Φορές-φορές συνδέονται οι λέξεις με τ' αποτελέσματα τα άμεσα, με μια σκοπιμότητα φανερή είτε κρυφή τ' ανθρώπου.
Κυρίως με τη βιολογική του αναγκαιότητα της επικοινωνίας. Για να επιβιώσει, μέσα του φυτεύει λέξεις-σπόρους και τους ανθαίνει με παρέα. Γιατί χωρίς κανείς δεν θα μπορεί να αξιολογήσει την ομορφιά: να πει «όμορφο λουλουδάκι» είτε «υπάρχουν και καλλίτερα». Είναι η κοινή μας γνώμη αυτή η παραπάνω. Κάθε κοινότητα και μια δική της.
Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος τις μπογιατίζει και με χρωματισμούς: μ' επιφωνήματα χαράς-λύπης-επιθυμίας και όλης της συνθετικής γεωμετρικής πυραμίδας των σπινοζικών παθών. Πότε σου βγαίνουν ο θαυμασμός, ήτοι μιαν έκπληξη αδιάφορη έως δυνατή και πααίνεις να πεις «αχ!». Πότε λες «θέλω κι άλλα να είπω» και να βάνεις κομματοσύμβολα. Είτε πολλά άλλα. Ζωγραφιστά, όμορφα και ακαλαίσθητα. Και κάτι που ξεχνώ πάντοτε και μιαν αγαπημένη μου χαράσσει σαν την παρθενική μου ακρόαση, μέσα στα φυλλοκάρδια και το οποίο κατιτίς έρχεται περίπου ούτως: «Θανάση, κρίμα που τέλεψες το «Α» το αρχικό σου. Κ' ήσουν τόσο κοντά στην αθανασία». Το ανέφερε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακόμη ζωντανός.
Στο χαρτί που αντικρύζω, αφού το έχω αγγίξει με όση στοργή έχει η γροθιά του ενός χεριού μου κι ένα σκάρτο βιβλίο για βωμό του και κολυμβήθρα, στο χαρτί αυτό, άκρως οικονομικόν, ξεχνώ κάπως τα μικρά του τέλη, τους μικρούς θανάτους που του επιφέρω με τέλειους κύκλους.
Είναι στα σημεία που κάτι σταματάς , γιατί νιώθεις μια πληρότητα, την ολοκλήρωση του. Το απλό τέλος, το σύνηθες και το ρουτινιάρικο. Είτε γιατί δεν έχεις, το δίχως άλλο, κάτι να προσθέσεις. Και λες «αυτό ήτανε, προσάρμοσε την ψυχούλα σου στο τελείωμα». Δηλαδή, θάψε το βαθιά σου, σε κιτάπια φθηνών είτε πολύτιμων πτυχών του νου σου, είτε εκθείασε τα πάρε όλη την ενέργεια του, αποστραγγίζοντας το νόημα, την ουσία της λέξεως. Γιατί, ο πομπός τη μιλάει τη λέξη, πράγματι, έχοντας κάποιον συνήθως να ακούγει. Μόνο που η λέξη έχει το χρώμα του πρώτου, το συναίσθημα, το ζωμό του πρώτου και τη νοηματοδότηση, το συναίσθημα και τη ρουφηξιά του τελευταίου. Κι εδώ συμβαίνει κάτι γοητευτικό, αν είσαι θεατής ή παρατηρείς τη πορεία του λόγου: Οι λέξεις πάουν πλέον μόνον λέξεις να 'ναι.
«Αισθάνεσαι, δεν ακούς.
Μιλάς, δεν παραθέτεις.
Αγγίζεις, δεν ακουμπάς.
Βλέπεις, δεν κοιτάζεις. Κ.ο.κ.».
Όταν, λοιπόν, φθάνεις εδώ, τότε συνειδητοποιείς ότι όλη η αλήθεια του κόσμου, όλη η ομορφιά κι η ασκήμια του κρύβεται στην ασήμαντη ψυχούλα σου. Κι όλη η φύση σιωπά. Κι όλη η φύση συναισθάνεται και συμμετέχει μαζί σου στην ιερή της παύση, την μεγαλεπήβολη κραυγή σου. Ν' αναπνεύσεις τον εραστή σου, την ύστατη ανάσα. Να πει όσα είσαι, να τα γεννήσεις, όχι να τ' αποβάλλεις. Γιατί ενδέχεται να σκοτωθείς κι εσύ μαζί τους.
Όταν οι λέξεις παύουν μόνο λέξεις να 'ναι, μην το βάλεις στα πόδια. Μείνε, να αποδώσεις τις τιμές. Στη διεκδίκηση. Στην αξία. Και στον εαυτό σου.
Κυρίως με τη βιολογική του αναγκαιότητα της επικοινωνίας. Για να επιβιώσει, μέσα του φυτεύει λέξεις-σπόρους και τους ανθαίνει με παρέα. Γιατί χωρίς κανείς δεν θα μπορεί να αξιολογήσει την ομορφιά: να πει «όμορφο λουλουδάκι» είτε «υπάρχουν και καλλίτερα». Είναι η κοινή μας γνώμη αυτή η παραπάνω. Κάθε κοινότητα και μια δική της.
Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος τις μπογιατίζει και με χρωματισμούς: μ' επιφωνήματα χαράς-λύπης-επιθυμίας και όλης της συνθετικής γεωμετρικής πυραμίδας των σπινοζικών παθών. Πότε σου βγαίνουν ο θαυμασμός, ήτοι μιαν έκπληξη αδιάφορη έως δυνατή και πααίνεις να πεις «αχ!». Πότε λες «θέλω κι άλλα να είπω» και να βάνεις κομματοσύμβολα. Είτε πολλά άλλα. Ζωγραφιστά, όμορφα και ακαλαίσθητα. Και κάτι που ξεχνώ πάντοτε και μιαν αγαπημένη μου χαράσσει σαν την παρθενική μου ακρόαση, μέσα στα φυλλοκάρδια και το οποίο κατιτίς έρχεται περίπου ούτως: «Θανάση, κρίμα που τέλεψες το «Α» το αρχικό σου. Κ' ήσουν τόσο κοντά στην αθανασία». Το ανέφερε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακόμη ζωντανός.
Στο χαρτί που αντικρύζω, αφού το έχω αγγίξει με όση στοργή έχει η γροθιά του ενός χεριού μου κι ένα σκάρτο βιβλίο για βωμό του και κολυμβήθρα, στο χαρτί αυτό, άκρως οικονομικόν, ξεχνώ κάπως τα μικρά του τέλη, τους μικρούς θανάτους που του επιφέρω με τέλειους κύκλους.
Είναι στα σημεία που κάτι σταματάς , γιατί νιώθεις μια πληρότητα, την ολοκλήρωση του. Το απλό τέλος, το σύνηθες και το ρουτινιάρικο. Είτε γιατί δεν έχεις, το δίχως άλλο, κάτι να προσθέσεις. Και λες «αυτό ήτανε, προσάρμοσε την ψυχούλα σου στο τελείωμα». Δηλαδή, θάψε το βαθιά σου, σε κιτάπια φθηνών είτε πολύτιμων πτυχών του νου σου, είτε εκθείασε τα πάρε όλη την ενέργεια του, αποστραγγίζοντας το νόημα, την ουσία της λέξεως. Γιατί, ο πομπός τη μιλάει τη λέξη, πράγματι, έχοντας κάποιον συνήθως να ακούγει. Μόνο που η λέξη έχει το χρώμα του πρώτου, το συναίσθημα, το ζωμό του πρώτου και τη νοηματοδότηση, το συναίσθημα και τη ρουφηξιά του τελευταίου. Κι εδώ συμβαίνει κάτι γοητευτικό, αν είσαι θεατής ή παρατηρείς τη πορεία του λόγου: Οι λέξεις πάουν πλέον μόνον λέξεις να 'ναι.
«Αισθάνεσαι, δεν ακούς.
Μιλάς, δεν παραθέτεις.
Αγγίζεις, δεν ακουμπάς.
Βλέπεις, δεν κοιτάζεις. Κ.ο.κ.».
Όταν, λοιπόν, φθάνεις εδώ, τότε συνειδητοποιείς ότι όλη η αλήθεια του κόσμου, όλη η ομορφιά κι η ασκήμια του κρύβεται στην ασήμαντη ψυχούλα σου. Κι όλη η φύση σιωπά. Κι όλη η φύση συναισθάνεται και συμμετέχει μαζί σου στην ιερή της παύση, την μεγαλεπήβολη κραυγή σου. Ν' αναπνεύσεις τον εραστή σου, την ύστατη ανάσα. Να πει όσα είσαι, να τα γεννήσεις, όχι να τ' αποβάλλεις. Γιατί ενδέχεται να σκοτωθείς κι εσύ μαζί τους.
Όταν οι λέξεις παύουν μόνο λέξεις να 'ναι, μην το βάλεις στα πόδια. Μείνε, να αποδώσεις τις τιμές. Στη διεκδίκηση. Στην αξία. Και στον εαυτό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου