Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός, ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, Η ύστερη αρχαιότητα

 Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Με κέντρο τη Ρώμη, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό στη δύση έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη ποταμό στην ανατολή, και από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη στον βορρά (για ένα διάστημα περιέλαβε και τη νότιο Αγγλία) έως τη Σαχάρα στον νότο. Κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα όρια απέβη άκαρπη ή βραχύβια. Στα χρόνια του Αυγούστου, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ο συνολικός της πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 45.000.000 (που μπορεί να αντιπροσώπευε το 15% του πληθυσμού της γης). Από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη διέθεταν λιγότεροι από 5.000.000 άνθρωποι (αν συμπεριληφθούν οι γυναίκες των πολιτών), οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν στην Ιταλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο συνολικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε και μπορεί να ξεπέρασε τα 60.000.000.

Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού την αποτελούσαν αγρότες, διασπαρμένοι σε πλήθος χωριά. Στις 1.000 περίπου πόλεις ήταν συγκεντρωμένο λιγότερο από το 20% του συνολικού πληθυσμού, και από αυτό ένα μεγάλο τμήμα απασχολούνταν επίσης με την καλλιέργεια της γης. Όπως όλες οι άλλες κοινωνίες της αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα. Στην παραγωγική εργασία των αγροτών, ελεύθερων και δούλων, στηριζόταν ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, η διοίκηση και ο στρατός.

Οι περισσότερες πόλεις ήταν σχετικά μικρές, με πληθυσμούς από 2.000 έως 20.000 κατοίκους. Πραγματικά μεγάλες πόλεις υπήρχαν μόνο στην Ανατολή. Το Πέργαμο μπορεί να είχε 50.000-100.000 κατοίκους, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια εκατοντάδες χιλιάδες. Μόνο ο πληθυσμός της Ρώμης ενδέχεται να έφτασε το 1.000.000. Γύρω στο 15% των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλαδή κοντά 7.000.000 άνθρωποι, θα πρέπει να ήταν δούλοι· πολλοί από αυτούς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Ιταλία, όπου το ποσοστό τους ενδέχεται να ξεπερνούσε το 30%. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κατοικούσαν, όπως έχει υπολογιστεί, λιγότεροι από 3.000.000 άνθρωποι· πολλοί Έλληνες ωστόσο βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κυρίως στο ανατολικό της τμήμα αλλά και στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αυγούστου, στη Σύγκλητο συμμετείχαν 600 άνδρες, ενώ στην τάξη των πλούσιων ιππέων, από την οποία στελεχώνονταν πλήθος κρατικές υπηρεσίες και πολλές ανώτερες θέσεις στον στρατό, περιλαμβάνονταν πάνω από 20.000 άτομα. Στις περισσότερες πόλεις τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της συγκέντρωσης των φόρων είχαν ανατεθεί σε τοπικές βουλές, που αποτελούνταν συνήθως από τους 100 επιφανέστερους και ευπορότερους κατοίκους. Οι ανώτερες τάξεις, δηλαδή οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι τοπικοί βουλευτές δεν ξεπερνούσαν έτσι τις 150.000, αντιπροσωπεύοντας μαζί με τις οικογένειες τους το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας.

Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προσφωνούν τον αυτοκράτορα βασιλιά, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, ο τίτλος αυτός (rex) ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Από την εποχή του Αυγούστου, ένας άνδρας αποκτούσε τον τίτλο του αὐτοκράτορος (imperator) και θεωρούνταν ἡγεμών (princeps), δηλαδή πρώτος πολίτης. Αυτός συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την υπέρτατη στρατιωτική, πολιτική, δικαστική αλλά και θρησκευτική εξουσία, εφόσον αναγορευόταν μέγας ἀρχιερεύς (pontifex maximus, δηλαδή «μέγιστος γεφυροποιός», για να δηλωθεί η επαφή που η παρουσία του αποκαθιστούσε με τον θεϊκό κόσμο). Μετά τον θάνατό του, η αναγόρευση νέου αυτοκράτορα γινόταν τυπικώς από τη Σύγκλητο, αλλά πολλές φορές η διαδοχή ήταν ήδη προεξοφλημένη, είτε κληρονομικά είτε με υιοθεσία. Σε αρκετές περιστάσεις, όπως συνέβαινε μετά τη δολοφονία ενός αυτοκράτορα ή τον θάνατό του στον πόλεμο, ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή είχε ο στρατός, και μάλιστα η επίλεκτη αυτοκρατορική σωματοφυλακή, που ονομαζόταν πραιτοριανή φρουρά. Μετά τον Οκταβιανό, όλοι οι αυτοκράτορες αποκαλούνταν τιμητικά αύγουστοι (augusti, δηλαδή «σεβαστοί»), ενώ αυτοί που προορίζονταν για τη διαδοχή έπαιρναν συχνά τον τίτλο του καίσαρα.

Ο αυτοκράτορας στήριζε τη δύναμή του κυρίως στον έλεγχο του στρατού. Στο ξεκίνημα της μοναρχίας ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις 350.000 άνδρες, οργανωμένους σε λεγεώνες και βοηθητικά σώματα, και ήταν διασπαρμένος σε πολλές επαρχίες. Δύο αιώνες αργότερα είχε φτάσει τις 400.000 άνδρες. Για τη διοίκηση των 40 περίπου επαρχιών διορίζονταν διοικητές, άλλοι από τη Σύγκλητο και άλλοι από τον αυτοκράτορα, κυρίως σε περιοχές όπου η στρατιωτική παρουσία ήταν εντονότερη. Αυτοί είχαν τη γενική ευθύνη για την τάξη, την προστασία από επιδρομείς και την απονομή της δικαιοσύνης. Η θανατική καταδίκη ήταν συνήθως δική τους αρμοδιότητα. Για να ασκήσει την εξουσία του, ο αυτοκράτορας αξιοποιούσε συγκλητικούς και ιππείς, διέθετε ωστόσο και μια προσωπική διοικητική υπηρεσία που στελεχωνόταν από τον οίκο του (familia Caesaris), που περιλάμβανε τους δούλους του και τους απελεύθερούς του, αρκετοί από τους οποίους αποκτούσαν πολύ μεγάλη εξουσία.

Η κεντρική διοίκηση και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποσπούσαν με τη φορολογία, με τα ενοίκια, τις έκτατες εισφορές και τις καταναγκαστικές εργασίες που επέβαλλαν (ἀγγαρείας) μεγάλο μέρος του παραγωγικού πλεονάσματος. Όταν η ρωμαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε, η επίσημη φορολογία δεν ήταν υψηλότερη από ό,τι σε άλλες εποχές, και έτσι η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Η ένταξη στην ίδια πολιτική επικράτεια πολυάριθμων πόλεων και ολόκληρων βασιλείων, που βρίσκονταν για αιώνες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά σε ανοιχτούς πολέμους, διευκόλυνε τις μετακινήσεις και το εμπόριο· επίσης, την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη των τεχνών. Για μεγάλες περιόδους η πειρατεία σχεδόν εξέλιπε. Παρά τους πολύνεκρους πολέμους που συνεχίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η Ιταλία και οι περισσότερες επαρχίες ζούσαν με ασφάλεια - μολονότι, εκτός από τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις, δεν έλειπαν και εμφύλιοι πόλεμοι, κυρίως τον 3ο αιώνα, για την επιβολή αυτοκρατόρων. Ένα ενιαίο ρωμαϊκό νόμισμα αναγνωριζόταν επίσημα παντού, ενώ το φορολογικό σύστημα προωθούσε την κυκλοφορία του χρήματος και συνέβαλλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας έως τις πιο απόμακρες περιοχές. Από αυτά που εισέπραττε η κεντρική διοίκηση ένα μικρό μέρος επέστρεφε στις επαρχίες για τη μισθοδοσία του στρατού, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε περιόδους λιμών και σεισμών καθώς και για την κατασκευή ναών, δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και άλλων μεγάλων έργων ως ευεργεσίες.

Στην αυτοκρατορία κατοικούσαν πολλά έθνη, καθένα με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές του συνήθειες. Όλες οι μορφές λατρείας γίνονταν γενικά αποδεκτές, εκτός αν παραβίαζαν τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η διοίκηση δεν απασχολούσε πολλούς υπαλλήλους και βασιζόταν πολύ σε γραπτά τεκμήρια. Οι νόμοι και τα διατάγματα διατυπώνονταν πάντα γραπτώς, και μια διαρκής αλληλογραφία συνέδεε την πρωτεύουσα με τις επαρχίες. Για τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων γίνονταν περιοδικώς απογραφές του πληθυσμού σε διάφορες επαρχίες, συντάσσονταν κατάλογοι και εκδίδονταν πιστοποιητικά. Ωστόσο, το γενικό ποσοστό των αναλφάβητων στην αυτοκρατορία παρέμενε πάντα πολύ υψηλό. Μόλις το 10% του πληθυσμού ενδέχεται να χειριζόταν τη γραφή με κάποια επάρκεια. Ακόμη και στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δεν θα πρέπει να ήταν υψηλότερο από 20-30%. Υπήρχαν ωστόσο επαγγελματίες γραφείς διαθέσιμοι για όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλά χωριά.

Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, ιδίως στις επαρχίες, άρχισαν να αποδίδουν στον αυτοκράτορα θεϊκές τιμές και δέχονταν με ευκολία τη λατρεία του, την οποία προωθούσαν οι αρχές για λόγους συνοχής και υποταγής. Στην Ανατολή ήταν άλλωστε εξοικειωμένες με την απόδοση θεϊκής λατρείας στους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (198-217) παραχώρησε με τη λεγόμενη Constitutio Antoniniana δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο σχεδόν των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το μέτρο ενδέχεται να υπηρετούσε διάφορους σκοπούς, ακόμη και καθαρά φορολογικούς (όπως υποστηρίζει ο Δίων Κάσσιος), συνέβαλε πάντως στο αίσθημα ενότητας που είχε ανάγκη η αυτοκρατορία. Σε όποιο μέρος και αν κατοικούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, σε όποιο λαό και αν ανήκε, σε όποια κοινωνική θέση και αν ήταν ενταγμένος, μπορούσε και όφειλε να αισθάνεται Ρωμαίος. Ο Καρακάλλας άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου. Είχε μάλιστα οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικώς με Μακεδόνες.

Μέσα στις οικουμενικές συνθήκες που δημιούργησε η αυτοκρατορία, πολλές παραδοσιακές γλώσσες μετασχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη ότι κάποια από αυτές που μιλήθηκαν, ιδίως στην Ανατολή, πριν από την επιβολή των Ρωμαίων κινδύνεψε να εξαφανιστεί. Σε κοινωνίες του προφορικού λόγου ακόμη και μια αριθμητικά μικρή ομάδα μπορεί να διατηρήσει το ιδίωμά της, έστω και αν δεν διαθέτει γραφή. Το σημαντικό είναι ότι, παράλληλα με τις τοπικές γλώσσες, σε ολόκληρη την επικράτεια κυριάρχησαν, ως γλώσσες της διοίκησης, τα λατινικά στο δυτικό τμήμα και τα ελληνικά στο ανατολικό, με μεγαλύτερη μάλιστα ορμή από ό,τι την εποχή των Διαδόχων. Μεγάλα πλήθη τοπικών πληθυσμών εξοικειώνονταν είτε με τα λατινικά είτε με τα ελληνικά, ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν, και τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερη γλώσσα. Από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τη Ρώμη ένας ταξιδιώτης μπορούσε να συνεννοηθεί επαρκώς μιλώντας λατινικά, και από τη Ρώμη ως τον Ευφράτη μιλώντας ελληνικά.

Οι δύο αυτές κυρίαρχες γλώσσες, που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση, το εμπόριο, την υψηλή διανόηση αλλά και τους απλούς ανθρώπους, επηρεάστηκαν αμοιβαία και επηρέασαν, σε διάφορους βαθμούς, τις τοπικές διαλέκτους. Η λατινική των αυτοκρατορικών χρόνων δανείστηκε πολλές λέξεις και όρους από την ελληνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία για να εμπλουτιστεί σε τομείς που υστερούσε. Ο ποιητής Λουκρήτιος εξηγούσε με παρρησία ότι ήταν δύσκολο να εξηγήσει σε λατινικούς στίχους τις σκοτεινές έρευνες των Ελλήνων, και μάλιστα αφού ήταν ανάγκη να βρει καινούργια λόγια, εφόσον επρόκειτο για νέες έννοιες, ενώ η γλώσσα του παρέμενε φτωχή. Η ελληνική γλώσσα της εποχής δανείστηκε με τη σειρά της λατινικούς στρατιωτικούς και διοικητικούς όρους (Παπαγγελής κεφ. 15 [σ. 206-217]).

Από την εποχή που η Ρώμη κυριάρχησε στη Μεσόγειο, για δύο περίπου αιώνες, η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ποίηση σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική παράδοση στα γράμματα αποτελούσε πάντα αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού στη Ρώμη. Κάθε μορφωμένος άνδρας όφειλε να γνωρίζει ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και στρατιωτικοί, εκφράζονταν στα ελληνικά με άνεση. Αντίθετα, λιγοστοί Έλληνες μάθαιναν λατινικά, και αυτό το έκαναν περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των λατινικών γραμμάτων.

Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που πλησίασε πολύ το πρότυπο του βασιλιά-φιλοσόφου, σε ώρες ανάπαυλας από τους πολέμους του εναντίον Γερμανών εισβολέων κατέγραψε τους προσωπικούς του στοχασμούς στα ελληνικά. Είχε διδαχτεί πολλά από την ελληνική φιλοσοφία, μολονότι αρνήθηκε να διδαχτεί από την ελληνική πολιτική ιστορία. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις του, πρότυπο για έναν ηγεμόνα δεν έπρεπε να είναι ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Φίλιππος. Οι ηγεμόνες έπρεπε να φέρονται σύμφωνα με αυτά που απαιτούσε η φύση, όχι οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να μιμηθεί άνδρες που είχαν φερθεί όπως οι ηθοποιοί μιας τραγωδίας. Η ειρωνεία ήταν βεβαίως ότι, όπως ο ίδιος γνώριζε καλά, ως ηθοποιοί τραγωδίας είχαν φερθεί πολλοί προκάτοχοί του Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ορισμένοι μάλιστα, όπως ο Νέρων, θύμιζαν περισσότερο ηθοποιούς κωμωδίας - τουλάχιστον στα μάτια πολλών Ελλήνων. Ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε την Αθήνα και, όπως πολλοί άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και χρηματοδότησε τους δασκάλους στις φιλοσοφικές σχολές.

Η πατρίδα μας είναι εκεί απ᾽ όπου ήρθαμε, και ο Πατέρας μας εκεί

Σε μια εκστρατεία του Μάρκου Αυρήλιου οι ρωμαϊκές λεγεώνες κινδύνεψαν σοβαρά να αφανιστούν από τη δίψα, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας. Ξαφνικά μια αναπάντεχη καταιγίδα έσωσε τους στρατιώτες από βέβαιο θάνατο. Όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο για θαύμα.

Οι χριστιανοί διατείνονταν ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί: ο δικός τους θεός είχε προκαλέσει τη βροχόπτωση, σαν άλλο μάννα εξ ουρανού. Οι παραδοσιακοί Ρωμαίοι απέδωσαν το θαύμα στη λατρεία του αυτοκράτορα: η εξουσία του, συμβολίζοντας την ουράνια, διέσωζε την επίγεια τάξη. Μια άλλη ομάδα στρατιωτών πείστηκε ότι οι μαγικές επωδές ενός Αιγυπτίου μάγου προκάλεσαν την καταιγίδα: η πανάρχαιη σοφία της Αιγύπτου διέθετε γνώσεις απόκρυφες. Κάποιοι άλλοι δέχτηκαν την άποψη ενός Ιουλιανού που απέκτησε την επωνυμία θεουργός. Αυτός υποστήριξε ότι οι τελετουργίες που είχε επιτελέσει εξανάγκασαν τους θεούς να στείλουν την ποθητή βροχή. Ίσως ορισμένοι δέχτηκαν δύο ή τρεις εκδοχές μαζί, χωρίς να αισθανθούν καμιά αντίφαση - εκτός, φυσικά, από τους χριστιανούς.

Το περιστατικό δείχνει καθαρά την κοινή βάση από την οποία πήγαζαν οι θρησκευτικές διαφωνίες των κατοίκων της ρωμαϊκής οικουμένης. Όλοι σχεδόν αναγνώριζαν επεμβάσεις υπεραισθητών δυνάμεων στον φυσικό κόσμο. Συμφωνούσαν ότι οι ανώτερες δυνάμεις -οι κρείττονες, όπως τις αποκαλούσαν- μπορούσαν να κληθούν και να παρέμβουν, αν κάποιος τις επικαλεστεί με τον δέοντα τρόπο. Αποδέχονταν ότι ο αισθητός κόσμος ήταν το πεδίο στο οποίο εμφανιζόταν, άλλοτε αμεσότερα και άλλοτε με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, μια υπέρτερη πραγματικότητα, την οποία ορισμένοι ήθελαν να ονομάζουν νοητήν. Οι κρείττονες μπορεί να ήταν θεοί, άγγελοι, δαίμονες, ήρωες ή ψυχές. Οι διαφωνίες στην εξήγηση ενός θαυμαστού φαινομένου προέρχονταν από τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις αυτού του νοητού κόσμου.

Οι κατηγορίες των υπέρτερων όντων, τα ονόματά τους και οι μυθικές περιπέτειές τους πήγαζαν από τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών που συναποτελούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι δεν αμφισβητούσαν την ύπαρξη των δυνάμεων που επικαλούνταν οι θρησκευτικοί τους αντίπαλοι. Ισχυρίζονταν όμως ότι οι δικοί τους κρείττονες ήταν ισχυρότεροι και αγαθοεργοί. Μόνο ορισμένοι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη των άλλων θεών, θεωρώντας τους αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά ακόμη και κάποιοι που είχαν ασπαστεί τη νέα πίστη έβλεπαν στους θεούς των ἐθνικών, όπως ονόμαζαν συλλήβδην όσους δεν είχαν δεχτεί το φως του χριστιανικού ευαγγελίου, την πραγματική δράση των δικών τους εξεγερμένων αγγέλων, της στρατιάς των πονηρών πνευμάτων που είχε παρασύρει στην πτώση ο Σατάν ή, ελληνικότερα, ο Διάβολος.

Δίπλα στην κοινή γλώσσα της εποχής υπήρχε, λοιπόν, μια κοινή παρακαταθήκη αντιλήψεων και εμπειριών που διαχεόταν σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης, άσχετα από την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Αόρατα όντα συνωστίζονταν παντού. Δυνάμεις ασώματες ή λεπτοφυείς, αγαθές και κακές, βρίσκονταν πίσω από κάθε ανθρώπινη επιτυχία ή συμφορά. Ο πραγματικός κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από το πεδίο που αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις. Η -αρχικά φιλοσοφική- πεποίθηση για την ανθρώπινη ψυχή ως ανώτερη και ανεξάρτητη από το σώμα είχε γίνει κτήμα των κοινών ανθρώπων. Μέσα από τη διάδοση των μυστηριακών λατρειών το μέλημα για μια ευτυχισμένη ύπαρξη πέρα από τον τάφο άγγιζε τους πολλούς.

Οι περισσότεροι που είχαν τυχόν αναλογιστεί το θέμα θα συμφωνούσαν ακόμη και στην αποδοχή ενός και μόνου θεού ανώτερου από τις άλλες υπεραισθητές δυνάμεις του σύμπαντος. Το ζήτημα ήταν ο καθορισμός της σχέσης που διατηρεί ο υπέρτατος αυτός θεός με τα απορρέοντα, ή δημιουργημένα από αυτόν, όντα στην πυραμιδωτή ιεραρχία του σύμπαντος. Άλλοι θεωρούσαν ότι ο ίδιος αυτός θεός παρουσιάζεται με διαφορετικά πρόσωπα -ή προσωπεία- στις κατά τόπους και κατά έθνη εκφάνσεις του. Άλλοι ότι παίρνει διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τις ευεργεσίες που χαρίζει στους ανθρώπους. Άλλοι ότι χρησιμοποιεί κατώτερα αλλά διακριτά θεία όντα ως υπηρέτες του. Άλλοι ότι μένει απαθής για τα ανθρώπινα πράγματα, σε μια αιώνια αμεριμνησία. Άλλοι ότι και ο ίδιος πάσχει. Η μεγάλη αλυσίδα του όντος επιδεχόταν πολλαπλές ερμηνείες, ανάλογα με τις συνθήκες, τις εμπειρίες και τους πνευματικούς περιορισμούς κάθε ανθρώπου.

Ο Ιουλιανός ο Θεουργός ήταν, όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μια σημαίνουσα μορφή της εποχής - αν και ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Ιουλιανός και, για να διαφοροποιηθεί από τον γιο, έλαβε στις πηγές την προσωνυμία Χαλδαίος. Στους δύο αυτούς Ιουλιανούς αποδόθηκε η συγγραφή των Χαλδαϊκῶν λογίων, μιας συλλογής χρησμών γραμμένων στα ελληνικά, που εξηγεί τη δομή του σύμπαντος, τις δυνάμεις που το συνέχουν και τη σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η συλλογή αυτή παρουσιάστηκε ως θεόπνευστη. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι περιέχει δόγματα πανάρχαια, γνωστά στον προ αιώνων χαμένο πολιτισμό των Χαλδαίων - όπως ονομάζονταν οι Βαβυλώνιοι ιερείς που είχαν ασχοληθεί με την κίνηση των πλανητών και της σφαίρας των άστρων και είχαν αναπτύξει το παλαιότερο επεξεργασμένο σύστημα αστρονομίας και αστρολογίας στην αρχαιότητα. Αν και η βαβυλωνιακή επιστήμη είχε θεσμικά εκλείψει, η παράδοσή της φαίνεται ότι έμενε ζωντανή μέσα από προφορική διδασκαλία και σχέσεις προσωπικής μαθητείας.

Ο αποκαλυπτικός τόνος της συλλογής υπογραμμίστηκε με τη χρήση μιας δυσνόητης επικής διαλέκτου και του δακτυλικού εξαμέτρου, που ήταν από παλιά το μέτρο των θεϊκών αποκαλύψεων στα ελληνόφωνα μαντεία. Έναν αιώνα μετά την εμφάνισή τους, τα Χαλδαϊκά λόγια έγιναν οι ιερές γραφές του παραδοσιακού ελληνισμού στον αγώνα του εναντίον του χριστιανισμού. Μαζί με τα ορφικά έπη αποτέλεσαν τους δύο αποκαλυπτικούς στυλοβάτες της νέας φιλοσοφικοθρησκευτικής σύνθεσης που δημιούργησε η ύστερη αρχαιότητα, του νεοπλατωνισμού. Ένας ύστερος εκπρόσωπος της συνθετικής αυτής φιλοσοφίας έλεγε ότι ολόκληρη η σοφία του κόσμου περιέχεται σε δύο μόνο έργα: τον Τίμαιο του Πλάτωνα και τα Χαλδαϊκά λόγια. Ο υπομνηματισμός των δυσνόητων αυτών χρησμών αποτέλεσε το επιστέγασμα της ερμηνευτικής εμβρίθειας των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού από τον ύστερο 3ο αιώνα και εξής.

Ο όρος θεουργός, που πρωτοεμφανίστηκε τότε, δημιουργήθηκε για να δηλώσει αυτόν που γνωρίζει να εργάζεται, να επιτελεί τα θεϊκά πράγματα, όπως θεολόγος ήταν αυτός που γνώριζε να λέει, να διηγείται τις πράξεις των θεών. (Στην παραδοσιακή αντίληψη θεολόγοι ήταν οι θεόπνευστοι ποιητές: ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας, ο Μουσαίος.) Θεουργία ήταν η υψηλή τέχνη που εξανάγκαζε τους θεούς σε άμεση, ορατή ενέργεια ή παρουσία. Αντίθετα με τις κατώτερες μορφές μαγείας που είχαν πάντοτε έναν άμεσο και πρακτικά στόχο, η θεουργία ήταν τέχνη θεοψίας και τελετουργικής θέωσης.

Με τη σταδιακή άνοδο του χριστιανισμού δημιουργήθηκε ένα νέο γραμματειακό είδος, του οποίου η αξία δεν ήταν ούτε ακριβώς βιογραφική ούτε αφηρημένα ηθική. Το εὐαγγέλιον (που κυριολεκτικά σημαίνει «καλή αγγελία» και «χαρμόσυνο μήνυμα») ήταν μια αφήγηση για τη ζωή, τη δράση και κυρίως τη διδασκαλία του Ιησού μέσα από μια σωτηριολογική προοπτική - στο φως, δηλαδή, της πορείας για τη σωτηρία των πιστών. Τα «καλά νέα» που έφερνε αυτό το νέο γραμματειακό είδος δεν συνοψίζονταν σε μια φιλοσοφική θεωρία για τη δομή του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, ούτε περιορίζονταν στην απλή βιογράφηση ενός μεμονωμένου ιερού προσώπου. Ενώ παρουσίαζαν το μήνυμα της σωτηρίας στη βάση ενός συγκεκριμένου ιστορικού συμβάντος που μπορούσε να τοποθετηθεί με σχετική ακρίβεια στον ιστορικό χώρο και χρόνο (στη ρωμαϊκή Ιουδαία κατά την πρώτη τριακονταετία του 1ου αιώνα), τα Ευαγγέλια ανοίγονταν, με τον προφητικό και αποκαλυπτικό τόνο τους, με τις παραβολές που περιείχαν, με τα θαύματα που περιέγραφαν και κυρίως με τη συμβολική αξία των αφηγούμενων γεγονότων, σε μια διάσταση που θα μπορούσε να ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους.

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαιότητας που ένα ιστορικό συμβάν αποκτούσε τέτοια καθολική και μνημειώδη σημασία - αντιστρόφως ανάλογη, μάλιστα, προς την αξία που του απέδωσαν οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του. Ελάχιστοι ιστορικοί είχαν ενδιαφερθεί να αναφέρουν τον Ιησού, που σταυρώθηκε ως κακούργος με εντολή του Ρωμαίου διοικητή Πόντιου Πιλάτου. Στη θανατική του καταδίκη, όμως, οι ακόλουθοι και μαθητές του είδαν τα εγκαίνια μιας νέας εποχής. Σταδιακά εμπεδώθηκε μια καινοφανής αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο και τη ροή του: η αντίληψη της γραμμικής προόδου που φανερώνει ένα κρυμμένο σχέδιο.

Από χώρος της καθαρής συγκυρίας και της ανθρώπινης τυχαιότητας που ήταν έως τότε ή, αλλιώς, τομέας στον οποίο ο κοσμικός θεός εκδηλώνει κάθε στιγμή την πληρότητά του, η ιστορία απέκτησε για πρώτη φορά ένα κέντρο, την έλευση του Ιησού Χριστού, το οποίο, αν και εντός της ιστορίας, βρισκόταν επίσης έξω από αυτή, στον νου και την προαιώνια οικονομία του Θεού που είχε δημιουργήσει τον κόσμο. Όλα τα παρελθόντα γεγονότα θεωρήθηκαν ότι δείχνουν προς αυτό το κεντρικό συμβάν της ιστορίας και όλα τα μελλοντικά ότι αποκτούν την αξία τους από την πορεία θριάμβου της καθολικής Εκκλησίας. Διαγράφοντας από τη συνείδησή τους τον κυκλικό και επανερχόμενο χρόνο των παραδοσιακών κοινωνιών -αυτόν ακριβώς που υποσημαίνουν τα φαινόμενα της φύσης με τις διαδικασίες της γέννησης, της ανάπτυξης, της ωρίμανσης και της φθοράς- οι χριστιανοί ανέπτυξαν την αντίληψη ενός μονοδιάστατου και εξελισσόμενου χρόνου με συγκεκριμένη αρχή (τη δημιουργία του κόσμου), συγκεκριμένη στόχευση (την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου) και συγκεκριμένο μέλλον (τη δεύτερη παρουσία του Χριστού και τη συντέλεια του κόσμου). Με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της αρχαιότητας, η ματιά των χριστιανών στράφηκε προς το μέλλον και έγινε εσχατολογική: οραματίζονταν τα έσχατα και το τέλος της ιστορίας και προσδοκούσαν την ενσώματη ανάσταση των νεκρών.

Οι πρώτοι χριστιανοί περίμεναν τη δεύτερη έλευση του Ιησού στη διάρκεια του βίου τους. Όσο απομακρυνόταν αυτό το γεγονός από τον άμεσο ορίζοντα του παρόντος, το τέλος της ιστορίας μετατοπιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον που θα ερχόταν όταν η Εκκλησία ολοκλήρωνε την αποστολή της. Μέσα στον 2ο αιώνα η χριστιανική Εκκλησία απέκτησε σαφή οργανωτική δομή, εντεταλμένη να προστατεύει το ποίμνιο από εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικούς διαβολείς. Στην κορυφή κάθε τοπικής κοινότητας βρισκόταν ο επίσκοπος και κάτω από αυτόν οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, που εκτελούσαν τις οδηγίες του. Η αυθεντία και η εξουσία των επισκόπων χρησιμοποιήθηκε για να περιοριστούν οι διχόνοιες και οι διαφωνίες μεταξύ των πιστών. Ωστόσο, οι συγκρούσεις δεν αποφεύχθηκαν. Οι σημαντικότερες αφορούσαν το ακριβές περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος και τον τρόπο κατανόησής του από τους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή προς άλλες ερμηνείες του χριστιανισμού που καταδικάστηκαν ως αιρετικές, αναδείχθηκε η μία, αγία, αποστολική και καθολική Εκκλησία που πορεύτηκε για να κατακτήσει την αυτοκρατορία.

Ο κανών των έργων που θα συναποτελούσαν την Καινή Διαθήκη -τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, διάφορες επιστολές που συντάχθηκαν από Αποστόλους ή αποδόθηκαν σε αυτούς, και η Αποκάλυψη του Ιωάννη- άρχισε να διαμορφώνεται στο τέλος του 2ου αιώνα. Είχαν όμως ήδη προκύψει έριδες γύρω από την αυθεντικότητα ορισμένων συγγραμμάτων. Τα ιερά κείμενα που κυκλοφορούσαν και διαδίδονταν μεταξύ των χριστιανών ήταν πολλά, και συχνότατα είχαν σημαντικές και ηθελημένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Τα περισσότερα γράφονταν προκειμένου να διορθώσουν κάποια εκδοχή των πράξεων, των λόγων και των παθών του Ιησού ή των μαθητών του, που οι συντάκτες τους θεωρούσαν εσφαλμένη. Ελάχιστα από τα «απόκρυφα» αυτά έργα έχουν σωθεί - μολονότι στην αιγυπτιακή έρημο αποκαλύπτονται διαρκώς νέα σημαντικά δείγματα. Πολλά από αυτά προέρχονται από κύκλους χριστιανών που αυτοαποκαλούνταν Γνωστικοί.

Όπως δηλώνει και το όνομά τους, Γνωστικοί ονομάστηκαν εκείνοι οι θρησκευόμενοι κάτοικοι της ρωμαϊκής οικουμένης, χριστιανικών ως επί το πλείστον αποκλίσεων, που διατείνονταν ότι η λύτρωση είναι θέμα γνώσεως. Θεωρούσαν την πίστιν (την οποία είχαν τόσο επαινέσει άλλοι δάσκαλοι του χριστιανισμού, με προεξάρχοντα τον Παύλο) ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την επίτευξη της πραγματικής γνώσης. Κατά τους Γνωστικούς, πηγή των ανθρώπινων δεινών ήταν η άγνοια, όχι η αμαρτία, και η θεμελιώδης άγνοια έπαιρνε τρεις μορφές: ήταν άγνοια του εαυτού, άγνοια του κόσμου και άγνοια του Θεού. Η γνώση που είχαν κατά νου δεν ήταν φυσικά η θεωρητική ενατένιση ενός αντικειμένου, αλλά η βιωμένη απελευθέρωση του νου που οδηγούσε σε εσωτερική μεταμόρφωση.

Τα μυθικοφιλοσοφικά συστήματα που ανέπτυξαν οι Γνωστικοί υπήρξαν πολυάριθμα. Οι ορθόδοξοι κατήγοροί τους δικαιολογημένα έλεγαν ότι ο καθένας τους είχε την ελευθερία να προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία. Οι Γνωστικοί αισθάνονταν ξένοι μέσα στον κόσμο, ξένοι μέσα στην κοινωνία, ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Το βίωμά τους συνοψιζόταν σε μια ριζική αλλοτρίωση - ίσως την πρώτη που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος σε τέτοια ένταση. Οι πόλεις στις οποίες ζούσαν, ο πολιτισμός των καλλιεργημένων συνανθρώπων τους και η πολιτική της άρχουσας τάξης, συγκλητικών και αυτοκρατόρων, τους άφηναν αδιάφορους. Κήρυξαν πόλεμο σε όλες τις δυνάμεις του παρόντος κόσμου, αν και ο πόλεμός τους ήταν καθαρά πνευματικός. Ειδικά στον τομέα του ερωτισμού, ανέπτυξαν δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά ουσιαστικά συμβατές τάσεις: την άκρα ελευθεριότητα και την πλήρη αποχή. Κοινός παρονομαστής των δύο τάσεων ήταν η αντίθεση στον παρόντα κόσμο και η διάθεση κατάργησής του - με την υπερβολή ή την άρνηση.

Όλοι οι Γνωστικοί συμφωνούσαν ότι το αισθητό σύμπαν είναι το αποτέλεσμα της παράλογης δράσης όχι του πρώτιστου θεϊκού Όντος αλλά ενός δεύτερου θεού-δημιουργού, που απομακρύνθηκε από τον Πατέρα, λησμόνησε τη σοφία του και δημιούργησε τον κόσμο για να αποδείξει την κυριαρχία του. Κατά την κοσμογονική διαδικασία, οσοδήποτε περίπλοκη και αν τη θεωρούσαν, κάποια ελάχιστα μόρια του πρώτου Θεού εγκλωβίστηκαν μέσα στον κόσμο της ύλης. Αυτά συνιστούσαν το ανθρώπινο πνεύμα και αυτά επιζητούσαν απελευθέρωση και επιστροφή στον πατρικό βυθό.

Πίσω από την πολυμορφία των γνωστικών μύθων και εννοιών κρύβεται η αγωνία να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς προκαλείται η μετάβαση από τον πανάγαθο Θεό στο δημιουργημένο σύμπαν. Κρύβεται επίσης μια συνολική άρνηση της αγαθότητας και της ομορφιάς του αισθητού κόσμου και μια ανυποχώρητη τάση απομάκρυνσης από όλα όσα εμπλέκουν και δεσμεύουν το πνεύμα.

Δύο αντίρροπες τάσεις συνδυάστηκαν στη γέννηση του γνωστικού φαινομένου. Η μία, ελληνική τόσο στην προέλευση όσο και στον χαρακτήρα, τόνιζε την αξία της γνώσης όχι μόνο ως μέσου για άλλους σκοπούς αλλά και ως έσχατου τέλους («στόχου») της ανθρώπινης ζωής. Η γνώση του εαυτού, του κόσμου και του θείου ήταν κυρίαρχα μελήματα της ελληνικής φιλοσοφίας από τις πρώτες απαρχές της. Η άλλη τάση, ανατολικής και ίσως ειδικότερα ιρανοπερσικής προέλευσης, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι ουσιωδώς κακός και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αποτελεί έργο ενός αγαθού θεού.

Ο Μάνης (216-275) ήταν ένας Πέρσης γεννημένος στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Παράκλητο, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, θεώρησε χρέος του να ιδρύσει μια νέα οικουμενική θρησκεία. Ως προδρόμους του στον φωτισμό των ανθρώπων αναγνώριζε τον Βούδα, τον Ζωροάστρη και τον Χριστό. Προσπάθησε να εναρμονίσει τις τάσεις των τριών αυτών θρησκειών, και η επιτυχία του ήταν σημαντική. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ο μανιχαϊσμός είχε διαδοθεί από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Η απειλή για τη χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη, γιατί, αντίθετα με τις άλλες εκδοχές του γνωστικισμού, ο μανιχαϊσμός έλυνε αποφασιστικά το πρόβλημα της προέλευσης του κακού, θεωρώντας το Σκότος (δηλαδή το ριζικό Κακό) ως αυθυπόστατη αρχή, δίπλα στο επίσης αυθυπόστατο Φως. Αν και αντιμετωπίστηκε από τους χριστιανούς ως αίρεση, ο μανιχαϊσμός ήταν στην πραγματικότητα μια νέα καθολική θρησκεία με οικουμενικές βλέψεις.

Νωρίτερα η λατρεία του επίσης ιρανικού θεού Μίθρα, που άρχισε να διαδίδεται τον 1ο αιώνα μαζί με τον χριστιανισμό, είχε γοητεύσει για παρόμοιους λόγους πολλούς κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης. Ειδικά οι πολεμιστές έλκονταν ιδιαίτερα από τον Μίθρα, που εκπροσωπούσε την πάλη του Φωτός εναντίον των δυνάμεων του Σκότους, καθώς οι δικοί τους πολεμικοί αγώνες μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν απομιμήσεις εκείνης της μεγάλης κοσμικής μάχης. Οι επτά βαθμοί της μιθραϊκής μύησης ανακαλούσαν τη στρατιωτική ιεραρχία και ενέπνεαν το αγωνιστικό πνεύμα των ανδρών. Μάλιστα, αν η μιθραϊκή λατρεία δεν απέκλειε τις γυναίκες, και κατά συνέπεια το ήμισυ του πληθυσμού, ο Μίθρας θα μπορούσε να είναι ο κυριότερος αντίπαλος του Χριστού στη μάχη για θρησκευτική επικράτηση. Οι χριστιανοί είδαν στην αιματηρή βάπτιση των οπαδών του Μίθρα μια δαιμονική απομίμηση του δικού τους βαπτίσματος.

Ιδιαίτερη θέση στην παραγωγή εγγράμματου ελληνικού πολιτισμού κατείχε, από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα, η Συρία. Οι πόλεις της (η Αντιόχεια, η Δαμασκός και κυρίως η Απάμεια) έγιναν μεγάλα κέντρα διανόησης και πνευματικής αναζήτησης. Οι φιλόσοφοι του 2ου αιώνα που προετοίμασαν τη μεγάλη αναγέννηση του νεοπλατωνισμού κατάγονταν από τη Συρία. Σήμερα ονομάζονται νεοπυθαγόρειοι, διότι στράφηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή του Πυθαγόρα ως σοφοῦ και ως του κατεξοχήν θείου ἀνδρός. Οι Βίοι του Πυθαγόρα που έχουν διασωθεί από τη γραφίδα δύο μεταγενέστερων Νεοπλατωνικών (του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου, που κατάγονταν και οι δύο από τη Συρία) δείχνουν ότι ο πυθαγορισμός είχε αναπτυχθεί ως ένας φιλοσοφικοθρησκευτικός τρόπος ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στον αριθμολογικό και μυθικό συμβολισμό και στην περίπλοκη τελετουργία του καθημερινού βίου. Ο Νουμήνιος από την Απάμεια, ο σημαντικότερους από τους τρεις νεοπυθαγόρειους της Συρίας, έλεγε ότι «ο Πλάτων είναι ένας Μωυσής που μιλά σε αττική διάλεκτο». Ο φιλοσοφικός συγκρητισμός προσπαθούσε και πάλι, όπως το είχε κάνει νωρίτερα ο Ιουδαίος Φίλων, να εναρμονίσει την Αθήνα με την Ιερουσαλήμ.

Η συλλογή των Σιβυλλιακών χρησμών που άρχισε να συγκροτείται την ίδια εποχή αποσκοπούσε επίσης σε μια τέτοια σύνθεση. Σιβυλλιακοί χρησμοί υπήρχαν από παλιά στη Ρώμη. Το αρχικό υλικό υπέστη πολλαπλές επεξεργασίες και προσθήκες, για να εξυπηρετήσει τόσο πολυθεϊστικές όσο και ιουδαϊκές (ηθικοπρακτικές ή μονοθεϊστικές) σκοπιμότητες. Ένα μέρος του εκχριστιανίστηκε.

Μιλώντας από μια οικουμενική κορυφή, η εκχριστιανισμένη Σίβυλλα, η προσωποποίηση της θεϊκά εμπνευσμένης προφήτισσας, παρουσίαζε τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, αφηγούνταν την έλευση του Ιησού και το έργο της σωτηρίας, προμήνυε τη Δευτέρα Παρουσία και προφήτευε για μελλοντικά γεγονότα, διακοσμώντας πάντοτε τη βασική αφήγηση της Γενέσεως, ορισμένων προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και των Ευαγγελίων με στοιχεία από τα ησιόδεια έπη και την ελληνική μυθολογία.

Κύρια μέριμνα της χριστιανικής συλλογής ήταν η εξύμνηση του Ύψιστου Θεού δίχως βεβιασμένους συγκρητισμούς ή χρήση φιλοσοφικής ορολογίας. Μάλιστα, τα αμιγώς εβραϊκά θρησκευτικά τελετουργικά και έθιμα υποβαθμίστηκαν για χάρη της οικουμενικότητας, ενώ αντλήθηκαν, με νεανική ελευθερία, εικόνες και εκφράσεις από την επική παράδοση χωρίς την υποψία ότι γίνονται παραχωρήσεις στον εθνικό κόσμο. Κρινόμενο με λόγια μέτρα, το δακτυλικό εξάμετρο της συλλογής είναι ελλειπτικό και ασταθές. Αποπνέει όμως τη χαρμόσυνη δροσιά της ζωντανής ποίησης.

Ο τόπος συγγραφής των Σιβυλλιακών χρησμών δεν είναι γνωστός. Άλλωστε, η ολοκλήρωση της συλλογής κράτησε αρκετούς αιώνες και αξιοποίησε πολλούς εργάτες του πνεύματος. Η Εγγύς Ανατολή φαίνεται, ωστόσο, πιθανός τόπος προέλευσης για την εκχριστιανισμένη μορφή της. Ειδικά στη Συρία οι ελληνικές επιγραφές που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ξεπερνούν σε αριθμό εκείνες που είναι γραμμένες στα συριακά. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η Αίγυπτος και η Συρία έμελλε να αναδείξουν σημαίνουσες μορφές στη θεολογία. Και στις δύο περιοχές οι επίσκοποι ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνοι, ενώ ο κατώτερος κλήρος και αργότερα οι μοναχοί μιλούσαν συχνά τις τοπικές γλώσσες (κοπτικά και συριακά). Κατά την ύστερη αρχαιότητα η Αίγυπτος και (περισσότερο) η Συρία έκαναν τονωτικές ενέσεις στον ελληνισμό.

Από τον 3ο αιώνα και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ο πλατωνισμός έγινε η κυρίαρχη φιλοσοφία όσων συνέχισαν να συνδέονται με την αρχαιοελληνική παράδοση. Οι περισσότεροι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούσαν, ούτε ήθελαν, να παρακολουθήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του. Δίπλα στον αναγεννημένο πλατωνισμό, που αποτελούσε ουσιαστικά μια φιλόδοξη σύνθεση της αλήθειας όλων σχεδόν των φιλοσοφικών σχολών (εκτός από τον σκεπτικισμό, που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί), αναπτύχθηκε και ένας τρόπον τινά λαϊκός πλατωνισμός, κατάλληλος για τις μάζες, του οποίου η έκφραση έτεινε προς την εικονοποιία, την αλληγορία και τον μυθικό συμβολισμό. Το σπουδαιότερο μέρος αυτού του λαϊκού πλατωνισμού συγκροτήθηκε σε μορφή ευανάγνωστων κειμένων κατά τον 3ο αιώνα και αποδόθηκε στη θεϊκή αυθεντία του Ερμή, ο οποίος, με την επωνυμία Τρισμέγιστος, ταυτίστηκε με τον αιγυπτιακό θεό του λόγου Θωτ (ή Θευθ).

Οι αποκαλύψεις του Τρισμέγιστου Ερμή θεωρήθηκαν πανάρχαιες, και το κύρος τους ενδυναμώθηκε από την υποτιθέμενη θεοπνευστία των έργων. Στα συγγράμματα αυτά συντέθηκε η μαγική σοφία της Αιγύπτου με την ελληνική σκέψη και η μυθική θεογονία με τη μεταφυσική και την κοσμολογία. Η βασική απορία, στην οποία τα έργα αυτά προσπαθούσαν να απαντήσουν, ήταν παμπάλαιη και αφορούσε τη θέση του ανθρώπου μέσα στη δομή του σύμπαντος και τη δυνατότητα λύτρωσης από την άτεγκτη αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου.

Το βαβυλωνιακό, το περσικό, το αιγυπτιακό και τα άλλα ανατολικά θρησκευτικά στοιχεία της ύστερης αρχαιότητας δεν αποτελούσαν πρωτότυπες δημιουργίες της εποχής. Τα δόγματα και οι διδασκαλίες, οι μυθολογίες, οι δοξασίες, τα σύμβολα και οι τελετές ήταν στην πλειονότητά τους αρχαϊκά. Το νέο χαρακτηριστικό της εποχής ανιχνεύεται στην απόσπαση των παραδοσιακών αυτών στοιχείων από το γενέθλιο έδαφος των κοινωνιών που τα εξέθρεψαν. Με τη μετατροπή τους σε αφηρημένες ιδέες τα παραδοσιακά στοιχεία μπορούσαν να συσχετιστούν (να αντιπαρατεθούν, να συγκριθούν, να εναρμονιστούν) με άλλες, εξίσου αυτόνομες, ιδέες.

Η εποχή πάντως επιζητούσε θεία αποκάλυψη. Οι ανθρώπινες ενέργειες φαίνονταν μετέωρες και ανούσιες αν δεν εντάσσονταν σε κάποιον ευρύτερο, θεϊκό σχεδιασμό. Η πολιτική και πολεμική δράση φάνταζε σε πολλούς ως αποπροσανατολιστική λήθη του αληθινού εαυτού. Στην ύστερη αρχαιότητα διακρίνεται μια ολοένα αυξανόμενη και διευρυνόμενη αγωνία για την ανεύρεση εκείνων των ανθρώπων που μπορούν να μεταδώσουν το θείο μήνυμα στον κόσμο των θνητών. Οι άγιοι, οι όσιοι και οι θείοι άνδρες έγιναν μεσάζοντες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και διαχειριστές του υπερφυσικού στοιχείου στον επίγειο κόσμο. Οι πάντες συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, αν και διαφωνούσαν ποιος ήταν αληθινά φωτισμένος, δηλαδή γνώστης των ουράνιων πραγμάτων πέρα και πάνω από τους περιορισμούς της θνητής ανθρώπινης διάνοιας. Με την άνοδο του χριστιανικού μοναχισμού κατά τον 4ο αιώνα, οι ασκητές της ερήμου θεωρήθηκαν από τους χριστιανούς ως οι ορατοί σύνδεσμοι του ουρανού με τη γη.

Προφήτες και ψευδοπροφήτες, άγιοι και μάγοι, σοφοί και αγύρτες ήταν οι εκλεκτοί των θείων δυνάμεων ή οι ανόσιοι σφετεριστές του πνεύματός τους. Στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης του γνήσιου από τον απατηλό φορέα της φωνής του υπερπέραν οφείλεται μεγάλο μέρος των πνευματικών συγκρούσεων και των θρησκευτικών ανταγωνισμών της ύστερης αρχαιότητας. Η χριστιανική οριοθέτηση της ορθόδοξης πίστης έναντι των αιρέσεων αποτελεί συνέπεια μιας γενικότερης τάσης της εποχής: της απαίτησης για απόλυτη αλήθεια. Η έννοια της ετεροδοξίας ως προσωπικού νεωτερισμού που παραχαράσσει από ματαιοδοξία την αυθεντική παράδοση αιώνων, εμφανίζεται -και κατακρίνεται- στα έργα αρκετών συγγραφέων της εποχής, όχι μόνο χριστιανών.

Για να διάκειται ευμενώς η θεότητα στην αυτοκρατορία

Με τον Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμμοδο (180-192) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη ευημερία της. Ύστερα, τον 3ο αιώνα, άρχισε να κλυδωνίζεται και να βυθίζεται σε μια βαθιά και συνολική κρίση. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες παρέμεναν για μικρό διάστημα στην εξουσία και πέθαιναν δολοφονημένοι ή σκοτωμένοι στα πεδία των μαχών. Σε ορισμένες επαρχίες αυτοανακηρύσσονταν ανεξάρτητοι τοπικοί ηγεμόνες. Ο στρατός δεν υπηρετούσε πλέον τη νομιμότητα ή τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των διοικητών του. Στο μεταξύ αδυνατούσε να παίξει τον βασικό του ρόλο: να προστατεύει τα σύνορα.

Διάφορα γερμανικά φύλα διάβαιναν τον Ρήνο και τον Δούναβη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Εισβολείς έφταναν συχνά στη Γαλατία, την Ιταλία, την Ιλλυρία, τη Θράκη, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Την ίδια εποχή, την ανατολική Μεσόγειο τη λυμαίνονταν πάλι πειρατές. Ο μεγαλύτερος ωστόσο κίνδυνος προερχόταν από την Ανατολή. Γύρω στο 226 η παρθική δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε, και στη θέση της θεμελιώθηκε η νέα περσική δυναστεία των Σασανιδών. Οι Πάρθοι και οι Πέρσες ήταν λαοί συγγενικοί με κοινή θρησκεία τον ζωροαστρισμό, ανανεωμένη εκδοχή της παλαιάς περσικής λατρείας, μέσα από την οποία είχε αναδειχτεί και ο θεός Μίθρας. Αλλά οι Σασανίδες εμφανίστηκαν ορμητικότεροι και άρχισαν να διεκδικούν με πείσμα την παλαιά αυτοκρατορία του Δαρείου. Ο Σαπώρης Α' (241-272) κατέκτησε τις περισσότερες πόλεις της Συρίας και μαζί, για ένα διάστημα, τη μεγάλη Αντιόχεια.

Στις συνθήκες αυτές ανέλαβε την εξουσία στη Ρώμη ο Δέκιος (249-251), ο οποίος, προσπαθώντας να προσδώσει στην αυτοκρατορία ένα αίσθημα ομοψυχίας και να εξευμενίσει τους θεούς, είχε διατάξει το σύνολο του πληθυσμού να προσφέρει θυσίες στους παραδοσιακούς θεούς - με τραγικές συνέπειες για τους χριστιανούς. Ο ίδιος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Γότθων, και έγινε έτσι ο πρώτος αυτοκράτορας που πέθανε πολεμώντας. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Βαλεριανός (253-260) επιτέθηκε εναντίον των Περσών. Ηττήθηκε και αυτός, αιχμαλωτίστηκε και πέθανε ταπεινωμένος στα χέρια του Σαπώρη.

Οι μεγάλες ανάγκες του στρατού απαιτούσαν υψηλές δαπάνες, αλλά η οικονομία δεν ήταν πια ανθηρή. Μια αλόγιστη αύξηση της φορολογίας ήταν ασύνετη επιλογή. Προκρίθηκε έτσι, ως απλούστερη λύση, η υποτίμηση του νομίσματος. Τα αργυρά και χρυσά νομίσματα νοθεύονταν με ευτελή μέταλλα και προσφέρονταν σε μεγαλύτερη αφθονία. Αλλά η πρακτική αυτή οδήγησε σε έναν καλπάζοντα και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να δυσχέρανε τη θέση των ιδιοκτητών γης, αλλά δεν τους κατέστρεψε· ορισμένους μάλιστα τους ωφέλησε. Οι έμποροι και οι τεχνίτες αναπροσάρμοσαν τις τιμές τους. Οι μισθωτοί ωστόσο, και μάλιστα οι κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιώτες, αμείβονταν πλέον με υποτιμημένο νόμισμα. Οι αυξημένες απαιτήσεις τους για να καλύψουν τις απώλειες οδηγούσαν σε νέες υποτιμήσεις και νέο πληθωρισμό.

Για να ανταποκριθεί στη βασική ανάγκη σίτισης του στρατού, η διοίκηση υποχρεώθηκε να εισπράττει όλο και περισσότερους φόρους σε είδος. Η φορολογία, που είχε οδηγήσει στον εκχρηματισμό της αυτοκρατορίας, την οδηγούσε πάλι πίσω σε μια ανταλλακτική οικονομία. Εκτός από τις επιδρομές, τη γενική κατάσταση επιδείνωσαν οι αυθαιρεσίες των στρατιωτών και οι συμμορίες των ληστών. Σε πολλές επαρχίες διαταράχτηκε η βασική αγροτική παραγωγή και μεγάλες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες. Εξάλλου, στο τέλος του 2ου αιώνα είχε ξεσπάσει ένας από τους χειρότερους λοιμούς στην αρχαιότητα, αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Η γενική ανασφάλεια που προκαλούσε η συνεχής διαδοχή των αυτοκρατόρων, οι επιδρομές και η οικονομική δυσπραγία διατάραξαν την κοινωνική συνοχή που είχε επιτευχθεί μέσα σε δύο αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η στρατολόγηση νέων ανδρών έγινε δυσχερής. Για πολλές ανώτερες θέσεις δεν βρίσκονταν κατάλληλοι άνδρες. Ιδιαιτέρως κλονίστηκαν οι τοπικές βουλές, που εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων και την κοινωνική τάξη για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Πολλά από τα μέλη τους πιέστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε αδυνατούσαν να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και να αναλάβουν τα δημόσια έξοδα που προβλέπονταν από το αξίωμά τους.

Την έξοδο από την κρίση ανέλαβε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305), ο οποίος αποκατέστησε τη σταθερότητα σε όλους τους βασικούς τομείς. Όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα με πραξικόπημα, αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κατάφερε να διατηρηθεί στη θέση του για περισσότερα από 20 χρόνια. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Επιπλέον, σχεδίασε και εκτέλεσε ένα τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο: αύξησε τον στρατό, ανόρθωσε την οικονομία και αναδιοργάνωσε τις επαρχίες και τη διοίκηση. Με νομοθετικές πράξεις άρχισε να προσδένει τους αγρότες στη γη που καλλιεργούσαν και να επιβάλλει την κληρονομική διαδοχή σε διάφορα επαγγέλματα. Το επάγγελμα των στρατιωτών άρχισε να γίνεται και αυτά κληρονομικό, όπως επίσης η βουλευτική ιδιότητα. Σε όλη τη μακρά θητεία του ο Διοκλητιανός βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση, επιθεωρώντας και επιβλέποντας. Την πορεία του ακολουθούσε, όπου πήγαινε, ένα μεγάλο μέρος της διοίκησης. Μια αυστηρή τελετουργία επιβλήθηκε στις εμφανίσεις του, καθιστώντας τον αυτοκράτορα περισσότερο δεσπότη ανατολικού τύπου παρά πρώτο πολίτη.

Προς το τέλος της θητείας του ο Διοκλητιανός ξεκίνησε και οργανωμένους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Σκέφτηκε ενδεχομένως ότι ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα ήταν αναγκαία η ενότητα της αυτοκρατορίας. Όπως σε όλες του τις μεταρρυθμίσεις, από τη στιγμή που συνέλαβε αυτό το σχέδιο προσπάθησε να το ολοκληρώσει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Εξαιτίας της έντασης και της διάρκειάς τους οι διωγμοί που εξαπέλυσε ονομάστηκαν Μεγάλοι.

Ο Διοκλητιανός προώθησε επίσης ένα τελείως καινοτόμο σχέδιο στο ζήτημα της αυτοκρατορικής διαδοχής. Με τη λεγόμενη τετραρχία που επινόησε κυβερνούσαν μαζί δύο αυτοκράτορες, που αποκαλούνταν αύγουστοι: ο ένας στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο άλλος στο ανατολικό. Καθένας τους είχε από έναν βοηθό, που έφερε τον τίτλο του καίσαρα. Το δεύτερο σημαντικό επίτευγμα του Διοκλητιανού, μετά τη μακρά παραμονή του στην εξουσία, ήταν ότι τη μοιράστηκε με έναν συναύγουστο και ότι οι δύο μαζί την παρέδωσαν, όταν έκριναν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, στους καίσαρές τους. Ήταν οι πρώτοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που παραιτήθηκαν οικειοθελώς. Ο Διοκλητιανός έζησε την υπόλοιπη ζωή του τιμημένος, αλλά χωρίς επίσημο τίτλο.

Το μεταρρυθμιστικό και ανορθωτικό έργο του Διοκλητιανού συνεχίστηκε με τον Κωνσταντίνο (307-337) - με ορισμένες σημαντικές διαφορές. Ο Κωνσταντίνος αναδείχθηκε μέσα από τον θεσμό της τετραρχίας, παραβιάζοντας ωστόσο όλους τους κανόνες του. Το 307 ανακηρύχθηκε μόνος του αύγουστος. Το 312 νίκησε στη Μουλβία Γέφυρα έξω από τη Ρώμη τον ανταγωνιστή του Μαξέντιο (306-312) και κυριάρχησε σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε στα Μεδιόλανα με τον αύγουστο του ανατολικού τμήματος, τον Λικίνιο, και σχεδίασαν μαζί τον τρόπο με τον οποίο θα διοικούσαν την αυτοκρατορία. Συμφώνησαν επίσης στη θρησκευτική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Στη διακήρυξή τους περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:

Κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με τον σεβασμό προς το Θείον· δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς, καθώς και σε όλους τους άλλους, την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε, οποιαδήποτε και αν είναι η θεότης και η ουράνια δύναμη, να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι όλων εκείνων που βρίσκονται υπό την εξουσία μας.

Το 324 ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον του Λικίνιου και ύστερα από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τον νίκησε, απομένοντας μοναδικός αυτοκράτορας. Αμέσως σχεδόν αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα στη θέση του Βυζαντίου, που την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Την οχύρωσε και εγκατέστησε σε αυτή μια νέα Σύγκλητο, κάνοντας τα επίσημα εγκαίνια το 330. Κατάφερε να σταθεροποιήσει το νόμισμα καλύτερα από τον Διοκλητιανό, δημιουργώντας το χρυσό σολδίον, που διατήρησε την αξία του για αιώνες. Υπήρξε επίσης καινοτόμος στον στρατιωτικό τομέα, επιλέγοντας έναν πιο ευέλικτο, οικονομικότερο και συχνά αποτελεσματικότερο τρόπο άμυνας. Προς το τέλος της μακράς του θητείας άρχισε να προετοιμάζει μια εκστρατεία εναντίον των Περσών, αλλά πέθανε το 337 χωρίς να την πραγματοποιήσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του βαπτίστηκε χριστιανός (Παπαγγελής κεφ. 14.2 [σ. 196-200]). Αποτιμώντας τη ζωή και τα έργα του, ο πολυδιαβασμένος και πολυγραφότατος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος (περ. 263-339) τον σύγκρινε με τον Κύρο, τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, και με τον Αλέξανδρο, για την παγκόσμια απήχηση που αξιώθηκε. Ο Κωνσταντίνος, κατά την κρίση του, ξεπερνούσε κατά πολύ και τους δύο. Πέρα από την οικουμενική αυτοκρατορία που κατέκτησε και διοίκησε, είχε βάλει τα θεμέλια και για μια οικουμενική θρησκεία.

Ο Κωνσταντίνος αναμείχθηκε από νωρίς ενεργά στις υποθέσεις της χριστιανικής Εκκλησίας. Όπως πολλοί προκάτοχοί του, πίστευε και αυτός ότι η θεϊκή επίνευση ήταν αναγκαία για την ευημερία της αυτοκρατορίας και την προσωπική του επιτυχία. Αλλά σε αντίθεση με αυτούς, δεν προσπάθησε να αφομοιώσει τους χριστιανούς στο παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα. Από νωρίς οδηγήθηκε στην πεποίθηση ότι οι χριστιανοί ήταν αυτοί που λάτρευαν τον πραγματικό Θεό και ότι η ευσέβεια προς αυτόν μπορούσε να ενώσει την αυτοκρατορία και να καταστήσει τον ίδιο ακαταμάχητο. Καθώς κυριαρχούσε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έδινε εντολή προς τους αξιωματούχους του να ενισχύσουν τους χριστιανούς ποικιλοτρόπως, διοχετεύοντας στους άλλοτε διωκόμενους ταγούς τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Σε ανταπόδοση των πολλών του ευεργεσιών, ο Κωνσταντίνος ανέμενε την ευγνωμοσύνη και τη συμπαράσταση της χριστιανικής Εκκλησίας.

Με μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια διαπίστωσε γρήγορα ότι οι χριστιανοί δεν ήταν ενωμένοι, όπως τους φανταζόταν. Ήδη στην Αφρική ένα πολύ μεγάλο τμήμα είχε αποκοπεί από την καθολική Εκκλησία, θεωρώντας πολύ ελαστικούς τους όρους με τους οποίους γίνονταν πάλι αποδεκτοί οι πεπτωκότες, δηλαδή όσοι είχαν αρνηθεί την πίστη τους στους μεγάλους διωγμούς. Παρά τις προσπάθειές του, το σχίσμα των δονατιστών, όπως ονομάστηκε, παρέμενε αγεφύρωτο. Εφόσον η δύναμη του χριστιανισμού στηριζόταν στην εσωτερική του συνοχή και πειθαρχία, ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε να επιβάλει την ενότητα με τη βία. Αλλά ενώ οι πιέσεις του έπαιρναν τον χαρακτήρα θρησκευτικών διωγμών, αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές.

Κυριαρχώντας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, βρήκε τους χριστιανούς ακόμη πιο διχασμένους, αυτή τη φορά γύρω από σημαντικά δογματικά ζητήματα. Για να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, συγκάλεσε το 325 μια Σύνοδο στη Νίκαια, που έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα, εφόσον προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι επίσκοποι - και όπου πράγματι συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός. Εκτός από τα δογματικά ζητήματα, η Σύνοδος όφειλε να εξασφαλίσει την ενότητα και σε ζητήματα λατρείας, επιλέγοντας κοινή ημέρα για τον εορτασμό του Πάσχα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Με την προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα, η Σύνοδος κατέληξε σε αποφάσεις και υιοθέτησε ένα Σύμβολον Πίστεως, που κωδικοποιούσε βασικές αρχές του χριστιανισμού. Όσοι δεν το αποδέχτηκαν στο σύνολό του, όπως ο Άρειος και οι οπαδοί του, εξορίστηκαν.

Η ενότητα της Εκκλησίας αποδείχθηκε βραχύβια. Ο Άρειος επανήλθε και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του χριστιανισμού έγιναν οξύτερες. Όπως διαπίστωσαν ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του, ο χριστιανισμός ήταν ταυτοχρόνως μια τεράστια δύναμη συνοχής αλλά και διχασμού της αυτοκρατορίας. Οι δογματικές διαφωνίες, που συμπαρέσυραν επισκόπους και απλούς πιστούς σε πράξεις ακραίας βίας, διαδέχονταν διαρκώς η μία την άλλη. Τα μεγαλύτερα θρησκευτικά πάθη εκδηλώνονταν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, εκεί που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο και υπήρχε μακρά παράδοση φιλοσοφικών συζητήσεων, όμως και στη Ρώμη η επιλογή του επισκόπου μπορούσε να οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις. Στο μεταξύ, από την εποχή του Κωνσταντίνου άρχισαν να εκδίδονται νόμοι και διατάγματα που καθιστούσαν την παραδοσιακή λατρεία δυσχερή. Ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η απαγόρευση της «τρέλας των θυσιών» - όπως αποκαλούσαν πλέον οι αυτοκράτορες την άσκηση της παραδοσιακής λατρείας. Λίγο αργότερα, ακόμη και η απλούστερη έκφραση ευσέβειας προς τους προγονικούς θεούς μπορούσε να επισύρει τη θανατική καταδίκη.

Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία μοιράστηκε στους τρεις γιους του. Προκειμένου να μην υπάρξει αμφισβήτηση στη διαδοχή, διατάχθηκε η σφαγή όλων των αρρένων συγγενών του. Σώθηκαν μόνο δύο ανεψιοί που βρίσκονταν σε παιδική ηλικία. Αλλά και οι γιοι του Κωνσταντίνου αλληλοεξοντώθηκαν, και τελικώς το 353 ο Κωνστάντιος Β' (337-361) απέμεινε μονοκράτορας. Αυτός συνέχισε τη γενική πολιτική του πατέρα του, αλλά υποστήριξε με επιθετικότερο τρόπο τον χριστιανισμό, και μάλιστα στην αρειανή εκδοχή του, εκδίδοντας νόμους με τους οποίους ζητούσε να σταματήσει η «ψευδής πίστη».

Επιθυμούμε να κλείσουν όλοι οι ναοί και να απαγορευτούν οι θυσίες

Ο χριστιανισμός διαδόθηκε ακολουθώντας τους δρόμους της ιουδαϊκής διασποράς· επιπλέον, τους μεγάλους δρόμους του εμπορίου και της διοίκησης. Ταξίδεψε ταχύτατα τόσο στη Μεσόγειο όσο και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας, ιδίως προς την Ανατολή. Για να φτάσουν σε έναν νέο τόπο οι πρώτες ειδήσεις γύρω από την ιστορία του Ιησού δεν χρειάζονταν πολλές προετοιμασίες ούτε οργανωμένες αποστολές. Έμποροι, προσκυνητές και κάθε λογής ταξιδιώτες αφηγούνταν όσα είχαν πληροφορηθεί. Ένα από τα πρώτα μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα στα οποία εδραιώθηκε η νέα διδασκαλία ήταν η Αντιόχεια. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, οι πιστοί άρχισαν να αποκαλούνται για πρώτη φορά χριστιανοί.

Ακολουθώντας τους δρόμους του μεταξιού, ο χριστιανισμός έφτασε από τη Συρία στην Έδεσσα, πρωτεύουσα του ημιανεξάρτητου βασιλείου της Οσροηνής, και από εκεί στην Αρμενία, τη Μεσοποταμία και την Ινδία, μια περιοχή η οποία, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, εκτεινόταν από την Αραβία έως τον Ινδό ποταμό. Όταν ξέσπασαν οι μεγάλοι διωγμοί, ορισμένοι χριστιανοί κατέφυγαν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Περσία, όπου η άσκηση της χριστιανικής λατρείας ήταν ελεύθερη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε αργότερα ότι οι χριστιανοί στην Περσία ήταν πολυπληθείς και ότι γίνονταν ευμενώς δεκτοί. Με επιστολή του προς τον βασιλιά Σαπώρη Β' (309-379), κατέστησε τη συμπεριφορά των Περσών προς τους χριστιανούς ζήτημα διπλωματικής διαπραγμάτευσης. Η φιλική στάση των περσικών αρχών άλλαξε μόνο όταν έγινε σαφές ότι στη σκληρή σύγκρουση Ρωμαίων και Περσών ο τοπικός κλήρος ευνοούσε την επικράτηση των Ρωμαίων. Το 341 ο Σαπώρης εξαπέλυσε δριμύτατους διωγμούς, στους οποίους, καθώς λέγεται, 16.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο ζωροαστρισμός εξελισσόταν άλλωστε σε μη ανεκτική θρησκεία. Δεκαετίες νωρίτερα οι Πέρσες βασιλείς είχαν σκοτώσει τον Μάνη και δίωκαν ήδη σκληρά τους μανιχαίους.

Ωστόσο, με έναν τρόπο πολύ ουσιαστικό ο χριστιανισμός ήταν από νωρίς, και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, υπόθεση πρωτίστως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όταν στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Ευσέβιος Καισαρείας αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικώς με όσα είχαν συμβεί στο εσωτερικό της.

Ο Ιησούς και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά. Στα αραμαϊκά ήταν γραμμένη και η επιγραφή πάνω στον σταυρό: βασιλεύς των Ιουδαίων - δείχνοντας πώς καταλήγει όποιος διεκδικούσε παρόμοιο τίτλο σε συνθήκες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αλλά η επιγραφή ήταν διατυπωμένη επίσης στις δύο επίσημες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λατινικά και τα ελληνικά. Από τη στιγμή που οι μαθητές ανοίχτηκαν στην ιουδαϊκή διασπορά, επικοινωνούσαν κυρίως στα ελληνικά, τα οποία άλλοι κατείχαν ως πρώτη και άλλοι ως δεύτερη γλώσσα. Ακόμη και στην πόλη της Ρώμης τα ελληνικά παρέμειναν επίσημη γλώσσα του χριστιανισμού έως το τέλος του 2ου αιώνα. Με τα λατινικά η νέα θρησκεία διαδόθηκε στην Αφρική και τις δυτικές επαρχίες.

Από τον 3ο αιώνα η βασική διγλωσσία της αυτοκρατορίας αποτυπώθηκε και στον χριστιανισμό. Σημειώθηκε πάντως μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Ο λατινόφωνος χριστιανισμός επέμενε να διατηρεί τις ιερές γραφές στα λατινικά, ακόμη και όταν απευθυνόταν σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντιθέτως, ο ελληνόφωνος χριστιανισμός ενθάρρυνε τη μετάφραση των γραφών σε όλες τις γλώσσες της Ανατολής. Έγινε μάλιστα όχημα ενδυνάμωσης των τοπικών διαλέκτων - ακόμη και των τοπικών αλφαβήτων. Στην Αίγυπτο εκμεταλλεύτηκε μια νέα γραφή (που βασιζόταν στο ελληνικό αλφάβητο) και συνδέθηκε αναπόσπαστα με τον λεγόμενο κοπτικό πολιτισμό. Όταν στο τέλος του 3ου αιώνα έκανε την εμφάνισή του ο μοναχισμός στην Αίγυπτο και τη Συρία, τα αιγυπτιακά (κοπτικά) και τα συριακά εξελίχθηκαν σε δύο από τις δυναμικότερες γλώσσες διάδοσης του χριστιανισμού.

Με επίκεντρο την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια (πόλεις με δυναμικό ελληνικό στοιχείο) αναμετρήθηκαν ορισμένες από τις ισχυρότερες τάσεις του πρώιμου χριστιανισμού. Οι αντιδικίες αφορούσαν την απήχηση των γνωστικών ιδεών, τις οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, την επικαιρότητα των προφητικών χαρισμάτων καθώς και θέματα λατρείας, όπως τον εορτασμό του Πάσχα. Για την επίλυση των προβλημάτων έγιναν συζητήσεις, συντάχθηκαν υπομνήματα, ανταλλάχθηκαν επιστολές και συγκλήθηκαν τοπικές σύνοδοι. Με δυο λόγια, τέθηκαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση και λειτουργία της καθολικής Εκκλησίας.

Το άλλο μεγάλο κέντρο του χριστιανισμού ήταν η αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Οι χριστιανοί της Ρώμης δεν πρωτοστάτησαν στις δογματικές έριδες - απεναντίας γίνονταν αποδέκτες όλων των τάσεων και όλων των νεωτεριστικών ιδεών. Επέδειξαν ωστόσο μεγάλο οργανωτικό ταλέντο. Επικοινωνούσαν με όλες τις επαρχίες και ασκούσαν την επιρροή τους, κάνοντας χρήση του πλούτου και των διασυνδέσεων τους. Από πολύ νωρίς διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την Κόρινθο, που παρέμενε πάντα σημαντικός εμπορικός σταθμός και διαμετακομιστικός κόμβος. Η χριστιανική ηγεσία της Ρώμης έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση και τη διάδοση του «κανόνα» της Καινής Διαθήκης. Η συμφωνία που πέτυχε για την αναγνώριση ενός κλειστού σώματος ιερών γραφών υπήρξε αποφασιστικό όπλο της καθολικής Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων.

Έως το τέλος του 2ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των χριστιανών θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά μικρός. Σύμφωνα με αρκετά αυθαίρετους υπολογισμούς, δεν μπορεί να υπερέβαινε τις 200.000 σε όλη την αυτοκρατορία. Αμέσως μετά, όπως σημειώνει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, η ανάπτυξη έγινε γοργή. Στη διάρκεια του 3ου αιώνα, την εποχή που η αυτοκρατορία περνούσε βαθιά και πολύπλευρη κρίση, πολλά μέλη των εύπορων τάξεων προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Στο μέσον του 3ου αιώνα θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το 2% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στα χρόνια του Κωνσταντίνου θα πρέπει να ξεπερνούσαν το 10%. Αλλά και τότε η κατανομή ήταν πολύ άνιση. Μεγαλύτερη διάδοση γνώριζε ο χριστιανισμός στις ανατολικές επαρχίες, μολονότι στην κεντρική Ελλάδα η προσήλωση στις προγονικές λατρείες διατηρήθηκε πολύ ισχυρή.

Πολλές από τις χριστιανικές κοινότητες παρέμεναν εξαιρετικά μικρές, ακόμη και μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου. Λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες πιστοί σε μια πόλη μπορούσαν να έχουν τον δικό τους επίσκοπο, να αλληλογραφούν μεταξύ τους και να συμμετέχουν στις εξελίξεις. Χωρούσαν συχνά σε μικρά κτίσματα, στην αρχή ιδιωτικές οικίες και στη συνέχεια ειδικώς οικοδομημένες εκκλησίες, μικρών ή μέτριων διαστάσεων. Ελάχιστες πόλεις είχαν περισσότερους από έναν ναούς. Στη διάρκεια των μεγάλων διωγμών χρειάστηκαν λίγες ώρες για να κατεδαφιστεί η επιβλητική για την εποχή της εκκλησία της Νικομήδειας, που ήταν ορατή από το ανάκτορο του Διοκλητιανού. Μόνο μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου άρχισε η οικοδόμηση, με κεντρικό σχεδιασμό, μεγαλόπρεπων και συχνά πανομοιότυπων εκκλησιών, σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Για την ανέγερσή τους διατέθηκαν συχνά κεντρικοί και δημόσιοι χώροι.

Ο Ιουλιανός (361-363), που ήταν ανιψιός του Κωνσταντίνου, γλίτωσε από τη δυναστική σφαγή, επειδή ήταν μόλις 6 ετών. Ανατράφηκε χριστιανικά κάτω από αυστηρό έλεγχο και συστηματική επιτήρηση. Διαμένοντας στη Νικομήδεια σε συνθήκες κάποιας στοιχειώδους ελευθερίας, δέχτηκε την επιρροή δύο μεγάλων ρητόρων, που παρέμεναν προσηλωμένοι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ελλήνων, του Ευνάπιου και του Λιβάνιου (Κακριδής 5.7 [σ. 296]), και μυήθηκε στον νεοπλατωνισμό από τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Εφέσιο. Για ένα μικρό διάστημα πήρε την άδεια να σπουδάσει στην Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές. Το 354, μετά την εκτέλεση του αδελφού του, διορίστηκε καίσαρας της Γαλατίας, καθώς ο Κωνστάντιος Β' ετοιμαζόταν να στραφεί εναντίον της Περσίας. Αποχαιρέτησε την Αθήνα με δάκρυα και σπαραγμό, εφόσον εκεί πίστεψε ότι μπορούσε να βρει τον προορισμό του. Ως καίσαρας ωστόσο υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένος και επέδειξε στρατηγικές αρετές, προκαλώντας τον φθόνο του αυτοκράτορα. Η αναμέτρηση των δύο εξαδέλφων φαινόταν αναπόφευκτη, αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε, και ο Ιουλιανός, ως μοναδικός επιζών από τον οίκο του Κωνσταντίνου, βρέθηκε να κυριαρχεί σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Σύντομα αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός ώστε να δηλώσει την προσήλωσή του στον ἑλληνισμόν, δηλαδή την παραδοσιακή θρησκεία Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο Ιουλιανός ακολούθησε μια πολιτική ανεξιθρησκίας, αλλά εργάστηκε με ζήλο για την επαναφορά των απαγορευμένων θυσιών και την αναζωογόνηση του πολυθεϊσμού. Προσπάθησε μάλιστα να οργανώσει τους ιερείς ακολουθώντας χριστιανικά πρότυπα. Τα μέτρα που έλαβε εναντίον των χριστιανών ήταν λιγοστά αλλά σημαντικά. Τους απαγόρευσε να διδάσκουν ρητορική και γραμματική, εφόσον η γραμματεία της εποχής απαιτούσε, κατά τη γνώμη του, σεβασμό στο θρησκευτικό της υπόβαθρο, κατήργησε τις φοροαπαλλαγές του κλήρου και επανέφερε όλους τους εξόριστους επισκόπους. Αυτό το τελευταίο μέτρο προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, διότι υποχρέωσε σε συνύπαρξη τους ηγέτες όλων των δογματικών τάσεων και αναζωπύρωσε τις ενδοχριστιανικές συγκρούσεις. Ο Ιουλιανός σκόπευε μάλιστα να ανοικοδομήσει τον Ναό της Ιερουσαλήμ, ο οποίος παρέμενε ερειπωμένος μετά τις ατυχείς ιουδαϊκές εξεγέρσεις. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πρόθεσή του αυτή ως μέγιστη πρόκληση. Αλλά το σχέδιο παρέμεινε ανεκτέλεστο, καθώς ο τελευταίος εθνικός αυτοκράτορας σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Περσών 18 μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Ήταν μόλις 31 ετών. Οι χριστιανοί δυσκολεύτηκαν πολύ να ξεπεράσουν το τραύμα της σύντομης σταδιοδρομίας του και επέλεξαν να τον αποκαλούν παραβάτη ή αποστάτη.

Οι διάδοχοι του Ιουλιανού ήταν όλοι ευσεβείς χριστιανοί, μολονότι όχι σύμφωνοι μεταξύ τους στις δογματικές επιλογές. Όλοι προσπάθησαν να προωθήσουν τη διάδοση του χριστιανισμού, εκδίδοντας νόμους και διατάγματα με τα οποία απαγόρευαν όχι μόνο τις θυσίες αλλά ακόμη και την είσοδο στους ναούς με θρησκευτικούς σκοπούς. Σε πολλές περιοχές ωστόσο η προσήλωση στις παραδοσιακές θρησκείες παρέμενε έντονη. Έτσι, όταν ο διοικητής της Ελλάδας παρέλαβε νόμο που απαγόρευε όλες τις νυκτερινές θυσίες, διαμήνυσε στον αυτοκράτορα ότι αυτό θα έκανε τον βίο αβίωτο στους Έλληνες και τον έπεισε να τον αφήσει ανενεργό - τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.

Εκτός από τους Πέρσες, στους οποίους οι Ρωμαίοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν ολόκληρες πόλεις, επικίνδυνοι εχθροί έπρεπε να αντιμετωπιστούν και στα βόρεια σύνορα. Οι κακοί χειρισμοί του αυτοκράτορα Ουάλη (364-378), που διοικούσε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, οδήγησαν σε μια αναμέτρηση με τους Γότθους που είχε δραματική κατάληξη. Το 378 ο ρωμαϊκός στρατός υπέστη στην Αδριανούπολη μια από τις χειρότερες ήττες στην ιστορία του και ο ίδιος ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε. Εφόσον οι Γότθοι μπορούσαν πλέον να κάνουν επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη και η επιβίωση της αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον δεδομένη. Με τη μάχη αυτή τερματίζει το έργο του ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της αρχαιότητας, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (περ. 330 - περ. 395).

Ο Αμμιανός ήταν ελληνικής καταγωγής από την Αντιόχεια, αλλά επέλεξε να συγγράψει το εκτενές του σύγγραμμα στα λατινικά. Είχε υπηρετήσει στον στρατό και γνώριζε από πρώτο χέρι πολλές από τις πολεμικές υποθέσεις που περιγράφει. Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του για τη βασιλεία του Κωνστάντιου Β', του Ιουλιανού, τον οποίο ακολούθησε στην περσική του εκστρατεία, και των άμεσων διαδόχων του. Εθνικός καθώς ήταν, βρήκε την ευκαιρία να καυτηριάσει και να ειρωνευτεί τη συμπεριφορά και τα πάθη των χριστιανών επισκόπων. Θαύμαζε και τιμούσε τον Ιουλιανό, αλλά δεν δίστασε να τον επικρίνει και αυτόν για θρησκευτικές υπερβολές. Με ακριβή και συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει επίσης το τσουνάμι που κατέκλυσε την ανατολική Μεσόγειο το 365.

Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας το ανέλαβε μέσα σε δύσκολες συνθήκες ο Θεοδόσιος (379-395), ο οποίος κατάφερε να σταθεροποιήσει τα σύνορα, δείχνοντας υποχωρητικότητα προς τις απαιτήσεις των Περσών. Η σημαντικότερη πρωτοβουλία του ωστόσο αφορούσε μια μερίδα Γότθων, στους οποίους επέτρεψε να εγκατασταθούν μαζικά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, παραχωρώντας τους βαλκανική γη. Οι Γότθοι αυτοί αυτοδιοικούνταν, αλλά αναλάμβαναν την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικές μονάδες όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο.

Η θρησκευτική πολιτική έγινε την εποχή εκείνη πιο αδιάλλακτη. Για πρώτη φορά χριστιανοί ηγέτες οδηγούνταν στην πυρά από χριστιανούς αυτοκράτορες για δογματικές παρεκκλίσεις. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος ήταν φανατικός οπαδός της Συνόδου της Νίκαιας και σκληρός πολέμιος του αρειανισμού. Η δογματική αυτή επιλογή περιέπλεξε αρκετά την πολιτική κατάσταση, εφόσον οι Γότθοι είχαν μεταστραφεί στον χριστιανισμό σε μια εποχή που ως ορθοδοξία εκλαμβάνονταν οι δοξασίες του Άρειου. Ο Θεοδόσιος ήταν επιθετικός και προς τις παραδοσιακές λατρείες, απειλώντας με θάνατο όσους αποτολμούσαν να τελέσουν θυσίες. Επιπλέον, ανέχτηκε την κατεδάφιση πολλών ναών από φανατικούς χριστιανούς ιερείς και μοναχούς. Το Σεράπειο της Αλεξάνδρειας, ο μεγαλοπρεπέστερος ίσως ναός της εποχής, κατελήφθη και καταστράφηκε έως τα θεμέλια.

Το 391 ο Θεοδόσιος εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία έπρεπε να κλείσουν όλοι οι μη χριστιανικοί ναοί. Ο Λιβάνιος (περ. 314 - περ. 394), ο μεγαλύτερος εθνικός ρήτορας της ύστερης αρχαιότητας, έκανε από την Αντιόχεια όπου ζούσε μια ύστατη έκκληση στον αυτοκράτορα. Ισχυρίστηκε ότι οι περίλαμπροι ναοί που δέσποζαν σε περίοπτες θέσεις ήταν τα μάτια των πόλεων και, σε κάθε περίπτωση, βασιλική περιουσία. Εφόσον δεν επιτρεπόταν να λειτουργούν πλέον ως θρησκευτικά κέντρα, ας παρέμεναν τουλάχιστον όρθιοι ως απλά οικοδομήματα. Μπορούσαν μάλιστα να χρησιμεύσουν για τη συγκέντρωση των φόρων. Αλλά δεν εισακούστηκε. Με εξαίρεση μια ανοχή προς τον ιουδαϊσμό, ο χριστιανισμός ήταν πλέον η μοναδική αποδεκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι πάντες καλούνταν επισήμως να την ασπαστούν και μάλιστα στην εκδοχή που θεωρήθηκε ορθή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με το έντονα θρησκευτικό τους στοιχείο, τερματίστηκαν. Ο ελληνικός κόσμος όφειλε να αποδεχθεί με ταχείς ρυθμούς μία και μοναδική εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας.

Ο δρόμος προς την καθολική επιβολή του χριστιανισμού επιδείχθηκε και με το προσωπικό παράδειγμα του αυτοκράτορα. Παρορμητικός καθώς ήταν, ο Θεοδόσιος είχε διατάξει το σφαγιασμό 7.000 (άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό στο διπλάσιο) Θεσσαλονικέων μέσα στον Ιππόδρομο, ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός ανώτατου αξιωματούχου. Για να εξιλεωθεί, υποτάχθηκε στην απαίτηση του ισχυρού επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου (περ. 338-397) και επέδειξε τη μετάνοιά του, έως ότου γίνει και πάλι δεκτός στα θεία μυστήρια. Λίγο αργότερα ξέσπασε νέα μεγάλη κρίση στην Αντιόχεια, όπου μεγάλα πλήθη ξεσηκώθηκαν εναντίον της βαριάς φορολογίας. Αυτή τη φορά ωστόσο η μεσολάβηση του Λιβάνιου και του τοπικού επισκόπου αποσόβησαν τα χειρότερα. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (περ. 347-407) ανέλαβε να εμψυχώσει το τρομοκρατημένο πλήθος που κατέκλυσε τη μεγάλη εκκλησία της πόλης αναμένοντας την αυτοκρατορική τιμωρία.

Ο Θεοδόσιος κληροδότησε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στους δύο γιους του, το ανατολικό της τμήμα στον Αρκάδιο και το δυτικό στον Ονώριο. Η αυτοκρατορία είχε κυβερνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από δύο ή περισσότερους αυτοκράτορες, αλλά αυτή, όπως αποδείχτηκε, ήταν η οριστική της διαίρεση. Μέσα στον επόμενο αιώνα το δυτικό τμήμα της έμελλε άλλωστε να καταλυθεί από τους Γότθους. Την κατάκτηση της Ρώμης από βαρβάρους το 410 επέλεξε ως ορόσημο για την ιστορική του αφήγηση ο Ζώσιμος. Αφοσιωμένος καθώς ήταν στην παραδοσιακή θρησκεία των Ελλήνων, απέδωσε την παρακμή και την κατάρρευσή της στην επικράτηση του χριστιανισμού. Το έργο του, που αποτελεί την πληρέστερη ιστορική αφήγηση για τα γεγονότα του 4ου αιώνα, αποδίδει τον «εκβαρβαρισμό» της αυτοκρατορίας στην περιφρόνηση και την καταπολέμηση των θεών που της είχαν προσδώσει αιώνια δόξα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας συνέχισε ωστόσο να υπάρχει για χίλια ακόμη χρόνια. Οι νεότεροι ιστορικοί έχουν συνηθίσει να το αποκαλούν Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι κάτοικοί της τη θεωρούσαν συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με επίσημη θρησκεία τον χριστιανισμό και έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου

Κατά τον 2ο αιώνα παρουσιάστηκαν ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν την πίστη τους απέναντι στον εθνικό κόσμο. Οι διωγμοί έδειχναν το μίσος που η κεντρική και οι τοπικές εξουσίες έτρεφαν για τους χριστιανούς και το συμμεριζόταν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ο Ιουστίνος (περ. 100-165), ο σημαντικότερος από τους Απολογητές -όπως ονομάστηκαν οι συγγραφείς αυτοί- αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η ταύτιση του Χριστού με τον προαιώνιο Λόγο του Θεού. Την ταύτιση είχε εγκαινιάσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον πρόλογο του ευαγγελίου του, τελευταίου στη σειρά των τεσσάρων. Νωρίτερα ο απόστολος Παύλος είχε θεωρήσει ότι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως γραμμένο τον θεϊκό νόμο στις καρδιές τους. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές θέσεις και κάνοντας χρήση στωικής ορολογίας, ο Ιουστίνος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ένας σπερματικός λόγος λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων και εξηγεί τα όποια ψήγματα αλήθειας περιλαμβάνουν οι δοξασίες τους. Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή περίπου στο μέσον του αιώνα ο Ιουστίνος έγραφε ότι «όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους». Σε μια δεύτερη παρόμοια Απολογία ο Ιουστίνος εξηγούσε αναλυτικότερα τη θέση του:

Ομολογώ […] ότι είμαι χριστιανός. Και τούτο όχι γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα είναι ξένα προς τα διδάγματα του Χριστού, αλλά γιατί δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε των άλλων συγγραφέων, είτε είναι στωικοί είτε ποιητές είτε οτιδήποτε. Ο καθένας τους εκφράστηκε περιορισμένα και αποσπασματικά, ανάλογα με τη συγγένεια που αναγνώρισε προς τον σπερματικό θείο λόγο. […] Όσα έχουν ειπωθεί σωστά από οποιονδήποτε ανήκουν σε μας τους χριστιανούς.

Ο Λουκιανός μπορούσε να αρκείται σε λίγες καυστικές εκφράσεις και να διακωμωδεί την ακατανόητη στάση των χριστιανών απέναντι στον θάνατο και τις, κατά τη γνώμη του, ευκαταφρόνητες ιδέες και πρακτικές τους. Ο ίδιος ήταν επικούρειος και χλεύαζε κάθε μορφής θρησκοληψία. Το φαινόμενο όμως του χριστιανισμού έπαιρνε διαστάσεις και δεν μπορούσαν πλέον να το αγνοούν όσοι θεωρούσαν ότι η θρησκευτικότητα είναι σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής με επιπτώσεις στην κοινωνία και την πολιτική.

Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα κανένας εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνισμού δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τον χριστιανισμό. Τότε όμως ο Κέλσος, ένας εκλεκτικός διανοούμενος πλατωνικών αποκλίσεων, δημοσίευσε τον Ἀληθῆ λόγον του, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στον χριστιανισμό. Την υπεροπτική αδιαφορία των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού αντικατέστησε σταδιακά η πολεμική. Έκτοτε, οι αιτιάσεις και οι αντιδικίες από τις δύο πλευρές επανέρχονταν.

Η γραμμή που εγκαινίασε ο Ιουστίνος για τη σχέση ανάμεσα στα ελληνικά φιλοσοφικά διδάγματα και τον Χριστό ως Λόγο αναπτύχθηκε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Η λεγόμενη «κατηχητική σχολή» που αναπτύχθηκε εκεί προώθησε τη σύνθεση του χριστιανισμού με την παράδοση του αρχαίου ελληνισμού με τρόπους τόσο ριζοσπαστικούς, που έγιναν οριακά αποδεκτοί από τη μεταγενέστερη ορθοδοξία. Οι αλληγορικές ερμηνείες χρησιμοποιήθηκαν εκτενέστατα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (περ. 140 - περ. 215) πίστευε ότι η φιλοσοφία παιδαγώγησε τους Έλληνες για να δεχτούν τον Χριστό, όπως ακριβώς ο μωσαϊκός νόμος προετοίμασε τους Εβραίους. Ο μαθητής του Ωριγένης (περ. 185-253) έγραφε ότι, αν κάποιος φτάσει στον χριστιανικό Λόγο έχοντας ήδη ασκηθεί στη φιλοσοφία, θα μπορέσει να αποδείξει, με τον ελληνικό συλλογιστικό τρόπο, την αλήθεια του χριστιανισμού (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 14 [σ. 245-262]). Ως άριστος διαλεκτικός ανέλαβε ο ίδιος, σε ώριμη ηλικία, το έργο της ανασκευής των θεωρητικών αιτιάσεων κατά του χριστιανισμού που είχε εκφράσει ο Κέλσος. Το έργο του Κατὰ Κέλσου, δημοσιευμένο το 248, έδινε το στίγμα της νέας εποχής, καθώς ο χριστιανισμός περνούσε σε συστηματική αντεπίθεση.

Από την αντίπερα όχθη και σαν απάντηση στις προκλήσεις που παρουσίαζαν πλέον οι μορφωμένοι και φιλοσοφημένοι χριστιανοί, ο Πορφύριος (232-305) συνέγραψε και δημοσίευσε ένα ογκωδέστατο σύγγραμμα σε 15 βιβλία, το οποίο, αν κρίνουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα, ήταν επίτευγμα συγκριτικής φιλολογίας. Στο έργο αυτό, γνωστό με τον μεταγενέστερο τίτλο Κατὰ χριστιανῶν, ο συγγραφέας μελέτησε προσεκτικά τις ιερές γραφές του χριστιανισμού και επιδόθηκε σε μια ολοκληρωτική κριτική τους. Ιδίως μετά τον εντοπισμό πολλών και, κατά τη γνώμη του, ανεπίτρεπτων αντιφάσεων ανάμεσα στους ευαγγελιστές, ο Πορφύριος κατηγόρησε τους χριστιανούς για επινόηση πολλών πληροφοριών που παρουσιάζονταν ως ιστορικές. Το έργο του θεωρήθηκε τόσο προκλητικό, ώστε αργότερα οι χριστιανοί αυτοκράτορες διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιτύπων.

Τον Πορφύριο μιμήθηκε, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα αλλά με πιο μετριασμένο τρόπο, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, συγγράφοντας το έργο Κατὰ Γαλιλαίων. Ο Ιουλιανός ήθελε να περιορίσει τους χριστιανούς στη μελέτη των δικών τους ιερών γραφών και να τους αποκλείσει από τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Όποιος δεν πιστεύει στους θεούς της παράδοσης δεν μπορεί να ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, υποστήριζε.

Εκείνο που θεωρητικά ενοχλούσε όσους είχαν εντρυφήσει στην ελληνική φιλοσοφία ήταν η χριστιανική έμφαση στην πίστη, επειδή οι ίδιοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην αιτιολόγηση των λεγομένων και στη λογική απόδειξη. («Πιστεύω επειδή είναι παράλογο», έλεγε προκλητικά ένας χριστιανός συγγραφέας για να υπογραμμίσει τη διαφορά.) Από την άλλη μεριά, εκείνο που συναισθηματικά και πρακτικά εξόργιζε τους εκπροσώπους της παράδοσης -ελληνικής, ρωμαϊκής, εβραϊκής ή άλλης- ήταν η καταστατικά ανατρεπτική και αντιπαραδοσιακή στάση των χριστιανών. Όλοι οι λαοί είχαν μείνει πιστοί στις πάτριες παραδόσεις τους. Μόνο οι χριστιανοί τις είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας. Με τους παραδοσιακούς Εβραίους, που τιμούσαν τον Θεό και τα νόμιμα των πατέρων τους, οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού, όπως παρουσιαζόταν και ο Ιουλιανός, ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν πολλά θέματα και ενδεχομένως να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις - ιδίως στο ακανθώδες πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου.

Τους Γνωστικούς τούς πολέμησε η χριστιανική Εκκλησία με πάθος. Τους πολέμησαν όμως και οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού που φιλοσοφικά ήταν πλέον όλοι τους πλατωνικοί. Η αντίδραση συνοψίστηκε στη στάση του Πλωτίνου (205-270).

Ο Πλωτίνος, ο διασημότερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, ζούσε στην Αλεξάνδρεια. Ως νέος πλησίασε τους σημαντικούς δασκάλους της πολύμαθης αυτής πόλης, χωρίς καθόλου να εντυπωσιαστεί από τις παραδόσεις τους. Τελικά τον κέρδισε η φιλοσοφία. Έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ τη φιλοσοφική οδό, που στα μάτια του ήταν πορεία τελείωσης του εαυτού και μέθεξης στη θεία ουσία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 15 [σ. 263-282]).

Σε ώριμη ηλικία ο Πλωτίνος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, για να ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' (238-244) στις εκστρατείες του στη Μεσοποταμία. Ήθελε να συναντήσει Πέρσες και Ινδούς σοφούς, να συζητήσει μαζί τους και να μάθει. Το σχέδιο απέτυχε λόγω της δολοφονίας του αυτοκράτορα -με τον κύκλο του οποίου ο φιλόσοφος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις-, και ο Πλωτίνος κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε μια ιδιωτική φιλοσοφική σχολή. Οι μαθητές, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συγκλητικοί και άλλοι χριστιανοί, εντυπωσιασμένοι από τις αναλύσεις του, τον έπεισαν να καταγράψει τις ιδέες και τις ερμηνείες του - κάτι που δεν είχε ποτέ θελήσει να κάνει, αφού η φιλοσοφία ήταν για αυτόν τρόπος ζωής. Τελικά πείστηκε να συγγράψει έργα διαφωτιστικά διαφόρων φάσεων ή όψεων της θεωρίας του, ανάλογα με τις απορίες και απαιτήσεις των μαθητών και όπως έφερνε τα πράγματα η συγκυρία. Έγραφε γρήγορα, όπως σκεφτόταν, και δεν διόρθωνε ποτέ τα γραπτά του. Από τη μια η δυσφορία του με τη γραφή, από την άλλη τα προβλήματα όρασης, δεν του επέτρεπαν αναθεωρήσεις.

Με τον Πλωτίνο εγκαινιάζεται η πιο συνθετική φάση της ελληνικής φιλοσοφίας. Τόσο λόγω των πολιτικών συνθηκών και ιδεών, που υπογράμμιζαν την ενοποίηση της οικουμένης, όσο και εξαιτίας της έντονης θρησκευτικής ζέσης, που διακατείχε τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, η ελληνική σκέψη (ελληνόφωνη μαζί και ελληνότροπη) άρχισε να ρέπει προς τη μεγαλύτερη δυνατή οικουμενικότητα.

Ακολουθώντας ενοράσεις που είχαν αναπτύξει προγενέστεροι στοχαστές -και ιδίως ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος, τον οποίο κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει-, ο Πλωτίνος οδηγήθηκε σε μια δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η άπειρη πρώτη αρχή του Ενός αιωνίως γεννά τον Νου ως δεύτερη υπόσταση, και αυτός με τη σειρά του την Ψυχή, την τρίτη και τελευταία από τις νοητές υποστάσεις. Στη συνέχεια, το κατώτερο μέρος της Ψυχής παράγει τη Φύση και τα αισθητά όντα στο σύνολό τους. Η δημιουργία του κόσμου είναι συνεπώς, κατά τον Πλωτίνο, η εκδίπλωση και η φανέρωση της άπειρης αγαθότητας και των άπειρων δυνατοτήτων ομορφιάς που ενέχει ο ίδιος ο Θεός. Αυτή η βασική ιδέα, μάλιστα, δεν ήταν μόνο μια εννοιολογική σύλληψη του μυαλού. Ήταν επίσης προσωπικά βιωμένη εμπειρία. Ο μαθητής του Πορφύριος, που ήταν επίσης επιμελητής των έργων και βιογράφος του, μας πληροφορεί ότι, όσο διάστημα ήταν μαζί στη Ρώμη, ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές να ενωθεί εκστατικά με τον Θεό σε μια μυστικιστική εμπειρία άφατης αγαλλίασης και κάλλους.

Το πρόβλημα με τις γνωστικές δοξασίες, όπως το αντιλήφθηκε ο Πλωτίνος, δεν ήταν η θεώρηση του σώματος ως φυλακής του θεϊκού στοιχείου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η άποψη για την αθανασία της ασώματης ψυχής είχε την έγκριση του «θεϊκού» Πλάτωνος ήδη από παλαιά. Ούτε, βεβαίως, τα πολύπλοκα μυθολογικά συστήματα των Γνωστικών, που δημιουργούσαν διαστρωμάτωση στη δομή του σύμπαντος από την άρρητη πρώτη αρχή μέχρι την ανόργανη ύλη, μπορούσαν να θεωρηθούν κατακριτέα. Όλοι οι νεοπλατωνικοί συμφωνούσαν ότι από το Εν, όπως ονόμαζαν συμβατικά τον ύψιστο Θεό, μέχρι την πραγματικότητα των αισθήσεων μεσολαβούν πολλαπλά επίπεδα όντος. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην αντίληψη ότι το αισθητό σύμπαν είναι κακό ως το αποτέλεσμα της δράσης ενός κακού δημιουργού. Ο Πλάτων είχε ρητά δηλώσει ότι αυτός εδώ ο υλικός και αισθητός κόσμος, σαν ένας πανέμορφος και υγιής ζωντανός οργανισμός, είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.

Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Πλωτίνου -όπως και των περισσότερων φιλοσόφων που τον ακολούθησαν- αφορούσε αποκλειστικά τη μεταφυσική. Οι πιο ανθρώπινοι κλάδοι της ηθικής και της πολιτικής δεν τον απασχόλησαν ιδιαίτερα. Όμως το αρχαίο όνειρο μιας φιλοσοφημένης πόλης δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Ο Πλωτίνος έπεισε τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268) να ανακαινίσει μια ερειπωμένη πόλη της Καμπανίας, να ορίσει τους νόμους της σύμφωνα με όσα θεσπίζει ο Πλάτων στο ομώνυμο διάλογο και να την προσφέρει σε όσους θέλουν να ζήσουν το πλατωνικό ιδανικό. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα μετακόμιζε μαζί με φίλους και οπαδούς. Το σχέδιο φαινόταν να τίθεται σε εφαρμογή. Ωστόσο, ναυάγησε την τελευταία στιγμή, γιατί οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, από φθόνο για την επιρροή που ασκούσε ο Πλωτίνος ή από άλλη παρόμοια αιτία, κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Η «Πλατωνόπολη» -έτσι θα ονομαζόταν η πόλη- παρέμεινε όνειρο.

Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ξέσπασε μια σημαντική διαφωνία ανάμεσα στους δύο σπουδαιότερους συνεχιστές της σκέψης του. Ο Ιάμβλιχος (περ. 245-325), που υπήρξε μάλλον μαθητής του Πορφύριου, είχε δεχτεί τα Χαλδαϊκὰ λόγια ως θεία αποκάλυψη, υποστήριζε τη θεουργίαν και μάλιστα τη θεωρούσε ανώτερη από τη θεωρίαν, τη θεωρητική σύλληψη και ενατένιση. Ο Πορφύριος αρνιόταν τις τελετουργικές μορφές θέωσης. Πίστευε ότι η θέωση επιτυγχάνεται με τη σταδιακή κατανόηση και δεν επιδέχεται τελετουργικές βραχυκυκλώσεις. Η διαφωνία τους δεν αφορούσε τόσο το ζήτημα της γνώσης (στο οποίο συμφωνούσαν) αλλά τους δυνατούς τρόπους επίτευξής της. Η γραμμή του Ιάμβλιχου ήταν ιερατική και τόνιζε την εγγενή δύναμη των θρησκευτικών συμβόλων. Η γραμμή του Πορφύριου ήταν ορθολογικότερη, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη στάση του. Την πρώτη την ακολούθησε ο Ιουλιανός στην αποτυχημένη προσπάθειά του να ιδρύσει μια εθνική Εκκλησία με δομή και οργάνωση αντίστοιχη με αυτή των χριστιανών. Στην κορυφή του λατρευτικού πανθέου είχε τώρα τοποθετηθεί ο ήλιος, το αισθητό αντίστοιχο του άρρητου Ενός.

Την κατά το δυνατόν εναρμόνιση του χριστιανικού κηρύγματος με τα δόγματα της ελληνικής σοφίας συνέχισαν και ενέτειναν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες του 4ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι σπούδασαν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, τα μεγάλα κέντρα πολιτισμού. Εθνικοί και χριστιανοί παρακολουθούσαν συνήθως τα ίδια μαθήματα ρητορείας και φιλοσοφίας. Ο Βασίλειος Καισαρείας (περ. 330-379) και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-389) είχαν στην Αθήνα τους ίδιους δασκάλους με τον Ιουλιανό. Στη συνέχεια ανέλαβαν θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία και υπήρξαν σημαντικές φυσιογνωμίες στη διαμόρφωση της ορθόδοξης θεολογίας.

Ο Βασίλειος υπήρξε πρωτοπόρος πρακτικά και θεωρητικά. Αφιέρωσε πολλές δυνάμεις στην οργάνωση της μοναστικής ζωής, μιας σχετικά νέας τάσης στους κόλπους του χριστιανισμού. Παράλληλα εγκαινίασε τη χριστιανική φιλοσοφική κοσμογονία με τη συγγραφή ενός εξηγητικού έργου πάνω στις έξι μέρες της δημιουργίας (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον). Ο Βασίλειος πρέσβευε ότι ο πιστός χριστιανός μπορεί να αρύεται σχετικώς ελεύθερα από την εθνική σοφία -που πλέον ονομαζόταν θύραθεν, δηλαδή εξωτερική- ό,τι ταιριάζει με τη χριστιανική παράδοση. Σαν την καλή μέλισσα που από όλα τα άνθη αντλεί νέκταρ, έτσι και ο καλός χριστιανός θα μπορούσε, με τη σωστή καθοδήγηση, να μελετά τους Έλληνες της αρχαιότητας δίχως βλάβη για τη ψυχική του υγεία και δίχως να παραβιάζεται το έργο της σωτηρίας.

Άλλοι ήταν περισσότερο διστακτικοί και άλλοι διατεθειμένοι να προχωρήσουν ακόμη πιο πέρα. Ο αδελφός του Βασίλειου Γρηγόριος (περ. 330-395), στη συνέχεια επίσκοπος Νύσσης, ερμήνευσε τον Θεό με τρόπο μυστικιστικό, που προσέγγιζε καίρια αντιλήψεις φιλοσόφων σαν τον Πλωτίνο. Δίπλα στη φανερή αποδοχή στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας από τους χριστιανούς λειτουργούσε και μια άλλη, υπόγεια και αφανέστερη τάση εξελληνισμού της χριστιανικής θρησκείας. Μάλιστα, ορισμένες φορές οι σφοδρότεροι αντίπαλοι του παραδοσιακού ελληνισμού ήταν αυτοί που διαπνέονταν ουσιαστικότερα από το αρχαιοελληνικό πνεύμα στην εσωτερική και οικουμενικότερη διάστασή του.

Στο τέλος του 4ου αιώνα ο Νεμέσιος από την Απάμεια της Συρίας συνέγραψε την πρώτη χριστιανική πραγματεία Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, στο πρότυπο πολλών αντίστοιχων έργων που κυκλοφορούσαν ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη. Δίπλα στην ανεπτυγμένη θεολογία, για χάρη της οποίας κοπίασαν σημαντικοί άνδρες του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός ανέπτυσσε τώρα και μια συγκροτημένη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Το έργο ξεκινούσε με έκθεση των απόψεων που είχαν παρουσιάσει διαδοχικά οι αρχαίες φιλοσοφικές σχολές.

Σταδιακά, η Εκκλησία αποδεχόταν όλο και περισσότερο τη νεοπλατωνική μεταφυσική στη θεολογία της. Αλλά και των εθνικών φιλοσόφων οι απόψεις επηρεάζονταν από τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων. Στο τελευταίο από τα μεγάλα λόγια έπη που παρήγαγε η εθνική αρχαιότητα ανιχνεύεται η προσπάθεια να παρουσιαστεί πρωθύστερα το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας ως έργο του Διονύσου. «Δάκρυσε ο βασιλιάς Βάκχος, των θνητών για να λύσει τα δάκρυα» έγραψε ένας ποιητής από την Αίγυπτο, σε μια εποχή που βρίσκεται έξω από τα όρια αυτής της ιστορίας.

Επιλεγόμενα

Διατρέξαμε την ελληνική αρχαιότητα σε αναγκαστικά περιορισμένο χώρο. Η παρουσίαση χιλίων διακοσίων ετών ιστορίας σε ένα blog έστω ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ είναι εκ των πραγμάτων σχηματική. Από το τέλος του 8ου προχριστιανικού αιώνα έως τον λήγοντα 4ο της νέας εποχής, πολλά πράγματα άλλαξαν στον αρχαίο κόσμο. Για να φανεί η εξέλιξη, έπρεπε να τονιστούν οι διαφορές. Ωστόσο, οι αλλαγές που επήλθαν στην εκτενή περίοδο που εξετάσαμε, όσο σημαντικές και αν ήταν, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ραγδαίες εξελίξεις, στην τεχνολογία και τη νοοτροπία, που γνώρισε ο κόσμος προσφάτως.

Ο αρχαίος κόσμος υπήρξε κόσμος παραδοσιακός, σχετικά σταθερός και αρκετά συντηρητικός. Σπανίως νέες ανακαλύψεις άλλαζαν τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων και ακόμα σπανιότερα μπορούσαν να τροποποιήσουν τις αντιλήψεις τους. Η ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς, η δημιουργία εργαλείων, η γεωργία και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου υπήρξαν καταλυτικές αλλαγές. Όλες όμως είχαν συντελεσθεί πολύ πριν από την περίοδο που εξετάσαμε.

Έως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μπορούσε κανείς να βρει στην ελληνική ύπαιθρο αγρότες και κτηνοτρόφους, αλιείς και τεχνίτες, μικροπωλητές και μετακινούμενους εμπόρους, των οποίων οι συνήθειες εργασίας και ο τρόπος ζωής δεν είχαν αλλάξει ιδιαίτερα από την εποχή του Ησιόδου: όργωναν τα χωράφια με ένα ζεύγος βοδιών· ξεχειμώνιαζαν τα αιγοπρόβατά τους στους κάμπους και τα μετέφεραν στα ορεινά το καλοκαίρι· χρησιμοποιούσαν βάρκες με ιστία και κουπιά· ψάρευαν με αγκίστρια και δίχτυα· πρόσεχαν καθημερινά τα σημάδια του καιρού· αντάλλασσαν τα προϊόντα τους συνήθως δίχως τη χρήση νομισμάτων· τρέφονταν καθημερινώς με αγροτικά και γαλακτοκομικά προϊόντα και σπανίως έτρωγαν κρέας· ύφαιναν μόνοι τους ρούχα, στρωσίδια και κλινοσκεπάσματα και κεντούσαν τις καλές τους φορεσιές· προστατεύονταν από τον φθόνο των συγχωριανών τους με μαγικές επικλήσεις, χειρονομίες και φυλακτά· έκαναν τάματα σε δύσκολες φάσεις της ζωής, τα οποία έσπευδαν να εκπληρώσουν με την πρώτη ευκαιρία· έβλεπαν τα αρσενικά παιδιά ως πλουτοπαραγωγικές μονάδες και θεωρούσαν τα κορίτσια δαπανηρά και εγγενώς εξαρτημένα όντα που έπρεπε να προικιστούν και να περάσουν από την επίβλεψη του πατέρα στην προστασία του συζύγου· μάθαιναν τα νέα προφορικώς από τους ξένους και τα διέδιδαν ο ένας στον άλλο· δεν γνώριζαν, οι περισσότεροι, γραφή ή ανάγνωση, αλλά θεωρούσαν καθήκον τη φιλοξενία· συχνά αυτοδικούσαν και ακόμη συχνότερα φιλονικούσαν μεταξύ τους· είχαν θρησκευτικά πανηγύρια και υπερφυσικούς προστάτες για τις κρίσιμες φάσεις της ζωής· μοιρολογούσαν τους συγγενείς τους σαν να μην πίστεψαν ποτέ στη χριστιανική ανάσταση και φαντάζονταν τον Άδη όπως περίπου τον περιγράφει ο Όμηρος. Ακολουθούσαν, με έναν λόγο, τα έθιμα και τις δοξασίες του τόπου τους δίχως να αναρωτιούνται για την αλήθεια ή την αξία τους. Ο κόσμος τους ήταν κλειστός και βραδύς. Ο δικός μας, ο σύγχρονος κόσμος, είναι ανοικτός και διαρκώς εξελισσόμενος. Τα νέα κυκλοφορούν γραπτώς με ασύλληπτη ταχύτητα, οι τηλεοπτικές και διαδικτυακές εικόνες μάς μεταφέρουν σε κάθε σημείο του πλανήτη, οι τεχνολογικές εφευρέσεις και εφαρμογές διαδέχονται η μία την άλλη. Μέσα στη διάρκεια μιας ζωής ο καθένας αναγκάζεται να ζήσει τις ζωές πολλών ανθρώπων.

Η μεγάλη τομή στη δυτική ιστορία (που έχει πλέον καταστεί παγκόσμια) ανιχνεύεται στη νεότερη εποχή με την επιστημονική επανάσταση και τη μαθηματικοποίηση της σκέψης. Η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η θυελλώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας άλλαξαν συλλήβδην ήθη, έθιμα, πρακτικές και νοοτροπίες αιώνων. Συγκριτικά με τη μεγάλη αυτή τομή, η ασυνέχεια της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας με τον Μεσαίωνα, ανατολικό και δυτικό, είναι λιγότερο πρόδηλη.

Πίσω από τις μικροαλλαγές που επιφέρει κάθε νεότερη γενεά στις αντιλήψεις της προγενέστερης για τον κόσμο και πίσω από τις αναντίρρητα πολύ σημαντικότερες κοσμοθεωρητικές μεταλλάξεις που προκαλούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και οι πολιτικές επαναστάσεις κρύβεται μια ιστορία μακράς διάρκειας. Από την προοπτική του εξωτερικού παρατηρητή που βλέπει τις αδρές μόνο γραμμές της ιστορικής ροής, «μακρά διάρκεια» σημαίνει τη σχετικά ενιαία κοινωνική δομή, οικονομική οργάνωση και πνευματική συγκρότηση ενός χώρου για πολλούς αιώνες.

Κύριο μέλημα της αρχαϊκής εποχής υπήρξε η συγκρότηση αυτόνομων πόλεων. Η ιδιόμορφη αυτή κρατική οργάνωση δεν αναπτύχθηκε διαμιάς, ούτε είχε την ίδια πολιτειακή δομή σε όλους τους τόπους. Έδωσε ωστόσο καθαρά το στίγμα της πολιτικής αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων. Στην κλασική εποχή η ἰσηγορία και η ἰσονομία επεκτάθηκαν με μια σημαντική διεύρυνση του σώματος των πολιτών.

Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή η πολιτική ενότητα των Ελλήνων δεν υπήρξε ιδανικό ούτε των αρχόντων ούτε των αρχομένων. Οι πολίτες ήθελαν να ζουν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι μέσα στα όρια της περιορισμένης δικής τους επικράτειας. Αν και οι Έλληνες αισθάνονταν ότι αποτελούν φυλετική, γλωσσική και θρησκευτική ενότητα με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και κοινές λατρευτικές συνήθειες, η ιδέα της πολιτικής ενοποίησης τούς ήταν ξένη και απεχθής. Το όραμα μιας πολιτικής συνομοσπονδίας Ελλήνων, μιας γενικευμένης συμμαχίας (που θα μπορούσε να θεωρηθεί προάγγελος της πολιτικής τους ενοποίησης) ήρθε ως αποτέλεσμα των ηγεμονικών τάσεων, αρχικώς της Σπάρτης και, στη συνέχεια, της ισχυροποιημένης Αθήνας. Μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί ήταν, όπως φάνηκε, η βία και η επιβολή. Όμως η Αθήνα ηττήθηκε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και η Σπάρτη στάθηκε αδύναμη να αξιοποιήσει τη νίκη της.

Η πολιτική ενοποίηση των Ελλήνων (εκτός αυτών που κατοικούσαν στη Δύση) επιτεύχθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β', και της Ανατολικής Μεσογείου, σχεδόν στο σύνολό της, από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το περσικό όνειρο μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, όπως το περιγράφει ο Ηρόδοτος, δεν το ολοκλήρωσαν οι Διάδοχοι με τους σκληρούς πολέμους αναμεταξύ τους αλλά οι Ρωμαίοι. Η κατάκτηση της Ελλάδας από τη Ρώμη αποτελεί, με την έννοια αυτή, συνέχεια της επεκτατικής πολιτικής των Περσών και των Μακεδόνων κατά τον 5ο και 4ο αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να αναρωτηθούμε τι διατηρήθηκε αναλλοίωτο και τι άλλαξε στη συγκρότηση του ελληνισμού.

Η τεχνολογία του πολέμου γνώρισε σημαντικές αλλαγές στην υπερχιλιετή αυτή ιστορία. Η οπλιτική φάλαγγα, η οργανική συμμετοχή του ιππικού στις μάχες, η μαζική αξιοποίηση των πελταστών, η λοξή φάλαγγα, η μακεδονική σάρισα, οι πολιορκητικές μηχανές και οι καταπέλτες, οι τριήρεις και τα πολεμικά πλοία με τις περισσότερες σειρές κουπιών, οι πολεμικοί ελέφαντες και η ρωμαϊκή λεγεώνα ήταν ορισμένες από τις πολλές βελτιωμένες μεθόδους για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εχθρού. Στον χώρο της πολιτικής η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη της αρχαϊκής εποχής ήταν η κυριαρχία του νόμου, και της κλασικής εποχής η δημοκρατία και η ανάπτυξη της ρητορικής. Η τέχνη της πειθούς δεν χάθηκε, όταν περιορίστηκαν οι συνθήκες πολιτικής ελευθερίας που την είχαν καταστήσει απαραίτητο όπλο όποιου ήθελε να έχει δημόσιο λόγο. Αντιθέτως μάλιστα: η επιμέλεια της γλώσσας και η εκφραστική δεινότητα θεωρήθηκαν διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων και διαδόθηκαν σε τομείς άσχετους με την πολιτική.

Στον χώρο του υψηλού πολιτισμού η ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης, της ποίησης και της τέχνης υποδήλωνε τη χαρακτηριστικά ελληνική αναζήτηση του ωραίου και του αληθινού μέσα στο έλλογο και το τεχνήεν. Η σημαντικότερη ωστόσο τεχνολογική αλλαγή που πέτυχε η ελληνική αρχαιότητα ήταν μάλλον η εφεύρεση της φωνητικής γραφής και η σταδιακή διάδοση του αλφαβητισμού. Ο γραπτός λόγος συμπλήρωσε τον προφορικό ως μέσο διάδοσης της γνώσης, ιδίως της εξειδικευμένης (επιστημονικής, φιλοσοφικής και φιλολογικής), και οι αρχαίες κοινωνίες προετοιμάστηκαν για να δεξιωθούν μία από κάθε άποψη σημαντικότατη αλλαγή: την πρώτη θρησκεία του Βιβλίου που έμελλε να αποκτήσει οικουμενική εμβέλεια.

Ο χριστιανισμός ήταν ασφαλώς η πιο ακραία μορφή θρησκείας που βασιζόταν στον γραπτό λόγο. Ιερές γραφές υπήρχαν σε όλους τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της Ανατολής. Όμως μόνο με τον χριστιανισμό ο λόγος που καταγράφηκε σε ένα βιβλίο, ή μάλλον σε μια συλλογή βιβλίων, τη Βίβλον, απέκτησε τον χαρακτήρα της αναλλοίωτης αλήθειας, με την οποία έπρεπε ιδεωδώς να εναρμονίζονται οι ζωές των ανθρώπων. Ο αποκαλυπτικός γραπτός λόγος του χριστιανισμού υπήρξε το κοινό σημείο αναφοράς και το αυθεντικό μέτρο ορθότητας συμπεριφορών και πεποιθήσεων για τα μέλη της νέας θρησκείας που άρχισε να εξαπλώνεται στην οικουμένη. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς την ανάπτυξη της συγκριτικά εύκολης στην εκμάθηση αλφαβητικής γραφής και χωρίς τη διάδοση της σημασίας του γραπτού λόγου σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού.

Με τον χριστιανισμό η θρησκευτικότητα αυτονομήθηκε από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτική ζωή των ανθρώπων και συχνά αντιπαρατέθηκε σε αυτήν. Οι χριστιανοί ανέπτυξαν μια αλλοκοσμική και εσχατολογική στάση σε ευθεία αντίθεση με την ενδοκοσμικότητα των άλλων μορφών λατρείας που είχε γνωρίσει ο αρχαίος κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο χριστιανισμός υπήρξε ίσως η πρώτη αυτόνομη θρησκεία. Κανένα εθνικό, φυλετικό, κοινωνικό ή μορφωτικό στοιχείο δεν εμπόδιζε κάποιον να γίνει χριστιανός, αν το επιθυμούσε, αλλά και κανένα στοιχείο καταγωγής ή παράδοσης δεν μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να συνδυαστεί με αυτή τη νέα ιδιότητα. Με τον χριστιανισμό ο άνθρωπος απογυμνώθηκε από τις παραδόσεις και έγινε το κέντρο του κόσμου και το κύριο μέλημα του Θεού. Αντί να αναζητεί πλέον εκείνος το αναλλοίωτο και αμετάβλητο θείο στοιχείο (είτε στη φύση είτε στο εσώτερο της ψυχής του), σε μια πορεία εξύψωσης και υπέρβασης των θνητών ορίων που πολλοί Έλληνες ονόμαζαν ἔρωτα, ο Θεός και οι αντιπρόσωποι του Θεού στη γη ήταν τώρα αυτοί που μεριμνούσαν για την ανθρώπινη σωτηρία με μια χαρακτηριστική σύγκλιση προς την αδυναμία (ἔλεος, εὐσπλαγχνία, ἀγάπη). Η ενεργητική αυτή εμπλοκή του ενός και μόνου αληθινού Θεού στον κόσμο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αδιαλλαξία των χριστιανών και τη μισαλλοδοξία τους προς τις κοινές λατρευτικές συνήθειες των λαών της ρωμαϊκής οικουμένης. Η επιβολή του χριστιανισμού, στον ύστερο 4ο αιώνα, ως της μόνης αποδεκτής θρησκείας για όλες τις εθνικές ομάδες και όλες τις φυλές της αυτοκρατορίας (με μια μικρή ανοχή προς τον ιουδαϊσμό) σήμαινε την περιθωριοποίηση και σταδιακή εξάλειψη της κοινής λατρείας, των κοινών θεών και των κοινών δοξασιών των Ελλήνων. Η εσχατολογική προοπτική άρχισε να θριαμβεύει έναντι της φυσικής ἀρετῆς.

Από αξιολογικά ουδέτερο φυλετικό όνομα που ήταν αρχικώς, η λέξη Ἕλλην μετατράπηκε, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., σε σημασιολογικώς φορτισμένο (με θετικό πρόσημο) όρο, ο οποίος δήλωνε τον λαό που αγαπούσε την πολιτική ελευθερία, δεν ανεχόταν τις τυραννίες και βρισκόταν στους αντίποδες του ασιατικού απολυταρχισμού. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη πήρε την επίσης θετική σημασία του πολιτιστικά προηγμένου και καλλιεργημένου ανθρώπου, του πεπαιδευμένου. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες. Όταν όμως εγκαινιάστηκε ο διάλογος των χριστιανών με την καθεστηκυία τάξη της Ρώμης κατά τον 2ο αιώνα, η λέξη Ἕλλην, από θετική που ήταν έως τότε, πήρε την αρνητική σημασία του ειδωλολάτρη και αυτού που αγνοεί την αλήθεια του ευαγγελίου.

Από τα τρία ιδεολογικά κριτήρια της ηροδότειας διάκρισης των Ελλήνων, το πρώτο, το ὅμαιμον, χάθηκε μέσα στις εκτενείς επικράτειες της Ανατολής με τις άλλοτε επιβεβλημένες και άλλοτε εκούσιες επιγαμίες, ενώ το δεύτερο, το ὁμόγλωσσον, έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθούν Έλληνες όλοι όσοι μεταχειρίζονταν σωστά την ελληνική, ιδιαιτέρως με την εδραίωση του Αττικισμου. Το τρίτο στοιχείο της αναγνώρισης, που θα μπορούσε να ονομαστεί «ομόδοξον» ή «ομόθρησκον», αγκάλιασε αρχικώς τον κόσμο της Ανατολής και αγκαλιάστηκε από αυτόν. Με γλώσσα κοινή και θρησκευτικές πρακτικές που ρίζωναν στο ίδιο πνευματικό υπέδαφος και εξαγίαζαν τη ζωή και τη φύση στο σύνολό της (ακόμη και στις μυστηριακές δοξασίες), το διευρυμένο ἑλληνικόν έγινε η συνιστώσα εκείνη του εν πολλοίς κοινού πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου που παρείχε λογική διάρθρωση των κοινών εμπειριών και ικανοποιούσε τον νου. Όμως με τον χριστιανισμό ο κοινός αυτός κόσμος κλονίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Έτσι, ακόμη και αν η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, ακόμη και αν οι επιμειξίες με αλλοεθνείς στον χώρο της κυρίως Ελλάδας ήταν περιορισμένες και η όποια φυλετική καθαρότητα των κατοίκων σχετικά ανέπαφη, το γεγονός ότι βρέθηκαν εκτός νομιμότητας «τα κοινά ιδρύματα των θεών και οι κοινές θυσίες» υποδεικνύει αντίστοιχη αλλαγή στα ὁμότροπα ἤθη. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν ούτε ξαφνική ούτε ραγδαία. Ήταν όμως τέτοιας λογής και τόσης έκτασης ώστε δικαιολογεί την περάτωση της αφήγησής μας. Εφεξής, οι όποιες αρχαιοελληνικές επιβιώσεις ή αναβιώσεις ήταν αναμενόμενο να εμβολιάζονται στο σώμα του χριστιανισμού και με διαδοχικές αναγεννήσεις να το μεταλλάσσουν, αλλά να μην έχουν πλέον μια αυτόνομη, δική τους ζωή. Οι τρόποι με τους οποίους οι επιβιώσεις αυτές μετάλλαξαν τον ίδιο τον χριστιανισμό είναι μια άλλη ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου