Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Εκλογίκευση και ηθικοποίηση

Δύο από τις πιο διαδεδομένες Δευτερογενείς αμυντικές διεργασίες που χρησιμοποιούν τα άτομα, όπως κατανοούνται σήμερα από τους ειδικούς. Οι άμυνες που χαρακτηρίζονται ως δευτερογενείς ή πιο ώριμες ή ανώτερες ή «υψηλότερης τάξης» σχετίζονται με την εσωτερική οριοθέτηση του ψυχικού οργάνου

Εκλογίκευση

Η άμυνα της εκλογίκευσης είναι τόσο οικεία, ώστε δεν χρειάζε­ται ιδιαίτερη επεξήγηση. Πρόκειται για έναν όρο ο οποίος στον καθημερινό λόγο χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία που έχει και στα ψυχαναλυτικά συγγράμματα. Επιπλέον αποτελεί και ένα φαινόμενο το οποίο οι περισσότεροι από εμάς θεω­ρούμε διασκεδαστικό, τουλάχιστον όταν το συναντάμε στους άλλους. «Είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα», σχολίασε ο Benjamin Franklin, «από τη στιγμή που μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει ένα λόγο για οτιδήποτε έχει στο νου του»

Επιστρατεύουμε την εκλογί­κευση είτε όταν δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε κάτι που επιθυμούσαμε και αποφασίζουμε αναδρομικά ότι τελικά δεν το επιθυμούσαμε και τόσο πολύ (μερικές φορές αυτή η διεργασία ονομάζεται «εκλογίκευση των ξινών σταφυλιών», σύμφωνα με το μύθο του Αισώπου για την αλεπού και τα σταφύλια), είτε όταν κάτι κακό έχει ήδη συμβεί και εκ των υστέρων αποφασί­ζουμε ότι τελικά αυτό δεν ήταν και τόσο κακό («η εκλογίκευση του γλυκού λεμονιού»).

Ένα παράδειγμα του πρώτου τύπου εκλογίκευσης είναι το συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη κατοι­κία, το οικονομικό κόστος της οποίας είναι πολύ υψηλό, ούτως ή άλλως είναι πολύ μεγάλη για μας- ένα παράδειγμα του δεύ­τερου τύπου αποτελεί η πανανθρώπινα γνωστή εκλογίκευση εκείνων που δίνουν έμφαση στη μάθηση από ένα «πάθημα»: «Τουλάχιστον μάθαμε κάτι από αυτό»

Όσο πιο ευφυές και δημιουργικό είναι ένα άτομο, τόσο πι­θανότερο είναι να κάνει καλές εκλογικεύσεις. Η άμυνα αυτή λειτουργεί εποικοδομητικά όταν επιτρέπει στο άτομο να επιτύ­χει με τη λιγότερη μνησικακία το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε μια δύσκολη κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, όμως, ένα βασικό μειονέκτημα είναι η δυνατότητα εκλογίκευσης των πά­ντων. Οι άνθρωποι σπανίως παραδέχονται ότι προβαίνουν σε μια συγκεκριμένη πράξη μόνο και μόνο επειδή τους κάνει να αι­σθάνονται καλά' συνήθως, προτιμούν να επινοούν καλές δικαι­ολογίες για αυτές τις πράξεις.

Έτσι, για παράδειγμα, ο γονιός που χτυπά το παιδί του εκλογικεύει την επιθετικότητά του προφασιζόμενος ότι το κάνει «για το καλό του». Ο θεραπευτής που αυξάνει συνεχώς το ύψος της αμοιβής του εκλογικεύει την απόφασή του λέγοντας ότι η αύξηση της πληρωμής θα κάνει καλό στην αυτοεκτίμηση του πελάτη του. Το άτομο που βρί­σκεται διαρκώς σε δίαιτα εκλογικεύει τη ματαιοδοξία του χρη­σιμοποιώντας ως πρόφαση την υγεία του

Ηθικοποίηση

Η ηθικοποίηση συνδέεται στενά με την εκλογίκευση. Στην εκλογίκευση το άτομο αναζητά σε ασυνείδητο επίπεδο λογικές αιτίες για τις πράξεις του. Στην ηθικοποίηση αναζητά τρόπους προκειμένου να αισθανθεί ότι έχει καθήκον να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πορεία. Η εκλογίκευση προσφέρει λογικές αιτίες σε αυτό που το άτομο ήδη επιθυμεί. Η ηθικοποίηση τοποθετεί την επιθυμία στη σφαίρα της ηθικής υποχρέωσης. Στην εκλογί­κευση το άτομο θα μιλήσει για τη «μαθησιακή εμπειρία» την οποία αποκόμισε από κάποια απογοήτευση που βίωσε, ενώ στην ηθικοποίηση θα επιμείνει ότι η απογοήτευση «χαλύβδωσε το χαρακτήρα» του.

Το γεγονός ότι μέσω της ηθικοποίησης το άτομο φτάνει στην αυτοδικαίωση έχει συντελέσει ώστε κάποιοι να τη θεω­ρούν διασκεδαστική και κάποιοι άλλοι ακαθόριστα δυσάρεστη. Και αυτό, παρότι σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις οι ηγέτες που εκμεταλλεύονται την επιθυμία των ψηφοφόρων τους να αισθάνονται ηθικά ανώτεροι μπορούν να επιφέρουν μαζική ηθικοποίηση, και μάλιστα τόσο εύκολα ώστε το κοινό τους ούτε καν να το αντιληφθεί.

Η πεποίθηση των αποικιοκρατών ότι μετέδιδαν έναν ανώτερο πολιτισμό στους ανθρώπους που λεηλατούσαν αποτελεί ένα καλό παράδειγμα ηθικοποίησης. Ο Χίτλερ μπορούσε να ικανοποιεί τις δολοφονι­κές φαντασιώσεις του πείθοντας έναν εκπληκτικό αριθμό οπαδών του ότι η εξάλειψη των Εβραίων, των ομοφυλόφιλων και των Τσιγγάνων ήταν απαραίτητη για την ηθική και πνευματική βελτίωση της ανθρώπινης φυλής. Η ισπανική Ιερά Εξέταση ήταν άλλη μία κοινωνική οργάνωση που χρησιμοποίησε την ηθικοποίηση της επιθετικότητας, της απληστίας και της επιθυμίας για παντοδυναμία

Σε καθημερινό επίπεδο, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε συναντήσει κάποιον που βασίζει τη σκληρή κριτική προς έναν υφιστάμενό του στην άποψη ότι είναι καθήκον του επόπτη να είναι ειλικρινής με τα παραπτώματα του εργαζόμενου. Στην υποστήριξη διδακτορικών διατριβών υπάρχουν επιθετικοί εξεταστές που διατυπώνουν σχόλια του τύπου: «Η σκληρή κριτική είναι εποικοδομητική για το φοιτητή». Μια φίλη μου, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων, ηθικοποιούσε τη ματαιοδοξία που κρυβόταν πίσω από την απόφασή της να κάνει πλαστική προ­σώπου ισχυριζόμενη ότι ήταν υποχρεωμένη να έχει ένα ελκυ­στικό παρουσιαστικό για τους πελάτες της. Η Bette Davis δή­λωσε ότι στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε βιώσει μια σύγκρουση για το αν θα συνέχιζε την καλλιτεχνική της καριέρα, κατάφερε όμως να επιλύσει την αμφιθυμία της ως εξής: «Στη συνέχεια όμως σκέφτηκα ότι αυτό ακριβώς επιθυμούσε ο εχθρός -να καταστρέψει και να παραλύσει την Αμερική. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να συνεχίσω να εργάζομαι» (στο Sorel, 1991).

Η ηθικοποίηση μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως μια εξελι­κτικά προηγμένη εκδοχή της διχοτόμησης. Αν και εγώ δεν την έχω συναντήσει με αυτό τον τρόπο στην ψυχαναλυτική βιβλιο­γραφία, μπορώ να καταλάβω ότι μια τάση για ηθικοποίηση μπορεί να είναι ένα φυσιολογικό μεταγενέστερο στάδιο της πρωτόγονης διάκρισης καλού-κακού. Ενώ η διχοτόμηση συντελείται φυσιολογικά σε ένα παιδί προτού επιτευχθεί η δημιουρ­ γία ενός σύνθετου εαυτού που έχει την ικανότητα να βιώνει αμ­φιθυμία, η ηθικοποίηση αντιμετωπίζει τα ανάμικτα συναισθήμα­ τα καταφεύγοντας σε κάποια ηθική αρχή. Από την ηθικοποίηση μπορεί κανείς να συμπεράνει τη λειτουργία ενός Υπερεγώ το οποίο είναι συνήθως αυστηρό και τιμωρητικό.

Η ηθικοποίηση συνιστά μια κεντρικής σημασίας άμυνα σε άτομα με οργάνωση του χαρακτήρα που οι αναλυτές αποκαλούν ηθικό μαζοχισμό (Reik, 1941). Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι και ορισμένοι ιδεοψυχαναγκαστικοί ασθενείς καταφεύγουν σε αυτή την άμυνα. Στην ψυχοθεραπεία αυτά τα άτομα αποτελούν πρόκληση για τους θεραπευτές. Ο θεραπευτής μπορεί να διαπιστώσει ότι όποτε προχωρά σε κατά πρόσωπο αντιμετώπι­ση των αυτούποτιμητικών στάσεων ή συμπεριφορών αυτών των ασθενών, θεωρείται ανήθικος, επειδή οι αξίες του δεν συμ­φωνούν με τις δικές τους. Ένας ιδεοψυχαναγκαστικός ασθε­νής μου, ο οποίος βρισκόταν στο νευρωτικό άκρο του μεταιχμιακού φάσματος, μου ζητούσε επίμονα να καταδικάσω για ηθικούς λόγους το συχνό ψυχαναγκαστικό αυνανισμό του, με την ελπίδα ότι θα κατόρθωνε να επιλύσει τη σύγκρουσή του σε αυτό το θέμα. «Πώς θα αισθανόσασταν εάν έλεγα ότι κατά τη γνώμη μου αυτή η συμπεριφορά εμποδίζει τη δημιουργία σχέ­σεων με το άλλο φύλο;», τον ρώτησα. «Θα αισθανόμουν βαθιά ντροπιασμένος και ότι μου κάνετε κριτική. Θα ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί», απάντησε. «Πώς θα αισθανόσασταν εάν έλεγα ότι, βάσει της καταπίεσης που βιώσατε στο παρελθόν, εί­ναι επίτευγμα το ότι βρήκατε κάποιον τρόπο σεξουαλικής ικα­νοποίησης, και υποστήριζα πως ο αυνανισμός αντιπροσωπεύει μια προοδευτική τάση στη σεξουαλική σας εξέλιξη;», τον ρώτη­σα. «Θα σκεφτόμουν ότι είστε διεφθαρμένη», ανταπάντησε

Η ηθικοποίηση επομένως ως αμυντική διεργασία φανερώνει ότι, ακόμη και αν μια δεδομένη άμυνα μπορεί να θεωρηθεί ένας «ώριμος» μηχανισμός, είναι δυνατόν να αποδειχτεί εκνευριστικά απροσπέλαστη στη θεραπευτική επίδραση. Η εργασία με κάποιον ασθενή που βρίσκεται στο νευρωτικό φάσμα, του οποίου ο χαρακτήρας καθορίζεται από τη χρόνια, ανελαστική χρήση μιας συγκεκριμένης αμυντικής στρατηγικής, μπορεί να είναι τόσο κοπιώδης όσο και η εργασία με ολοφάνερα ψυχωτικούς ασθενείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου