Ο Ευριπίδης, ένας εκ των τριών κορυφαίων δραματουργών τού ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού, γεννήθηκε στα 480 π. Χ., στην Σαλαμίνα, έζησε στην Αθήνα και απεβίωσε στην
Πέλλα τής Μακεδονίας, στα 406 π. Χ. Το έργο του συμπεριελάμβανε τουλάχιστον 75 δράματα, από τα οποία σώθηκαν εξολοκλήρου μόνον τα 19, μαζί με μικρά αποσπάσματα μέρους των υπολοίπων. Εκτός από μεγαλοφυής τραγικός ποιητής και βαθύτατα θεοσεβής στοχαστής, ο Ευριπίδης αναγνωρίζεται και ως πρωτοπόρος ψυχολόγος και κοινωνιολόγος, σαφώς επηρεασμένος από την Σοφιστική, την Ρητορική και τον Ορθολογιστικό Σκεπτικισμό. Εξαιτίας των ιδεών του δέχθηκε επανειλημμένες αήθεις επιθέσεις από τους κωμωδιογράφους και τους δημαγωγούς τής εποχής του, γεγονός που πολλές φορές τον εξέθεσε σε κινδύνους και τον διέβαλε ενώπιον τού εύπιστου όχλου. Η εμβριθής σοφία και η ασυναγώνιστη τεχνική του άρχισαν να αναγνωρίζονται ήδη από την ελληνιστική περίοδο και μέχρι σήμερα αποτελούν πολύτιμη πηγή πνευματικής ανάτασης γιά ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Δίπλα στον θεολόγο Αισχύλο και τον ηθικολόγο Σοφοκλή, ο ανθρωπολόγος Ευριπίδης συμπληρώνει την ιερή τριάδα τής αθάνατης Ελληνικής Δραματικής Τέχνης, περικλεούς γενέτειρας και ακάματης τροφού τού σύγχρονου υγιούς θεάτρου.
Η ευριπίδεια τραγωδία «Ηρακλής» ή «Ηρακλής μαινόμενος» διδάχθηκε στην Αθήνα, πιθανώς στα 424 π. Χ. Το δράμα εξελίσσεται γύρω από την πρόσκαιρη αλλά εξόχως φονική παραφροσύνη τού ημίθεου Ηρακλή, διερευνώντας τις αιτίες και τα αποτελέσματα τής βαριάς καταπόνησης τού ψυχοπνευματικού κόσμου ενός φίλεργου και φιλότιμου ήρωα – άκρως ανθρώπινου – που έχει βιώσει πλήθος πρωτόγνωρων κινδύνων, έχει αγωνισθεί με αστείρευτη υπομονή και επιμονή εναντίον πανίσχυρων εχθρών, έχει νικήσει επάξια σε όλα τα μέτωπα, έχει ευεργετήσει ποικιλοτρόπως τους συνανθρώπους του και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με τον ισχυρότερο αντίπαλό του: τον ίδιο τον συντετριμμένο εαυτό του. Στον «Ηρακλή» του, αυτήν την «άγρια τραγωδία και μελέτη τού απάνθρωπου», ο Ευριπίδης είναι ένας ποιητής και ψυχολόγος, ένας δραματουργός και ψυχαναλυτής, ο οποίος δικαίως κατατάσσεται πλέον και μεταξύ των θεμελιωτών τής επιστήμης τής ψυχολογίας.
Ευρυπίδου εκ τού «Ηρακλέους»
Α’. Τίποτε θεϊκό δεν είναι σαφές στους ανθρώπους (62).
Β’. Αποκάμνουν και οι συμφορές των ανθρώπων, και οι πνοές των ανέμων δεν έχουν παντοτινή δύναμη (101-102).
Γ’. Άριστος άνδρας είναι εκείνος που έχει παντοτινή εμπιστοσύνη στην ελπίδα, ενώ η απελπισία είναι χαρακτηριστικό τού κακού άνδρα (105-106).
Δ’. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία κατά την μάχη: κακοποιώντας τους εχθρούς να διασώζεις το σώμα σου και να μην το εγκαταλείπεις στην τύχη (201-203).
Ε’. Οι ευγενείς πατέρες καταβάλλονται από τις αισχρότητες των παιδιών τους (292-293).
ΣΤ’. Έχεις υποχρέωση να αποφεύγεις άνθρωπο άξεστο και εχθρικό και να εμπιστεύεσαι τους σοφούς και τους καλά αναθρεμμένους (299-300).
Ζ’. Μικρός είναι ο βίος μας, περάστε τον όσο πιό ευχάριστα γίνεται, χωρίς να λυπάστε ούτε κατά την ημέρα ούτε κατά την νύχτα. Ο χρόνος δεν γνωρίζει πώς να διασώζει τις ελπίδες μας. Φροντίδα του είναι να πετά (503-507).
Η’. Η μεγάλη ευτυχία και η δόξα δεν είναι βέβαιες γιά κανέναν (510-511).
Θ’. Ποιοί είναι οι φίλοι τού δυστυχισμένου άνδρα; (559).
Ι’. Η δυστυχία – τώρα σου το λέω – δεν έχει φίλους (561).
ΙΑ’. Δίκαιο είναι οι άνδρες να βοηθούν τα παιδιά τους, τον γέροντα πατέρα τους και την γυναίκα που έλαβαν σε γάμο (583-584).
ΙΒ’. Παιδί μου, να είσαι φίλος γιά τους φίλους σου και να μισείς τους εχθρούς σου (585-586).
ΙΓ’. Δεν αρνούμαι την φροντίδα των παιδιών μου. Ίδια είναι όλα τα ανθρώπινα. Και οι καλύτεροι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους και όσοι δεν είναι τίποτε. Διαφέρουν στις περιουσίες. Άλλοι έχουν και άλλοι όχι. Όλο το γένος τους, όμως, είναι φιλότεκνο (632-636).
ΙΔ’. Η νεότητα μού είναι πάντοτε αγαπητή, ενώ τα γηρατειά είναι βάρος (637-638).
ΙΕ’. Εάν οι Θεοί διέθεταν ανθρώπινη σύνεση και σοφία, θα έδιναν διπλή την νεότητα, φανερό σημάδι αρετής γιά τους ενάρετους, και οι νεκροί στο φως τού ήλιου δεύτερο δρόμο θα βάδιζαν πάλι, ενώ οι κακογεννημένοι θα είχαν μόνον μία ζωή και έτσι θα αναγνωρίζονταν και οι κακοί και οι αγαθοί, όπως οι ναυτικοί ξεχωρίζουν μεταξύ των νεφών τον αριθμό των άστρων. Τώρα δεν υπάρχει κανένα σαφές θεϊκό σημάδι ούτε γιά τους χρηστούς ούτε γιά τους κακούς, ενώ τα γυρίσματα τού χρόνου μόνον τον πλούτο αυξάνουν (655-672).
ΙΣΤ’. Να μην ζούσα χωρίς μουσική! (676).
ΙΖ’. Προσδόκα να κακοπάθεις αν κάνεις κακό (727-728).
ΙΗ’. Είναι ηδονικό να πεθαίνει ο εχθρός σου τιμωρούμενος γιά όσα έχει πράξει (732-733).
ΙΘ’. Ποιός θνητός μόλυνε με ανομία τους Θεούς και με άφρονα λόγο καταλόγισε στους μακάριους ουράνιους ότι δήθεν δεν έχουν δύναμη οι Θεοί; (757-759).
Κ’. Οι Θεοί, οι Θεοί παρατηρούν το άδικο και αντιλαμβάνονται το όσιο. Ο χρυσός και η ευτυχία καθιστούν ξέφρενους τους θνητούς και εξωθούν την δύναμη προς την αδικία. Κανείς δεν τολμά να αναλογισθεί τι θα φέρει το γύρισμα τού χρόνου. Παραβαίνοντας τον νόμο και ικανοποιώντας την ανομία έσπασε το σκοτεινό άρμα τής ευτυχίας του (773-780).
ΚΑ’. Όντας θνητός δεν μολύνεις τα θεϊκά (1232).
ΚΒ’. Κανένας φίλος δεν είναι μίασμα γιά τους φίλους του (1234).
ΚΓ’. Όταν δεν τεθούν ορθά θεμέλια σε μία γενιά, κατ’ ανάγκη δυστυχούν οι απόγονοί της (1261-1262).
ΚΔ’. Γιατί πρέπει να ζω; Τι κέρδος θα έχουμε από έναν αχρείο και ανόσιο βίο; (1301-1302).
ΚΕ’. Κανείς θνητός δεν είναι απείρακτος από την τύχη (1314).
ΚΣΤ’. Είναι τιμητικό έπαθλο γιά τους πολίτες, που βοηθούν έναν ηρωικό άνδρα, να δοξάζονται από τους Έλληνες (1334-1335).
ΚΖ’. Όταν σε τιμούν οι Θεοί, κανένα φίλο δεν χρειάζεσαι. Αρκεί η βοήθεια τού Θεού, όταν θέλει να την προσφέρει (1338-1339).
ΚΗ’. Ο Θεός, όταν ορθώς είναι Θεός, κανέναν δεν έχει ανάγκη (1345-1346).
ΚΘ’. Όποιος επιθυμεί να αποκτήσει πλούτο ή δύναμη, παρά φίλους αγαθούς, σκέφτεται κακώς (1425-1426).
Πέλλα τής Μακεδονίας, στα 406 π. Χ. Το έργο του συμπεριελάμβανε τουλάχιστον 75 δράματα, από τα οποία σώθηκαν εξολοκλήρου μόνον τα 19, μαζί με μικρά αποσπάσματα μέρους των υπολοίπων. Εκτός από μεγαλοφυής τραγικός ποιητής και βαθύτατα θεοσεβής στοχαστής, ο Ευριπίδης αναγνωρίζεται και ως πρωτοπόρος ψυχολόγος και κοινωνιολόγος, σαφώς επηρεασμένος από την Σοφιστική, την Ρητορική και τον Ορθολογιστικό Σκεπτικισμό. Εξαιτίας των ιδεών του δέχθηκε επανειλημμένες αήθεις επιθέσεις από τους κωμωδιογράφους και τους δημαγωγούς τής εποχής του, γεγονός που πολλές φορές τον εξέθεσε σε κινδύνους και τον διέβαλε ενώπιον τού εύπιστου όχλου. Η εμβριθής σοφία και η ασυναγώνιστη τεχνική του άρχισαν να αναγνωρίζονται ήδη από την ελληνιστική περίοδο και μέχρι σήμερα αποτελούν πολύτιμη πηγή πνευματικής ανάτασης γιά ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Δίπλα στον θεολόγο Αισχύλο και τον ηθικολόγο Σοφοκλή, ο ανθρωπολόγος Ευριπίδης συμπληρώνει την ιερή τριάδα τής αθάνατης Ελληνικής Δραματικής Τέχνης, περικλεούς γενέτειρας και ακάματης τροφού τού σύγχρονου υγιούς θεάτρου.
Η ευριπίδεια τραγωδία «Ηρακλής» ή «Ηρακλής μαινόμενος» διδάχθηκε στην Αθήνα, πιθανώς στα 424 π. Χ. Το δράμα εξελίσσεται γύρω από την πρόσκαιρη αλλά εξόχως φονική παραφροσύνη τού ημίθεου Ηρακλή, διερευνώντας τις αιτίες και τα αποτελέσματα τής βαριάς καταπόνησης τού ψυχοπνευματικού κόσμου ενός φίλεργου και φιλότιμου ήρωα – άκρως ανθρώπινου – που έχει βιώσει πλήθος πρωτόγνωρων κινδύνων, έχει αγωνισθεί με αστείρευτη υπομονή και επιμονή εναντίον πανίσχυρων εχθρών, έχει νικήσει επάξια σε όλα τα μέτωπα, έχει ευεργετήσει ποικιλοτρόπως τους συνανθρώπους του και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με τον ισχυρότερο αντίπαλό του: τον ίδιο τον συντετριμμένο εαυτό του. Στον «Ηρακλή» του, αυτήν την «άγρια τραγωδία και μελέτη τού απάνθρωπου», ο Ευριπίδης είναι ένας ποιητής και ψυχολόγος, ένας δραματουργός και ψυχαναλυτής, ο οποίος δικαίως κατατάσσεται πλέον και μεταξύ των θεμελιωτών τής επιστήμης τής ψυχολογίας.
Ευρυπίδου εκ τού «Ηρακλέους»
Α’. Τίποτε θεϊκό δεν είναι σαφές στους ανθρώπους (62).
Β’. Αποκάμνουν και οι συμφορές των ανθρώπων, και οι πνοές των ανέμων δεν έχουν παντοτινή δύναμη (101-102).
Γ’. Άριστος άνδρας είναι εκείνος που έχει παντοτινή εμπιστοσύνη στην ελπίδα, ενώ η απελπισία είναι χαρακτηριστικό τού κακού άνδρα (105-106).
Δ’. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σοφία κατά την μάχη: κακοποιώντας τους εχθρούς να διασώζεις το σώμα σου και να μην το εγκαταλείπεις στην τύχη (201-203).
Ε’. Οι ευγενείς πατέρες καταβάλλονται από τις αισχρότητες των παιδιών τους (292-293).
ΣΤ’. Έχεις υποχρέωση να αποφεύγεις άνθρωπο άξεστο και εχθρικό και να εμπιστεύεσαι τους σοφούς και τους καλά αναθρεμμένους (299-300).
Ζ’. Μικρός είναι ο βίος μας, περάστε τον όσο πιό ευχάριστα γίνεται, χωρίς να λυπάστε ούτε κατά την ημέρα ούτε κατά την νύχτα. Ο χρόνος δεν γνωρίζει πώς να διασώζει τις ελπίδες μας. Φροντίδα του είναι να πετά (503-507).
Η’. Η μεγάλη ευτυχία και η δόξα δεν είναι βέβαιες γιά κανέναν (510-511).
Θ’. Ποιοί είναι οι φίλοι τού δυστυχισμένου άνδρα; (559).
Ι’. Η δυστυχία – τώρα σου το λέω – δεν έχει φίλους (561).
ΙΑ’. Δίκαιο είναι οι άνδρες να βοηθούν τα παιδιά τους, τον γέροντα πατέρα τους και την γυναίκα που έλαβαν σε γάμο (583-584).
ΙΒ’. Παιδί μου, να είσαι φίλος γιά τους φίλους σου και να μισείς τους εχθρούς σου (585-586).
ΙΓ’. Δεν αρνούμαι την φροντίδα των παιδιών μου. Ίδια είναι όλα τα ανθρώπινα. Και οι καλύτεροι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους και όσοι δεν είναι τίποτε. Διαφέρουν στις περιουσίες. Άλλοι έχουν και άλλοι όχι. Όλο το γένος τους, όμως, είναι φιλότεκνο (632-636).
ΙΔ’. Η νεότητα μού είναι πάντοτε αγαπητή, ενώ τα γηρατειά είναι βάρος (637-638).
ΙΕ’. Εάν οι Θεοί διέθεταν ανθρώπινη σύνεση και σοφία, θα έδιναν διπλή την νεότητα, φανερό σημάδι αρετής γιά τους ενάρετους, και οι νεκροί στο φως τού ήλιου δεύτερο δρόμο θα βάδιζαν πάλι, ενώ οι κακογεννημένοι θα είχαν μόνον μία ζωή και έτσι θα αναγνωρίζονταν και οι κακοί και οι αγαθοί, όπως οι ναυτικοί ξεχωρίζουν μεταξύ των νεφών τον αριθμό των άστρων. Τώρα δεν υπάρχει κανένα σαφές θεϊκό σημάδι ούτε γιά τους χρηστούς ούτε γιά τους κακούς, ενώ τα γυρίσματα τού χρόνου μόνον τον πλούτο αυξάνουν (655-672).
ΙΣΤ’. Να μην ζούσα χωρίς μουσική! (676).
ΙΖ’. Προσδόκα να κακοπάθεις αν κάνεις κακό (727-728).
ΙΗ’. Είναι ηδονικό να πεθαίνει ο εχθρός σου τιμωρούμενος γιά όσα έχει πράξει (732-733).
ΙΘ’. Ποιός θνητός μόλυνε με ανομία τους Θεούς και με άφρονα λόγο καταλόγισε στους μακάριους ουράνιους ότι δήθεν δεν έχουν δύναμη οι Θεοί; (757-759).
Κ’. Οι Θεοί, οι Θεοί παρατηρούν το άδικο και αντιλαμβάνονται το όσιο. Ο χρυσός και η ευτυχία καθιστούν ξέφρενους τους θνητούς και εξωθούν την δύναμη προς την αδικία. Κανείς δεν τολμά να αναλογισθεί τι θα φέρει το γύρισμα τού χρόνου. Παραβαίνοντας τον νόμο και ικανοποιώντας την ανομία έσπασε το σκοτεινό άρμα τής ευτυχίας του (773-780).
ΚΑ’. Όντας θνητός δεν μολύνεις τα θεϊκά (1232).
ΚΒ’. Κανένας φίλος δεν είναι μίασμα γιά τους φίλους του (1234).
ΚΓ’. Όταν δεν τεθούν ορθά θεμέλια σε μία γενιά, κατ’ ανάγκη δυστυχούν οι απόγονοί της (1261-1262).
ΚΔ’. Γιατί πρέπει να ζω; Τι κέρδος θα έχουμε από έναν αχρείο και ανόσιο βίο; (1301-1302).
ΚΕ’. Κανείς θνητός δεν είναι απείρακτος από την τύχη (1314).
ΚΣΤ’. Είναι τιμητικό έπαθλο γιά τους πολίτες, που βοηθούν έναν ηρωικό άνδρα, να δοξάζονται από τους Έλληνες (1334-1335).
ΚΖ’. Όταν σε τιμούν οι Θεοί, κανένα φίλο δεν χρειάζεσαι. Αρκεί η βοήθεια τού Θεού, όταν θέλει να την προσφέρει (1338-1339).
ΚΗ’. Ο Θεός, όταν ορθώς είναι Θεός, κανέναν δεν έχει ανάγκη (1345-1346).
ΚΘ’. Όποιος επιθυμεί να αποκτήσει πλούτο ή δύναμη, παρά φίλους αγαθούς, σκέφτεται κακώς (1425-1426).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου