Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Στή συγκυρία ἐκείνη τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεῶν, μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα τῆς ἰσχύος τέθηκε γιά πρώτη φορά μ’ ὅλη του τή φιλοσοφική ἔνταση, διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οἱ δυνατές βασικές τοποθετήσεις ὅσο καί ἡ θεμελιώδης δομή τῶν ἀντίστοιχων ἐπιχειρημάτων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στή σοφιστική καί στόν Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση μέσα στή φιλοσοφική ἱστορία τοῦ προβλήματος τῆς ἰσχύος καί μέσα στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἐν γένει. Οἱ σοφιστές, αὐτοί οἱ philosophes maudits τῆς ἀρχαιότητας, ἀνακάλυψαν τόν παράγοντα τῆς ἰσχύος καί ἀνέπτυξαν τή θεωρία τους γιά τήν ἀντίθεση μεταξύ Φύσεως (ἤ ἰσχύος) καί Νόμου (ἤ ἠθικῆς) μέσα στό εὐρύ πλαίσιο μίας ἀντιμεταφυσικῆς καί σχετικιστικῆς τοποθέτησης, ἡ ὁποία ἔδωσε τό ἀρνητικό ἔναυσμα γιά τήν ἀντίστροφη πλατωνική σύνδεση τοῦ πρωτείου τῆς ἠθικῆς μέ μιάν ὁρισμένη μεταφυσική. Ὄχι ὁ Σωκράτης, ὅπως διατείνεται ὁ θρύλος πού διαμορφώθηκε τό ἀργότερο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κικέρωνα, παρά ἡ σοφιστική κατέβασε γιά πρώτη φορά τή φιλοσοφία ἀπό τά οὐράνια ὕψη τῆς προσωκρατικῆς θεωρίας στά χαμηλώματα τῆς γῆς, κάνοντας κύριο μέλημα τῆς σκέψης τόν ἄνθρωπο στήν πολιτισμική καί πολιτική του δραστηριότητα. Ἡ πρωτοκαθεδρία τῆς ἀνθρωπολογικῆς προβληματικῆς ὁδηγοῦσε ὅμως ἀναπόδραστα στήν ἀνθρωπολογική πρωτοκαθεδρία τῆς βούλησης γιά ἰσχύ. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ἀφέθηκε στίς δικές του τίς δυνάμεις, ὁ ἄνθρωπος πού παύει ν’ ἀκούει τή φωνή τῶν θεῶν καθώς διαπιστώνει ὅτι οἱ θεοί εἶναι δικά του δημιουργήματα, ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργός νόμων πού δέν εἶναι δυνατόν νά βγαίνουν ἄμεσα ἀπό τους κόλπους τῆς Φύσης ἤδη ἐπειδή παραλλάζουν ἀτελείωτα ἀπό τόπο σέ τόπο κι ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή — ὁ ἄνθρωπος αὐτός μονάχα ἀπό τή βούληση γιά ἰσχύ μπορεῖ νά ἀντλεῖ τή ζωτική του ἐνέργεια, τούς κοινωνικούς καί τούς ἠθικούς του σκοπούς. Τέτοιες ἀντιλήψεις ἦταν φυσικό νά ἀναφαίνονται στήν Ἑλλάδα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Ἡ ἰσχύς γίνεται θεωρητικό πρόβλημα ὅταν τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἰσχύος εἶναι ἀνοιχτό, ὅταν ἡ ἰσχύς καί ἡ ἐξουσία παύουν νά εἶναι αὐτονόητες καί γίνονται λεία, τήν ὁποία καθένας μπορεῖ νά θηρεύσει. Ὁ κοινωνικός ξεπεσμός τῆς παλαιᾶς ἀριστοκρατίας καί ἡ παράλληλη ἄνοδος τῶν homines novi — ἀρχικά ὡς τυράννων ἤ ὡς ἐμπίστων τῶν τυράννων καί κατόπιν, ἤτοι μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ δήμου, ὡς δημαγωγών — γέννησαν μία τέτοια κατάσταση. Οἱ σοφιστές δέν πουλοῦσαν ἁπλῶς μία τεχνική της ἰσχύος σέ ὅσους συγχρόνους τους διψοῦσαν γιά ἰσχύ, ἀλλά καί πρόσφεραν μία νέα καί ρηξικέλευθη θεώρηση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τόν τρόπο τους τήν οὐσία τῆς ἐποχῆς τους καί ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἐπίκαιρου πέρασαν στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου.

Τό βάθος καί ἡ γονιμότητα αὐτῆς τῆς σύλληψης μαρτυροΰνται ἀπό τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ἰδιοφυέστερου μαθητῆ τῆς σοφιστικῆς καί τοῦ μεγαλύτερου ἴσως ἱστορικοῦ πού ἔζησε ποτέ. Τοῦτος ὁ σύγχρονος τῶν διασημότερων σοφιστῶν, τοῦ ὥριμου Σωκράτη καί τοῦ νεαροῦ Πλάτωνα, εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει τή συζήτηση πάνω στό πρόβλημα τῆς ἰσχύος σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἰσχύος ἔφτασε ἡ ἴδια στόν παροξυσμό τῆς ἀνελέητης βίας. Ἀκόμα γλαφυρότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ πολιτικός ἀγώνας κάτω ἀπό τήν πραγματική ἤ ὀνομαστική κυριαρχία τοῦ δήμου, ἀπεκάλυπτε τώρα ὁ πόλεμος τί κινεῖ τούς ἀνθρώπους καί τήν ἱστορία. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωσε τό ἔργο τῆς ζωῆς του στήν περιγραφή τούτων τῶν κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ὡς παράδειγμα ἕνα μεγάλο καί πολυστρώματο συμβάν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ὠθεῖ ἡ φιλαρχία καί ἡ πλεονεξία, παραμένει στά μάτια του σταθερό μέγεθος, καί γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σχετική, ὅπως κι ὁ πόλεμος δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη· ὅμως μονάχα μέσα στήν ἀναταραχή τοῦ πολέμου γίνεται πρόδηλο σέ πόσο εὔθραυστα θεμέλια στηρίζεται ἡ εἰρήνη. Ὅταν καθιερωμένοι θεσμοί καί παμπάλαια ἔθιμα παραμερίζονται στό ἄψε-σβῆσε, ὅταν τά ἱερά δεσμά τῆς θρησκείας καί τῆς ἠθικῆς καταρρακώνονται αἰφνίδια, ὅταν ἀκόμα καί οἱ λέξεις ἀλλάζουν τή σημασία τους — τότε γίνεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνητές κατασκευές καί θεσμίσεις, ὄχι γεννήματα τῆς Φύσης. Πίσω ἀπό τό σκισμένο προσωπεῖο τῶν θεσμίσεων προβάλλει τώρα τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Φύσης: εἶναι τό πρόσωπο τῶν Ἀθηναίων ὅταν ζητοῦν ἀπό τους Μηλίους νά ὑποταγοῦν. Δέν τό ζητοῦν μέ τή συνείδησή τους βεβαρυμένη, δέν πιστεύουν ὅτι ἔτσι παραβιάζουν τή θεία τάξη, γιατί ἡ θεία ἤ φυσική τάξη, ὁ ἐσώτερος νόμος τοῦ Ὄντος εἶναι ἀκριβῶς ὁ νόμος τοῦ ἰσχυρότερου. Μόνον οἱ ἀδύνατοι ἀντλοῦν ἀπό τή θεία ἤ φυσική τάξη μιάν ἠθική — ὅμως ἡ ἤθικη, ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ὅπλο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅσους ὑποχρεώνονται νά καταφύγουν σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη στήν ὑπερίσχυση τῶν ἠθικῶν κανόνων γεννᾶ ἁπλῶς φροῦδες ἐλπίδες, ὠθεῖ σέ ἀπελπισμένες καί αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες. Ἡ πράξη θά ὄφειλε νά προσανατολίζεται στούς κανόνες τῆς φρόνησης, οἱ ὁποῖοι πάλι πρέπει νά ὑπηρε- τοῦν τή φυσική ἐπιταγή τῆς αὐτοσυντήρησης. Βεβαίως, ἡ αὐτοσυντήρηση ἔχει διαφορετικό νόημα γιά τόν ἰσχυρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἰσχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχῶς, καί γιά τόν ἀδύνατο, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀνταποκρινόμενος στίς ἐπιθυμίες τοῦ ἰσχυρότερου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου