Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο Λούντβιχ φον Μίζες και η μνησικακία των αντικαπιταλιστών



Ο Λούντβιχ Φον Μίζες (1881-1973) αν και υπήρξε καθηγητής αλλά και μέντορας του Φρίντριχ Χάγιεκ δεν κατάφερε ποτέ να γίνει τόσο διάσημος όσο ο μαθητής του, ίσως επειδή δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ Οικονομίας, όπως αυτός. Βέβαια, αν κρίνουμε από το μοναδικό βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά (Αντικαπιταλισμός, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση του Γ. Καράμπελα) μάλλον κάποιο βραβείο Ψυχολογίας κυνηγούσε. Στο βιβλίο αυτό «ξεσκεπάζει» χωρίς αιδώ τα πραγματικά κίνητρα των κυριοτέρων εχθρών του καλύτερου γι’ αυτόν οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, με απώτερο σκοπό να «φορτώσει» τους «μνησίκακους» αυτούς εχθρούς με ενοχές και τύψεις για τα πιστεύω τους. Δεν τον χρηματοδοτούσαν αδίκως επιχειρηματίες της Αμερικής που είχαν εξαγοράσει την πένα του.

Ο καπιταλισμός, λοιπόν, είναι για τον Μίζες τόσο τέλειο σύστημα που γεννά, αναπόφευκτα σχεδόν, τον φθόνο. Ενώ ή μάλλον επειδή δίνει στα άτομα τη θέση που αξίζουν πραγματικά, βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνο στα προσόντα και τα επιτεύγματά τους, αυτά, αντί να του αναγνωρίζουν την ακριβοδίκαιη δικαιοσύνη του, στρέφονται με μανία εναντίον του, μη μπορώντας να αντέξουν τη σκληρή αλήθεια της πραγματικής αξίας τους. Γιατί ζυγίζοντας τα προτερήματα, τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τα ταλέντα των ατόμων και μόνο αυτά ο καπιταλισμός οδηγεί κάποια άτομα στην συνειδητοποίηση της ήττας και της ανεπάρκειάς τους. Τα άτομα αυτά αναπτύσσουν τότε έναν αμυντικό μηχανισμό απέναντι στην άποψη του απρόσωπου καπιταλιστικού συστήματος για αυτά. Δεν θα άντεχαν αν απέδιδαν την ευθύνη στον εαυτό τους. Καταλήγουν τότε στο συμπέρασμα ότι φταίει το σύστημα που ευνοεί τους ατάλαντους, τις μετριότητες, τους κόλακες και τους ρουφιάνους ενώ ξέρουμε ότι το δίκαιό μας σύστημα όλους αυτούς τους έχει απομονώσει… Ότι τα ίδια είναι έντιμα και γι’ αυτό δεν προτιμήθηκαν. Απωθούν έτσι την σκληρή αλήθεια για να μην τα σκοτώσει.

Οι μόνοι δε που δεν αισθάνονται την ανάγκη να τοποθετήσουν απέναντί τους το καπιταλιστικό σύστημα είναι οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, ίσως και οι ανώτεροι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν φθονούν κανέναν, ούτε καν τους πιο πλούσιους συνάδερφούς τους. Αυτοί όλοι αποτελούν θα λέγαμε «το υγιές κομμάτι κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας» κατά την χοντροκομμένη και καταφανώς εσκεμμένη (ψυχ)ανάλυση του Μίζες. Τους πιο φανατικούς εχθρούς του συστήματος μπορεί να βρει κανείς ανάμεσα στους διανοούμενους με την ευρεία έννοια του όρου και τους κατώτερους υπαλλήλους που υποφέρουν από αισθήματα ματαιωμένης φιλοδοξίας. Αυτοί δεν νιώθουν, τουλάχιστον, το απύθμενο και βαθύ μίσος που θα ένιωθε κάποιος απέναντι σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά την κατάστασή τους επιβαρύνει σίγουρα η ανάγκη τους να κρύβουν τα αισθήματά τους, να καταπνίγουν, δηλαδή την ντροπή τους, για να μην τα καταλάβουν. Ενός κακού μύρια έπονται. Εξάλλου, προσθέτουμε εμείς, θα ήταν και πολύ πιο κουραστικό να κακολογούν και να συκοφαντούν συνεχώς όλα εκείνα τα άτομα που τόλμησαν να τα ξεπεράσουν σε φήμη και επιρροή και να καταλάβουν τις θέσεις που προορίζονταν για αυτά . Όλοι αυτοί συνιστούν «το άρρωστο κομμάτι κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας», το στάσιμο και καταπονημένο από τα εχθρικά του αισθήματα.

Τα άτομα λοιπόν δηλητηριάζουν μόνα τους την ψυχή τους, χωρίς λόγο και γι’ αυτό φυσικά δεν χρειάζεται να αλλάξουμε το σύστημα. Μόνο αυτά μπορούν να λύσουν το πρόβλημά τους. Η ανάλυση αυτή, βέβαια, γεννά αναπόφευκτα πολλές απορίες. Γιατί λόγου χάρη το καταναλωτικό κοινό προτιμά ατάλαντους συγγραφείς; Ή λόγου χάρη γιατί πολλοί επιτυχημένοι και πλούσιοι ηθοποιοί κηρύττουν τον σοσιαλισμό; Ή, τέλος, γιατί πολλοί συγγραφείς με προλεταριακή καταγωγή υποκύπτουν τόσο εύκολα στην φιλοσοσιαλιστική κατήχηση; Ο Μίζες δεν αφήνει αναπάντητη καμία απορία. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, δεν ευθύνεται για το γούστο του κοινού, μπορούν να το διαβεβαιώσουν αυτό και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης λέμε εμείς, ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί ζουν μέσα στο άγχος καθώς εξαρτώνται απόλυτα από τις ιδιοτροπίες και τα γούστα του κοινού και φοβούνται τους νεοφερμένους, οπότε οδηγούνται στην σκέψη πως ο κομμουνισμός θα τους φέρει τη λύτρωση ως σύστημα που μπορεί να τους κάνει όλους ευτυχισμένους. Οι επιχειρηματίες πάλι, κατά τον Μίζες, δεν φοβούνται καθόλου τους νεοφερμένους γιατί αν τους φοβούνταν θα μας το έλεγε, οπότε η σκέψη τους δεν φλερτάρει ποτέ και καθόλου με τον σοσιαλισμό. Οι συγγραφείς, δε, που προέρχονται από προλεταριακές οικογένειες καταγγέλλονται από τον ίδιο ως υποκριτές γιατί αποτελούν οι ίδιοι ουσιαστικά τους αδιάψευστους μάρτυρες πως δεν φταίει το σύστημα αλλά η τσιγκούνα φύση που χάρισε μόνο σε αυτούς το συγγραφικό ταλέντο και γέννησε τόσους άλλους φτωχούς σαν κι αυτούς ατάλαντους, λες και υπάρχουν άνθρωποι ατάλαντοι. Οι αμερικανοί διανοούμενοι, εξάλλου, συνιστούν γι’ αυτόν μία ειδική κατηγορία μνησίκακων ανθρώπων καθώς είναι τόσο αντικαπιταλιστές, που «κατακλύζονται», λόγω της περιφρόνησης με την οποία τους αντιμετωπίζουν τα μέλη της αμερικανικής «καλής κοινωνίας», κυρίως οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, σταδιακά από μίσος και φθόνο. Δηλαδή, οι αμερικανοί διανοούμενοι, ενώ θα ήθελαν να δέσποζαν σε συζητήσεις με μέλη της «καλής κοινωνίας» που «προσποιούνται τουλάχιστον ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα» αντιμετωπίζονται, σε πλήρη αντίθεση με τους ευρωπαίους αντικαπιταλιστές συναδέρφους τους, με τόση περιφρόνηση από την κοινωνία αυτή ώστε στρέφονται τελικά εναντίον της. Αν οι αμερικανοί επιχειρηματίες δεν απομονώνονταν τόσο πολύ θα είχε σωθεί ίσως η ψυχή των αντικαπιταλιστών αμερικανών διανοουμένων, τουλάχιστον των πιο επιτυχημένων, μας λέει ο Μίζες, που δεν μπορούσε τάχα να φανταστεί καν κάποιους απολύτως συνειδητοποιημένους διανοούμενους απρόθυμους εντελώς για συζητήσεις με μέλη της αμερικανικής «καλής κοινωνίας» . Επομένως η μνησικακία του Μίζες δεν «εισβάλλει» μόνο σε ψυχές μη προικισμένων ή αποτυχημένων ανθρώπων αλλά πλήττει ακόμη και επιτυχημένους αλλά όχι τους πλέον επιτυχημένους . Μάταια θα ψάξει κανείς να βρει στο βιβλίο κάποια νύξη έστω για τις τρομερές ανισότητες, τα άφθονα αναξιοποίητα ταλέντα και τα άπειρα οικονομικά σκάνδαλα που μας έχει «προσφέρει» και συνεχίζει να μας προσφέρει απλόχερα ο καπιταλισμός. Εξάλλου τα αντικαπιταλιστικά αισθήματα που περιγράφει ο Μίζες δεν είναι ακριβώς αντικαπιταλιστικά, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι καταδίκαζαν στην εποχή του, όπως και σήμερα, όχι το σύστημα στο σύνολό του αλλά τους άχρηστους και διεφθαρμένους πολιτικούς, την αδικία και την αναξιοκρατία.

Τα πλούτη των πλουσίων δεν ευθύνονται ,εξάλλου, κατά τον Μίζες για την φτώχεια κανενός. Ο φτωχός πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως «οι καπιταλιστές αναζητούν πάντα ανθρώπους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλιά τους με τον πιο επικερδή τρόπο». Αντί να διαβάζει με χαιρεκακία «ψεύτικες ιστορίες για τα κέρδη και την ιδιωτική ζωή των επιχειρηματιών» μπορεί να διαβάσει βιβλία σοβαρών οικονομολόγων για να μάθει πως η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου, την οποία επιτυγχάνουν με πολύ κόπο οι επιχειρηματίες που σιχαίνεται. Εξάλλου το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από «το αποτέλεσμα ενός προνοητικού περιορισμού της κατανάλωσης από μέρους του ανθρώπου».

Ο Μίζες εκθειάζει την ευγενή αυτοπεποίθηση του δυτικού ανθρώπου εξαιρώντας σιωπηρά τους μνησίκακους αντικαπιταλιστές, οι οποίοι αντί να εστιάζουν όλες τους τις προσπάθειες στο πως θα ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους αυτοπαγιδεύονται στα εχθρικά τους αισθήματα και αναμένουν την σωτηρία τους από τον σοσιαλισμό και το πανίσχυρο κράτος του. Μάταια δε θα προσπαθούσε κανείς να εξηγήσει στον Μίζες την νιτσεϊκή διάκριση μεταξύ επιθετικότητας και μνησικακίας. Προς απόδειξη εξάλλου των καλών του προθέσεων και της καλής υγείας του υποδεικνύει στους μνησίκακους το μοναδικό αντίδοτο που μπορεί να τους λυτρώσει από την δηλητηρίαση της ψυχής τους. Το αντίδοτο αυτό είναι η αναγνώριση της προσφοράς και της ανωτερότητας των επιχειρηματιών και των ανωτέρων υπαλλήλων καθώς μόνο αυτή είναι ικανή να καταπνίξει τα εχθρικά τους αισθήματα, να «ξεκλειδώσει» τις δυνατότητές τους και να τους ξαναβάλει σε τροχιά ανόδου. Σιωπηρά επίσης προτρέπει τους μνησίκακους να αποκηρύξουν τις ιδέες της αλληλεγγύης και της συνεργασίας και να γίνουν άκρως ανταγωνιστικοί γιατί οι ιδέες αυτές και η πίστη σε αυτές δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να κρύβουν επιμελώς τον φόβο των ατάλαντων απέναντι στον ανταγωνισμό.

Αν αληθεύει πως αμερικανοί επιχειρηματίες είχαν νοικιάσει την πένα του, άρα και την ελευθερία του και πως όσοι αντιστέκονται, απέναντι σε κάτι, που άλλους τους σκοτώνει αλλά δεν κάνουν και δεν λένε τίποτα εναντίον του, γεννούν τον φθόνο και την κακία αυτών των άλλων, τότε και ο Μίζες ματαίως αναζήτησε τα αισθήματα που περιγράφει τόσο μακριά από τον εαυτό του…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου