Τό βάθος καί ἡ γονιμότητα αὐτῆς τῆς σύλληψης μαρτυροΰνται ἀπό τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ἰδιοφυέστερου μαθητῆ τῆς σοφιστικῆς καί τοῦ μεγαλύτερου ἴσως ἱστορικοῦ πού ἔζησε ποτέ. Τοῦτος ὁ σύγχρονος τῶν διασημότερων σοφιστῶν, τοῦ ὥριμου Σωκράτη καί τοῦ νεαροῦ Πλάτωνα, εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει τή συζήτηση πάνω στό πρόβλημα τῆς ἰσχύος σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἰσχύος ἔφτασε ἡ ἴδια στόν παροξυσμό τῆς ἀνελέητης βίας. Ἀκόμα γλαφυρότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ πολιτικός ἀγώνας κάτω ἀπό τήν πραγματική ἤ ὀνομαστική κυριαρχία τοῦ δήμου, ἀπεκάλυπτε τώρα ὁ πόλεμος τί κινεῖ τούς ἀνθρώπους καί τήν ἱστορία. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωσε τό ἔργο τῆς ζωῆς του στήν περιγραφή τούτων τῶν κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ὡς παράδειγμα ἕνα μεγάλο καί πολυστρώματο συμβάν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ὠθεῖ ἡ φιλαρχία καί ἡ πλεονεξία, παραμένει στά μάτια του σταθερό μέγεθος, καί γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σχετική, ὅπως κι ὁ πόλεμος δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη· ὅμως μονάχα μέσα στήν ἀναταραχή τοῦ πολέμου γίνεται πρόδηλο σέ πόσο εὔθραυστα θεμέλια στηρίζεται ἡ εἰρήνη. Ὅταν καθιερωμένοι θεσμοί καί παμπάλαια ἔθιμα παραμερίζονται στό ἄψε-σβῆσε, ὅταν τά ἱερά δεσμά τῆς θρησκείας καί τῆς ἠθικῆς καταρρακώνονται αἰφνίδια, ὅταν ἀκόμα καί οἱ λέξεις ἀλλάζουν τή σημασία τους — τότε γίνεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνητές κατασκευές καί θεσμίσεις, ὄχι γεννήματα τῆς Φύσης. Πίσω ἀπό τό σκισμένο προσωπεῖο τῶν θεσμίσεων προβάλλει τώρα τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Φύσης: εἶναι τό πρόσωπο τῶν Ἀθηναίων ὅταν ζητοῦν ἀπό τους Μηλίους νά ὑποταγοῦν. Δέν τό ζητοῦν μέ τή συνείδησή τους βεβαρυμένη, δέν πιστεύουν ὅτι ἔτσι παραβιάζουν τή θεία τάξη, γιατί ἡ θεία ἤ φυσική τάξη, ὁ ἐσώτερος νόμος τοῦ Ὄντος εἶναι ἀκριβῶς ὁ νόμος τοῦ ἰσχυρότερου. Μόνον οἱ ἀδύνατοι ἀντλοῦν ἀπό τή θεία ἤ φυσική τάξη μιάν ἠθική — ὅμως ἡ ἤθικη, ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ὅπλο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅσους ὑποχρεώνονται νά καταφύγουν σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη στήν ὑπερίσχυση τῶν ἠθικῶν κανόνων γεννᾶ ἁπλῶς φροῦδες ἐλπίδες, ὠθεῖ σέ ἀπελπισμένες καί αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες. Ἡ πράξη θά ὄφειλε νά προσανατολίζεται στούς κανόνες τῆς φρόνησης, οἱ ὁποῖοι πάλι πρέπει νά ὑπηρε- τοῦν τή φυσική ἐπιταγή τῆς αὐτοσυντήρησης. Βεβαίως, ἡ αὐτοσυντήρηση ἔχει διαφορετικό νόημα γιά τόν ἰσχυρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἰσχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχῶς, καί γιά τόν ἀδύνατο, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀνταποκρινόμενος στίς ἐπιθυμίες τοῦ ἰσχυρότερου.
Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016
Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Τό βάθος καί ἡ γονιμότητα αὐτῆς τῆς σύλληψης μαρτυροΰνται ἀπό τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ἰδιοφυέστερου μαθητῆ τῆς σοφιστικῆς καί τοῦ μεγαλύτερου ἴσως ἱστορικοῦ πού ἔζησε ποτέ. Τοῦτος ὁ σύγχρονος τῶν διασημότερων σοφιστῶν, τοῦ ὥριμου Σωκράτη καί τοῦ νεαροῦ Πλάτωνα, εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει τή συζήτηση πάνω στό πρόβλημα τῆς ἰσχύος σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἰσχύος ἔφτασε ἡ ἴδια στόν παροξυσμό τῆς ἀνελέητης βίας. Ἀκόμα γλαφυρότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ πολιτικός ἀγώνας κάτω ἀπό τήν πραγματική ἤ ὀνομαστική κυριαρχία τοῦ δήμου, ἀπεκάλυπτε τώρα ὁ πόλεμος τί κινεῖ τούς ἀνθρώπους καί τήν ἱστορία. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωσε τό ἔργο τῆς ζωῆς του στήν περιγραφή τούτων τῶν κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ὡς παράδειγμα ἕνα μεγάλο καί πολυστρώματο συμβάν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ὠθεῖ ἡ φιλαρχία καί ἡ πλεονεξία, παραμένει στά μάτια του σταθερό μέγεθος, καί γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σχετική, ὅπως κι ὁ πόλεμος δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη· ὅμως μονάχα μέσα στήν ἀναταραχή τοῦ πολέμου γίνεται πρόδηλο σέ πόσο εὔθραυστα θεμέλια στηρίζεται ἡ εἰρήνη. Ὅταν καθιερωμένοι θεσμοί καί παμπάλαια ἔθιμα παραμερίζονται στό ἄψε-σβῆσε, ὅταν τά ἱερά δεσμά τῆς θρησκείας καί τῆς ἠθικῆς καταρρακώνονται αἰφνίδια, ὅταν ἀκόμα καί οἱ λέξεις ἀλλάζουν τή σημασία τους — τότε γίνεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνητές κατασκευές καί θεσμίσεις, ὄχι γεννήματα τῆς Φύσης. Πίσω ἀπό τό σκισμένο προσωπεῖο τῶν θεσμίσεων προβάλλει τώρα τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Φύσης: εἶναι τό πρόσωπο τῶν Ἀθηναίων ὅταν ζητοῦν ἀπό τους Μηλίους νά ὑποταγοῦν. Δέν τό ζητοῦν μέ τή συνείδησή τους βεβαρυμένη, δέν πιστεύουν ὅτι ἔτσι παραβιάζουν τή θεία τάξη, γιατί ἡ θεία ἤ φυσική τάξη, ὁ ἐσώτερος νόμος τοῦ Ὄντος εἶναι ἀκριβῶς ὁ νόμος τοῦ ἰσχυρότερου. Μόνον οἱ ἀδύνατοι ἀντλοῦν ἀπό τή θεία ἤ φυσική τάξη μιάν ἠθική — ὅμως ἡ ἤθικη, ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ὅπλο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅσους ὑποχρεώνονται νά καταφύγουν σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη στήν ὑπερίσχυση τῶν ἠθικῶν κανόνων γεννᾶ ἁπλῶς φροῦδες ἐλπίδες, ὠθεῖ σέ ἀπελπισμένες καί αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες. Ἡ πράξη θά ὄφειλε νά προσανατολίζεται στούς κανόνες τῆς φρόνησης, οἱ ὁποῖοι πάλι πρέπει νά ὑπηρε- τοῦν τή φυσική ἐπιταγή τῆς αὐτοσυντήρησης. Βεβαίως, ἡ αὐτοσυντήρηση ἔχει διαφορετικό νόημα γιά τόν ἰσχυρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἰσχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχῶς, καί γιά τόν ἀδύνατο, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀνταποκρινόμενος στίς ἐπιθυμίες τοῦ ἰσχυρότερου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου