Ανήκουν στις πιο συνηθισμένες αφορμές, όπου καταφεύγουν οι άνθρωποι σε ψυχολόγο, εκείνες των διαζυγίων και γενικότερα των ερωτικών χωρισμών. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει εγκατάλειψη.
Δεν είναι μονάχα ο πόνος της απώλειας από τους οξύτερους πόνους, αλλά και το γεγονός ότι με τον χωρισμό χάνονται οι μέχρι τώρα σταθερές της καθημερινότητας, το οικείο πλαίσιο που θεωρούσαν οι χωρισμένοι ότι τους ασφάλιζε, οι κοινές συνήθειες, οι γνωστοί τους καβγάδες, οι μοιρασμένες μέρες, ακόμη και οι μισητές. Προκαλείται μια μεγάλη ανισορροπία – η έξω από τη συνήθεια – που οι πρώην δυσκολεύονται τώρα να διαχειριστούν. Μερικοί δυσκολεύονται υπερβολικά. Υπάρχουν πρόσωπα που επί μια ζωή προσπαθούν – ή μάλλον δεν προσπαθούν, αυτό είναι η αιτία – αλλά δεν καταφέρνουν να προσαρμοσθούν στο τώρα και στο αύριο, παραμένοντας πενθούντες στο παρελθόν που έφυγε πια.
Μακάρι να γνώριζαν οι άνθρωποι τα γνήσια αισθήματά τους. Εκείνα δηλαδή που κρύβονται πίσω από τα αισθήματα που αποκαλούν: ραγισμένη καρδιά, προδοσία, ερημιά ή συναισθηματικό σπαραγμό. Δεν είναι πάντα ακριβώς όπως τα λένε.
Από κληροδοτημένο ρομαντισμό ή παραστάσεις συναρμολογημένες από ρομάντζα, τραγούδια και σίριαλ, έχουμε καθιερώσει κίβδηλα κριτήρια για πολλά συναισθήματά μας, ιδίως για τα ερωτικά, ιδίως για τα δραματικότερα. Συχνά αισθανόμαστε εκείνο που θεωρούμε πρέπον να αισθανόμαστε σε μια περίσταση, χωρίς όμως να το αισθανόμαστε όντως. Όταν μάλιστα κοντά μας έχουμε θεατές, μάρτυρες, εκείνο που από μας περιμένουν να εκδηλώσουμε επηρεάζει σοβαρότατα το πώς θα φερθούμε, το πώς θα αντιδράσουμε.
Αν δεν γνωρίζουμε με κάποια σαφήνεια το πρόβλημα που μας τρώει, αν δεν μπορούμε να το περιγράψουμε με τις κατάλληλες λέξεις, δεν υπάρχει μεγάλη ελπίδα να φτάσουμε σε λύση του. Διότι αν αισθάνεσαι και διατυπώνεις ξένο από την ψυχή σου πρόβλημα, η «λύση» όπου θα καταλήξεις δε σε αφορά, ενώ το αληθινό σου πρόβλημα θα συνεχίζει αγιάτρευτο και όλο και χειρότερα κακοφορμισμένο. Μοιάζει με εκείνο που λέγεται, πως, όταν θέσεις σωστά ένα ερώτημα, η απάντησή σου έχει ήδη δοθεί, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, πως είναι η αρχή που ως γνωστόν είναι το ήμισυ του παντός και τα λοιπά.
Πάρα πολύ συχνά συγχέουμε την ανάγκη με την αγάπη, ειδικά οι πιο ανώριμες προσωπικότητες. Διότι όσο πιο ανώριμος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο συντηρεί ανάγκες, δεν του μένει χώρος ευρύς ώστε να αναπτύξει συναισθήματα. Άλλο το πώς βαφτίζουμε εκείνο που κουβαλάμε.
Θα πω για πολλοστή φορά, εκείνο τον ορισμό του Άρθουρ Τζάνοφ για το τι εντέλει είναι η αόριστη αγάπη. «Αγαπάμε όταν βάζουμε τις ανάγκες του αγαπημένου πάνω από τις δικές μας ανάγκες».
Με τέτοιες όμως ιδιωτικές διαγνώσεις ο κάθε πονεμένος – όπου η ανάγκη θεωρείται αγάπη και η εξάρτηση θεωρείται σχέση – δε θα λάβει θεραπεία, θα παραμένει άπραγος και βυθισμένος στην παρεξήγηση που καλλιεργεί μέσα στο ατακτοποίητο και αφώτιστο δωμάτιο της κατάθλιψης. Και δεν είναι λίγες οι φορές που η κατάθλιψη προέρχεται από λαθεμένες ή κουτές εκτιμήσεις, από εσφαλμένη αυτοεκτίμηση, από παραποιημένη αυτοκριτική. Τίποτα δε θεραπεύει ουσιαστικά τον άνθρωπο όσο η επαφή του με την πραγματικότητα.
Αν έβλεπε σθεναρά τι όντως σκέφτεται και τι όντως νιώθει, θα διαπίστωνε ότι η στενοχώρια δεν προέρχεται από απώλεια προσώπου, αλλά από απώλεια ιδιοτήτων και αντικειμένων. Και αν το πρόσωπο είναι αναντικατάστατο, οι ιδιότητες και τα αντικείμενα δεν είναι, αντικαθίστανται. Μη σαστίζει λοιπόν και μη θρηνεί ματαίως.
Το να δουλεύεις με την εσωτερική σου πραγματικότητα, το να κερδίζεις αυτογνωσία, δεν είναι μόνο ένα πνευματικό χρέος προς την ύπαρξη, αλλά και ένας μοναδικά ωφέλιμος οδηγός για το πώς να ζεις απλά και εύστοχα, χωρίς μάταιο πόνο δηλαδή.
Κάπου διάβασα ότι δυο πρόσωπα με μάσκα δεν μπορούν να φιληθούν. Με τα χρόνια εξανεμίζεσαι, καταλήγοντας φάντασμα μιας ύπαρξης που πέθανε νωρίς, ενώ η φιγούρα της έμεινε άταφη. Πρόκειται για τον πνευματικό θάνατο που δεν έχει σχέση με νεκροταφεία. Ο πνευματικά νεκρός μπορεί να περιφέρεται στην πόλη, να ζει σε πολυκατοικίες, να οδηγεί, να παντρεύεται, να γεννά κουρασμένα παιδιά, να εργάζεται σε ορισμένες εργασίες με επιτυχία, να πλουτίζει, να γιορτάζει τα γενέθλιά του αλλά όχι τον ουσιαστικό του θάνατο αφού τον αγνοεί.
Τούτη ακριβώς η ζωή, που δεν είναι «ζωή μου», είναι εκείνο που με άλλα λόγια ονομάζουμε νεύρωση. Ολική ή μερική, αναλόγως…
Δεν είναι μονάχα ο πόνος της απώλειας από τους οξύτερους πόνους, αλλά και το γεγονός ότι με τον χωρισμό χάνονται οι μέχρι τώρα σταθερές της καθημερινότητας, το οικείο πλαίσιο που θεωρούσαν οι χωρισμένοι ότι τους ασφάλιζε, οι κοινές συνήθειες, οι γνωστοί τους καβγάδες, οι μοιρασμένες μέρες, ακόμη και οι μισητές. Προκαλείται μια μεγάλη ανισορροπία – η έξω από τη συνήθεια – που οι πρώην δυσκολεύονται τώρα να διαχειριστούν. Μερικοί δυσκολεύονται υπερβολικά. Υπάρχουν πρόσωπα που επί μια ζωή προσπαθούν – ή μάλλον δεν προσπαθούν, αυτό είναι η αιτία – αλλά δεν καταφέρνουν να προσαρμοσθούν στο τώρα και στο αύριο, παραμένοντας πενθούντες στο παρελθόν που έφυγε πια.
Μακάρι να γνώριζαν οι άνθρωποι τα γνήσια αισθήματά τους. Εκείνα δηλαδή που κρύβονται πίσω από τα αισθήματα που αποκαλούν: ραγισμένη καρδιά, προδοσία, ερημιά ή συναισθηματικό σπαραγμό. Δεν είναι πάντα ακριβώς όπως τα λένε.
Από κληροδοτημένο ρομαντισμό ή παραστάσεις συναρμολογημένες από ρομάντζα, τραγούδια και σίριαλ, έχουμε καθιερώσει κίβδηλα κριτήρια για πολλά συναισθήματά μας, ιδίως για τα ερωτικά, ιδίως για τα δραματικότερα. Συχνά αισθανόμαστε εκείνο που θεωρούμε πρέπον να αισθανόμαστε σε μια περίσταση, χωρίς όμως να το αισθανόμαστε όντως. Όταν μάλιστα κοντά μας έχουμε θεατές, μάρτυρες, εκείνο που από μας περιμένουν να εκδηλώσουμε επηρεάζει σοβαρότατα το πώς θα φερθούμε, το πώς θα αντιδράσουμε.
Αν δεν γνωρίζουμε με κάποια σαφήνεια το πρόβλημα που μας τρώει, αν δεν μπορούμε να το περιγράψουμε με τις κατάλληλες λέξεις, δεν υπάρχει μεγάλη ελπίδα να φτάσουμε σε λύση του. Διότι αν αισθάνεσαι και διατυπώνεις ξένο από την ψυχή σου πρόβλημα, η «λύση» όπου θα καταλήξεις δε σε αφορά, ενώ το αληθινό σου πρόβλημα θα συνεχίζει αγιάτρευτο και όλο και χειρότερα κακοφορμισμένο. Μοιάζει με εκείνο που λέγεται, πως, όταν θέσεις σωστά ένα ερώτημα, η απάντησή σου έχει ήδη δοθεί, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, πως είναι η αρχή που ως γνωστόν είναι το ήμισυ του παντός και τα λοιπά.
Πάρα πολύ συχνά συγχέουμε την ανάγκη με την αγάπη, ειδικά οι πιο ανώριμες προσωπικότητες. Διότι όσο πιο ανώριμος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο συντηρεί ανάγκες, δεν του μένει χώρος ευρύς ώστε να αναπτύξει συναισθήματα. Άλλο το πώς βαφτίζουμε εκείνο που κουβαλάμε.
Θα πω για πολλοστή φορά, εκείνο τον ορισμό του Άρθουρ Τζάνοφ για το τι εντέλει είναι η αόριστη αγάπη. «Αγαπάμε όταν βάζουμε τις ανάγκες του αγαπημένου πάνω από τις δικές μας ανάγκες».
Με τέτοιες όμως ιδιωτικές διαγνώσεις ο κάθε πονεμένος – όπου η ανάγκη θεωρείται αγάπη και η εξάρτηση θεωρείται σχέση – δε θα λάβει θεραπεία, θα παραμένει άπραγος και βυθισμένος στην παρεξήγηση που καλλιεργεί μέσα στο ατακτοποίητο και αφώτιστο δωμάτιο της κατάθλιψης. Και δεν είναι λίγες οι φορές που η κατάθλιψη προέρχεται από λαθεμένες ή κουτές εκτιμήσεις, από εσφαλμένη αυτοεκτίμηση, από παραποιημένη αυτοκριτική. Τίποτα δε θεραπεύει ουσιαστικά τον άνθρωπο όσο η επαφή του με την πραγματικότητα.
Αν έβλεπε σθεναρά τι όντως σκέφτεται και τι όντως νιώθει, θα διαπίστωνε ότι η στενοχώρια δεν προέρχεται από απώλεια προσώπου, αλλά από απώλεια ιδιοτήτων και αντικειμένων. Και αν το πρόσωπο είναι αναντικατάστατο, οι ιδιότητες και τα αντικείμενα δεν είναι, αντικαθίστανται. Μη σαστίζει λοιπόν και μη θρηνεί ματαίως.
Το να δουλεύεις με την εσωτερική σου πραγματικότητα, το να κερδίζεις αυτογνωσία, δεν είναι μόνο ένα πνευματικό χρέος προς την ύπαρξη, αλλά και ένας μοναδικά ωφέλιμος οδηγός για το πώς να ζεις απλά και εύστοχα, χωρίς μάταιο πόνο δηλαδή.
Κάπου διάβασα ότι δυο πρόσωπα με μάσκα δεν μπορούν να φιληθούν. Με τα χρόνια εξανεμίζεσαι, καταλήγοντας φάντασμα μιας ύπαρξης που πέθανε νωρίς, ενώ η φιγούρα της έμεινε άταφη. Πρόκειται για τον πνευματικό θάνατο που δεν έχει σχέση με νεκροταφεία. Ο πνευματικά νεκρός μπορεί να περιφέρεται στην πόλη, να ζει σε πολυκατοικίες, να οδηγεί, να παντρεύεται, να γεννά κουρασμένα παιδιά, να εργάζεται σε ορισμένες εργασίες με επιτυχία, να πλουτίζει, να γιορτάζει τα γενέθλιά του αλλά όχι τον ουσιαστικό του θάνατο αφού τον αγνοεί.
Τούτη ακριβώς η ζωή, που δεν είναι «ζωή μου», είναι εκείνο που με άλλα λόγια ονομάζουμε νεύρωση. Ολική ή μερική, αναλόγως…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου