Eίναι καιρός να ανακαλύψουμε όλα εκείνα τα ζητήματα που απασχόλησαν τον σπουδαίο αυτόν τεχνίτη της τραγωδίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κεντρικό θέμα του έργου είναι μία σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πεποιθήσεις που απασχολούσαν τους πολίτες της Αθήνας εκείνον τον καιρό και σε κάποιο βαθμό μας απασχολούν έως σήμερα. Η μία είναι αυτή που εκφράζει πολύ καθαρά ο Ηράκλειτος: «Όλοι οι νόμοι των ανθρώπων τρέφονται από έναν, τον θεϊκό· γιατί αυτός κυβερνά όσο θέλει, είναι αρκετός για όλους και επιζεί των πάντων».
Στον αντίποδα βρίσκουμε η αντίληψη που εκφράστηκε από την μοντέρνα τάση του 5ου αιώνα, τους Σοφιστές, οι οποίοι κλόνισαν τις παραδοσιακές αξίες του ελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτή τη θέση «όποιοι νόμοι φαίνονται δίκαιοι και καλοί σε μία συγκεκριμένη πολιτεία είναι δίκαιοι και καλοί για αυτή την πολιτεία για όσο καιρό αυτή τους ασπάζεται. Αν όμως κάποτε αποδειχθούν καταπιεστικοί για τους πολίτες, ο σοφός άνδρας τους αντικαθιστά με άλλους που φαίνονται πιο ευεργετικοί.» Έτσι μας περιγράφει ο Πλάτων την άποψη του σοφιστή Πρωταγόρα. (Θεαίτητος, 167c)
Η Αντιγόνη φυσικά συμφωνεί με τον Ηράκλειτο: Οι νόμοι που έδωσαν οι θεοί στους ανθρώπους, είναι αναλλοίωτοι και ισχύουν σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία. Οτιδήποτε διαπράττει ο άνθρωπος κατά παράβαση αυτών των νόμων είναι λάθος, διαταράσσει την τάξη και ο παραβάτης δεν μένει ατιμώρητος. Η άλλη θέση είναι πως δεν υπάρχουν νόμοι που να είναι ευεργετικοί για όλους και για πάντα. «Σε όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος», έλεγε ο Πρωταγόρας, που σημαίνει πως ένας νόμος μπορεί να είναι καλός για κάποιον λαό και κακός για κάποιον άλλο. Αλλά και στον ίδιο λαό οι νόμοι πρέπει να αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις, ώστε να ωφελούν την πρόοδο. Αυτή την άποψη υποστηρίζει ο Κρέων, ο οποίος, όπως και οι σοφιστές, δεν αρνείται πως οι θεοί έδωσαν αρχικά τους νόμους στους ανθρώπους και τους διαφοροποίησαν έτσι από τα ζώα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο σοφός ηγέτης δεν πρέπει να προνοεί για την προσαρμογή της νομοθεσίας όποτε αυτό χρειάζεται.
Στον αντίποδα βρίσκουμε η αντίληψη που εκφράστηκε από την μοντέρνα τάση του 5ου αιώνα, τους Σοφιστές, οι οποίοι κλόνισαν τις παραδοσιακές αξίες του ελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτή τη θέση «όποιοι νόμοι φαίνονται δίκαιοι και καλοί σε μία συγκεκριμένη πολιτεία είναι δίκαιοι και καλοί για αυτή την πολιτεία για όσο καιρό αυτή τους ασπάζεται. Αν όμως κάποτε αποδειχθούν καταπιεστικοί για τους πολίτες, ο σοφός άνδρας τους αντικαθιστά με άλλους που φαίνονται πιο ευεργετικοί.» Έτσι μας περιγράφει ο Πλάτων την άποψη του σοφιστή Πρωταγόρα. (Θεαίτητος, 167c)
Η Αντιγόνη φυσικά συμφωνεί με τον Ηράκλειτο: Οι νόμοι που έδωσαν οι θεοί στους ανθρώπους, είναι αναλλοίωτοι και ισχύουν σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία. Οτιδήποτε διαπράττει ο άνθρωπος κατά παράβαση αυτών των νόμων είναι λάθος, διαταράσσει την τάξη και ο παραβάτης δεν μένει ατιμώρητος. Η άλλη θέση είναι πως δεν υπάρχουν νόμοι που να είναι ευεργετικοί για όλους και για πάντα. «Σε όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος», έλεγε ο Πρωταγόρας, που σημαίνει πως ένας νόμος μπορεί να είναι καλός για κάποιον λαό και κακός για κάποιον άλλο. Αλλά και στον ίδιο λαό οι νόμοι πρέπει να αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις, ώστε να ωφελούν την πρόοδο. Αυτή την άποψη υποστηρίζει ο Κρέων, ο οποίος, όπως και οι σοφιστές, δεν αρνείται πως οι θεοί έδωσαν αρχικά τους νόμους στους ανθρώπους και τους διαφοροποίησαν έτσι από τα ζώα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο σοφός ηγέτης δεν πρέπει να προνοεί για την προσαρμογή της νομοθεσίας όποτε αυτό χρειάζεται.
Ο νόμος και η ηθική
«Διότι είναι περισσότερος ο χρόνος που θα πρέπει να αρέσω σε αυτούς του Κάτω Κόσμου παρά σε αυτούς εδώ. Εσύ, αν έτσι θέλεις, ατίμασε εκείνο που οι θεοί έχουν ορίσει έντιμο». Με αυτά τα λόγια αντέδρασε η Αντιγόνη, όταν η αδελφή της αρνήθηκε να συμπράξει και προσπάθησε να πείσει και την ίδια να μην παραβεί τον νόμο. Αργότερα, όταν συλλαμβάνεται την ώρα που επιχειρεί να θάψει τον αδελφό της και την ρωτά έκπληκτος ο Κρέων γιατί παρανόμησε, εκείνη του εξηγεί : «Δεν ήταν ο Μέγας Ζευς που έδωσε τέτοια εντολή, ούτε η Δίκη που ζει με τους θεούς του Κάτω Κόσμου όρισε τέτοιους νόμους. Ούτε και φαντάστηκα πως τόσο κύρος είχαν τα δικά σου διατάγματα, ώστε θνητός εσύ να υπερβείς τους αιώνιους και άγραφους νόμους των θεών. Γιατί οι νόμοι αυτοί υπάρχουν όχι τώρα και χτες μονάχα, αλλά αιώνια, κι ιδέα κανείς δεν είχε από πού προήλθαν. Αυτούς εγώ να παραβώ δεν σκόπευα, και από φόβο για το θέλημα οποιουδήποτε ανθρώπου στων θεών την εκδίκηση να εκτεθώ».
Μερικές δεκαετίες μετά την παράσταση της «Αντιγόνης» ένας αξιαγάπητος ηλικιωμένος φιλόσοφος θα κρατήσει την ίδια στάση όταν κατηγορείται από κάποιους συμπολίτες τους για ασέβεια. Ο Σωκράτης δήλωσε στους δικαστές του «εγώ θα υπακούσω στον θεό παρά σε εσάς» και δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την θανατική καταδίκη που του επέβαλε ο ανθρώπινος νόμος. Και το ίδιο επαναλαμβάνεται με τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος συνελήφθη επειδή κήρυττε τη νέα θρησκεία και επανέλαβε σχεδόν αυτολεξεί τα λόγια του Σωκράτη: «εμείς πειθαρχούμε στον θεό μάλλον, παρά σε ανθρώπους». Άλλος θεός, αλλά η ίδια αρχαία αντίληψη έχει επιβιώσει.
Παρά τις αλλαγές που έφερε η άποψη των σοφιστών για την ανωτερότητα του νόμου, η πίστη στην αιώνια θεϊκή τάξη παρέμεινε ισχυρή και επηρεάζει τη διαμόρφωση της ηθικής ως σήμερα. Μπορεί η θρησκεία να έχει χάσει το κύρος που απολάμβανε κάποτε στον δυτικό κόσμο, αλλά εξακολουθούμε να αναφερόμαστε σε έναν ανώτερο, άγραφο νόμο κάθε φορά που αξιολογούμε ηθικά τους συνανθρώπους μας και τις πράξεις τους. Όπως η Αντιγόνη, κι εμείς αξιολογούμε ηθικά τις αποφάσεις εκείνων που μας κυβερνούν και κάθε φορά που αναρωτιόμαστε αν το νόμιμο είναι και ηθικό, αναγνωρίζουμε πως πρόκειται για δύο διαφορετικούς κώδικες. Στην πραγματικότητα ελέγχουμε αν οι νόμοι που αποδεχτήκαμε να ρυθμίζουν τη ζωή μας ανταποκρίνονται στον έναν άγραφο ηθικό κώδικα που έφτασε ως εμάς από την εποχή της Αντιγόνης. Από τότε μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμε τους νόμους αυτούς που δεν έγραψε κανείς για να κρίνουμε τους νόμους που γράφουν οι νομοθέτες μας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Σοφιστές διαμόρφωσαν τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη με τις ρεαλιστικές τους εισηγήσεις, επάνω στις οποίες μπορούμε να βασίσουμε κάποιους ορθολογικούς κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο συνύπαρξής μας. Η μεγάλη συνεισφορά του Σοφοκλή ήταν η προειδοποίηση πως είναι αδύνατον να ελέγχουμε τα πάντα στη ζωή, όπου οι συνθήκες μεταβάλλονται συνεχώς. Χρειαζόμαστε κάτι αιώνιο και σταθερό ως κοινό σημείο αναφοράς.
«Θερμή καρδιά για πράγματα ψυχρά»
Νομίζω πως οι περισσότεροι θα λέγαμε σήμερα πως η Αντιγόνη τιμωρήθηκε πιο σκληρά, γιατί εκείνη έχασε τη ζωή της, ενώ ο Κρέων παρέμεινε ζωντανός. Ίσως μάλιστα να προτιμούσαμε να δούμε τον Κρέοντα νεκρό και την Αντιγόνη παντρεμένη με τον Αίμωνα και να βασιλεύουν ευτυχισμένοι στη Θήβα. Στην αρχαία Ελλάδα όμως, αυτή θα ήταν μία ακατανόητη επιλογή για φινάλε. Ένας καλός θάνατος με τιμή ήταν προτιμότερος από μία άθλια ζωή και αυτός ήταν ο λόγος που τόσο θαύμασε το αθηναϊκό κοινό την Αντιγόνη. Αντιθέτως, ένιωσε οίκτο για τον Κρέοντα, που έπρεπε να ζήσει μία ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, εγκαταλελειμμένος από θεούς και ανθρώπους.
Η Αντιγόνη ήταν αποφασισμένη να πεθάνει επειδή δεν υπήρχε τίποτα που να την κρατά στη ζωή. Ούτε η Ισμήνη, την οποία έχει ήδη κατατάξει ανάμεσα στους εχθρούς της επειδή δεν συμμερίζεται τις πεποιθήσεις της, ούτε ο Αίμων που την υπεραγαπά θέλει να την παντρευτεί και συμμερίζεται τις πεποιθήσεις της. Κανείς δεν ήταν αρκετά σημαντικός για να την κρατήσει στη ζωή. «Έχεις θερμή καρδιά για πράγματα ψυχρά» της λέει η Ισμήνη, δηλαδή «ενθουσιάζεσαι με πράγματα που αφορούν τον ψυχρό κόσμο τού θανάτου».
Η Αντιγόνη δεν διαφωνεί: «Κι αν πριν της ώρας μου πεθάνω, κέρδος το λέω. Διότι όποιος, σαν εμένα, μέσα σε τόσες συμφορές περνάει τη ζωή του, πώς κερδισμένος δεν θα βγει από τον θάνατό του;» Τόσο εξοικειωμένη είναι με την ιδέα του θανάτου της, που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί μήπως αυτοκτόνησε στη φυλακή της για να αποκλείσει κάθε περίπτωση σωτηρίας της. Ο Σοφοκλής σκοτώνει την ηρωίδα του για να διασώσει την αξιοπρέπειά της και να ενεργοποιήσει τα γεγονότα εκείνα που θα βυθίσουν τον υπερφίαλο Κρέοντα στην αναξιοπρέπεια.
Μεγάλα λόγια και μεγάλες αποφάσεις
Η Αντιγόνη πέθανε δυστυχισμένη, θύμα ενός υπερβολικού ανθρώπινου νόμου, αλλά πήγε εκεί που ήθελε εξαρχής να πάει: στους αγαπημένους της γονείς και στ’ αδέλφια της που είχαν πεθάνει, εκεί που θα ένιωθε την επιδοκιμασία των θεών. Έτσι πίστευε εκείνη, αλλά ακόμα κι αν πούμε πως απλώς έπαψε να υπάρχει, πάλι της συνέβη αυτό που ήθελε να της συμβεί. Ο Κρέων όμως καταδικάστηκε να ζήσει με τη δυστυχία του για πολλά χρόνια ακόμα. Τίποτα απ’ όσα ήθελε να πετύχει δεν πέτυχε. Συντετριμμένος που δεν πρόλαβε να σταματήσει το κακό, ντροπιασμένος στα μάτια του λαού του και εκτεθειμένος στην οργή των θεών (γιατί και αυτός πίστευε στους θεούς) θα ζήσει με τις συνέπειες της πράξης του. Ποιος από τους δύο είχε καλύτερη τύχη, είναι κάτι που μπορούμε να συζητάμε για πάντα.
Πάντως ο Σοφοκλής αφήνει την τελευταία σκηνή στον Κρέοντα που θρηνεί μετανιωμένος για την κατεστραμμένη του ζωή, ενώ ο χορός των γερόντων της Θήβας θα πει τα τελευταία λόγια: «Το πρώτο καλό της ευτυχίας είναι η φρόνηση. Δεν πρέπει ασέβεια να δείχνεις στα θεϊκά πράγματα. Τα μεγάλα λόγια με μεγάλες πληγές πληρώνουν οι αλαζόνες και μυαλό βάζουν στα γεράματα».
Φαίνεται πως ο Σοφοκλής παίρνει θέση υπέρ του άγραφου αιώνιου νόμου των θεών και στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στις νέες ιδέες των Σοφιστών. Ας μην βιαστούμε όμως να χαρακτηρίσουμε αυτόν ή την Αντιγόνη του ως οπισθοδρομικούς θρησκόληπτους. Ο οπισθοδρομικός σε αυτή την ιστορία είναι ο Κρέων, παρά τις ρεαλιστικές του αντιλήψεις που ταιριάζουν με την μόδα του Χρυσού Αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου