Η Μεταφυσική του Πολέμου
Στις ήρεμες και οργανωμένες περιόδους της ιστορίας, αυτή η σοφία είναι προσιτή μόνο από μερικούς εκλεκτούς, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές περιστάσεις στις οποίες μπορεί να παραδοθεί και να βυθιστεί κάποιος, να θεωρήσει πως το εφήμερο είναι σημαντικό, να λησμονήσει την αστάθεια και την παροδικότητα της φύσεως των πραγμάτων. Πάνω σε τούτην την βάση έχει οργανωθεί αυτό που μπορούσαμε ευρύτερα να αποκαλέσουμε αστική νοοτροπία: είναι η ζωή που δεν γνωρίζει ούτε βάθη ούτε ύψη, αναπτύσσει ενδιαφέροντα, προσκολλήσεις, επιθυμίες και πάθη, τα οποία, όσο σημαντικά και αν φαίνονται υπό το πρίσμα μιας επίγειας θεωρήσεως, καθίστανται ανούσια και σχετικά υπό το πρίσμα μιας υπερ – ατομικής και πνευματικής θεωρήσεως, η οποία αποτελεί και την πρέπουσα για κάθε άξια, ανθρώπινη ύπαρξη.
Από την μια μέρα στην άλλη, ακόμα και από ώρα σε ώρα, λόγω (π.χ.) κάποιου βομβαρδισμού, ο καθείς μπορεί να χάσει το σπίτι του και όλα όσα αγαπούσε, όλα όσα με τα οποία ήταν δεμένος, τα αντικείμενα της πιο βαθειάς του τρυφερότητος. Η ανθρώπινη ύπαρξη καθίσταται σχετική – συνειδητοποίηση τραγική και σκληρή, μπορεί όμως να αποτελέσει την αρχή μιας καθάρσεως και το μέσο για να έρθει στο φως το μόνο πράγμα που δεν γίνεται να υποτιμηθεί και να καταστραφεί. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως, για αρκετούς και περίπλοκους λόγους, η προκατάληψη που συνδέει κάθε αξία με την αμιγώς ατομική και επίγεια ανθρώπινη ζωή έχει διαδοθεί και έχει ριζώσει βαθειά – μια προκατάληψη η οποία σε άλλους πολιτισμούς ήταν και παραμένει σχεδόν άγνωστη.
Εν προκειμένω, το γεγονός ότι, κυρίως η Δύση είναι αυτή που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό είχε μόνο μικρή επίδραση, ολόκληρο το δόγμα της μεταφυσικής υπάρξεως του Πνεύματος και της επιβιώσεώς του πέραν τούτου του κόσμου δεν αποδυνάμωσε τούτη την προκατάληψη, δεν οδήγησε στο να αξιοποιηθεί, από έναν ικανό αριθμό όντων στην καθημερινή, συναισθηματική και βιολογική τους ύπαρξη, η γνώση Αυτού που η αρχή του δεν συμπίπτει με την γέννηση ούτε το τέλος του στον θάνατο. Αντ’ αυτού, οι άνθρωποι έχουν προσκολληθεί σπασμωδικά σ’ αυτό το μικρό κομμάτι του Όλου που αντιστοιχεί στην σύντομη περίοδο της υπάρξεως του ατόμου και έχουν προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αγνοήσουν το γεγονός ότι η αγκίστρωση της προσωπικής ζωής από την πραγματικότητα είναι τόσο ισχυρή όσο και το κράτημα από μια δέσμη χορταριού από την οποία πιάνεται κάποιος προκειμένου να σωθεί και να μην τον παρασύρει το ορμητικό ρεύμα.
Εγείρεται ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση, όχι ως κάτι εγκεφαλικό και λατρευτικό, αλλά ως μια ζώσα πραγματικότητα και ως λυτρωτικό συναίσθημα πως ο,τιδήποτε σήμερα είναι τραγικό και καταστροφικό, μπορεί να έχει, τουλάχιστον για τους αρίστους εξ ημών, δημιουργική αξία. Δεν προωθούμε την αδιαφορία ή έναν κακώς εννοούμενο στωικισμό. Πέρα απ’ αυτό, είναι θέμα συνειδητοποιήσεως και εξελίξεως της αίσθησης της αποσπάσεως από τον εαυτό, από τα πράγματα και από τα άτομα, η οποία θα ενσταλάξει εντός μας μια ήρεμη και ασύγκριτη βεβαιότητα, και ακόμα, όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, μιαν ακατανίκητη δύναμη. Είναι σαν να απλοποιούμε τον εαυτό μας, απεκδύοντάς τον από την κατάσταση της διαρκούς αναμονής, με σταθερό και συγκεντρωμένο νου, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει κάτι πέρα από κάθε ύπαρξη. Όντας σε τούτη την κατάσταση, θα αναδυθεί και η δυνατότητα της διαρκούς επανεκκινήσεως από το τίποτα (ex nihilo) με νέο και διαυγή νου, λησμονώντας τι έχει υπάρξει και τι έχει χαθεί, εστιάζοντας μόνο σε ό,τι θετικά και δημιουργικά μπορεί ακόμα να γίνει.
Η ριζική καταστροφή του «αστού» που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, είναι δυνατή σε τούτες τις μέρες τις παρακμής περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σε τέτοιες εποχές, ο άνθρωπος μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του, μπορεί να σταθεί έξω από τον εαυτό του και να συνηθίσει να αντικρίζει τα πράγματα από την αντίπερα όχθη, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η σπουδαιότητα και η ζωτική σημασία στα όντως σπουδαία και ουσιώδη πράγματα: στην σχέση μεταξύ της ζωής και ό,τι υπερβαίνει την ζωή, μεταξύ του ανθρώπινου και του Αιωνίου, μεταξύ του Εφήμερου και του Άφθαρτου. Και το να βρει κανείς τρόπους, πάνω και πέρα από απλούς ισχυρισμούς και τεχνάσματα, για να βιώσει θετικά αυτές αξίες και το να βρει μια δυναμική έκφρασή τους στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες, είναι αδιαμφισβήτητα ένας εκ των βασικών στόχων της πολιτικο – πνευματικής ελίτ του έθνους μας.
Ο πόλεμος και οι εξοπλισμοί στον κόσμο της Δύσης για άλλη μία φορά εγείρουν θέματα εγγυήσεων. Η έντονη προπαγάνδα έχοντας ύφος σταυροφορίας και χρησιμοποιώντας όλες τις δοκιμασμένες τεχνικές της και μεθόδους ήδη είναι παρούσα. Σήμερα δεν μπορούμε να διερευνήσουμε σε βάθος συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν τα ειδικά ενδιαφέροντά μας, αλλά να υπαινιχθούμε κάτι πιο γενικό, μία από τις πιο εσωτερικές αντιφάσεις της έννοιας του πολέμου, που υπονομεύει τα θεμέλια του λεγόμενου «Δυτικού κόσμου»
Το τεχνικό λάθος της σκέψης ενός «ενδεχόμενου πολέμου» κυρίως όσον αφορά τα όπλα και τους εξοπλισμούς, τις ειδικές τεχνολογίες και τον βιομηχανικό εξοπλισμό και άλλα παρόμοια, όπως και την αξιολόγηση του ανθρώπου—σύμφωνα με την ωμή πλέον και διαδεδομένη εικόνα στη στρατιωτική λογοτεχνία—απλά σαν ανθρώπινο αναλώσιμο, έχει επικριθεί ευρέως. Η ποιότητα και το πνεύμα των ανδρών, στους οποίους δίνονται τα όπλα, τα μέσα της επίθεσης και της καταστροφής αντιπροσώπευαν και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν, και θα αντιπροσωπεύουν πάντα το βασικό στοιχείο του «ενδεχόμενου πολέμου». Καμία κινητοποίηση δεν θα είναι ποτέ «καθολική» αν το Πνεύμα και το ρόλος των ανθρώπων που θα δοκιμαστούν σε αυτά που χρειάζεται, δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί.
Πώς είναι τα πράγματα στο θέμα αυτό για τον κόσμο των «δημοκρατιών;»
Τώρα θέλουν, για τρίτη φορά αυτόν τον αιώνα να οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε πόλεμο, στο όνομα του «πολέμου ενάντια στον πόλεμο». Αυτό απαιτεί από τους ανθρώπους να καταπολεμήσουν την ίδια στιγμή αυτό για το οποίο επικρίνεται ο πόλεμος. Απαιτεί ήρωες, ενώ διακηρύσσει τον πασιφισμό ως το ύψιστο ιδανικό. Απαιτεί πολεμιστές, ενώ έχει κάνει την έννοια του «πολεμιστή», συνώνυμο του εισβολέα και του εγκληματία, ενώ παράλληλα έχει μειώσει την ηθική βάση του «δίκαιου πολέμου» με εκείνη μίας μεγάλης κλίμακας αστυνομική επιχείρηση, και επιπλέον έχει μειώσει τη σημασία του Πνεύματος του Αγώνα, με αυτή που κάποιος απλά υπερασπίζεται τον εαυτό του ως έσχατη λύση.
Απόσπασμα από τη συλλογή “Η Μεταφυσική του Πολέμου” του Julius Evola
Σχολιάζοντας την “Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο” ο κορυφαίος θρησκειολόγος Mircea Eliade, γράφει “Ο Έβολα αποτελεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα πνεύματα της γενιάς του πολέμου. Κατέχει ένα εντυπωσιακό φάσμα γνώσεων. Συνιστούμε το βιβλίο αυτό σε όσους επιθυμούν να μάθουν, αν όχι τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, τουλάχιστον μια γοητευτική γενική ερμηνεία του κόσμου και της ιστορίας”.
Κεντρικός άξονας της σκέψης του Έβολα είναι η έννοια της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης, την οποία όμως καταφέρει να συνδέσει με τον ανατολικό μυστικισμό και το ρωμαϊκό imperium. Αν και έχει χαρακτηριστεί ως ο φιλόσοφος του Φασισμού, αποτελεί γεγονός πως επέκρινε το Φασιστικό καθεστώς για την μετριοπάθεια του, τον συμβιβασμό του και τον εναγκαλισμό του με την Καθολική Εκκλησία. Και αυτό γιατί το έργο του Έβολα σημαδεύτηκε όσο κανενός άλλου φιλοσόφου, από μια αλληλοπεριχώρηση της πολιτικής και της μεταφυσικής, και στο έργο του γίνεται μια δυσνόητη σύνδεση του παγανισμού, της μεσαιωνικής χριστιανικής αντίληψης, και του ανατολικού μυστικισμού της θρησκείας και των φιλοσοφικών συστημάτων.
Επηρεασμένος αρχικά από τον Φουτουρισμό, εκδηλώνει στα κείμενα του έναν μετανεωτερικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος έγκειται στην αντισυμβατική θεώρηση του βίου της καθημερινότητας. Η αντίληψη αυτή για το ζήν, κατά τον Έβολα, πρόταση την ηρωική αντίληψη της ζωής δίχως όμως να ξεφεύγει από έναν ηρωικό πεσιμισμό και εν τέλει την εσωτερική απομόνωση του ατόμου, στα πλαίσια ενός ασκητικού αναχωρητισμού. Από αυτή τη θεώρηση δεν ξέφυγε ούτε και ο ίδιος ο φιλόσοφος.
Φανατικός επικριτής του Χριστιανισμού ο Έβολα, προκρίνει έναν ιδιότυπο παγανισμό, ο οποίος στηρίζεται στην παράδοση αλλά και στην λατρεία αυτής καθ’ εαυτής της Ευρώπης ως πνευματικού συνόλου και πολιτικής κατάστασης. Για τον λόγο αυτό είναι ένας από τους βασικούς αρνητές των δυο πόλων Καπιταλισμού- Κομμουνισμού , καθώς θεωρεί τον Φασισμό ως την θεμελιώδη ευρωπαϊκή δύναμη που θα καθιερώσει έναν νέο πολιτισμό, έναν νέο κόσμο. Αν και επικρίνει τον Φασισμό αρκετές φορές, εν τούτοις τον θεωρεί ως μια πραγματική επανάσταση, αν και είναι φανερό πως η σκέψη του Έβολα κινείται στις παρυφές της εθνικοσοσιαλιστικής μεταφυσικής κυρίως όσον αφορά τον μυστικισμό του Χίμλερ και του Ρόζενμπεργκ.
Επηρεασμένος από τον Μηδενισμό του Νίτσε αφομοιώνει έναν πολεμικό αντιχριστιανικό λόγο, καθώς επίσης την αμφισβήτηση της κατεστημένης ηθικής και των ηθικολογικών αξιών της αστού ανθρώπου. Η έννοια της διαρκούς αυθυπέρβασης του Εαυτού, και της μετεξέλιξης της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι κοινά σημεία αναφοράς στον Νίτσε και στον Έβολα.
Ο Julius Evola
Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 19 Μαΐου του 1898, από οικογένεια ευγενών σικελικής καταγωγής. Υπήρξε κύριος εκφραστής της Εσωτερικής Παράδοσης αφήνοντας πίσω του ένα λαμπρό έργο το οποίο χαρακτηρίζεται από μια σειρά εργασιών για τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό, τη Γιόγκα και τις Ανατολικές Φιλοσοφίες ενώ παράλληλα εμβαθύνει στην ερμητική παράδοση, την αλχημεία, τον πνευματισμό. Διαφορετικά μονοπάτια που οδηγούν στη φώτιση. Αρχαίες παραδόσεις που μαζί με την Ελληνική, τη Ρωμαϊκή και τη Βόρια Μυθολογία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ένα είδος προϊστορίας, φτάνουν μέχρι τις ιπποτικές και απόκρυφες αφηγήσεις του Μεσαίωνα. Μία αριστοκρατική πολιτιστική κληρονομιά ενάντια στον οικουμενισμό της παγκοσμιοποίησης της σύγχρονης εποχής, υπό το πρίσμα της Μεταφυσικής, όχι μόνο με την απλή ετυμολογική και φιλοσοφική έννοια του όρου “πέραν από το φυσικό”, αλλά ως μία εμπειρία “υπερψυχολογική και υπερφυσιολογική”.
Ίσως είναι αυτό που κάνει τα έργα του Evola δυσνόητα για το ευρύ κοινό. Αυτά τα οποία γράφει δεν τα έχει μόνο μελετήσει με την ουσιαστική έννοια του όρου μελετώ, αλλά τα έχει βιώσει και αντίστροφα εκείνο το οποίο γράφει χρειάζεται ουσιαστικά, τουλάχιστον να μελετηθεί. Τη παρατήρηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η ίδρυση το 1927 από τον ίδιο, μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές και διανοούμενους της εποχής, της ομάδας Ur (Gruppo di Ur). Παράλληλα εκδίδει το μηνιαίο ομώνυμο έντυπο (Ur, 1927-1928) και εν συνεχεία το επίσης μηνιαίο δελτίο Krur (1929).
Το φιλοσοφικό του έργο, έρχονται να συμπληρώσουν μία σειρά από πολιτικά βιβλία, επίσης πνευματικού και παραδοσιακού προσανατολισμού, κύριο πυρήνα του οποίου αποτελεί η τριλογία “Εξέγερση Ενάντια στο Σύγχρονο Κόσμο”, “Άνθρωποι Ανάμεσα στα Ερείπια” και “Ιππεύοντας την Τίγρη”. Tα παραπάνω συγγράμματα αποτελούν εγχειρίδια επιβίωσης για τους αριστοκράτες της ψυχής της σύγχρονης εποχής, την οποία ο Evola, βαθιά επηρεασμένος από τον Ινδουισμό και την θεωρία των Υuga αντιλαμβάνεται ως τη σκοτεινή εποχή (Kali Yuga), ως την εποχή του τέλους του πολιτισμού αυτού, εποχή της παρακμής και της αποσύνθεσης.
Όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος οι ιδέες και οι απόψεις του Evola διαμορφώνονται υπό την επίδραση του Πλάτωνα, του Nietzsche και της θεωρίας του “Υπερανθρώπου”, του Otto Weininger και τη θεωρία της διπολικότητας, καθώς και τη μεταφυσικής αναζήτησης του απολύτου τραγικά εκφρασμένη από τον Μichel Staedter. Ουσιαστική είναι επίσης η επίδραση των Otto Braun, Meister Eckhart, Oswakd Splengler καθώς και του μεγάλου Γάλλου διανοούμενου Rene Guenon.
Ο Evola δεν ήταν απλά ένας λόγιος. Το συγγραφικό του έργο ακολουθούν μία σειρά από ποιήματα (“Raaga Blanda” 1969) αλλά και έργα τέχνης τα οποία και επηρέασαν βαθύτατα το ρεύμα του Ντανταϊσμού στο οποίο εντάσσεται. Το 1963 οργανώνεται για πρώτη φορά μία έκθεση όλων των έργων του στη γκαλερί “Medusa” της Ρώμης ενώ τα περισσότερα από αυτά κοσμούν σήμερα τόσο ιδιωτικές συλλογές όσο και τη Galleria Nationale d’ Arte Moderna της ιταλικής πρωτεύουσας.
Ενεργή υπήρξε επίσης η παρέμβαση του Evola στην πολιτική ζωή της εποχής, η οποία εκφράζεται από μία αντίθεση τόσο ως προς τoν Αμερικάνικο καπιταλισμό όσο κι ως προς τον Μπολσεβικισμό της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Πολλοί, λόγω των αριστοκρατικών του ιδεών, βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν επιπόλαια ως επίσημο διανοούμενο του φασισμού κάτι που όμως ήρθαν να αντικρούσουν, ο ριζοσπαστικός, κι αιρετικός του λόγος σε συνδυασμό με τις επαναστατικές του διακηρύξεις. Πολύ σύντομα το εξαμηνιαίο La Torre (1930) απαγορεύεται με διάγγελμα του ιδίου του Μουσολίνι. Στο La Torre o Εvola εξαπολύει μία δριμύ κριτική στο πολιτικό καθεστώς της εποχής, στη σχέση που αυτό είχε με την καθολική εκκλησία, τους μεγαλοβιομήχανους, καθώς και στη λαϊκιστική του απήχηση στις πλατιές μάζες. Αντίθετα ορθά ρομαντικό και ιδιαίτερα πνευματικό χαρακτηρίζεται το ενδιαφέρον του Evola για τη δομή του εσωτερικού εθνικοσοσιαλιστικού καστικού συστήματος προβλέποντας μάλιστα την είσοδο εθνολογικά ξένων μη-Γερμανών στις τάξεις αυτού, πολύ πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αμέσως μετά την πτώση του Φασισμού και την Ιταλική συνθηκολόγηση καταφεύγει στην ελεύθερη τότε Ιταλία του Βορρά ενώ συχνές είναι και οι επισκέψεις του στη Γερμανία και την Αυστρία. Το Μάρτιο του 1945 ο Julius Evola, ενώ απολάμβανε τον καθημερινό του περίπατο στους δρόμους της Βιέννης, τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια ενός σφοδρού συμμαχικού βομβαρδισμού, ένα ατύχημα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα την παράλυση των κάτω άκρων του για τα υπόλοιπα 30 χρόνια της ζωής του. Eπιστρέφει στην Ιταλία το 1948 όπου και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο. Ο Julius Evola πέθανε στις 11 Ιουνίου του 1974. Η σoρός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του σκορπίστηκαν όπως και επιθυμούσε στις παγωμένες κορυφές του όρους Rosa για να συνεχίσει εκεί την αγαπημένη του άσκηση ορειβασίας.
Στις ήρεμες και οργανωμένες περιόδους της ιστορίας, αυτή η σοφία είναι προσιτή μόνο από μερικούς εκλεκτούς, καθώς υπάρχουν τόσες πολλές περιστάσεις στις οποίες μπορεί να παραδοθεί και να βυθιστεί κάποιος, να θεωρήσει πως το εφήμερο είναι σημαντικό, να λησμονήσει την αστάθεια και την παροδικότητα της φύσεως των πραγμάτων. Πάνω σε τούτην την βάση έχει οργανωθεί αυτό που μπορούσαμε ευρύτερα να αποκαλέσουμε αστική νοοτροπία: είναι η ζωή που δεν γνωρίζει ούτε βάθη ούτε ύψη, αναπτύσσει ενδιαφέροντα, προσκολλήσεις, επιθυμίες και πάθη, τα οποία, όσο σημαντικά και αν φαίνονται υπό το πρίσμα μιας επίγειας θεωρήσεως, καθίστανται ανούσια και σχετικά υπό το πρίσμα μιας υπερ – ατομικής και πνευματικής θεωρήσεως, η οποία αποτελεί και την πρέπουσα για κάθε άξια, ανθρώπινη ύπαρξη.
Από την μια μέρα στην άλλη, ακόμα και από ώρα σε ώρα, λόγω (π.χ.) κάποιου βομβαρδισμού, ο καθείς μπορεί να χάσει το σπίτι του και όλα όσα αγαπούσε, όλα όσα με τα οποία ήταν δεμένος, τα αντικείμενα της πιο βαθειάς του τρυφερότητος. Η ανθρώπινη ύπαρξη καθίσταται σχετική – συνειδητοποίηση τραγική και σκληρή, μπορεί όμως να αποτελέσει την αρχή μιας καθάρσεως και το μέσο για να έρθει στο φως το μόνο πράγμα που δεν γίνεται να υποτιμηθεί και να καταστραφεί. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως, για αρκετούς και περίπλοκους λόγους, η προκατάληψη που συνδέει κάθε αξία με την αμιγώς ατομική και επίγεια ανθρώπινη ζωή έχει διαδοθεί και έχει ριζώσει βαθειά – μια προκατάληψη η οποία σε άλλους πολιτισμούς ήταν και παραμένει σχεδόν άγνωστη.
Εν προκειμένω, το γεγονός ότι, κυρίως η Δύση είναι αυτή που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό είχε μόνο μικρή επίδραση, ολόκληρο το δόγμα της μεταφυσικής υπάρξεως του Πνεύματος και της επιβιώσεώς του πέραν τούτου του κόσμου δεν αποδυνάμωσε τούτη την προκατάληψη, δεν οδήγησε στο να αξιοποιηθεί, από έναν ικανό αριθμό όντων στην καθημερινή, συναισθηματική και βιολογική τους ύπαρξη, η γνώση Αυτού που η αρχή του δεν συμπίπτει με την γέννηση ούτε το τέλος του στον θάνατο. Αντ’ αυτού, οι άνθρωποι έχουν προσκολληθεί σπασμωδικά σ’ αυτό το μικρό κομμάτι του Όλου που αντιστοιχεί στην σύντομη περίοδο της υπάρξεως του ατόμου και έχουν προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αγνοήσουν το γεγονός ότι η αγκίστρωση της προσωπικής ζωής από την πραγματικότητα είναι τόσο ισχυρή όσο και το κράτημα από μια δέσμη χορταριού από την οποία πιάνεται κάποιος προκειμένου να σωθεί και να μην τον παρασύρει το ορμητικό ρεύμα.
Εγείρεται ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση, όχι ως κάτι εγκεφαλικό και λατρευτικό, αλλά ως μια ζώσα πραγματικότητα και ως λυτρωτικό συναίσθημα πως ο,τιδήποτε σήμερα είναι τραγικό και καταστροφικό, μπορεί να έχει, τουλάχιστον για τους αρίστους εξ ημών, δημιουργική αξία. Δεν προωθούμε την αδιαφορία ή έναν κακώς εννοούμενο στωικισμό. Πέρα απ’ αυτό, είναι θέμα συνειδητοποιήσεως και εξελίξεως της αίσθησης της αποσπάσεως από τον εαυτό, από τα πράγματα και από τα άτομα, η οποία θα ενσταλάξει εντός μας μια ήρεμη και ασύγκριτη βεβαιότητα, και ακόμα, όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, μιαν ακατανίκητη δύναμη. Είναι σαν να απλοποιούμε τον εαυτό μας, απεκδύοντάς τον από την κατάσταση της διαρκούς αναμονής, με σταθερό και συγκεντρωμένο νου, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει κάτι πέρα από κάθε ύπαρξη. Όντας σε τούτη την κατάσταση, θα αναδυθεί και η δυνατότητα της διαρκούς επανεκκινήσεως από το τίποτα (ex nihilo) με νέο και διαυγή νου, λησμονώντας τι έχει υπάρξει και τι έχει χαθεί, εστιάζοντας μόνο σε ό,τι θετικά και δημιουργικά μπορεί ακόμα να γίνει.
Η ριζική καταστροφή του «αστού» που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, είναι δυνατή σε τούτες τις μέρες τις παρακμής περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σε τέτοιες εποχές, ο άνθρωπος μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του, μπορεί να σταθεί έξω από τον εαυτό του και να συνηθίσει να αντικρίζει τα πράγματα από την αντίπερα όχθη, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η σπουδαιότητα και η ζωτική σημασία στα όντως σπουδαία και ουσιώδη πράγματα: στην σχέση μεταξύ της ζωής και ό,τι υπερβαίνει την ζωή, μεταξύ του ανθρώπινου και του Αιωνίου, μεταξύ του Εφήμερου και του Άφθαρτου. Και το να βρει κανείς τρόπους, πάνω και πέρα από απλούς ισχυρισμούς και τεχνάσματα, για να βιώσει θετικά αυτές αξίες και το να βρει μια δυναμική έκφρασή τους στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες, είναι αδιαμφισβήτητα ένας εκ των βασικών στόχων της πολιτικο – πνευματικής ελίτ του έθνους μας.
Ο πόλεμος και οι εξοπλισμοί στον κόσμο της Δύσης για άλλη μία φορά εγείρουν θέματα εγγυήσεων. Η έντονη προπαγάνδα έχοντας ύφος σταυροφορίας και χρησιμοποιώντας όλες τις δοκιμασμένες τεχνικές της και μεθόδους ήδη είναι παρούσα. Σήμερα δεν μπορούμε να διερευνήσουμε σε βάθος συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν τα ειδικά ενδιαφέροντά μας, αλλά να υπαινιχθούμε κάτι πιο γενικό, μία από τις πιο εσωτερικές αντιφάσεις της έννοιας του πολέμου, που υπονομεύει τα θεμέλια του λεγόμενου «Δυτικού κόσμου»
Το τεχνικό λάθος της σκέψης ενός «ενδεχόμενου πολέμου» κυρίως όσον αφορά τα όπλα και τους εξοπλισμούς, τις ειδικές τεχνολογίες και τον βιομηχανικό εξοπλισμό και άλλα παρόμοια, όπως και την αξιολόγηση του ανθρώπου—σύμφωνα με την ωμή πλέον και διαδεδομένη εικόνα στη στρατιωτική λογοτεχνία—απλά σαν ανθρώπινο αναλώσιμο, έχει επικριθεί ευρέως. Η ποιότητα και το πνεύμα των ανδρών, στους οποίους δίνονται τα όπλα, τα μέσα της επίθεσης και της καταστροφής αντιπροσώπευαν και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν, και θα αντιπροσωπεύουν πάντα το βασικό στοιχείο του «ενδεχόμενου πολέμου». Καμία κινητοποίηση δεν θα είναι ποτέ «καθολική» αν το Πνεύμα και το ρόλος των ανθρώπων που θα δοκιμαστούν σε αυτά που χρειάζεται, δεν έχουν ακόμα δημιουργηθεί.
Πώς είναι τα πράγματα στο θέμα αυτό για τον κόσμο των «δημοκρατιών;»
Τώρα θέλουν, για τρίτη φορά αυτόν τον αιώνα να οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε πόλεμο, στο όνομα του «πολέμου ενάντια στον πόλεμο». Αυτό απαιτεί από τους ανθρώπους να καταπολεμήσουν την ίδια στιγμή αυτό για το οποίο επικρίνεται ο πόλεμος. Απαιτεί ήρωες, ενώ διακηρύσσει τον πασιφισμό ως το ύψιστο ιδανικό. Απαιτεί πολεμιστές, ενώ έχει κάνει την έννοια του «πολεμιστή», συνώνυμο του εισβολέα και του εγκληματία, ενώ παράλληλα έχει μειώσει την ηθική βάση του «δίκαιου πολέμου» με εκείνη μίας μεγάλης κλίμακας αστυνομική επιχείρηση, και επιπλέον έχει μειώσει τη σημασία του Πνεύματος του Αγώνα, με αυτή που κάποιος απλά υπερασπίζεται τον εαυτό του ως έσχατη λύση.
Απόσπασμα από τη συλλογή “Η Μεταφυσική του Πολέμου” του Julius Evola
Σχολιάζοντας την “Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο” ο κορυφαίος θρησκειολόγος Mircea Eliade, γράφει “Ο Έβολα αποτελεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα πνεύματα της γενιάς του πολέμου. Κατέχει ένα εντυπωσιακό φάσμα γνώσεων. Συνιστούμε το βιβλίο αυτό σε όσους επιθυμούν να μάθουν, αν όχι τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, τουλάχιστον μια γοητευτική γενική ερμηνεία του κόσμου και της ιστορίας”.
Ο Έβολα θεωρεί τον σύγχρονο κόσμο ως μια προσποίηση της ηθικής κατάπτωσης και της παρακμής του ανθρώπου, και αυτό γιατί με την επικράτηση της οικονομίας και της τεχνοκρατίας ως απόλυτων αξιών, ο ανθρώπινος πολιτισμός χάνοντας την μεταφυσική και πνευματική-ηρωική του υπόσταση μοιραία θα καταρρεύσει, παρασύροντας μαζί του τον ίδιο τον άνθρωπο. Κατά τον Έβολα ο σύγχρονος κόσμος με την κυριαρχία του επιστημονισμού, της οικονομοκρατίας και της κουλτούρας του τεχνοπωλείου μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μια επαναστατική και ταυτόχρονα δημιουργική επιστροφή στην έννοια της Παράδοσης και του ηρωικού πνεύματος.
Η παράδοση και το ηρωικό πνεύμα αποτελούν το ανάχωμα τόσο στον νεωτερικό εκφυλισμό της Ευρώπης, όσο και στην επιβολή της από-ιεροποίησης του κόσμου που επέβαλαν ο καπιταλιστικός και κομμουνιστικός ματεριαλισμός. Η εξέλιξη αυτή καθίσταται δυνατή όχι απλά με μια εσωτερική μεταστροφή και αντίσταση του ανθρώπου, η οποία φυσικά είναι αναγκαία προϋπόθεση, αλλά με μια πολιτική και πολιτιστική επανάσταση εναντίον της καπιταλιστικής δημοκρατίας, επανάσταση η οποία θα φέρει πολιτικούς ηγέτες ικανούς και αποφασιστικούς. Ο Έβολα πιστός στη φασιστική ιδέα του Κρατισμού, θεωρεί το Κράτος ως τη μέγιστη οργανική μορφή ενός Έθνους στην κορυφή του οποίου θα βρίσκεται ο ισχυρός ηγέτης, ο φιλόσοφος-βασιλιάς.Ο Έβολα υπήρξε ένα πνεύμα βαθύ, ένας αιρετικός φιλόσοφος του πολιτισμού και του ανθρώπου, με έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο λόγο για την κοινωνική και πολιτική δομή της εποχής του.
Κεντρικός άξονας της σκέψης του Έβολα είναι η έννοια της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης, την οποία όμως καταφέρει να συνδέσει με τον ανατολικό μυστικισμό και το ρωμαϊκό imperium. Αν και έχει χαρακτηριστεί ως ο φιλόσοφος του Φασισμού, αποτελεί γεγονός πως επέκρινε το Φασιστικό καθεστώς για την μετριοπάθεια του, τον συμβιβασμό του και τον εναγκαλισμό του με την Καθολική Εκκλησία. Και αυτό γιατί το έργο του Έβολα σημαδεύτηκε όσο κανενός άλλου φιλοσόφου, από μια αλληλοπεριχώρηση της πολιτικής και της μεταφυσικής, και στο έργο του γίνεται μια δυσνόητη σύνδεση του παγανισμού, της μεσαιωνικής χριστιανικής αντίληψης, και του ανατολικού μυστικισμού της θρησκείας και των φιλοσοφικών συστημάτων.
Επηρεασμένος αρχικά από τον Φουτουρισμό, εκδηλώνει στα κείμενα του έναν μετανεωτερικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος έγκειται στην αντισυμβατική θεώρηση του βίου της καθημερινότητας. Η αντίληψη αυτή για το ζήν, κατά τον Έβολα, πρόταση την ηρωική αντίληψη της ζωής δίχως όμως να ξεφεύγει από έναν ηρωικό πεσιμισμό και εν τέλει την εσωτερική απομόνωση του ατόμου, στα πλαίσια ενός ασκητικού αναχωρητισμού. Από αυτή τη θεώρηση δεν ξέφυγε ούτε και ο ίδιος ο φιλόσοφος.
Φανατικός επικριτής του Χριστιανισμού ο Έβολα, προκρίνει έναν ιδιότυπο παγανισμό, ο οποίος στηρίζεται στην παράδοση αλλά και στην λατρεία αυτής καθ’ εαυτής της Ευρώπης ως πνευματικού συνόλου και πολιτικής κατάστασης. Για τον λόγο αυτό είναι ένας από τους βασικούς αρνητές των δυο πόλων Καπιταλισμού- Κομμουνισμού , καθώς θεωρεί τον Φασισμό ως την θεμελιώδη ευρωπαϊκή δύναμη που θα καθιερώσει έναν νέο πολιτισμό, έναν νέο κόσμο. Αν και επικρίνει τον Φασισμό αρκετές φορές, εν τούτοις τον θεωρεί ως μια πραγματική επανάσταση, αν και είναι φανερό πως η σκέψη του Έβολα κινείται στις παρυφές της εθνικοσοσιαλιστικής μεταφυσικής κυρίως όσον αφορά τον μυστικισμό του Χίμλερ και του Ρόζενμπεργκ.
Επηρεασμένος από τον Μηδενισμό του Νίτσε αφομοιώνει έναν πολεμικό αντιχριστιανικό λόγο, καθώς επίσης την αμφισβήτηση της κατεστημένης ηθικής και των ηθικολογικών αξιών της αστού ανθρώπου. Η έννοια της διαρκούς αυθυπέρβασης του Εαυτού, και της μετεξέλιξης της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι κοινά σημεία αναφοράς στον Νίτσε και στον Έβολα.
Ο Julius Evola
Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 19 Μαΐου του 1898, από οικογένεια ευγενών σικελικής καταγωγής. Υπήρξε κύριος εκφραστής της Εσωτερικής Παράδοσης αφήνοντας πίσω του ένα λαμπρό έργο το οποίο χαρακτηρίζεται από μια σειρά εργασιών για τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό, τη Γιόγκα και τις Ανατολικές Φιλοσοφίες ενώ παράλληλα εμβαθύνει στην ερμητική παράδοση, την αλχημεία, τον πνευματισμό. Διαφορετικά μονοπάτια που οδηγούν στη φώτιση. Αρχαίες παραδόσεις που μαζί με την Ελληνική, τη Ρωμαϊκή και τη Βόρια Μυθολογία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ένα είδος προϊστορίας, φτάνουν μέχρι τις ιπποτικές και απόκρυφες αφηγήσεις του Μεσαίωνα. Μία αριστοκρατική πολιτιστική κληρονομιά ενάντια στον οικουμενισμό της παγκοσμιοποίησης της σύγχρονης εποχής, υπό το πρίσμα της Μεταφυσικής, όχι μόνο με την απλή ετυμολογική και φιλοσοφική έννοια του όρου “πέραν από το φυσικό”, αλλά ως μία εμπειρία “υπερψυχολογική και υπερφυσιολογική”.
Ίσως είναι αυτό που κάνει τα έργα του Evola δυσνόητα για το ευρύ κοινό. Αυτά τα οποία γράφει δεν τα έχει μόνο μελετήσει με την ουσιαστική έννοια του όρου μελετώ, αλλά τα έχει βιώσει και αντίστροφα εκείνο το οποίο γράφει χρειάζεται ουσιαστικά, τουλάχιστον να μελετηθεί. Τη παρατήρηση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η ίδρυση το 1927 από τον ίδιο, μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές και διανοούμενους της εποχής, της ομάδας Ur (Gruppo di Ur). Παράλληλα εκδίδει το μηνιαίο ομώνυμο έντυπο (Ur, 1927-1928) και εν συνεχεία το επίσης μηνιαίο δελτίο Krur (1929).
Το φιλοσοφικό του έργο, έρχονται να συμπληρώσουν μία σειρά από πολιτικά βιβλία, επίσης πνευματικού και παραδοσιακού προσανατολισμού, κύριο πυρήνα του οποίου αποτελεί η τριλογία “Εξέγερση Ενάντια στο Σύγχρονο Κόσμο”, “Άνθρωποι Ανάμεσα στα Ερείπια” και “Ιππεύοντας την Τίγρη”. Tα παραπάνω συγγράμματα αποτελούν εγχειρίδια επιβίωσης για τους αριστοκράτες της ψυχής της σύγχρονης εποχής, την οποία ο Evola, βαθιά επηρεασμένος από τον Ινδουισμό και την θεωρία των Υuga αντιλαμβάνεται ως τη σκοτεινή εποχή (Kali Yuga), ως την εποχή του τέλους του πολιτισμού αυτού, εποχή της παρακμής και της αποσύνθεσης.
Όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος οι ιδέες και οι απόψεις του Evola διαμορφώνονται υπό την επίδραση του Πλάτωνα, του Nietzsche και της θεωρίας του “Υπερανθρώπου”, του Otto Weininger και τη θεωρία της διπολικότητας, καθώς και τη μεταφυσικής αναζήτησης του απολύτου τραγικά εκφρασμένη από τον Μichel Staedter. Ουσιαστική είναι επίσης η επίδραση των Otto Braun, Meister Eckhart, Oswakd Splengler καθώς και του μεγάλου Γάλλου διανοούμενου Rene Guenon.
Ο Evola δεν ήταν απλά ένας λόγιος. Το συγγραφικό του έργο ακολουθούν μία σειρά από ποιήματα (“Raaga Blanda” 1969) αλλά και έργα τέχνης τα οποία και επηρέασαν βαθύτατα το ρεύμα του Ντανταϊσμού στο οποίο εντάσσεται. Το 1963 οργανώνεται για πρώτη φορά μία έκθεση όλων των έργων του στη γκαλερί “Medusa” της Ρώμης ενώ τα περισσότερα από αυτά κοσμούν σήμερα τόσο ιδιωτικές συλλογές όσο και τη Galleria Nationale d’ Arte Moderna της ιταλικής πρωτεύουσας.
Ενεργή υπήρξε επίσης η παρέμβαση του Evola στην πολιτική ζωή της εποχής, η οποία εκφράζεται από μία αντίθεση τόσο ως προς τoν Αμερικάνικο καπιταλισμό όσο κι ως προς τον Μπολσεβικισμό της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Πολλοί, λόγω των αριστοκρατικών του ιδεών, βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν επιπόλαια ως επίσημο διανοούμενο του φασισμού κάτι που όμως ήρθαν να αντικρούσουν, ο ριζοσπαστικός, κι αιρετικός του λόγος σε συνδυασμό με τις επαναστατικές του διακηρύξεις. Πολύ σύντομα το εξαμηνιαίο La Torre (1930) απαγορεύεται με διάγγελμα του ιδίου του Μουσολίνι. Στο La Torre o Εvola εξαπολύει μία δριμύ κριτική στο πολιτικό καθεστώς της εποχής, στη σχέση που αυτό είχε με την καθολική εκκλησία, τους μεγαλοβιομήχανους, καθώς και στη λαϊκιστική του απήχηση στις πλατιές μάζες. Αντίθετα ορθά ρομαντικό και ιδιαίτερα πνευματικό χαρακτηρίζεται το ενδιαφέρον του Evola για τη δομή του εσωτερικού εθνικοσοσιαλιστικού καστικού συστήματος προβλέποντας μάλιστα την είσοδο εθνολογικά ξένων μη-Γερμανών στις τάξεις αυτού, πολύ πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αμέσως μετά την πτώση του Φασισμού και την Ιταλική συνθηκολόγηση καταφεύγει στην ελεύθερη τότε Ιταλία του Βορρά ενώ συχνές είναι και οι επισκέψεις του στη Γερμανία και την Αυστρία. Το Μάρτιο του 1945 ο Julius Evola, ενώ απολάμβανε τον καθημερινό του περίπατο στους δρόμους της Βιέννης, τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια ενός σφοδρού συμμαχικού βομβαρδισμού, ένα ατύχημα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα την παράλυση των κάτω άκρων του για τα υπόλοιπα 30 χρόνια της ζωής του. Eπιστρέφει στην Ιταλία το 1948 όπου και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο. Ο Julius Evola πέθανε στις 11 Ιουνίου του 1974. Η σoρός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του σκορπίστηκαν όπως και επιθυμούσε στις παγωμένες κορυφές του όρους Rosa για να συνεχίσει εκεί την αγαπημένη του άσκηση ορειβασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου