Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Τι εννοεί ο Αριστοτέλης με τον όρο «επιστήμη»

Για τον Αριστοτέλη, όπως και για τον Πλάτωνα, η επιστήμη είναι ένα διανοητικό γνώρισμα των προσώπων που καταγίνονται με τη σκέψη. Επιστήμη σημαίνει γνώση. Ο Αριστοτέλης όμως πηγαίνει πιο μακριά από τον Πλάτωνα, χωρίζοντας την επιστήμη ή τη γνώση σε διαφορετικούς τρόπους ή διανοητικές προδιαθέσεις. Αυτό ισχύει επειδή ο Αριστοτέλης - παρότι όπως και ο Πλάτωνας ενδιαφερόταν για τη μονιμότητα και τη σταθερότητα της αλήθειας - ασχολήθηκε επίσης με την αλλαγή και τα αίτιά της. Έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην κατάσταση όπου τα πράγματα αρχίζουν ή παύουν να υπάρχουν από τις περιπτώσεις όπου απλώς αλλάζουν. Η αλλαγή και η ποικιλία βρίσκονται σε κάθε τι που βιώνουμε. Πίστευε δε ότι τα αίτια και οι αρχές των διαφορετικοί πραγμάτων είναι διαφορετικά. Αυτό το γνωρίζουμε επειδή έχουμε εμπειρίες και στοχαζόμαστε πάνω σε αυτές. Αυτό σημαίνει κατά τον Αριστοτέλη ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη ανθρώπινης γνώσης, δηλαδή διαφορετικοί τρόποι σκέψης ή διαφορετικές διανοητικές προδιαθέσεις. Αυτές οι διαφορετικές «επιστήμες» ξεχωρίζουν από τις δραστηριότητες που εκτελούνται από τον κάθε τρόπο σκέψης. Τις ταξινομεί σε ποιητικές, πρακτικές και θεωρητικές. Γι’ αυτό το λόγο η συζήτηση που θα γίνει σε αυτό το κεφάλαιο θα ακολουθήσει αυτούς τους διακεκριμένους τρόπους σκέψης: τον ποιητικό (παραγωγικό), τον πρακτικό και τον θεωρητικό.
 
Κάθε είδος γνώσης ή τρόπος σκέψης ή επιστήμη οδηγεί στην ανάπτυξη ανεξάρτητων, συστηματικοί γνωστικών κλάδων ή «επιστημών» που μελετούν διαφορετικά είδη πραγμάτων με τρόπους που προσιδιάζουν στα αντίστοιχα αντικείμενά τους, όπως αυτά καθορίζονται από τον τρόπο σκέψης πάνω σε αυτά.[1] Κάθε επιστήμη αναφέρεται στην ανθρώπινη προδιάθεση ή στον διανοητικό προσανατολισμό προς κάτι, είτε αυτό είναι η παραγωγή κάποιου πράγματος, είτε ο καθορισμός κάποιος (πρακτικής) ενέργειας είτε ο στοχασμός πάνω σε κάτι.[2]
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ανθρώπινη γνώση αποτελεί απλώς ένα ασύνδετο συνονθύλευμα συστηματικοί γνωστικών πεδίων. Μιλώντας κανείς πολύ γενικά, καθολικά και κατ' αναλογία, θα μπορούσε να πει ότι η ανθρώπινη γνώση είναι στην πραγματικότητα ενοποιημένη και όχι χωρισμένη σε παραγωγικά, πρακτικά και θεωρητικά είδη. Όμως ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι για το αντικείμενο ή το πεδίο γνώσης της ηθικής και η γλώσσα που χρησιμοποιούν για να αποκαλύψουν τις σκέψεις τους διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και μιλούν, λόγου χάριν, για τη φυσιολογία των ασπόνδυλων. Μια συγκεκριμένη «επιστήμη», όπως η φυσιολογία, ασχολείται με τις ανθρώπινες εμπειρίες εν γένει αναφορικά με τις συγκεκριμένες φύσεις των ατόμων, καθώς και με το τι φαίνεται να ισχύει γι’ αυτές σε γενικές γραμμές. Από εδώ καταλήγουμε σε κοινώς αποδεκτές γνώμες (δόξα) που αφορούν για παράδειγμα στη φυσιολογία των ασπονδύλων. Στις ηθικές αναζητήσεις μας, έχουμε και πάλι ως αφετηρία αυτό που είναι σ' εμάς οικείο, για να καταλήξουμε σε κοινά αποδεκτές γνώμες. Στη δεύτερη όμως περίπτωση τα φαινόμενα που μας απασχολούν δεν αποτελούν απλώς παρατηρήσεις του φυσικού κόσμου αλλά και κοινές πεποιθήσεις, οι οποίες είναι αξιολογικά φορτισμένες και γίνονται ευρέως αποδεκτές από τους πολλούς και τους σώφρονες. Τι μπορεί να θεωρηθεί όμως ως ηθικό φαινόμενο, οικείο σ' εμάς, και ποιος υποτίθεται ότι περιλαμβάνεται σε αυτό το «εμείς»;
 --------------------
[1] Εδώ η επιστήμη, με την έννοια που της δίνει ο Αριστοτέλης, αποτελεί ένα μοναδικό ή ενιαίο και συστηματικό τρόπο σκέψης επί των στοιχείων που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο πεδίο. Κάθε επιστήμη διαθέτει τις δικές της προκείμενες ή πρώτες αρχές. Μια επιστήμη διαφέρει από την άλλη εφόσον οι αρχές τους δεν ανήκουν στο ίδιο γένος ή οι αρχές της μιας δεν συνάγονται από τις αρχές της άλλης. Αναλυτικά Ύστερα 1,28,87a38-87b3.
 
[2] Για μια πιο αναλυτική φιλοσοφική ανάγνωση βλ. C. C. W. Taylor, «Aristo­tle’s Epistemology» στο S. Everson (επιμ.). Companions to Ancient Thought, I: Epistemology, Καίημπριτζ 1900, σσ. 116-42: Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η γνώση είναι εφικτή και «προσπαθεί να συλλάβει πώς επιτυγχάνεται μέσα στα διάφορα πεδία νοητικής δραστηριότητας και πως οι καταστάσεις εντός των οποίων επιτυγχάνεται σχετίζονται με άλλες νοητικές καταστάσεις του ατόμου» (ό.π. σ. 116). Η δική μου ερμηνεία του τι είναι και τι προϋποθέτει η αποδεικτική γνώση καθώς και για τη σχέση ανάμεσα στο κατά κανόνα αληθές και στο πιθανό διαφέρει, όπως θα δούμε παρακάτω, από την ερμηνεία του Taylor.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου