Συνιστώσες σεξουαλικής επιθυμίας
Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να αναλυθεί σε τρεις επιμέρους συνιστώσες: τη σεξουαλική ορμή, τα σεξουαλικά κίνητρα και τις σεξουαλικές προσδοκίες. Συχνά, όμως, κάθε μια απ’ αυτές αναφέρεται ως σεξουαλική επιθυμία.
Σεξουαλική ορμή: Η σεξουαλική ορμή είναι το αποτέλεσμα της νευροενδοκρινικής συμμετοχής στη σεξουαλική ώθηση και σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τα ανδρογόνα, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Με την πρόοδο της ηλικίας, η σεξουαλική ορμή καθαυτή παρουσιάζει μια μείωση, κυρίως στους άνδρες κατά την ηλικία των 50 ετών, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και υποχρεωτική μείωση των σεξουαλικών επαφών. Αν και ο νευροενδοκρινικός μηχανισμός αυτών των μεταβολών δεν έχει ακόμα σαφώς διευκρινιστεί, δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η μείωση της σεξουαλικής ορμής ακολουθεί τους ίδιους ρυθμούς στα δύο φύλα. Ετσι, σε αρκετές γυναίκες διατηρείται μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στους άρρενες συντρόφους τους. Η σεξουαλική ορμή εγγυάται τη διαιώνιση του είδους και αντιστοιχεί σε αυτό που ο Freud ονόμασε libido.
Σεξουαλικά κίνητρα: Η σεξουαλική επιθυμία στον άνθρωπο δεν μπορεί απλώς να περιοριστεί μόνο στη βιολογική παράμετρο. Μια πιο σταθερή συνιστώσα είναι η προθυμία ή η διάθεση εμπλοκής σε μια σεξουαλική δραστηριότητα. £δώ βρίσκεται η μεγάλη πολυπλοκότητα της σεξουαλικής επιθυμίας, γιατί παρελθούσες και πρόσφατες εμπειρίες αλληλεπιδρούν με τις διαπροσωπικές σχέσεις και δημιουργούν τη δεύτερη συνιστώσα, τα σεξουαλικά κίνητρα.
Τα ψυχολογικά κίνητρα για σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να ενεργοποιηθούν από πολλά ερεθίσματα. Τα πιο σημαντικά απ’ αυτά περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό λεκτικών, εξωλεκτικών και οπτικών διαπροσωπικών συμπεριφορών. Ωστόσο, τα συνηθέστερα ερεθίσματα είναι τα οπτικά, που κατά γενική ομολογία θεωρούνται ως τα ισχυρότερα για την πρόκληση διέγερσης. Η έλξη περιλαμβάνει την εντύπωση ότι ο άλλος μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες του παρατηρητή. Καθένας απ’ τους συμμετέχοντες αναπτύσσει μια παροδική φαντασίωση, που πιθανόν αποτελεί τον ενδοψυχικό μηχανισμό μέσω του οποίου κινητοποιούνται οι περιφερικές ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις της διέγερσης. Είναι ενδιαφέρον ότι η απουσία τεστοστερόνης περιορίζει τη διέγερση μέσω μείωσης των φαντασιώσεων." Η μείωση της τεστοστερόνης μπορεί έτσι να υπομονεύει τη διαδικασία:
Άτομο -> Φαντασίωση -» Κίνητρο -» Διέγερση
Το σεξουαλικό κίνητρο, λοιπόν, ως παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την ανάγκη για στενή προσέγγιση.
Σεξουαλικές προσδοκίες. Η τρίτη παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας είναι νοητική (γνωσιακή) και συγκροτείται από τις προσδοκίες (cognitive aspiration) που χει το άτομο για τη σεξουαλική λειτουργία, δηλαδή από τις ψυχολογικές ανάγκες που προσδοκά να του καλύψει αι/τή η λειτουργία. Άτομα με σεξουαλική ορμή και κίνητρο μπορεί να μη θέλουν να εμπλακούν σε μια σεξουαλική δραστηριότητα, π.χ. γιατί τη θεωρούν ως αμαρτία. Η παράμετρος αυτή έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τις άλλες δύο. Οι προσδοκίες προσδιορίζουν σε κάποιο Βαθμό τι αποδεχόμαστε και τι απορρίπτουμε ως σεξουαλική συμπεριφορά. Οι προσδοκίες για τη σεξουαλική συμπεριφορά δρουν ως ένας διπλός μηχανισμός αποδοχής-απόρριψης για ό,τι συμβαίνει κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, έτσι ώστε να επιτρέψουν στο σεξουαλικό σύστημα να λειτουργήσει ελεύθερα (αποδοχή) ή να το αναστείλουν (απόρριψη).
Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να αναλυθεί σε τρεις επιμέρους συνιστώσες: τη σεξουαλική ορμή, τα σεξουαλικά κίνητρα και τις σεξουαλικές προσδοκίες. Συχνά, όμως, κάθε μια απ’ αυτές αναφέρεται ως σεξουαλική επιθυμία.
Σεξουαλική ορμή: Η σεξουαλική ορμή είναι το αποτέλεσμα της νευροενδοκρινικής συμμετοχής στη σεξουαλική ώθηση και σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τα ανδρογόνα, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Με την πρόοδο της ηλικίας, η σεξουαλική ορμή καθαυτή παρουσιάζει μια μείωση, κυρίως στους άνδρες κατά την ηλικία των 50 ετών, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και υποχρεωτική μείωση των σεξουαλικών επαφών. Αν και ο νευροενδοκρινικός μηχανισμός αυτών των μεταβολών δεν έχει ακόμα σαφώς διευκρινιστεί, δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η μείωση της σεξουαλικής ορμής ακολουθεί τους ίδιους ρυθμούς στα δύο φύλα. Ετσι, σε αρκετές γυναίκες διατηρείται μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στους άρρενες συντρόφους τους. Η σεξουαλική ορμή εγγυάται τη διαιώνιση του είδους και αντιστοιχεί σε αυτό που ο Freud ονόμασε libido.
Σεξουαλικά κίνητρα: Η σεξουαλική επιθυμία στον άνθρωπο δεν μπορεί απλώς να περιοριστεί μόνο στη βιολογική παράμετρο. Μια πιο σταθερή συνιστώσα είναι η προθυμία ή η διάθεση εμπλοκής σε μια σεξουαλική δραστηριότητα. £δώ βρίσκεται η μεγάλη πολυπλοκότητα της σεξουαλικής επιθυμίας, γιατί παρελθούσες και πρόσφατες εμπειρίες αλληλεπιδρούν με τις διαπροσωπικές σχέσεις και δημιουργούν τη δεύτερη συνιστώσα, τα σεξουαλικά κίνητρα.
Τα ψυχολογικά κίνητρα για σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να ενεργοποιηθούν από πολλά ερεθίσματα. Τα πιο σημαντικά απ’ αυτά περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό λεκτικών, εξωλεκτικών και οπτικών διαπροσωπικών συμπεριφορών. Ωστόσο, τα συνηθέστερα ερεθίσματα είναι τα οπτικά, που κατά γενική ομολογία θεωρούνται ως τα ισχυρότερα για την πρόκληση διέγερσης. Η έλξη περιλαμβάνει την εντύπωση ότι ο άλλος μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες του παρατηρητή. Καθένας απ’ τους συμμετέχοντες αναπτύσσει μια παροδική φαντασίωση, που πιθανόν αποτελεί τον ενδοψυχικό μηχανισμό μέσω του οποίου κινητοποιούνται οι περιφερικές ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις της διέγερσης. Είναι ενδιαφέρον ότι η απουσία τεστοστερόνης περιορίζει τη διέγερση μέσω μείωσης των φαντασιώσεων." Η μείωση της τεστοστερόνης μπορεί έτσι να υπομονεύει τη διαδικασία:
Άτομο -> Φαντασίωση -» Κίνητρο -» Διέγερση
Το σεξουαλικό κίνητρο, λοιπόν, ως παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την ανάγκη για στενή προσέγγιση.
Σεξουαλικές προσδοκίες. Η τρίτη παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας είναι νοητική (γνωσιακή) και συγκροτείται από τις προσδοκίες (cognitive aspiration) που χει το άτομο για τη σεξουαλική λειτουργία, δηλαδή από τις ψυχολογικές ανάγκες που προσδοκά να του καλύψει αι/τή η λειτουργία. Άτομα με σεξουαλική ορμή και κίνητρο μπορεί να μη θέλουν να εμπλακούν σε μια σεξουαλική δραστηριότητα, π.χ. γιατί τη θεωρούν ως αμαρτία. Η παράμετρος αυτή έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τις άλλες δύο. Οι προσδοκίες προσδιορίζουν σε κάποιο Βαθμό τι αποδεχόμαστε και τι απορρίπτουμε ως σεξουαλική συμπεριφορά. Οι προσδοκίες για τη σεξουαλική συμπεριφορά δρουν ως ένας διπλός μηχανισμός αποδοχής-απόρριψης για ό,τι συμβαίνει κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, έτσι ώστε να επιτρέψουν στο σεξουαλικό σύστημα να λειτουργήσει ελεύθερα (αποδοχή) ή να το αναστείλουν (απόρριψη).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου