Ο «Χρυσός Κλώνος» του Τζωρτζ Φρέιζερ είναι μια ανθρωπολογική συγκριτική μελέτη μυθολογιών και θρησκειών όπου μελετώνται πρωτόγονα έθιμα λαών της Ευρώπης σε συσχετισμό με τη μυθολογία λαών από όλο τον κόσμο. Στο κείμενο «Παρατηρήσεις πάνω στον Χρυσό Κλώνο του Φρέιζερ» ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, στρέφεται κατά της ερμηνείας που δίνει ο Φρέιζερ στις φαινομενικά παράλογες συμπεριφορές των πρωτόγονων ανθρώπων, στην προσπάθειά του να τις κάνει κατανοητές στο αναγνωστικό του κοινό. Η εξήγησή του των πρωτόγονων μαγικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν είναι ικανοποιητική, λέει ο Βίτγκενσταϊν, καθώς τις κάνει να φαίνονται σαν λάθη. Λάθος όμως μπορεί να χρεωθεί μόνο σε κάποιον που εισηγείται μια θεωρία. Στη βάση ενός μαγικού ή θρησκευτικού συμβόλου δεν υπάρχει καμία θεωρία. Οι άνθρωποι δεν ασχολούνται συνεχώς με επιστημονικές υποθέσεις περί του κόσμου˙ υπάρχουν στιγμές όπου απλά τελετουργούν.
Η μορφή του αφυπνιζόμενου πνεύματος είναι η λατρεία.
Ο Φρέιζερ παρατηρεί ότι σε κάποια από τις πρώιμες φάσεις της κοινωνίας, ο βασιλιάς ή ο ιερέας θεωρούνταν κάτοχος υπερφυσικών δυνάμεων, που του επέτρεπαν να ελέγχει τη φύση. Ο Βίτγκενσταϊν απαντάει πως μόνο αν κάποιος είναι “βλάκας ή τρελός” θα μπορούσε να πιστεύει κάτι τέτοιο κυριολεκτικά, καθώς με την πρώτη κακοτυχία του βασιλιά θα ήταν προφανές ότι δεν είναι κάτοχος τέτοιων δυνάμεων. Και, προφανώς, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλοι οι πρωτόγονοι ήταν βλάκες ή τρελοί, αλλιώς δεν θα υπήρχαμε καν εμείς, οι απόγονοί τους, για να μιλάμε γι’ αυτούς. Απλά, λέει ο Βίτγκενσταϊν, η έννοια της δύναμης που αποδιδόταν στα πρόσωπα αυτά, ήταν προσαρμοσμένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εναρμονίζεται με την καθημερινή εμπειρία των πιστών. Ήξεραν ότι ο βασιλιάς τους δεν είχε τον έλεγχο της φύσης, αλλά έπαιζαν το παιχνίδι, για λόγους που θα δούμε παρακάτω.
Αν αυτοί οι πρωτόγονοι καθόντουσαν να γράψουν τη γνώση τους για τον φυσικό κόσμο, θα βλέπαμε ότι δεν διέφερε ριζικά από τη δική μας. Μονάχα η μαγεία τους θα ήταν διαφορετική. Για παράδειγμα, όταν κάποιος λαός αντιλαμβάνεται την έννοια της ψυχής σαν ένα μικρό ανθρωπάκι, ολόιδιο με τον άνθρωπο μέσα στον οποίο κατοικεί, δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνει π.χ. ο Πλάτωνας όταν φιλοσοφεί για τον κόσμο των ιδεών. Η σημερινή «μαγεία», κατά τον Βίτγκενσταϊν, είναι η φιλοσοφία, μόνο που οι πρωτόγονοι την κάνανε πιο παιδιάστικα.
Ο Φρέιζερ λέει για τους πρωτόγονους ότι πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να ανακαλύψουν την πλάνη της μαγείας. Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ένα ξόρκι που υποτίθεται ότι θα φέρει τη βροχή, αναγκαστικά κάποια στιγμή θα φανεί αποτελεσματικό, γιατί κάποια στιγμή, απλά θα βρέξει. Παρατηρεί μάλιστα ότι κατά κάποιον τρόπο σαμποτάρανε τον εαυτό τους, αφού απευθύνονταν στον μάγο μόνο κατά την περίοδο των βροχών, και όχι σε περίοδο ξηρασίας, δίνοντας έτσι τροφή στην αυταπάτη τους.
Είναι όμως πολύ παράξενο, απαντάει ο Βίτγκενσταϊν, να θεωρούμε ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούσαν πως κάποια στιγμή θα βρέξει, αργά ή γρήγορα, και ότι το ξόρκι δεν ήταν η πραγματική αιτία για την πρόκληση της βροχής. Και δεν είναι ότι δεν ξέρανε για τις περιόδους των βροχών. Το ίδιο το γεγονός ότι το έθιμο επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο την ίδια εποχή, όταν ξεκινούσαν οι βροχές, μας δείχνει ακριβώς ότι ξέρανε για την ύπαρξη αυτών των περιόδων. Είναι επίσης απόδειξη ότι δεν περίμεναν ότι ο μάγος, κυριολεκτικά, θα έφερνε τη βροχή, αλλιώς θα του ζητούσαν το ξόρκι την περίοδο ξηρασίας, που το είχαν και περισσότερη ανάγκη. Η μαγεία λοιπόν δεν αποτελούσε μια ουσιωδώς παράλογη πράξη, αλλά ένα τελετουργικό, μια γιορτή της βροχής και των ευεργετικών της επιπτώσεων. Εν τέλει, ήταν κάτι που τους έκανε να αισθάνονται καλύτερα, ήταν ένας πανηγυρισμός, μια έκφραση χαράς και ελπίδας.
Ο Βίτγκενσταϊν λέει ότι η λανθασμένη θέασή μας αυτή των πρωτόγονων, οφείλεται μάλλον στο αίσθημα υπεροχής που έχουμε απέναντί τους. Το να δούμε την μαγεία των πρωτόγονων σαν εσφαλμένη επιστήμη, δηλαδή εσφαλμένη ιατρική, φυσική, τεχνολογία κλπ, είναι μια ανόητη πρόληψη του αιώνα μας. Συνεχίζει μάλιστα λέγοντας ότι το τελετουργικό στοιχείο εκείνων των κοινωνιών, που το βλέπουμε υποτιμητικά, το συντηρούμε μέχρι σήμερα. Το να καις ένα ομοίωμα του εχθρού σου για να του κάνεις κακό, είναι το ίδιο με το να φιλάς την εικόνα ενός αγαπημένου ή ενός αγίου. Προφανώς, η πράξη αυτή δε βασίζεται στην πίστη ότι επενεργείς στο αντικείμενο που αναπαριστά η εικόνα. Αποσκοπεί μόνο σε μια ικανοποίηση, η οποία και επιτυγχάνεται. Και μάλιστα, ούτε καν αποσκοπεί σε κάτι˙ απλώς, έτσι συμπεριφερόμαστε, και μετά νοιώθουμε ικανοποιημένοι. Το ίδιο οφείλουμε να υποθέσουμε και για τους πρωτόγονους.
Ας πάρουμε όμως στα σοβαρά αυτά που λέει ο Βίτγκενσταϊν, για να κάνουμε περαιτέρω παραλληλισμούς. Ας φανταστούμε έναν γονιό που το παιδί του είναι σοβαρά άρρωστο και κινδυνεύει να πεθάνει. Ας φανταστούμε αυτόν τον γονιό να προσεύχεται. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε πιθανό ότι αυτός ο πιστός δεν περιμένει να βελτιωθεί στην πραγματικότητα η υγεία του παιδιού του, σαν αποτέλεσμα της προσευχής; Για να ισχύει αυτό, θα έπρεπε να σκέφτεται κάπως έτσι: «ξέρω ότι με το να προσευχηθώ δεν θα αλλάξει τίποτα, ξέρω ότι δεν μπορώ με την σκέψη μου να αλλάξω τον φυσικό κόσμο γύρω μου, αλλά δεν πειράζει, η προσευχή μου θα είναι απλά ένας εορτασμός στη υγεία, μια γιορτή για την αξία της ζωής, και θα κάνει εμένα να νοιώσω καλύτερα». Νομίζω ότι αυτές οι σκέψεις, ακολουθούμενες από την πράξη της προσευχής, θα έκανε τον γονιό να φαίνεται τουλάχιστον ασυνεπής, ακόμα και αυτάρεσκος, αν σκεφτούμε τον πραγματικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει το παιδί του. Φυσικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο πραγματικός λόγος που κάποιος προσεύχεται, είναι ότι όντως τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα, ότι ακόμα και μια ψεύτικη ελπίδα ίσως είναι καλύτερη από το τίποτα˙ αλλά η συντήρηση μιας ψεύτικης ελπίδας βασίζεται στο να μείνει αδήλωτη ως τέτοια. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που προσεύχεται, πιστεύει στ’ αλήθεια ότι με τη σκέψη του θα επηρεάσει τον φυσικό κόσμο, ακόμα κι αν ταυτόχρονα γνωρίζει πολύ καλά τους νόμους της φύσης, ή τη στατιστική πιθανότητα αποτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ας αλλάξουμε τώρα λίγο το σενάριο, με το παιδί αυτήν τη φορά αντί να είναι σοβαρά άρρωστο, να είναι θύμα ατυχήματος που οδήγησε, ας πούμε, στην απώλεια ενός χεριού του. Θα προσευχόταν σε αυτήν την περίπτωση ο ίδιος γονιός, για να φυτρώσει ένα καινούργιο μέλος; Όχι. Μπορεί κάλλιστα να ζητούσε συμπαράσταση από το θεό, μπορεί να παρακαλούσε να μην γίνει το ατύχημα εμπόδιο στην μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση του παιδιού του ή στην ευτυχία του, μπορεί να ζητούσε ένα σωρό διαφορετικά πράγματα. Αλλά σίγουρα δεν θα ζητούσε ένα καινούργιο χέρι. Γιατί; Αυτό είναι που φαίνεται να χρειάζεται το παιδί του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι επειδή, έστω ασυναίσθητα, αποδέχεται ότι ο θεός, την ίδια στιγμή που τον θεωρεί παντοδύναμο, δεν μπορεί να προσφέρει κάτι τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο, οι πρωτόγονοι που κάνουν μαγικά για να βρέξει μόνο κατά την περίοδο βροχών, και όχι όταν πραγματικά το χρειάζονται, δεν βρίσκουν ασυνέπεια στην σκέψη και τις πράξεις τους. Δεν σημαίνει ότι είναι βλάκες ή τρελοί, όπως θα έλεγε ο Βίτγκενσταϊν, σημαίνει απλά ότι μπορούν να αναστείλουν την κριτική τους σκέψη, που σίγουρα την έχουν, για να διατηρήσουν μια ελπίδα. Την ελπίδα ότι θα είναι ασφαλείς, ότι κάποιος θα τους προσέχει αν μείνει ικανοποιημένος από το τελετουργικό τους, ότι είναι, σε κάποιο βαθμό, υπεύθυνοι της μοίρας τους.
Όταν δεν μπορούμε να σκεφτούμε μόνοι μας, μπορούμε πάντα να παραθέτουμε λόγια άλλων
Η βάση της κριτικής του Βίτγκενσταϊν είναι ότι ο Φρέιζερ βλέπει υποτιμητικά τους πρωτόγονους, αποτυγχάνοντας να παραδεχτεί τις ομοιότητές τους με τον «Εγγλέζο του 20ου αιώνα». Είναι αυτές οι ομοιότητες όμως που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και εκείνοι, όπως και καθένας από εμάς, ήταν ικανοί να τηρούν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές, μη συμβιβαζόμενες, ιδέες στο μυαλό τους. Αυτό δεν τους κάνει χαζούς, τους κάνει ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται πάντα ορθολογικά, κι ας ξέρουν πώς να το κάνουν.
Η μορφή του αφυπνιζόμενου πνεύματος είναι η λατρεία.
Ο Φρέιζερ παρατηρεί ότι σε κάποια από τις πρώιμες φάσεις της κοινωνίας, ο βασιλιάς ή ο ιερέας θεωρούνταν κάτοχος υπερφυσικών δυνάμεων, που του επέτρεπαν να ελέγχει τη φύση. Ο Βίτγκενσταϊν απαντάει πως μόνο αν κάποιος είναι “βλάκας ή τρελός” θα μπορούσε να πιστεύει κάτι τέτοιο κυριολεκτικά, καθώς με την πρώτη κακοτυχία του βασιλιά θα ήταν προφανές ότι δεν είναι κάτοχος τέτοιων δυνάμεων. Και, προφανώς, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλοι οι πρωτόγονοι ήταν βλάκες ή τρελοί, αλλιώς δεν θα υπήρχαμε καν εμείς, οι απόγονοί τους, για να μιλάμε γι’ αυτούς. Απλά, λέει ο Βίτγκενσταϊν, η έννοια της δύναμης που αποδιδόταν στα πρόσωπα αυτά, ήταν προσαρμοσμένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εναρμονίζεται με την καθημερινή εμπειρία των πιστών. Ήξεραν ότι ο βασιλιάς τους δεν είχε τον έλεγχο της φύσης, αλλά έπαιζαν το παιχνίδι, για λόγους που θα δούμε παρακάτω.
Αν αυτοί οι πρωτόγονοι καθόντουσαν να γράψουν τη γνώση τους για τον φυσικό κόσμο, θα βλέπαμε ότι δεν διέφερε ριζικά από τη δική μας. Μονάχα η μαγεία τους θα ήταν διαφορετική. Για παράδειγμα, όταν κάποιος λαός αντιλαμβάνεται την έννοια της ψυχής σαν ένα μικρό ανθρωπάκι, ολόιδιο με τον άνθρωπο μέσα στον οποίο κατοικεί, δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνει π.χ. ο Πλάτωνας όταν φιλοσοφεί για τον κόσμο των ιδεών. Η σημερινή «μαγεία», κατά τον Βίτγκενσταϊν, είναι η φιλοσοφία, μόνο που οι πρωτόγονοι την κάνανε πιο παιδιάστικα.
Ο Φρέιζερ λέει για τους πρωτόγονους ότι πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να ανακαλύψουν την πλάνη της μαγείας. Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ένα ξόρκι που υποτίθεται ότι θα φέρει τη βροχή, αναγκαστικά κάποια στιγμή θα φανεί αποτελεσματικό, γιατί κάποια στιγμή, απλά θα βρέξει. Παρατηρεί μάλιστα ότι κατά κάποιον τρόπο σαμποτάρανε τον εαυτό τους, αφού απευθύνονταν στον μάγο μόνο κατά την περίοδο των βροχών, και όχι σε περίοδο ξηρασίας, δίνοντας έτσι τροφή στην αυταπάτη τους.
Είναι όμως πολύ παράξενο, απαντάει ο Βίτγκενσταϊν, να θεωρούμε ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούσαν πως κάποια στιγμή θα βρέξει, αργά ή γρήγορα, και ότι το ξόρκι δεν ήταν η πραγματική αιτία για την πρόκληση της βροχής. Και δεν είναι ότι δεν ξέρανε για τις περιόδους των βροχών. Το ίδιο το γεγονός ότι το έθιμο επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο την ίδια εποχή, όταν ξεκινούσαν οι βροχές, μας δείχνει ακριβώς ότι ξέρανε για την ύπαρξη αυτών των περιόδων. Είναι επίσης απόδειξη ότι δεν περίμεναν ότι ο μάγος, κυριολεκτικά, θα έφερνε τη βροχή, αλλιώς θα του ζητούσαν το ξόρκι την περίοδο ξηρασίας, που το είχαν και περισσότερη ανάγκη. Η μαγεία λοιπόν δεν αποτελούσε μια ουσιωδώς παράλογη πράξη, αλλά ένα τελετουργικό, μια γιορτή της βροχής και των ευεργετικών της επιπτώσεων. Εν τέλει, ήταν κάτι που τους έκανε να αισθάνονται καλύτερα, ήταν ένας πανηγυρισμός, μια έκφραση χαράς και ελπίδας.
Ο Βίτγκενσταϊν λέει ότι η λανθασμένη θέασή μας αυτή των πρωτόγονων, οφείλεται μάλλον στο αίσθημα υπεροχής που έχουμε απέναντί τους. Το να δούμε την μαγεία των πρωτόγονων σαν εσφαλμένη επιστήμη, δηλαδή εσφαλμένη ιατρική, φυσική, τεχνολογία κλπ, είναι μια ανόητη πρόληψη του αιώνα μας. Συνεχίζει μάλιστα λέγοντας ότι το τελετουργικό στοιχείο εκείνων των κοινωνιών, που το βλέπουμε υποτιμητικά, το συντηρούμε μέχρι σήμερα. Το να καις ένα ομοίωμα του εχθρού σου για να του κάνεις κακό, είναι το ίδιο με το να φιλάς την εικόνα ενός αγαπημένου ή ενός αγίου. Προφανώς, η πράξη αυτή δε βασίζεται στην πίστη ότι επενεργείς στο αντικείμενο που αναπαριστά η εικόνα. Αποσκοπεί μόνο σε μια ικανοποίηση, η οποία και επιτυγχάνεται. Και μάλιστα, ούτε καν αποσκοπεί σε κάτι˙ απλώς, έτσι συμπεριφερόμαστε, και μετά νοιώθουμε ικανοποιημένοι. Το ίδιο οφείλουμε να υποθέσουμε και για τους πρωτόγονους.
Ας πάρουμε όμως στα σοβαρά αυτά που λέει ο Βίτγκενσταϊν, για να κάνουμε περαιτέρω παραλληλισμούς. Ας φανταστούμε έναν γονιό που το παιδί του είναι σοβαρά άρρωστο και κινδυνεύει να πεθάνει. Ας φανταστούμε αυτόν τον γονιό να προσεύχεται. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε πιθανό ότι αυτός ο πιστός δεν περιμένει να βελτιωθεί στην πραγματικότητα η υγεία του παιδιού του, σαν αποτέλεσμα της προσευχής; Για να ισχύει αυτό, θα έπρεπε να σκέφτεται κάπως έτσι: «ξέρω ότι με το να προσευχηθώ δεν θα αλλάξει τίποτα, ξέρω ότι δεν μπορώ με την σκέψη μου να αλλάξω τον φυσικό κόσμο γύρω μου, αλλά δεν πειράζει, η προσευχή μου θα είναι απλά ένας εορτασμός στη υγεία, μια γιορτή για την αξία της ζωής, και θα κάνει εμένα να νοιώσω καλύτερα». Νομίζω ότι αυτές οι σκέψεις, ακολουθούμενες από την πράξη της προσευχής, θα έκανε τον γονιό να φαίνεται τουλάχιστον ασυνεπής, ακόμα και αυτάρεσκος, αν σκεφτούμε τον πραγματικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει το παιδί του. Φυσικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο πραγματικός λόγος που κάποιος προσεύχεται, είναι ότι όντως τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα, ότι ακόμα και μια ψεύτικη ελπίδα ίσως είναι καλύτερη από το τίποτα˙ αλλά η συντήρηση μιας ψεύτικης ελπίδας βασίζεται στο να μείνει αδήλωτη ως τέτοια. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που προσεύχεται, πιστεύει στ’ αλήθεια ότι με τη σκέψη του θα επηρεάσει τον φυσικό κόσμο, ακόμα κι αν ταυτόχρονα γνωρίζει πολύ καλά τους νόμους της φύσης, ή τη στατιστική πιθανότητα αποτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ας αλλάξουμε τώρα λίγο το σενάριο, με το παιδί αυτήν τη φορά αντί να είναι σοβαρά άρρωστο, να είναι θύμα ατυχήματος που οδήγησε, ας πούμε, στην απώλεια ενός χεριού του. Θα προσευχόταν σε αυτήν την περίπτωση ο ίδιος γονιός, για να φυτρώσει ένα καινούργιο μέλος; Όχι. Μπορεί κάλλιστα να ζητούσε συμπαράσταση από το θεό, μπορεί να παρακαλούσε να μην γίνει το ατύχημα εμπόδιο στην μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση του παιδιού του ή στην ευτυχία του, μπορεί να ζητούσε ένα σωρό διαφορετικά πράγματα. Αλλά σίγουρα δεν θα ζητούσε ένα καινούργιο χέρι. Γιατί; Αυτό είναι που φαίνεται να χρειάζεται το παιδί του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι επειδή, έστω ασυναίσθητα, αποδέχεται ότι ο θεός, την ίδια στιγμή που τον θεωρεί παντοδύναμο, δεν μπορεί να προσφέρει κάτι τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο, οι πρωτόγονοι που κάνουν μαγικά για να βρέξει μόνο κατά την περίοδο βροχών, και όχι όταν πραγματικά το χρειάζονται, δεν βρίσκουν ασυνέπεια στην σκέψη και τις πράξεις τους. Δεν σημαίνει ότι είναι βλάκες ή τρελοί, όπως θα έλεγε ο Βίτγκενσταϊν, σημαίνει απλά ότι μπορούν να αναστείλουν την κριτική τους σκέψη, που σίγουρα την έχουν, για να διατηρήσουν μια ελπίδα. Την ελπίδα ότι θα είναι ασφαλείς, ότι κάποιος θα τους προσέχει αν μείνει ικανοποιημένος από το τελετουργικό τους, ότι είναι, σε κάποιο βαθμό, υπεύθυνοι της μοίρας τους.
Όταν δεν μπορούμε να σκεφτούμε μόνοι μας, μπορούμε πάντα να παραθέτουμε λόγια άλλων
Η βάση της κριτικής του Βίτγκενσταϊν είναι ότι ο Φρέιζερ βλέπει υποτιμητικά τους πρωτόγονους, αποτυγχάνοντας να παραδεχτεί τις ομοιότητές τους με τον «Εγγλέζο του 20ου αιώνα». Είναι αυτές οι ομοιότητες όμως που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και εκείνοι, όπως και καθένας από εμάς, ήταν ικανοί να τηρούν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές, μη συμβιβαζόμενες, ιδέες στο μυαλό τους. Αυτό δεν τους κάνει χαζούς, τους κάνει ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται πάντα ορθολογικά, κι ας ξέρουν πώς να το κάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου