Καταντήσαμε τη ζωή μας ένα μεγάλο πανηγύρι. Τρέχουμε ασταμάτητα από το ένα παιχνίδι του λούνα παρκ στο άλλο, προσπαθώντας μέσα απ’ την έξαρση να νιώσουμε τη ζωή. Χανόμαστε, ξέπνοοι σχεδόν, μέσα σε ένα στρόβιλο δραστηριοτήτων. Κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς, έτσι θα θέλαμε να είναι κι έτσι προσπαθούμε να κάνουμε τη ζωή μας. Αν δεν είναι έτσι ακριβώς, απογοητευόμαστε.
Γιατί άραγε;
Γιατί δε ρωτάμε ποτέ το γιατί;
Επειδή σαν μεθυσμένοι προσπαθούμε να αποκρύψουμε τη βαθιά αγωνία που συνδέεται με την ύπαρξή μας. Προσπαθούμε να θάψουμε το αμείλικτο ερώτημα:
«γιατί υπάρχω;»
Για να προλάβουμε να φέρουμε σε πέρας όλες τις δραστηριότητές μας, απαιτείται να επενδύσουμε τόσες δυνάμεις ώστε στη συνέχεια δεν έχουμε πια ανάγκη να σκεφτούμε τον εαυτό μας. Οι δραστηριότητες αυτές μας διασκορπίζουν. Είτε είμαστε στην εργασία μας, είτε στο σπίτι, είτε σε κάποια κοινωνική συνάθροιση, ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος: να ξεχνάμε για όσο μεγαλύτερο διάστημα της μέρας μπορούμε την ανησυχία που προέρχεται από το βάθος της ύπαρξής μας. Τρέμουμε μήπως μείνουμε μόνοι μας, εμείς κι ο εαυτός μας, ενώπιος ενωπίω, πράγμα που θα μας υποχρεώσει να στοχαστούμε τη μικρότητά μας και το πεπερασμένο της ύπαρξής μας.
Όταν τελειώνει η μέρα κάνουμε στο κρεβάτι τον απολογισμό μας. Μετράμε τις δραστηριότητές μας κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και ο αριθμός τους μας καθησυχάζει. Μας δίνει την εντύπωση ότι έχουμε γεμίσει τον χρόνο μας, πράγμα που μας προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση. Μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση ότι ζούμε μια ζωή γεμάτη, πλούσια και δυναμική. Όμως, τι κάναμε τελικά που ήταν τόσο σημαντικό; Μήπως ήταν η ικανοποίηση της ίδιας της ανάγκης να κάνουμε κάτι; Από πού πηγάζει αυτή η παρόρμηση να κάνουμε πράγματα που στο βάθος δεν είναι τόσο απαραίτητα όσο φαίνονται; Γιατί η συσσώρευση τόσων δραστηριοτήτων δεν προεξοφλεί την πληρότητά μας; Γιατί μετά από τέτοια υπερδραστηριότητα ακόμα αισθανόμαστε άδειοι και κουρασμένοι; Μήπως στο τέλος βιώνουμε την βαθιά πλήξη της απουσίας του αληθινού, της απουσίας του ίδιου μας του εαυτού που χάνεται μέσα σττη δράση;
Στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να «γεμίζουμε» τον χρόνο μας υπό την πίεση μια περιρρέουσας τιμωρίας που προδίδεται από ερωτήματα όπως: «Πως αξιοποίησες σήμερα τη μέρα σου;», «Τι κάνεις στη ζωή σου», «Με τι ασχολείσαι στον ελεύθερο χρόνο σου;». Αυτές οι ερωτήσεις κρύβουν απειλητικά υπονοούμενα, έτσι που αντί να απαντήσουμε «Δεν κάνω τίποτα το συγκεκριμένο, κάθομαι στον ελεύθερο χρόνο μου και στοχάζομαι που αποσκοπούν όλες αυτές οι ανοησίες που κάνω καθημερινά και ποια θα έπρεπε να είναι η πορεία μιας ζωής με νόημα από τώρα και στο εξής», αυτολογοκρινόμαστε απαγγέλλοντας αμέσως την λίστα των πεπραγμένων μας, κυριευμένοι από την εμμονή να αναγνωριστούμε και να επαινεθούμε από την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Γιατί άραγε;
Γιατί δε ρωτάμε ποτέ το γιατί;
Επειδή σαν μεθυσμένοι προσπαθούμε να αποκρύψουμε τη βαθιά αγωνία που συνδέεται με την ύπαρξή μας. Προσπαθούμε να θάψουμε το αμείλικτο ερώτημα:
«γιατί υπάρχω;»
Για να προλάβουμε να φέρουμε σε πέρας όλες τις δραστηριότητές μας, απαιτείται να επενδύσουμε τόσες δυνάμεις ώστε στη συνέχεια δεν έχουμε πια ανάγκη να σκεφτούμε τον εαυτό μας. Οι δραστηριότητες αυτές μας διασκορπίζουν. Είτε είμαστε στην εργασία μας, είτε στο σπίτι, είτε σε κάποια κοινωνική συνάθροιση, ο σκοπός είναι πάντα ο ίδιος: να ξεχνάμε για όσο μεγαλύτερο διάστημα της μέρας μπορούμε την ανησυχία που προέρχεται από το βάθος της ύπαρξής μας. Τρέμουμε μήπως μείνουμε μόνοι μας, εμείς κι ο εαυτός μας, ενώπιος ενωπίω, πράγμα που θα μας υποχρεώσει να στοχαστούμε τη μικρότητά μας και το πεπερασμένο της ύπαρξής μας.
Όταν τελειώνει η μέρα κάνουμε στο κρεβάτι τον απολογισμό μας. Μετράμε τις δραστηριότητές μας κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και ο αριθμός τους μας καθησυχάζει. Μας δίνει την εντύπωση ότι έχουμε γεμίσει τον χρόνο μας, πράγμα που μας προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση. Μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση ότι ζούμε μια ζωή γεμάτη, πλούσια και δυναμική. Όμως, τι κάναμε τελικά που ήταν τόσο σημαντικό; Μήπως ήταν η ικανοποίηση της ίδιας της ανάγκης να κάνουμε κάτι; Από πού πηγάζει αυτή η παρόρμηση να κάνουμε πράγματα που στο βάθος δεν είναι τόσο απαραίτητα όσο φαίνονται; Γιατί η συσσώρευση τόσων δραστηριοτήτων δεν προεξοφλεί την πληρότητά μας; Γιατί μετά από τέτοια υπερδραστηριότητα ακόμα αισθανόμαστε άδειοι και κουρασμένοι; Μήπως στο τέλος βιώνουμε την βαθιά πλήξη της απουσίας του αληθινού, της απουσίας του ίδιου μας του εαυτού που χάνεται μέσα σττη δράση;
Στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να «γεμίζουμε» τον χρόνο μας υπό την πίεση μια περιρρέουσας τιμωρίας που προδίδεται από ερωτήματα όπως: «Πως αξιοποίησες σήμερα τη μέρα σου;», «Τι κάνεις στη ζωή σου», «Με τι ασχολείσαι στον ελεύθερο χρόνο σου;». Αυτές οι ερωτήσεις κρύβουν απειλητικά υπονοούμενα, έτσι που αντί να απαντήσουμε «Δεν κάνω τίποτα το συγκεκριμένο, κάθομαι στον ελεύθερο χρόνο μου και στοχάζομαι που αποσκοπούν όλες αυτές οι ανοησίες που κάνω καθημερινά και ποια θα έπρεπε να είναι η πορεία μιας ζωής με νόημα από τώρα και στο εξής», αυτολογοκρινόμαστε απαγγέλλοντας αμέσως την λίστα των πεπραγμένων μας, κυριευμένοι από την εμμονή να αναγνωριστούμε και να επαινεθούμε από την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου