Για τα περισσότερα παιδιά μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών —για αρκετά μάλιστα και μέχρι την ηλικία των δέκα- το ζήτημα είναι σχεδόν αποκλειστικά να τα αγαπούν ή να τα αγαπούν για αυτό ακριβώς που είναι. Το παιδί, μέχρι αυτή την ηλικία, δεν αγαπά ακόμη- ανταποκρίνεται απλώς με ευγνωμοσύνη και χαρά στην αγάπη που τρέφουν για αυτό.
Αλλά σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης του παιδιού υπεισέρχεται στην εικόνα ένας νέος παράγοντας: το πρωτόγνωρο συναίσθημα του να δημιουργήσει αγάπη μέσα από τη δική του δραστηριότητα.
Για πρώτη φορά το παιδί σκέφτεται να προσφέρει κάτι στη μητέρα του (ή στον πατέρα του) ή να φτιάξει κάτι για να δώσει – ένα ποίημα, μια ζωγραφιά ή οτιδήποτε άλλο. Για πρώτη φορά στη ζωή του παιδιού, η έννοια της αγάπης μετατρέπεται από το να αγαπιέται στο να αγαπά, στο να δημιουργεί αγάπη. Χρειάζεται βέβαια να περάσουν πολλά χρόνια από το πρώτο αυτό βήμα ως την ωρίμανση της αγάπης του.
Τελικά το παιδί, που ίσως να είναι πια έφηβος, υπερβαίνει τον εγωκεντρισμό του· το άλλο άτομο δεν είναι πια κυρίως ένα μέσο για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών. Οι ανάγκες του άλλου ανθρώπου είναι εξίσου σημαντικές με τις δικές του – στην πραγματικότητα μάλιστα έχουν γίνει ακόμη περισσότερο σημαντικές.
Το να δίνει έχει γίνει πολύ περισσότερο ικανοποιητικό, πολύ περισσότερο ευχάριστο από το να δέχεται, και το να αγαπά πολύ πιο σημαντικό απ’ το να αγαπιέται. Μαθαίνοντας να αγαπά, βγήκε από το κελί της μοναξιάς και της απομόνωσης που συνιστούσε η προηγούμενη κατάστασή του, αυτή του ναρκισσισμού και του εγωκεντρισμού. Νιώθει την αίσθηση μιας πρωτόγνωρης ενότητας, ενός μοιράσματος και μιας μοναδικότητας.
Ακόμη περισσότερο όμως νιώθει τη δυνατότητα να δημιουργεί αγάπη αγαπώντας τους άλλους και όχι μέσα από μια εξαρτημένη σχέση μόνο αποδοχής της αγάπης των άλλων – μια σχέση η οποία, ακριβώς επειδή είναι εξαρτημένη, το αναγκάζει και να είναι μικρό, αβοήθητο, ασθενές ή να είναι το «καλό παιδί». Στα νήπια, η αγάπη ακολουθεί αυτό το πρότυπο: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί αυτό το πρότυπο: «Αγαπιέμαι επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Αλλά η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».
Στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ικανότητας για αγάπη είναι και η ανάπτυξη του αντικειμένου της αγάπης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι αυτά στη διάρκεια των οποίων παραμένει πολύ στενά προσκολλημένο στη μητέρα του. Αυτό το δέσιμο αρχίζει πριν από τη στιγμή της γέννησης, όταν η μητέρα και το παιδί είναι ακόμη ένα, κι ας πρόκειται για δυο οντότητες.
Η γέννηση του παιδιού αλλάζει αυτή την κατάσταση μόνο από κάποιες απόψεις, όχι όμως τόσο πολύ όσο φαίνεται αρχικά. Το παιδί, το οποίο τώρα ζει έξω από τη μήτρα, εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα του. Μέρα με τη μέρα όμως γίνεται όλο και περισσότερο ανεξάρτητο: μαθαίνει να περπατά, να μιλά, να εξερευνάει μόνο του τον έξω κόσμο- η σχέση του με τη μητέρα του χάνει κάτι από τη ζωτική της σημασία, ενώ η σχέση με τον πατέρα γίνεται σταδιακά όλο και πιο σημαντική.
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή τη μετατόπιση από τη μητέρα προς τον πατέρα, πρέπει να διερευνήσουμε τις ουσιώδεις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στην πατρική αγάπη. Η μητρική αγάπη, από την ίδια της τη φύση, είναι αγάπη άνευ όρων. Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο βρέφος επειδή είναι το παιδί της και όχι επειδή εκπλήρωσε κάποιο συγκεκριμένο όρο ή κάποια ιδιαίτερη προσδοκία της. (Εννοείται πως, όταν μιλώ εδώ για μητρική και για πατρική αγάπη, αναφέρομαι στους «ιδεατούς τύπους» με την έννοια του Μαξ Βέμπερ ή σε αρχέτυπα με την έννοια του Γιουνγκ.
Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι κάθε μητέρα και κάθε πατέρας αγαπούν τα παιδιά τους με αυτό τον τρόπο. Αναφέρομαι στο πατρικό και το μητρικό πρότυπο, που εκπροσωπείται από τον πατέρα και τη μητέρα ως άτομα.) Η άνευ όρων αγάπη ανταποκρίνεται σε έναν από τους βαθύτερους πόθους όχι μόνο του παιδιού, αλλά και κάθε ανθρώπινου όντος- από την άλλη πλευρά, το να σε αγαπούν επειδή το κέρδισες με την αξία σου, επειδή το αξίζεις, αφήνει πάντοτε κάποια αμφιβολία: ίσως, αν δεν ευχαρίστησα το άτομο το οποίο θέλω να με αγαπά… ίσως αυτό κι ίσως εκείνο… και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι η αγάπη μπορεί να εξαφανιστεί.
Ακόμη περισσότερο, η «επάξια κερδισμένη» αγάπη μας αφήνει εύκολα το πικρό συναίσθημα ότι δεν μας αγαπούν για μας τους ίδιους, αλλά μόνο επειδή προκαλούμε ευχαρίστηση στο άτομο το οποίο μας αγαπά. Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο σαν να μας χρησιμοποιούν παρά σαν να μας αγαπούν. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όλοι μας μένουμε προσκολλημένοι στον πόθο μας για μητρική αγάπη, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες.
Τα περισσότερα παιδιά είναι αρκετά τυχερά ώστε να δέχονται τη μητρική αγάπη (μέχρι ποιο σημείο, θα το εξετάσουμε αργότερα). Για τους ενήλικες, η ίδια αυτή επιθυμία είναι πολύ πιο δύσκολη να εκπληρωθεί. Στην πιο ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων, αυτή η επιθυμία παραμένει μία από τις συνιστώσες της φυσιολογικής ερωτικής αγάπης· συχνά όμως βρίσκει έκφραση και διέξοδο σε διάφορες θρησκευτικές τάσεις και ακόμη πιο συχνά σε νευρωτικές καταστάσεις.
Η σχέση με τον πατέρα είναι εντελώς διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι απ’ το οποίο προερχόμαστε, είναι η φύση, η γη, ο ωκεανός· ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει μια τέτοιου είδους φυσική πατρίδα. Έχει μικρή σύνδεση με το παιδί κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και η σπουδαιότητα της παρουσίας του στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σπουδαιότητα της παρουσίας της μητέρας. Ενώ όμως ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης· τον κόσμο της σκέψης, της τεχνολογίας, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, του ταξιδιού και της περιπέτειας. Ο πατέρας είναι αυτός που διδάσκει το παιδί, που του δείχνει το δρόμο της ζωής.
Στενά συνδεδεμένη με αυτή τη λειτουργία είναι και μία άλλη, η οποία αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Όταν καθιερώθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ο θεσμός να κληρονομεί την πατρική περιουσία κάποιος από τους γιους, ο πατέρας άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με το ποιος γιος ήταν ο πιο κατάλληλος για να τον κληρονομήσει. Κι όπως είναι αυτονόητο, ο γιος που κληρονομούσε τελικά ήταν εκείνος τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε ως τον καταλληλότερο για να τον διαδεχτεί. Με άλλα λόγια, το γιο που του έμοιαζε περισσότερο, το γιο στον οποίο είχε αδυναμία. Αυτού του είδους η πατρική αγάπη είναι αγάπη με όρους. Έχει αυτό το πρότυπο: «Σε αγαπώ επειδή πληροίς τις προσδοκίες μου, επειδή κάνεις το καθήκον σου, επειδή μου μοιάζεις».
Σε αυτή την υπό όρους πατρική αγάπη βρίσκουμε, όπως και στην άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αρνητική και μία θετική όψη. Η αρνητική όψη έγκειται στο ίδιο το γεγονός πως την πατρική αγάπη πρέπει να την αξίζει κανείς και ότι μπορεί να εξανεμιστεί αν το παιδί δεν εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. Στη φύση της πατρικής αγάπης οφείλεται το γεγονός ότι η υπακοή ανάγεται σε ύψιστη αρετή και η ανυπακοή γίνεται το χείριστο αμάρτημα – το οποίο τιμωρείται με την απώλεια της πατρικής αγάπης. Η θετική όψη όμως είναι εξίσου σημαντική. Αφού η αγάπη του έχει όρους, τότε μπορώ να κάνω κάτι για να την κερδίσω, μπορώ να εργαστώ για να την αποκτήσω· η δική του αγάπη δεν είναι έξω από τον έλεγχό μου όπως είναι η αγάπη της μητέρας μου.
Οι στάσεις του πατέρα και της μητέρας απέναντι στο παιδί ανταποκρίνονται στις ίδιες του τις ανάγκες. Το νήπιο χρειάζεται την άνευ όρων μητρική αγάπη και τη φροντίδα της, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μετά τα έξι του χρόνια, το παιδί αρχίζει να χρειάζεται την αγάπη του πατέρα του, την εξουσία του και την καθοδήγησή του. Ο ρόλος της μητέρας είναι να κάνει το παιδί να νιώσει ασφάλεια στη ζωή του, ο ρόλος του πατέρα είναι να το διδάξει, να το καθοδηγήσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων με τα οποία το φέρνει αντιμέτωπο η συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.
Στην ιδανική περίπτωση, η αγάπη της μητέρας δεν προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ωριμάσει δεν προσπαθεί να θέσει ένα εμπόδιο στην ενηλικίωσή του. Η μητέρα θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και συνεπώς να μην είναι υπερβολικά αγχώδης, ώστε να μην επηρεάζει το παιδί με το άγχος της. Ένα κομμάτι της ίδιας της ζωής θα πρέπει να είναι η επιθυμία της να γίνει το παιδί της ανεξάρτητο και τελικά να αποχωριστεί από αυτήν. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να καθοδηγείται από αρχές και προσδοκίες θα πρέπει συγχρόνως να είναι υπομονετική και ανεκτική και όχι απειλητική και αυταρχική. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να παρέχει στο παιδί που μεγαλώνει μία ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ικανότητας και επάρκειας, μέχρι τελικά να το οδηγήσει να γίνει κύριος του εαυτού του και να απελευθερωθεί από την πατρική εξουσία.
Τελικά, το ώριμο άτομο φτάνει στο σημείο να είναι το ίδιο μητέρα και πατέρας του εαυτού του. Διαθέτει πια «μητρική» και «πατρική» συνείδηση. Η μητρική συνείδηση λέει: «Δεν υπάρχει κανένα σφάλμα, κανένα έγκλημα ακόμη, που να μπορεί να σε στερήσει από την αγάπη μου, από την επιθυμία μου να είσαι ζωντανός και ευτυχισμένος». Η πατρική συνείδηση λέει: «Διέπραξες σφάλμα, δεν μπορείς τώρα να αποφύγεις κάποιες συνέπειες από το σφάλμα σου, και κυρίως πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά αν θέλεις να σε εκτιμώ». Το ώριμο άτομο έχει απελευθερωθεί από τις εξωτερικές φιγούρες του πατέρα και της μητέρας και τους έχει τοποθετήσει σε μία συγκεκριμένη θέση μέσα του. Σε αντίθεση με τη φροϊδική σύλληψη του «υπερεγώ», το ώριμο άτομο τοποθέτησε μέσα του τον πατέρα του και τη μητέρα του όχι ενσωματώνοντας τους, αλλά κτίζοντας μία μητρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του ικανότητα για αγάπη και μία πατρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του λογική και δίκαιη κρίση. Ακόμη περισσότερο, το ώριμο άτομο αγαπά συγχρόνως και με μητρική και με πατρική συνείδηση, παρά το γεγονός ότι αυτές οι δύο φαίνονται να αντιβαίνουν η μία στην άλλη. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να κρατήσει μόνο την πατρική συνείδηση, θα γινόταν σκληρός, ίσως και απάνθρωπος. Αν μπορούσε να κρατήσει μόνο τη μητρική του συνείδηση, θα ήταν επιρρεπής να χάσει την κρίση του και να γίνει εμπόδιο τόσο στην ίδια τη δίκη του ανάπτυξη όσο και στων άλλων.
Σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης από τη μητροκεντρική προς την πατροκεντρική προσκόλληση και στη σύνθεση τους που τελικά προκύπτει, βρίσκεται το θεμέλιο της διανοητικής υγείας και της πετυχημένης πορείας ως την ωριμότητα. Σε μία πιθανή αποτυχία όμως αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η βασική αιτία της νεύρωσης. Είναι πέρα από τη θεματολογία αυτού του βιβλίου η πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη αυτού του ζητήματος, όμως κάποιες σύντομες παρατηρήσεις ίσως να κάνουν πιο ξεκάθαρη αυτή την υπόθεση.
Μία αιτία για την ανάπτυξη νεύρωσης ενδεχομένως να έγκειται στο γεγονός ότι ένα αγόρι έχει μία στοργική μητέρα, που όμως είναι είτε υπερβολικά ενδοτική είτε υπερβολικά αυταρχική μαζί του, κι έναν πατέρα με αδύναμο χαρακτήρα και αδιάφορο. Σε αυτή την περίπτωση, το αγόρι μπορεί να εμείνει στην αρχική του προσκόλληση στη μητέρα του και να εξελιχθεί σε έναν ενήλικα ο οποίος θα είναι εξαρτημένος από τη μητέρα του, θα νιώθει ανίσχυρος και θα έχει τα χαρακτηριστικά του παθητικού ανθρώπου-δέκτη, δηλαδή θα νιώθει την ανάγκη να παίρνει από τους άλλους, να τον προστατεύουν και να τον φροντίζουν, ενώ θα του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες – πειθαρχία, ανεξαρτησία και η ικανότητα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Είναι πιθανό να αναζητά μία «μητέρα» σε οποιοδήποτε πρόσωπο συναντά στη ζωή του, άλλοτε σε γυναίκες και άλλοτε σε άντρες που θα κατέχουν ισχύ και εξουσία. Αν πάλι, από την άλλη πλευρά, η μητέρα είναι ψυχρή αδιάφορη και αυταρχική, ενδέχεται το παιδί είτε να μεταφέρει στον πατέρα του και σε άλλες μεταγενέστερες πατρικές φιγούρες την ανάγκη του για μητρική προστασία -με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να είναι παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης περίπτωσης- είτε να εξελιχθεί σε ένα άτομο μονόπλευρα προσανατολισμένο προς τον πατέρα, δοσμένο απόλυτα στις αρχές του νόμου, στην τάξη και στην εξουσία, στερημένο εξ ολοκλήρου από την ικανότητα να αποζητά και να αποδέχεται την άνευ όρων αγάπη. Αυτού του είδους η εξέλιξη ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ο πατέρας είναι αυταρχικός και συγχρόνως έντονα προσκολλημένος στο γιο. Εκείνο που είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις νευρωτικές περιπτώσεις είναι ότι το ένα πρότυπο, το μητρικό ή το πατρικό, αποτυγχάνει να αναπτυχθεί, ή ακόμη -και αυτή είναι η περίπτωση των πιο σοβαρών νευρωτικών καταστάσεων- οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας συγχέονται, τόσο απέναντι στους άλλους όσο και μέσα στο ίδιο το άτομο. Μία περαιτέρω έρευνα του θέματος ίσως να δείξει πως κάποιες μορφές νεύρωσης, όπως είναι η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, προκαλούνται από τη μονόπλευρη προσκόλληση του παιδιού στον πατέρα, ενώ άλλες μορφές, όπως είναι η υστερία, ο αλκοολισμός, η ανικανότητα να βάλει κάποιος τα όριά του και να αντιμετωπίσει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και η κατάθλιψη, προκαλούνται από τη μονόπλευρη επικέντρωση στη μητέρα.
Αλλά σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης του παιδιού υπεισέρχεται στην εικόνα ένας νέος παράγοντας: το πρωτόγνωρο συναίσθημα του να δημιουργήσει αγάπη μέσα από τη δική του δραστηριότητα.
Για πρώτη φορά το παιδί σκέφτεται να προσφέρει κάτι στη μητέρα του (ή στον πατέρα του) ή να φτιάξει κάτι για να δώσει – ένα ποίημα, μια ζωγραφιά ή οτιδήποτε άλλο. Για πρώτη φορά στη ζωή του παιδιού, η έννοια της αγάπης μετατρέπεται από το να αγαπιέται στο να αγαπά, στο να δημιουργεί αγάπη. Χρειάζεται βέβαια να περάσουν πολλά χρόνια από το πρώτο αυτό βήμα ως την ωρίμανση της αγάπης του.
Τελικά το παιδί, που ίσως να είναι πια έφηβος, υπερβαίνει τον εγωκεντρισμό του· το άλλο άτομο δεν είναι πια κυρίως ένα μέσο για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών. Οι ανάγκες του άλλου ανθρώπου είναι εξίσου σημαντικές με τις δικές του – στην πραγματικότητα μάλιστα έχουν γίνει ακόμη περισσότερο σημαντικές.
Το να δίνει έχει γίνει πολύ περισσότερο ικανοποιητικό, πολύ περισσότερο ευχάριστο από το να δέχεται, και το να αγαπά πολύ πιο σημαντικό απ’ το να αγαπιέται. Μαθαίνοντας να αγαπά, βγήκε από το κελί της μοναξιάς και της απομόνωσης που συνιστούσε η προηγούμενη κατάστασή του, αυτή του ναρκισσισμού και του εγωκεντρισμού. Νιώθει την αίσθηση μιας πρωτόγνωρης ενότητας, ενός μοιράσματος και μιας μοναδικότητας.
Ακόμη περισσότερο όμως νιώθει τη δυνατότητα να δημιουργεί αγάπη αγαπώντας τους άλλους και όχι μέσα από μια εξαρτημένη σχέση μόνο αποδοχής της αγάπης των άλλων – μια σχέση η οποία, ακριβώς επειδή είναι εξαρτημένη, το αναγκάζει και να είναι μικρό, αβοήθητο, ασθενές ή να είναι το «καλό παιδί». Στα νήπια, η αγάπη ακολουθεί αυτό το πρότυπο: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί αυτό το πρότυπο: «Αγαπιέμαι επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Αλλά η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».
Στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ικανότητας για αγάπη είναι και η ανάπτυξη του αντικειμένου της αγάπης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι αυτά στη διάρκεια των οποίων παραμένει πολύ στενά προσκολλημένο στη μητέρα του. Αυτό το δέσιμο αρχίζει πριν από τη στιγμή της γέννησης, όταν η μητέρα και το παιδί είναι ακόμη ένα, κι ας πρόκειται για δυο οντότητες.
Η γέννηση του παιδιού αλλάζει αυτή την κατάσταση μόνο από κάποιες απόψεις, όχι όμως τόσο πολύ όσο φαίνεται αρχικά. Το παιδί, το οποίο τώρα ζει έξω από τη μήτρα, εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα του. Μέρα με τη μέρα όμως γίνεται όλο και περισσότερο ανεξάρτητο: μαθαίνει να περπατά, να μιλά, να εξερευνάει μόνο του τον έξω κόσμο- η σχέση του με τη μητέρα του χάνει κάτι από τη ζωτική της σημασία, ενώ η σχέση με τον πατέρα γίνεται σταδιακά όλο και πιο σημαντική.
Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή τη μετατόπιση από τη μητέρα προς τον πατέρα, πρέπει να διερευνήσουμε τις ουσιώδεις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στην πατρική αγάπη. Η μητρική αγάπη, από την ίδια της τη φύση, είναι αγάπη άνευ όρων. Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο βρέφος επειδή είναι το παιδί της και όχι επειδή εκπλήρωσε κάποιο συγκεκριμένο όρο ή κάποια ιδιαίτερη προσδοκία της. (Εννοείται πως, όταν μιλώ εδώ για μητρική και για πατρική αγάπη, αναφέρομαι στους «ιδεατούς τύπους» με την έννοια του Μαξ Βέμπερ ή σε αρχέτυπα με την έννοια του Γιουνγκ.
Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι κάθε μητέρα και κάθε πατέρας αγαπούν τα παιδιά τους με αυτό τον τρόπο. Αναφέρομαι στο πατρικό και το μητρικό πρότυπο, που εκπροσωπείται από τον πατέρα και τη μητέρα ως άτομα.) Η άνευ όρων αγάπη ανταποκρίνεται σε έναν από τους βαθύτερους πόθους όχι μόνο του παιδιού, αλλά και κάθε ανθρώπινου όντος- από την άλλη πλευρά, το να σε αγαπούν επειδή το κέρδισες με την αξία σου, επειδή το αξίζεις, αφήνει πάντοτε κάποια αμφιβολία: ίσως, αν δεν ευχαρίστησα το άτομο το οποίο θέλω να με αγαπά… ίσως αυτό κι ίσως εκείνο… και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι η αγάπη μπορεί να εξαφανιστεί.
Ακόμη περισσότερο, η «επάξια κερδισμένη» αγάπη μας αφήνει εύκολα το πικρό συναίσθημα ότι δεν μας αγαπούν για μας τους ίδιους, αλλά μόνο επειδή προκαλούμε ευχαρίστηση στο άτομο το οποίο μας αγαπά. Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο σαν να μας χρησιμοποιούν παρά σαν να μας αγαπούν. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όλοι μας μένουμε προσκολλημένοι στον πόθο μας για μητρική αγάπη, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες.
Τα περισσότερα παιδιά είναι αρκετά τυχερά ώστε να δέχονται τη μητρική αγάπη (μέχρι ποιο σημείο, θα το εξετάσουμε αργότερα). Για τους ενήλικες, η ίδια αυτή επιθυμία είναι πολύ πιο δύσκολη να εκπληρωθεί. Στην πιο ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων, αυτή η επιθυμία παραμένει μία από τις συνιστώσες της φυσιολογικής ερωτικής αγάπης· συχνά όμως βρίσκει έκφραση και διέξοδο σε διάφορες θρησκευτικές τάσεις και ακόμη πιο συχνά σε νευρωτικές καταστάσεις.
Η σχέση με τον πατέρα είναι εντελώς διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι απ’ το οποίο προερχόμαστε, είναι η φύση, η γη, ο ωκεανός· ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει μια τέτοιου είδους φυσική πατρίδα. Έχει μικρή σύνδεση με το παιδί κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και η σπουδαιότητα της παρουσίας του στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σπουδαιότητα της παρουσίας της μητέρας. Ενώ όμως ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης· τον κόσμο της σκέψης, της τεχνολογίας, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, του ταξιδιού και της περιπέτειας. Ο πατέρας είναι αυτός που διδάσκει το παιδί, που του δείχνει το δρόμο της ζωής.
Στενά συνδεδεμένη με αυτή τη λειτουργία είναι και μία άλλη, η οποία αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Όταν καθιερώθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ο θεσμός να κληρονομεί την πατρική περιουσία κάποιος από τους γιους, ο πατέρας άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με το ποιος γιος ήταν ο πιο κατάλληλος για να τον κληρονομήσει. Κι όπως είναι αυτονόητο, ο γιος που κληρονομούσε τελικά ήταν εκείνος τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε ως τον καταλληλότερο για να τον διαδεχτεί. Με άλλα λόγια, το γιο που του έμοιαζε περισσότερο, το γιο στον οποίο είχε αδυναμία. Αυτού του είδους η πατρική αγάπη είναι αγάπη με όρους. Έχει αυτό το πρότυπο: «Σε αγαπώ επειδή πληροίς τις προσδοκίες μου, επειδή κάνεις το καθήκον σου, επειδή μου μοιάζεις».
Σε αυτή την υπό όρους πατρική αγάπη βρίσκουμε, όπως και στην άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αρνητική και μία θετική όψη. Η αρνητική όψη έγκειται στο ίδιο το γεγονός πως την πατρική αγάπη πρέπει να την αξίζει κανείς και ότι μπορεί να εξανεμιστεί αν το παιδί δεν εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. Στη φύση της πατρικής αγάπης οφείλεται το γεγονός ότι η υπακοή ανάγεται σε ύψιστη αρετή και η ανυπακοή γίνεται το χείριστο αμάρτημα – το οποίο τιμωρείται με την απώλεια της πατρικής αγάπης. Η θετική όψη όμως είναι εξίσου σημαντική. Αφού η αγάπη του έχει όρους, τότε μπορώ να κάνω κάτι για να την κερδίσω, μπορώ να εργαστώ για να την αποκτήσω· η δική του αγάπη δεν είναι έξω από τον έλεγχό μου όπως είναι η αγάπη της μητέρας μου.
Οι στάσεις του πατέρα και της μητέρας απέναντι στο παιδί ανταποκρίνονται στις ίδιες του τις ανάγκες. Το νήπιο χρειάζεται την άνευ όρων μητρική αγάπη και τη φροντίδα της, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μετά τα έξι του χρόνια, το παιδί αρχίζει να χρειάζεται την αγάπη του πατέρα του, την εξουσία του και την καθοδήγησή του. Ο ρόλος της μητέρας είναι να κάνει το παιδί να νιώσει ασφάλεια στη ζωή του, ο ρόλος του πατέρα είναι να το διδάξει, να το καθοδηγήσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων με τα οποία το φέρνει αντιμέτωπο η συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.
Στην ιδανική περίπτωση, η αγάπη της μητέρας δεν προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ωριμάσει δεν προσπαθεί να θέσει ένα εμπόδιο στην ενηλικίωσή του. Η μητέρα θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και συνεπώς να μην είναι υπερβολικά αγχώδης, ώστε να μην επηρεάζει το παιδί με το άγχος της. Ένα κομμάτι της ίδιας της ζωής θα πρέπει να είναι η επιθυμία της να γίνει το παιδί της ανεξάρτητο και τελικά να αποχωριστεί από αυτήν. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να καθοδηγείται από αρχές και προσδοκίες θα πρέπει συγχρόνως να είναι υπομονετική και ανεκτική και όχι απειλητική και αυταρχική. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να παρέχει στο παιδί που μεγαλώνει μία ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ικανότητας και επάρκειας, μέχρι τελικά να το οδηγήσει να γίνει κύριος του εαυτού του και να απελευθερωθεί από την πατρική εξουσία.
Τελικά, το ώριμο άτομο φτάνει στο σημείο να είναι το ίδιο μητέρα και πατέρας του εαυτού του. Διαθέτει πια «μητρική» και «πατρική» συνείδηση. Η μητρική συνείδηση λέει: «Δεν υπάρχει κανένα σφάλμα, κανένα έγκλημα ακόμη, που να μπορεί να σε στερήσει από την αγάπη μου, από την επιθυμία μου να είσαι ζωντανός και ευτυχισμένος». Η πατρική συνείδηση λέει: «Διέπραξες σφάλμα, δεν μπορείς τώρα να αποφύγεις κάποιες συνέπειες από το σφάλμα σου, και κυρίως πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά αν θέλεις να σε εκτιμώ». Το ώριμο άτομο έχει απελευθερωθεί από τις εξωτερικές φιγούρες του πατέρα και της μητέρας και τους έχει τοποθετήσει σε μία συγκεκριμένη θέση μέσα του. Σε αντίθεση με τη φροϊδική σύλληψη του «υπερεγώ», το ώριμο άτομο τοποθέτησε μέσα του τον πατέρα του και τη μητέρα του όχι ενσωματώνοντας τους, αλλά κτίζοντας μία μητρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του ικανότητα για αγάπη και μία πατρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του λογική και δίκαιη κρίση. Ακόμη περισσότερο, το ώριμο άτομο αγαπά συγχρόνως και με μητρική και με πατρική συνείδηση, παρά το γεγονός ότι αυτές οι δύο φαίνονται να αντιβαίνουν η μία στην άλλη. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να κρατήσει μόνο την πατρική συνείδηση, θα γινόταν σκληρός, ίσως και απάνθρωπος. Αν μπορούσε να κρατήσει μόνο τη μητρική του συνείδηση, θα ήταν επιρρεπής να χάσει την κρίση του και να γίνει εμπόδιο τόσο στην ίδια τη δίκη του ανάπτυξη όσο και στων άλλων.
Σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης από τη μητροκεντρική προς την πατροκεντρική προσκόλληση και στη σύνθεση τους που τελικά προκύπτει, βρίσκεται το θεμέλιο της διανοητικής υγείας και της πετυχημένης πορείας ως την ωριμότητα. Σε μία πιθανή αποτυχία όμως αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η βασική αιτία της νεύρωσης. Είναι πέρα από τη θεματολογία αυτού του βιβλίου η πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη αυτού του ζητήματος, όμως κάποιες σύντομες παρατηρήσεις ίσως να κάνουν πιο ξεκάθαρη αυτή την υπόθεση.
Μία αιτία για την ανάπτυξη νεύρωσης ενδεχομένως να έγκειται στο γεγονός ότι ένα αγόρι έχει μία στοργική μητέρα, που όμως είναι είτε υπερβολικά ενδοτική είτε υπερβολικά αυταρχική μαζί του, κι έναν πατέρα με αδύναμο χαρακτήρα και αδιάφορο. Σε αυτή την περίπτωση, το αγόρι μπορεί να εμείνει στην αρχική του προσκόλληση στη μητέρα του και να εξελιχθεί σε έναν ενήλικα ο οποίος θα είναι εξαρτημένος από τη μητέρα του, θα νιώθει ανίσχυρος και θα έχει τα χαρακτηριστικά του παθητικού ανθρώπου-δέκτη, δηλαδή θα νιώθει την ανάγκη να παίρνει από τους άλλους, να τον προστατεύουν και να τον φροντίζουν, ενώ θα του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες – πειθαρχία, ανεξαρτησία και η ικανότητα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Είναι πιθανό να αναζητά μία «μητέρα» σε οποιοδήποτε πρόσωπο συναντά στη ζωή του, άλλοτε σε γυναίκες και άλλοτε σε άντρες που θα κατέχουν ισχύ και εξουσία. Αν πάλι, από την άλλη πλευρά, η μητέρα είναι ψυχρή αδιάφορη και αυταρχική, ενδέχεται το παιδί είτε να μεταφέρει στον πατέρα του και σε άλλες μεταγενέστερες πατρικές φιγούρες την ανάγκη του για μητρική προστασία -με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να είναι παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης περίπτωσης- είτε να εξελιχθεί σε ένα άτομο μονόπλευρα προσανατολισμένο προς τον πατέρα, δοσμένο απόλυτα στις αρχές του νόμου, στην τάξη και στην εξουσία, στερημένο εξ ολοκλήρου από την ικανότητα να αποζητά και να αποδέχεται την άνευ όρων αγάπη. Αυτού του είδους η εξέλιξη ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ο πατέρας είναι αυταρχικός και συγχρόνως έντονα προσκολλημένος στο γιο. Εκείνο που είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις νευρωτικές περιπτώσεις είναι ότι το ένα πρότυπο, το μητρικό ή το πατρικό, αποτυγχάνει να αναπτυχθεί, ή ακόμη -και αυτή είναι η περίπτωση των πιο σοβαρών νευρωτικών καταστάσεων- οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας συγχέονται, τόσο απέναντι στους άλλους όσο και μέσα στο ίδιο το άτομο. Μία περαιτέρω έρευνα του θέματος ίσως να δείξει πως κάποιες μορφές νεύρωσης, όπως είναι η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, προκαλούνται από τη μονόπλευρη προσκόλληση του παιδιού στον πατέρα, ενώ άλλες μορφές, όπως είναι η υστερία, ο αλκοολισμός, η ανικανότητα να βάλει κάποιος τα όριά του και να αντιμετωπίσει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και η κατάθλιψη, προκαλούνται από τη μονόπλευρη επικέντρωση στη μητέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου