Τι είναι η συνεξάρτηση
Τα άτομα που κάνουν εξαρτητικές σχέσεις σχεδόν ποτέ δεν λένε όχι. Καταλαβαίνουν τους άλλους και έχουν την ικανότητα να κάνουν τους άλλους να νιώθουν όμορφα.
Το πρόβλημα είναι ότι το «δόσιμο» είναι μονόπλευρο και τόσο έντονο που ταλαιπωρεί αυτόν που δίνει. Στις σχέσεις τους τα άτομα αυτά δίνουν στον άλλον σχεδόν τα πάντα και δεν παίρνουν σχεδόν τίποτα. Ενώ ο άλλος παίρνει σχεδόν τα πάντα και δεν δίνει σχεδόν τίποτα.
Δίνοντας, νιώθουν ότι είναι χρήσιμα και δικαιολογούν με κάποιο τρόπο την ύπαρξή τους. Αντί να αποδέχονται τα ίδια τον εαυτό τους, κερδίζουν την αυτό-εκτίμησή τους μέσα από την αποδοχή του συντρόφου τους. Επίσης, λόγω της χαμηλής αυτό-εκτίμησης, τα άτομα αυτά έχουν μεγάλη δυσκολία στο να δέχονται από τους άλλους. Και αυτό γιατί, προκειμένου να δεχτείς κάτι, πρέπει να νιώθεις ότι το αξίζεις.
Τα άτομα αυτά συνήθως υποφέρουν από χαμηλή αυτό - εκτίμηση, κατάθλιψη, άγχος και κυρίως ενοχές, όπως επίσης από επίπονες σκέψεις και συναισθήματα. Κρίνουν τους εαυτούς τους με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια από αυτά που χρησιμοποιούν σε άλλους. Επικρίνουν τους εαυτούς τους, ενώ βρίσκουν κάθε λογής δικαιολογία για τη συμπεριφορά των άλλων.
Τα άτομα αυτά δεν έχουν καλή επικοινωνία με τον εσωτερικό τους κόσμο, γι'αυτό και δεν είναι σε επαφή με τα συναισθήματά τους, γιατί μπορεί να βγουν στην επιφάνεια επίπονα συναισθήματα που θέλουν να αποφύγουν. Συνήθως θυμώνουν με πράγματα που δεν θα έπρεπε να θυμώσουν και δεν θυμώνουν με άλλα που θα έπρεπε.
Αν μπορούσαν να κάνουν μία ενδοσκόπηση τα άτομα αυτά θα ερχόντουσαν αντιμέτωπα με την συναισθηματική τους στέρηση. Είναι τόσο απασχολημένα να ικανοποιούν τους άλλους, που ξεχνούν να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.
Συνήθως οι σχέσεις τους δεν είναι ικανοποιητικές ή είναι σχέσεις κακοποίησης. Το να είναι μόνα τους προκαλεί φόβο, κενό, κατάθλιψη κλπ. Ποιος θα τα αποσπάσει ώστε να μην δουν μέσα τους? Ακόμα και μία σχέση κακοποίησης είναι καλύτερη από καμία σχέση.
Τα άτομα αυτά βρίσκουν πολύ ενδιαφέρουσες δικαιολογίες προκειμένου να εξηγήσουν την συμπεριφορά τους. Εκλογικεύουν την απρεπή συμπεριφορά των άλλων, βρίσκοντας ένα κάρο δικαιολογίες. «Δεν το εννοούσε», «Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει», «Πέρασε τόσο δύσκολα παιδικά χρόνια», κλπ κλπ κλπ.
Το εξαρτητικό άτομο δέχεται την οποιαδήποτε συμπεριφορά ακόμα και αν υποφέρει. Περιμένει και κάνει υπομονή με την ελπίδα ότι με την αγάπη του μπορεί να αλλάξει τον άλλο και δέχεται να του φέρονται χωρίς σεβασμό. Δεν περνάει από τη σκέψη του ότι δεν είναι σωστό να αποδέχεται τα πάντα με όποιο κόστος.
Το άτομο συχνά δεν νιώθει ότι το κακομεταχειρίζονται. Αντίθετα, μάλιστα νιώθει περίεργα όταν του φέρονται συνέχεια με σεβασμό. Τα συνεξαρτητικό άτομο έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, όπου έχει μάθει να φροντίζει τους άλλους, και να δέχεται το αρνητικό συναισθηματικό κλίμα που επικρατεί στην οικογένειά του σαν κάτι το φυσιολογικό. Γιαυτό και σπάνια δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Αν ο σύντροφός του είναι θυμωμένος ή του φωνάζει, το άτομο θα υποθέσει ότι αυτό έκανε κάτι που προκάλεσε το θυμό αυτό. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι είναι ευθύνη του συντρόφου του να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του και να φέρεται στους άλλους με σεβασμό. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι έχει ευθύνη απέναντι στον εαυτό του να σταματήσει την κακοποιητική συμπεριφορά του άλλου ως προς το πρόσωπό του. Μα πως μπορεί κανείς να σταματήσει μία κακή συμπεριφορά αν δεν μπορεί στο καταρχήν να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η συμπεριφορά είναι κακή και τη δέχεται σαν κάτι το φυσιολογικό?
Δυστυχώς με τη συμπεριφορά του αυτό το συνεξαρτητικό άτομο επιτρέπει στον άλλο να συνεχίσει τη συμπεριφορά αυτή και με μεγαλύτερη ένταση. Επιτρέποντας την κακοποίηση δίνει στον άλλο το μήνυμα ότι «καταλαβαίνω, μπορείς να συνεχίσεις».
Επειδή το συνεξαρτητικό άτομο καθοδηγείται από την αποδοχή των άλλων, δεν μπορεί να αντέξει το θυμό και την απογοήτευση που μπορεί να προκαλέσει. Με αυτό τον τρόπο, βάζει τον εαυτό του σε μία θέση όπου κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Όσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει το άτομο για αποδοχή τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της «αυτό-θυσίας» του προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων. Αυτό βέβαια είναι κάτι πολύ επίπονο και διατηρεί την χαμηλή αυτό-εκτίμηση που ήδη έχει και την πιθανή κατάθλιψη.
Αν και η κακοποίηση, η έλλειψη σεβασμού ή οι θυσίες που κάνει το συνεξαρτητικό άτομο τα θυμώνει, όπως άλλωστε και θα έπρεπε, το άτομο δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πόσο θυμωμένο είναι και με ποιον. Το να εκφράσει το θυμό του εκεί που πρέπει, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο μία «πηγή» αποδοχής και αυτό-εκτίμησης. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγει την πραγματικότητα, την μεταλλάσει. Τα άτομα αυτό έχουν την τάση να κατηγορούν τους εαυτούς τους και να το εκλογικεύουν αυτό λέγοντας ότι είναι υπερευαίσθητα. Δικαιολογούν τη συμπεριφορά του άλλου, σκεπτόμενα ότι μπορεί και να την αξίζουν.
Ο θυμός είναι ένα σημάδι ότι κάτι πάει στραβά και χρειάζεται προσοχή.
Ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα. Ωστόσο. Αν η πηγή του θυμού δεν είναι ξεκάθαρη, πως μπορεί να διορθωθεί? Τα συνεξαρτητικά άτομα έχουν μάθει να αρνούνται το θυμό τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι είτε το στρέφουν μέσα τους μετατρέποντάς τον σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και κατάθλιψη ή τον εκφράζουν με λάθος τρόπο σε λάθος στόχο τη λάθος στιγμή. Αντί να αναρωτηθούν γιατί δέχονται κάποιος πχ. να τα υποτιμά (ή οτιδήποτε άλλο) αναρωτιούνται πως θα μπορούσαν να φερθούν διαφορετικά προκειμένου ο σύντροφός τους να τους είχε φερθεί καλύτερα.
Επειδή το συνεξαρτητικό άτομο ασχολείται όλη την ώρα με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανάγκες του άλλου, πληγώνεται αν ο άλλος δεν ανταποκριθεί σε αυτό φροντίζοντας να μάθει ποιες είναι οι δικές τους ανάγκες, τα δικά τους συναισθήματα, οι δικές του σκέψεις. Φυσικά αυτό δεν γίνεται. Από το στιγμή που το άτομο δεν έχει την αυτοπεποίθηση να ζητήσει αυτό που θέλει, είναι μάλλον απίθανο και να το πάρει. Αν ζητήσει κάτι, θα είναι με τη μορφή υπαινιγμού. Αν ο σύντροφός του δεν καταλάβει τον υπαινιγμό, νιώθει πληγωμένο και ότι δεν το αγαπάει.
Επειδή τα άτομα αυτά έχουν μάθει στον έλεγχο, είναι πολύ υπεύθυνα. Αυτό που πρέπει να κάνουν το κάνουν με συνέπεια. Ακόμα και κάτι που δεν είναι δική τους ευθύνη μπορεί να το κάνουν. Τα πάντα για την αποδοχή.
Παρόλα αυτά σε μερικούς τομείς της ζωής του είναι πολύ ανεύθυνα. Δεν ξέρουν ή δεν νιώθουν την ανάγκη να φροντίσουν μερικές δικές τους βασικές ανάγκες. Λογικό από τη στιγμή που δεν τους νοιάζει ο εαυτός του. Είναι πολύ πιο εύκολο να αποφεύγει κανείς τα δικά του θέματα είτε διασκεδάζοντας, είτε ψάχνοντας για ένα σύντροφο, είναι «πνίγοντας» αυτά που νιώθει.
Συνήθως τα συνεξαρτητικά άτομα έχουν την τάση να εθίζονται κάπου. Είτε αυτό είναι το φαγητό, είτε το ποτό κλπ. Μουδιάζοντας τις αισθήσεις τους μπορεί να αποφύγουν το να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να έρθουν αντιμέτωπα με τα πραγματικά τους συναισθήματα. Οι στενές σχέσεις και τα συναισθήματα οικειότητας απαιτούν εξοικείωση και άνεση με το εσωτερικό κόσμο μας. Από τη στιγμή που το συνεξαρτητικό άτομο αντιμετωπίζει τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες του με ντροπή, με φόβο ή οποιοδήποτε άλλο δυσάρεστο τρόπο, δεν είναι σε θέση και να τις ικανοποιήσει.
Οποιαδήποτε σχέση αγνοεί τον εαυτό είναι ρηχή και επιφανειακή. Δυστυχώς, οι επιφανειακές σχέσεις είναι ασφαλείς αλλά άδειες και αφήνουν ένα μεγάλο κενό.
Ο έλεγχος είναι το Α και το Ω για τα συνεξαρτητικά άτομα. Ελέγχουν την αυτοπεποίθησή τους φροντίζοντας τους άλλους. Ελέγχουν μέσα από την υπερβολικά υπεύθυνη συμπεριφορά τους, αναλαμβάνοντας ακόμα και ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Ελέγχουν αποφεύγοντας την οικειότητα. Ελέγχουν λέγοντας στους άλλους τι να κάνουν. Τα άτομα αυτά προσπαθούν πολύ να ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα. Ξεχνάνε, όμως κάτι πολύ βασικό. Να ελέγξουν το ένα και μοναδικό άτομο που μπορούν και οφείλουν να ελέγξουν και αυτό είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.
Τα άτομα που κάνουν εξαρτητικές σχέσεις σχεδόν ποτέ δεν λένε όχι. Καταλαβαίνουν τους άλλους και έχουν την ικανότητα να κάνουν τους άλλους να νιώθουν όμορφα.
Το πρόβλημα είναι ότι το «δόσιμο» είναι μονόπλευρο και τόσο έντονο που ταλαιπωρεί αυτόν που δίνει. Στις σχέσεις τους τα άτομα αυτά δίνουν στον άλλον σχεδόν τα πάντα και δεν παίρνουν σχεδόν τίποτα. Ενώ ο άλλος παίρνει σχεδόν τα πάντα και δεν δίνει σχεδόν τίποτα.
Δίνοντας, νιώθουν ότι είναι χρήσιμα και δικαιολογούν με κάποιο τρόπο την ύπαρξή τους. Αντί να αποδέχονται τα ίδια τον εαυτό τους, κερδίζουν την αυτό-εκτίμησή τους μέσα από την αποδοχή του συντρόφου τους. Επίσης, λόγω της χαμηλής αυτό-εκτίμησης, τα άτομα αυτά έχουν μεγάλη δυσκολία στο να δέχονται από τους άλλους. Και αυτό γιατί, προκειμένου να δεχτείς κάτι, πρέπει να νιώθεις ότι το αξίζεις.
Τα άτομα αυτά συνήθως υποφέρουν από χαμηλή αυτό - εκτίμηση, κατάθλιψη, άγχος και κυρίως ενοχές, όπως επίσης από επίπονες σκέψεις και συναισθήματα. Κρίνουν τους εαυτούς τους με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια από αυτά που χρησιμοποιούν σε άλλους. Επικρίνουν τους εαυτούς τους, ενώ βρίσκουν κάθε λογής δικαιολογία για τη συμπεριφορά των άλλων.
Τα άτομα αυτά δεν έχουν καλή επικοινωνία με τον εσωτερικό τους κόσμο, γι'αυτό και δεν είναι σε επαφή με τα συναισθήματά τους, γιατί μπορεί να βγουν στην επιφάνεια επίπονα συναισθήματα που θέλουν να αποφύγουν. Συνήθως θυμώνουν με πράγματα που δεν θα έπρεπε να θυμώσουν και δεν θυμώνουν με άλλα που θα έπρεπε.
Αν μπορούσαν να κάνουν μία ενδοσκόπηση τα άτομα αυτά θα ερχόντουσαν αντιμέτωπα με την συναισθηματική τους στέρηση. Είναι τόσο απασχολημένα να ικανοποιούν τους άλλους, που ξεχνούν να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.
Συνήθως οι σχέσεις τους δεν είναι ικανοποιητικές ή είναι σχέσεις κακοποίησης. Το να είναι μόνα τους προκαλεί φόβο, κενό, κατάθλιψη κλπ. Ποιος θα τα αποσπάσει ώστε να μην δουν μέσα τους? Ακόμα και μία σχέση κακοποίησης είναι καλύτερη από καμία σχέση.
Τα άτομα αυτά βρίσκουν πολύ ενδιαφέρουσες δικαιολογίες προκειμένου να εξηγήσουν την συμπεριφορά τους. Εκλογικεύουν την απρεπή συμπεριφορά των άλλων, βρίσκοντας ένα κάρο δικαιολογίες. «Δεν το εννοούσε», «Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει», «Πέρασε τόσο δύσκολα παιδικά χρόνια», κλπ κλπ κλπ.
Το εξαρτητικό άτομο δέχεται την οποιαδήποτε συμπεριφορά ακόμα και αν υποφέρει. Περιμένει και κάνει υπομονή με την ελπίδα ότι με την αγάπη του μπορεί να αλλάξει τον άλλο και δέχεται να του φέρονται χωρίς σεβασμό. Δεν περνάει από τη σκέψη του ότι δεν είναι σωστό να αποδέχεται τα πάντα με όποιο κόστος.
Το άτομο συχνά δεν νιώθει ότι το κακομεταχειρίζονται. Αντίθετα, μάλιστα νιώθει περίεργα όταν του φέρονται συνέχεια με σεβασμό. Τα συνεξαρτητικό άτομο έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, όπου έχει μάθει να φροντίζει τους άλλους, και να δέχεται το αρνητικό συναισθηματικό κλίμα που επικρατεί στην οικογένειά του σαν κάτι το φυσιολογικό. Γιαυτό και σπάνια δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Αν ο σύντροφός του είναι θυμωμένος ή του φωνάζει, το άτομο θα υποθέσει ότι αυτό έκανε κάτι που προκάλεσε το θυμό αυτό. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι είναι ευθύνη του συντρόφου του να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του και να φέρεται στους άλλους με σεβασμό. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι έχει ευθύνη απέναντι στον εαυτό του να σταματήσει την κακοποιητική συμπεριφορά του άλλου ως προς το πρόσωπό του. Μα πως μπορεί κανείς να σταματήσει μία κακή συμπεριφορά αν δεν μπορεί στο καταρχήν να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η συμπεριφορά είναι κακή και τη δέχεται σαν κάτι το φυσιολογικό?
Δυστυχώς με τη συμπεριφορά του αυτό το συνεξαρτητικό άτομο επιτρέπει στον άλλο να συνεχίσει τη συμπεριφορά αυτή και με μεγαλύτερη ένταση. Επιτρέποντας την κακοποίηση δίνει στον άλλο το μήνυμα ότι «καταλαβαίνω, μπορείς να συνεχίσεις».
Επειδή το συνεξαρτητικό άτομο καθοδηγείται από την αποδοχή των άλλων, δεν μπορεί να αντέξει το θυμό και την απογοήτευση που μπορεί να προκαλέσει. Με αυτό τον τρόπο, βάζει τον εαυτό του σε μία θέση όπου κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Όσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει το άτομο για αποδοχή τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της «αυτό-θυσίας» του προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων. Αυτό βέβαια είναι κάτι πολύ επίπονο και διατηρεί την χαμηλή αυτό-εκτίμηση που ήδη έχει και την πιθανή κατάθλιψη.
Αν και η κακοποίηση, η έλλειψη σεβασμού ή οι θυσίες που κάνει το συνεξαρτητικό άτομο τα θυμώνει, όπως άλλωστε και θα έπρεπε, το άτομο δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πόσο θυμωμένο είναι και με ποιον. Το να εκφράσει το θυμό του εκεί που πρέπει, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο μία «πηγή» αποδοχής και αυτό-εκτίμησης. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγει την πραγματικότητα, την μεταλλάσει. Τα άτομα αυτό έχουν την τάση να κατηγορούν τους εαυτούς τους και να το εκλογικεύουν αυτό λέγοντας ότι είναι υπερευαίσθητα. Δικαιολογούν τη συμπεριφορά του άλλου, σκεπτόμενα ότι μπορεί και να την αξίζουν.
Ο θυμός είναι ένα σημάδι ότι κάτι πάει στραβά και χρειάζεται προσοχή.
Ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα. Ωστόσο. Αν η πηγή του θυμού δεν είναι ξεκάθαρη, πως μπορεί να διορθωθεί? Τα συνεξαρτητικά άτομα έχουν μάθει να αρνούνται το θυμό τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι είτε το στρέφουν μέσα τους μετατρέποντάς τον σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και κατάθλιψη ή τον εκφράζουν με λάθος τρόπο σε λάθος στόχο τη λάθος στιγμή. Αντί να αναρωτηθούν γιατί δέχονται κάποιος πχ. να τα υποτιμά (ή οτιδήποτε άλλο) αναρωτιούνται πως θα μπορούσαν να φερθούν διαφορετικά προκειμένου ο σύντροφός τους να τους είχε φερθεί καλύτερα.
Επειδή το συνεξαρτητικό άτομο ασχολείται όλη την ώρα με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανάγκες του άλλου, πληγώνεται αν ο άλλος δεν ανταποκριθεί σε αυτό φροντίζοντας να μάθει ποιες είναι οι δικές τους ανάγκες, τα δικά τους συναισθήματα, οι δικές του σκέψεις. Φυσικά αυτό δεν γίνεται. Από το στιγμή που το άτομο δεν έχει την αυτοπεποίθηση να ζητήσει αυτό που θέλει, είναι μάλλον απίθανο και να το πάρει. Αν ζητήσει κάτι, θα είναι με τη μορφή υπαινιγμού. Αν ο σύντροφός του δεν καταλάβει τον υπαινιγμό, νιώθει πληγωμένο και ότι δεν το αγαπάει.
Επειδή τα άτομα αυτά έχουν μάθει στον έλεγχο, είναι πολύ υπεύθυνα. Αυτό που πρέπει να κάνουν το κάνουν με συνέπεια. Ακόμα και κάτι που δεν είναι δική τους ευθύνη μπορεί να το κάνουν. Τα πάντα για την αποδοχή.
Παρόλα αυτά σε μερικούς τομείς της ζωής του είναι πολύ ανεύθυνα. Δεν ξέρουν ή δεν νιώθουν την ανάγκη να φροντίσουν μερικές δικές τους βασικές ανάγκες. Λογικό από τη στιγμή που δεν τους νοιάζει ο εαυτός του. Είναι πολύ πιο εύκολο να αποφεύγει κανείς τα δικά του θέματα είτε διασκεδάζοντας, είτε ψάχνοντας για ένα σύντροφο, είναι «πνίγοντας» αυτά που νιώθει.
Συνήθως τα συνεξαρτητικά άτομα έχουν την τάση να εθίζονται κάπου. Είτε αυτό είναι το φαγητό, είτε το ποτό κλπ. Μουδιάζοντας τις αισθήσεις τους μπορεί να αποφύγουν το να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να έρθουν αντιμέτωπα με τα πραγματικά τους συναισθήματα. Οι στενές σχέσεις και τα συναισθήματα οικειότητας απαιτούν εξοικείωση και άνεση με το εσωτερικό κόσμο μας. Από τη στιγμή που το συνεξαρτητικό άτομο αντιμετωπίζει τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες του με ντροπή, με φόβο ή οποιοδήποτε άλλο δυσάρεστο τρόπο, δεν είναι σε θέση και να τις ικανοποιήσει.
Οποιαδήποτε σχέση αγνοεί τον εαυτό είναι ρηχή και επιφανειακή. Δυστυχώς, οι επιφανειακές σχέσεις είναι ασφαλείς αλλά άδειες και αφήνουν ένα μεγάλο κενό.
Ο έλεγχος είναι το Α και το Ω για τα συνεξαρτητικά άτομα. Ελέγχουν την αυτοπεποίθησή τους φροντίζοντας τους άλλους. Ελέγχουν μέσα από την υπερβολικά υπεύθυνη συμπεριφορά τους, αναλαμβάνοντας ακόμα και ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Ελέγχουν αποφεύγοντας την οικειότητα. Ελέγχουν λέγοντας στους άλλους τι να κάνουν. Τα άτομα αυτά προσπαθούν πολύ να ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα. Ξεχνάνε, όμως κάτι πολύ βασικό. Να ελέγξουν το ένα και μοναδικό άτομο που μπορούν και οφείλουν να ελέγξουν και αυτό είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου