Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από το κολοσσιαίο έργο του μεγάλου Πέτερ Βάις «Η δολοφονία του Μαρά».
Ο Πέτερ Βάις επινοεί μια συνάντηση μεταξύ του Μαρκήσιου ντε Σαντ με τον Ζαν Πωλ Μαρά.
Από τη μια ο ηδονιστικός εγωκεντρισμός. Από την άλλη η φλόγα της Επανάστασης.
Από τη μια ο ατομικισμός που ποζάρει τον μηδενισμό του σαν «ελευθερία». Από την άλλη ένα «κατηγορώ» τόσο προς τους πατρίκιους που ζουν μακριά από το λαό και θεωρούν το λαό σαν μια άπλαστη και άμορφη μάζα, όσο και προς εκείνους που στο όνομα του λαού επιδιώκουν να υποβιβάσουν τα δικαιώματα του λαού το πολύ μέχρι το επίπεδο της «αξιοσέβαστης φτώχειας».
ΣΑΝΤ: «Εμείς, μονάχα εμείς, δίνουμε κάποια σημασία στη ζωή μας, η Φύση θα ‘μενε σιωπηλή και αδιάφορη ακόμα κι αν ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή αφανιζόταν. Μισώ τη Φύση, θέλω να τήνε δυναστέψω, θέλω να τήνε πολεμήσω με τα δικά της τα όπλα.
Πάντα και πάντα, δεν πασχίζαμε, στης Φύσης να υπακούσουμε το νόμο, που παραδίνει τον αδύναμο γυμνό στο έλεος του δυνατού; Πάντα και πάντα, δεν πνίξαμε την ψεύτικη αρετή κάτω από την πιο χοντροκομμένη πονηριά; Πάντα και πάντα, δεν κάναμε πειράματα στα εργαστήρια πριν φτάσουμε στα τελικά βασανιστήρια;
Η συμπόνια, Μαρά, είναι χτήμα των προνομιούχων. Όταν σκύβει ο “πονετικός” να ελεήσει ένα ζητιάνο, είναι γεμάτος περιφρόνηση, καμώθηκε πως συγκινήθηκε για να δείξει τα πλούτη του κι η ελεημοσύνη που δίνει δεν είναι παρά κλωτσιά στα πισινά.
Όχι , Μαρά, ασ’ τα φτηνοαισθήματα, ξέρω πως άλλα έχεις στο νου σου. Για σένα, όπως και για μένα, μόνο το απόλυτο έχει σημασία».
ΜΑΡΑ: «Αν είμαι απόλυτος εγώ τότε δεν είμαι απόλυτος με το δικό σου τρόπο. Ενάντια στη σιωπή της Φύσης ορθώνω εγώ τη δράση. Μες στην απέραντη αδιαφορία της βρίσκω ένα νόημα. Κι αντί να μένω ατάραχος, ρίχνομαι στη μέση και λέω πως τούτο ή εκείνο είναι ψέμα κι άδικο και πασχίζω να τα’ αλλάξω και να τα καλυτερέψω. Αλλά, γι’ αυτό, πρέπει ν’ αρπάξεις τον εαυτό σου απ’ τα μαλλιά και να τoνε σηκώσεις αψηλά, να γυρίσεις τα μέσα σου έξω κι όλα να τα’ αντικρίσεις με καινούργια μάτια.
Πόσον καιρό μας λέγαν πως οι βασιλιάδες είναι οι καλοί μας πατερούληδες που, κάτω από τη σκιά τους, ζούσαμε ειρηνικά, και μας τραγουδούσαν τα κατορθώματά τους πουλημένοι ποιητές. Ευλαβικά μαθαίναν οι απλοϊκοί οικογενειάρχες το τροπάρι ετούτο στα παιδιά τους.
Και τα παιδιά ξαναμασούσαν το τροπάρι και το πίστευαν όπως πιστεύουμε καθετι που ακούμε ολοένα κι ολοένα. Έτσι ακούγαμε και τους παπάδες να μας λένε: “Η ευσπλαχνία μας αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση, ούτε σύνορα, ούτε κράτη μπορούν να μας χωρίσουν, είμαστε όλοι ένας λαός, είμαστε όλοι αδέρφια”.
Και οι παπάδες βλέπανε μπροστά τους την αδικία μα σώπαιναν και διαλαλούσαν: “Η βασιλεία μας δεν είν’ του κόσμου τούτου, η γης αυτή δεν είναι παρά τόπος προσκυνήματος, μας πρέπει μόνο υπομονή και ταπεινοσύνη”.
Κι έτσι ρουφούσαν από τους φτωχούς την τελευταία τους πεντάρα και τηνε φύλαγαν ηδονικά μέσα στους θησαυρούς τους και τρωγοπίναν με τους άρχοντες κα λέγανε στους πεινασμένους: “Υποφέρετε, υποφέρετε όπως Εκείνος πάνω στο Σταυρό γιατί έτσι θέλει ο Θεός”.
Και καθετί που ακούμε ολοένα κι ολοένα στο τέλος το πιστεύουμε κι έτσι χορταίναν οι πεινασμένοι με την εικόνα του Σταυρωμένου, του Ματωμένου, του Καθηλωμένου, και προσκυνούσαν την εικόνα της δικής τους δυστυχίας κι ερημιάς.
Κι οι παπάδες έλεγαν: “Σηκώστε τα χέρια σας στο ουρανό κι υπομείνετε χωρίς παράπονα τον πόνο σας, προσεύχεστε για τους δημίους σας, γιατί οι προσευχές κι οι ευλογίες σας είναι τα μόνα σας όπλα για να κερδίσετε την βασιλεία των Ουρανών”.
Έτσι τους αλυσόδεναν στην αγραμματοσύνη τους για να μην ξεσηκωθούν ενάντια στους αφέντες τους, που βασιλεύανε απάνω τους με την απάτη κάποιας “θεικής αποστολής”.
Κι αν δε βλέπετε πια τόση μιζέρια, είναι επειδή την έχουμε κρυμμένη κι αν κερδίζετε χρήματα και μπορείτε κάτι ν’ αγοράστε απ’ τα “καλά” που οι βιομηχανίες σας πασάρουν, κι αν σας φαίνεται πως η καλοπέραση έφτασε στην πόρτα σας, μην ξεχνάτε πως όλ’ αυτά δεν είναι παρά απάτη εκείνων που έτσι κι αλλιώς έχουνε πάντα πιο πολλά από σας.
Μην τους πιστεύετε όταν σας χτυπάνε φιλικά την πλάτη και λένε πως δεν υπάρχουν πια διαφορές ανάμεσά σας πως δεν αξίζει να μιλάμε πια γι’ αυτές και να φιλονικούμε, γιατί ίσα - ίσα τότε βρίσκονται στο κορύφωμα της δύναμής τους μες στους καινούργιους πύργους τους όλο μάρμαρο κι ατσάλι απ΄ όπου ξεγυμνώνουνε τον κόσμο ολόκληρο με την πρόφαση πως “διαδίδουν τον πολιτισμό”.
Φυλαχτείτε γιατί μόλις τους γουστάρει θα σας στείλουν να διαφεντέψετε το χρυσάφι τους σε πολέμους, όπoυ τα όπλα τους, με τη γοργή εξέλιξη της πουλημένης επιστήμης, όλο και πιο άγρια θα χτυπάν κι όλο μυριάδες, από σας θα κομματιάζουν».
ΣΑΝΤ: «Έτσι, λοιπόν, εσύ πιστεύεις πάντα πως μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και πως όλοι μπορούμε να ‘μαστε ίσοι και υπεύθυνοι. Θαρρείς πως είναι μπορετό να ενώσεις τους ανθρώπους, ενώ βλέπεις πως ακόμα και οι λιγοστοί που ξεσηκώθηκαν να φέρουν την παγκόσμια αρμονία, μαλλιοτραβιούνται και για μικροπράγματα γίνονται εχθροί θανάσιμοι»;
ΜΑΡΑ: «Δεν είναι τούτα μικροπράματα, είναι αρχή και νόμος μες στην πορεία της Επανάστασης ν’ αφανίζονται οι μικρόψυχοι κι οι καιροσκόποι. Δεν μπορούμε να χτίσουμε αν δε γκρεμίσουμε τα πάντα ως τα θεμέλια».
Ο Πέτερ Βάις επινοεί μια συνάντηση μεταξύ του Μαρκήσιου ντε Σαντ με τον Ζαν Πωλ Μαρά.
Από τη μια ο ηδονιστικός εγωκεντρισμός. Από την άλλη η φλόγα της Επανάστασης.
Από τη μια ο ατομικισμός που ποζάρει τον μηδενισμό του σαν «ελευθερία». Από την άλλη ένα «κατηγορώ» τόσο προς τους πατρίκιους που ζουν μακριά από το λαό και θεωρούν το λαό σαν μια άπλαστη και άμορφη μάζα, όσο και προς εκείνους που στο όνομα του λαού επιδιώκουν να υποβιβάσουν τα δικαιώματα του λαού το πολύ μέχρι το επίπεδο της «αξιοσέβαστης φτώχειας».
ΣΑΝΤ: «Εμείς, μονάχα εμείς, δίνουμε κάποια σημασία στη ζωή μας, η Φύση θα ‘μενε σιωπηλή και αδιάφορη ακόμα κι αν ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή αφανιζόταν. Μισώ τη Φύση, θέλω να τήνε δυναστέψω, θέλω να τήνε πολεμήσω με τα δικά της τα όπλα.
Πάντα και πάντα, δεν πασχίζαμε, στης Φύσης να υπακούσουμε το νόμο, που παραδίνει τον αδύναμο γυμνό στο έλεος του δυνατού; Πάντα και πάντα, δεν πνίξαμε την ψεύτικη αρετή κάτω από την πιο χοντροκομμένη πονηριά; Πάντα και πάντα, δεν κάναμε πειράματα στα εργαστήρια πριν φτάσουμε στα τελικά βασανιστήρια;
Η συμπόνια, Μαρά, είναι χτήμα των προνομιούχων. Όταν σκύβει ο “πονετικός” να ελεήσει ένα ζητιάνο, είναι γεμάτος περιφρόνηση, καμώθηκε πως συγκινήθηκε για να δείξει τα πλούτη του κι η ελεημοσύνη που δίνει δεν είναι παρά κλωτσιά στα πισινά.
Όχι , Μαρά, ασ’ τα φτηνοαισθήματα, ξέρω πως άλλα έχεις στο νου σου. Για σένα, όπως και για μένα, μόνο το απόλυτο έχει σημασία».
ΜΑΡΑ: «Αν είμαι απόλυτος εγώ τότε δεν είμαι απόλυτος με το δικό σου τρόπο. Ενάντια στη σιωπή της Φύσης ορθώνω εγώ τη δράση. Μες στην απέραντη αδιαφορία της βρίσκω ένα νόημα. Κι αντί να μένω ατάραχος, ρίχνομαι στη μέση και λέω πως τούτο ή εκείνο είναι ψέμα κι άδικο και πασχίζω να τα’ αλλάξω και να τα καλυτερέψω. Αλλά, γι’ αυτό, πρέπει ν’ αρπάξεις τον εαυτό σου απ’ τα μαλλιά και να τoνε σηκώσεις αψηλά, να γυρίσεις τα μέσα σου έξω κι όλα να τα’ αντικρίσεις με καινούργια μάτια.
Πόσον καιρό μας λέγαν πως οι βασιλιάδες είναι οι καλοί μας πατερούληδες που, κάτω από τη σκιά τους, ζούσαμε ειρηνικά, και μας τραγουδούσαν τα κατορθώματά τους πουλημένοι ποιητές. Ευλαβικά μαθαίναν οι απλοϊκοί οικογενειάρχες το τροπάρι ετούτο στα παιδιά τους.
Και τα παιδιά ξαναμασούσαν το τροπάρι και το πίστευαν όπως πιστεύουμε καθετι που ακούμε ολοένα κι ολοένα. Έτσι ακούγαμε και τους παπάδες να μας λένε: “Η ευσπλαχνία μας αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση, ούτε σύνορα, ούτε κράτη μπορούν να μας χωρίσουν, είμαστε όλοι ένας λαός, είμαστε όλοι αδέρφια”.
Και οι παπάδες βλέπανε μπροστά τους την αδικία μα σώπαιναν και διαλαλούσαν: “Η βασιλεία μας δεν είν’ του κόσμου τούτου, η γης αυτή δεν είναι παρά τόπος προσκυνήματος, μας πρέπει μόνο υπομονή και ταπεινοσύνη”.
Κι έτσι ρουφούσαν από τους φτωχούς την τελευταία τους πεντάρα και τηνε φύλαγαν ηδονικά μέσα στους θησαυρούς τους και τρωγοπίναν με τους άρχοντες κα λέγανε στους πεινασμένους: “Υποφέρετε, υποφέρετε όπως Εκείνος πάνω στο Σταυρό γιατί έτσι θέλει ο Θεός”.
Και καθετί που ακούμε ολοένα κι ολοένα στο τέλος το πιστεύουμε κι έτσι χορταίναν οι πεινασμένοι με την εικόνα του Σταυρωμένου, του Ματωμένου, του Καθηλωμένου, και προσκυνούσαν την εικόνα της δικής τους δυστυχίας κι ερημιάς.
Κι οι παπάδες έλεγαν: “Σηκώστε τα χέρια σας στο ουρανό κι υπομείνετε χωρίς παράπονα τον πόνο σας, προσεύχεστε για τους δημίους σας, γιατί οι προσευχές κι οι ευλογίες σας είναι τα μόνα σας όπλα για να κερδίσετε την βασιλεία των Ουρανών”.
Έτσι τους αλυσόδεναν στην αγραμματοσύνη τους για να μην ξεσηκωθούν ενάντια στους αφέντες τους, που βασιλεύανε απάνω τους με την απάτη κάποιας “θεικής αποστολής”.
Κι αν δε βλέπετε πια τόση μιζέρια, είναι επειδή την έχουμε κρυμμένη κι αν κερδίζετε χρήματα και μπορείτε κάτι ν’ αγοράστε απ’ τα “καλά” που οι βιομηχανίες σας πασάρουν, κι αν σας φαίνεται πως η καλοπέραση έφτασε στην πόρτα σας, μην ξεχνάτε πως όλ’ αυτά δεν είναι παρά απάτη εκείνων που έτσι κι αλλιώς έχουνε πάντα πιο πολλά από σας.
Μην τους πιστεύετε όταν σας χτυπάνε φιλικά την πλάτη και λένε πως δεν υπάρχουν πια διαφορές ανάμεσά σας πως δεν αξίζει να μιλάμε πια γι’ αυτές και να φιλονικούμε, γιατί ίσα - ίσα τότε βρίσκονται στο κορύφωμα της δύναμής τους μες στους καινούργιους πύργους τους όλο μάρμαρο κι ατσάλι απ΄ όπου ξεγυμνώνουνε τον κόσμο ολόκληρο με την πρόφαση πως “διαδίδουν τον πολιτισμό”.
Φυλαχτείτε γιατί μόλις τους γουστάρει θα σας στείλουν να διαφεντέψετε το χρυσάφι τους σε πολέμους, όπoυ τα όπλα τους, με τη γοργή εξέλιξη της πουλημένης επιστήμης, όλο και πιο άγρια θα χτυπάν κι όλο μυριάδες, από σας θα κομματιάζουν».
ΣΑΝΤ: «Έτσι, λοιπόν, εσύ πιστεύεις πάντα πως μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και πως όλοι μπορούμε να ‘μαστε ίσοι και υπεύθυνοι. Θαρρείς πως είναι μπορετό να ενώσεις τους ανθρώπους, ενώ βλέπεις πως ακόμα και οι λιγοστοί που ξεσηκώθηκαν να φέρουν την παγκόσμια αρμονία, μαλλιοτραβιούνται και για μικροπράγματα γίνονται εχθροί θανάσιμοι»;
ΜΑΡΑ: «Δεν είναι τούτα μικροπράματα, είναι αρχή και νόμος μες στην πορεία της Επανάστασης ν’ αφανίζονται οι μικρόψυχοι κι οι καιροσκόποι. Δεν μπορούμε να χτίσουμε αν δε γκρεμίσουμε τα πάντα ως τα θεμέλια».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου