Κάθε είδος γνώσης ή τρόπος σκέψης ή επιστήμη οδηγεί στην ανάπτυξη ανεξάρτητων, συστηματικοί γνωστικών κλάδων ή «επιστημών» που μελετούν διαφορετικά είδη πραγμάτων με τρόπους που προσιδιάζουν στα αντίστοιχα αντικείμενά τους, όπως αυτά καθορίζονται από τον τρόπο σκέψης πάνω σε αυτά.[1] Κάθε επιστήμη αναφέρεται στην ανθρώπινη προδιάθεση ή στον διανοητικό προσανατολισμό προς κάτι, είτε αυτό είναι η παραγωγή κάποιου πράγματος, είτε ο καθορισμός κάποιος (πρακτικής) ενέργειας είτε ο στοχασμός πάνω σε κάτι.[2]
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ανθρώπινη γνώση αποτελεί απλώς ένα ασύνδετο συνονθύλευμα συστηματικοί γνωστικών πεδίων. Μιλώντας κανείς πολύ γενικά, καθολικά και κατ' αναλογία, θα μπορούσε να πει ότι η ανθρώπινη γνώση είναι στην πραγματικότητα ενοποιημένη και όχι χωρισμένη σε παραγωγικά, πρακτικά και θεωρητικά είδη. Όμως ο τρόπος που σκέφτονται οι άνθρωποι για το αντικείμενο ή το πεδίο γνώσης της ηθικής και η γλώσσα που χρησιμοποιούν για να αποκαλύψουν τις σκέψεις τους διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και μιλούν, λόγου χάριν, για τη φυσιολογία των ασπόνδυλων. Μια συγκεκριμένη «επιστήμη», όπως η φυσιολογία, ασχολείται με τις ανθρώπινες εμπειρίες εν γένει αναφορικά με τις συγκεκριμένες φύσεις των ατόμων, καθώς και με το τι φαίνεται να ισχύει γι’ αυτές σε γενικές γραμμές. Από εδώ καταλήγουμε σε κοινώς αποδεκτές γνώμες (δόξα) που αφορούν για παράδειγμα στη φυσιολογία των ασπονδύλων. Στις ηθικές αναζητήσεις μας, έχουμε και πάλι ως αφετηρία αυτό που είναι σ' εμάς οικείο, για να καταλήξουμε σε κοινά αποδεκτές γνώμες. Στη δεύτερη όμως περίπτωση τα φαινόμενα που μας απασχολούν δεν αποτελούν απλώς παρατηρήσεις του φυσικού κόσμου αλλά και κοινές πεποιθήσεις, οι οποίες είναι αξιολογικά φορτισμένες και γίνονται ευρέως αποδεκτές από τους πολλούς και τους σώφρονες. Τι μπορεί να θεωρηθεί όμως ως ηθικό φαινόμενο, οικείο σ' εμάς, και ποιος υποτίθεται ότι περιλαμβάνεται σε αυτό το «εμείς»;
--------------------
--------------------
[1] Εδώ η επιστήμη, με την έννοια που της δίνει ο Αριστοτέλης, αποτελεί ένα μοναδικό ή ενιαίο και συστηματικό τρόπο σκέψης επί των στοιχείων που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο πεδίο. Κάθε επιστήμη διαθέτει τις δικές της προκείμενες ή πρώτες αρχές. Μια επιστήμη διαφέρει από την άλλη εφόσον οι αρχές τους δεν ανήκουν στο ίδιο γένος ή οι αρχές της μιας δεν συνάγονται από τις αρχές της άλλης. Αναλυτικά Ύστερα 1,28,87a38-87b3.
[2] Για μια πιο αναλυτική φιλοσοφική ανάγνωση βλ. C. C. W. Taylor, «Aristotle’s Epistemology» στο S. Everson (επιμ.). Companions to Ancient Thought, I: Epistemology, Καίημπριτζ 1900, σσ. 116-42: Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η γνώση είναι εφικτή και «προσπαθεί να συλλάβει πώς επιτυγχάνεται μέσα στα διάφορα πεδία νοητικής δραστηριότητας και πως οι καταστάσεις εντός των οποίων επιτυγχάνεται σχετίζονται με άλλες νοητικές καταστάσεις του ατόμου» (ό.π. σ. 116). Η δική μου ερμηνεία του τι είναι και τι προϋποθέτει η αποδεικτική γνώση καθώς και για τη σχέση ανάμεσα στο κατά κανόνα αληθές και στο πιθανό διαφέρει, όπως θα δούμε παρακάτω, από την ερμηνεία του Taylor.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου