η ευθύνη του γιατρού δεν μπορεί να είναι ποτέ αντικειμενική στο βαθμό που είναι του εργολάβου ή του κατασκευαστή υλικών προϊόντων. Ο ασθενής δεν είναι οικοδομή, η οποία αν καταρρεύσει, κάποιος θα ευθύνεται απόλυτα ή σχεδόν απόλυτα. Ο εργολάβος, ο μηχανικός, ο αρχιτέκτονας, ο οικοδόμος κοκ.

Ο ασθενής δεν είναι δεν είναι προϊόν που αν είναι ελαττωματικό θα πρέπει να αντικατασταθεί και να αποκατασταθεί η ζημιά. O ασθενής είναι έμβιο ον και η κατάσταση της υγείας του δεν εξαρτάται αποκλειστικά και απόλυτα από το γιατρό. H εξομοίωση της ευθύνης του γιατρού με το μηχανικό θα σήμαινε ότι για κάθε επιβάρυνση της υγείας του ασθενούς, για κάθε θάνατο, υπόλογος, χωρίς άλλο, θα ήταν ο γιατρός. Αυτό βεβαίως θα είχε καταστροφικές συνέπειες στην άσκηση της ιατρικής. H ιατρική χρειάζεται γιατρούς που να έχουν δυνατότητα δράσης και όχι άβουλα φοβισμένα πιόνια, καλυπτόμενα με σαφή αμυντική τακτική πίσω από ατέρμονα αποτελέσματα μηχανημάτων.

Τελικά το ζητούμενο είναι να πετύχουμε να διαμορφώσουμε μια υγιή κοινωνική δομή με ευσυνείδητους κυβερνώντες και διοικούντες, που να διαθέτουν όραμα, εργατικότητα, αλτρουισμό, αυτοθυσία αξιοπρέπεια, ήθος και συνείδηση. Κυβερνώντες και διοικούντες που παίρνουν μια θέση πραγματικά για να προσφέρουν και όχι για να αποκατασταθούν κυρίως οικονομικά οι ίδιοι και μερικές συγγενικές γενεές μετά από αυτούς.

Και τούτο γιατί μια κοινωνία που νοσεί, μια αμοραλιστική κοινωνία, μια κοινωνία χωρίς αρχές, αξίες, ήθος, ιδανικά και όραμα, μια κοινωνία που θεοποιεί και προσκυνά το χρήμα και κάνει αυτοσκοπό τον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, δεν μπορεί να απαιτεί να έχει αξιοζήλευτο πολιτισμό, δεν μπορεί να απαιτεί να έχει ψηλού επιπέδου παιδεία και φυσικά δεν μπορεί να απαιτεί να έχει άψογους λειτουργούς υγείας και άριστου επιπέδου Γενικό Σχέδιο Υγείας.

Και το κερασάκι στην τούρτα …

Να σκοτώνεις την αρρώστια της πόλης
Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ’ όπου θ’αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα “Περί της Πρώτης Καταστάσεως”

»Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ’ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.

Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.

Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
 
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου