Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΣ

Παυσανίας στο βιβλίο ΑΡΚΑΔΙΚΑ, [8] 17, 6 - 18, 3

<< Προχωρώντας κανείς από τον ΦΕΝΕΟ προς δυσμάς, αν πάρει ένα δρόμο προς τα αριστερά, πηγαίνει στον ΚΛΕΙΤΟΡΑ, ενώ προς τα δεξιά στη ΝΩΝΑΚΡΗ και το ΥΔΩΡ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΣ. Η Νώνακρις τον πολύ παλιό καιρό ήταν μια αρκαδική πολίχνη που είχε πάρει το όνομά της από την σύζυγο του ΛΥΚΑΟΝΑ. Επί των ημερών μας υπάρχουν μόνο ερείπια, και από αυτά, τα περισσότερα, όχι πια εμφανή. Όχι μακριά από τα ερείπια υπάρχειψηλός γκρεμός. Δεν ξέρω τίποτε άλλο με τόσο μεγάλο ύψος. Πάνω από τον γκρεμό στάζει νερό που οι Ελληνες το λένε ΥΔΩΡ της ΣΤΥΓΟΣ.

Ο Ησίοδος, αναφέρει στη Θεογονία [γιατί το ποίημα Θεογονία αποδίδεται στον
Ησίοδο] πως η ΣΤΥΓΑ ηταν κόρη του ΩΚΕΑΝΟΥ και σύζυγος του ΠΑΛΛΑΝΤΑ. Λένε πως κάτι παρόμοιο αναφέρει και ο ΛΙΝΟΣ στο ποίημά του. Από τα προσωπικά μου όμως διαβάσματα έχω τη γνώμη πως αυτά είναι τελείως παραποιημένα. Ο Κρητικός Επιμενίδης αναφέρε και αυτός της ΣΤΥΓΑ ως κόρη του ΩΚΕΑΝΟΥ, όχι όμως και ως σύζυγο του ΠΑΛΛΑΝΤΑ. Λέει πως την γέννησε η ΕΧΙΔΝΑ από τον ΠΕΙΡΑΝΤΑ, όποιος και αν είναι ο ΠΕΙΡΑΣ. Το όνομα της ΣΤΥΓΑΣ το αναφέρει συχνά στα ποιήματά του ο ΟΜΗΡΟΣ. Στον όρκο της ΣΤΥΓΑΣ λέει:

Μάρτυρές μου γι’ αυτό είναι η γη και ο πλατύς ουρανός πάνω
και το νερό της ΣΤΥΓΑΣ που κάτω στάζει
[ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ο, στ. 36-37].

Εκανε τους στίχους αυτούς σαν να είχε δει το νερό της ΣΤΥΓΑΣ που στάζει. Παρουσιάζει επίσης στον κατάλογο εκείνων που πήγαν στην Τροία με του ΓΟΥΝΕΑ το νερό του ΤΙΤΑΡΗΣΙΟΥ ως προερχόμενο από την ΣΤΥΓΑ [ΡΑΨΩΔΙΑ Β, 748-755]. Αναφέρει και στον ΑΔΗ ύδωρ της ΣΤΥΓΟΣ, βάζοντας την ΑΘΗΝΑ να λέει πως ο ΖΕΥΣ ξέχασε πως με τη δική της τη βοήθεια μπόρεσε να κρατήσει στη ζωή τον ΗΡΑΚΛΗ κατά τους άθλους του ΕΥΡΥΣΘΕΑ.


εἰ γὰρ ἐγὼ τάδε ᾔδε᾽ ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν
εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο προὔπεμψεν
ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀΐδαο,
οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα.


Αν εγώ το ήξερα αυτό τότε
που τον είχε στείλει στον ΑΔΗ με τις καλοκλεισμένες πύλες
να φέρει από το ΕΡΕΒΟΣ το σκυλί του μισητού ΑΔΗ
δεν θα γλίτωνε από τα φοβερά ρείθρα του ύδατος της ΣΤΥΓΑΣ.
[ΙΛΙΑΔΟΣ Θ, στ. 366-369].>>

Η ΣΤΥΓΑ λοιπόν παρουσιάζεται σαν ΣΤΑΓΟΝΕΣ νερού που πέφτουν από πολύ υψηλό μέρος [βουνο ή βράχο – αιπά ρέεθρα]. Σε πολλες περιπτώσεις το νερό αυτό δημιουργείται από τα χιόνια που μένουν άλιωτα για μεγάλα χρονικά διαστήματα – και το καλοκαίρι – μέσα σε σχισμές των βουνών. Λιώνοντας πάρα πολύ αργά, εμφανίζονται αυλάκια νερού να κυλούν σιγανά, ενώ δεν έχει βρέξει ούτε έχει χιονίσει εκείνες τις ημέρες. Αυτό συμβαίνει και στην περιγραφή του Παυσανία για το ΥΔΩΡ της ΣΤΥΓΟΣ στα Αροάνεια της Πελοποννήσου, που πέφτει στον ποταμό Κράθι [εκβάλλει κοντά στην ΑΚΡΑΤΑ της Αχαϊας].

Στον Τιταρήσιο του Ομήρου, το νερό πέφτει από ψηλά, όπως λέει, αλλά δεν αναμειγνύεται με τον Πηνειό. Επιπλέει [επι-ρρέει] σαν να είναι λάδι. Φαινόταν λοιπόν αυτό το νερό πιο δυνατό, πιο ανθεκτικό, από των άλλων ποταμών που χύνονταν στον Πηνειό και αμέσως αναμειγνύονταν με τα δικά του νερά.

Επειδή το νερό που στάζει αργά από ψηλό βράχο έχει την ιδιότητα να δημιουργεί αυλακιά στον βράχο κατά τον ρουν του προς τη γη, ίσως δεν είναι άσχετη με την λέξη ΣΤΥΓΑ η λέξη για ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ΛΙΘΟΞΟΟΙ και ονομαζόταν ΤΥΚΗ.
Η λέξη ΤΥΚΙΖΩ σήμαινε ΚΟΒΩ ΛΙΘΟΥΣ.

 "Στυγός Όρκος"

Το ποίημα " Στυγός Όρκος" απευθύνεται στους νεκρούς των πολέμων και των λαϊκών αγώνων, που έπεσαν " για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής, που θάρθει μες το φως της θυσίας τους", όπως λέει ο ποιητής...

Κι αν ήμουνα σαν τους αποδημητικούς αετούς,
που σε μιαν άνοιξη μπορούνε
να ταξιδέψουν τις Ινδίες, την Αίγυπτο και την Ελλάδα
κι αν τα πατήματά μου ήτανε κάποτε
σαν των θαλασσινών, π' αφού αρμενίσανε καιρό στον ωκεανό,
ακόμα νιώθουν κάτου από τα πόδια τους τα βουνοκύματά του..

κι αν μονομιά, σα νά' χα πίσω μου τον κόρακα του Αχέρωνα
να λαχανιάζει να με φτάσει,
συμμαζεμένος στον εαυτό μου,
ετοιμαζόμουνα να ορμήσω
πιο πέρα απ' όλους τους κλειστούς ρυθμούς του κόσμου,
το μερτικό μου να γυρέψω απ' τα σκοτάδια
τάχα γιατί το ανάβαλα το μέγα βήμα;

Μα τώρα λέω που Σεις μ' ανοίξατε το δρόμο,
με πάτημα χορού στα ερέβη προχωρώντας,
πολεμιστές μου αθάνατοι,
και πως σιμά Σας
τα σκότη του θανάτου είναι σαν ίσκιος
μεγάλου δέντρου, που κοντά κοντά απλωμένοι
για την Ελλάδα κουβεντιάζουμε, ως Τη βλέπατε την ώρα
που τα μάτια Σας έκλειναν σ' Αυτό τον κόσμο,
τον κόσμο που γκρεμίζονταν, Αυτή για ν' ανατείλει
φωτισμένη απ' τη λάμψη της ψυχής Σας΄
νεκροί αδερφοί μου του βουνού, του πελάου και του κάμπου,
για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής που θα' ρτει
μες το φως της θυσίας Σας, αδερφοί μου !

Πως τώρα πια δε φεύγω από κοντά Σας,
μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας
ζητώ, γιατί έχω κάμει απ' την καρδιά μου,
για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν' αλώνι,
και με κλειστά τα βλέφαρα Σας αγναντεύω
να μπαίνετε ένας ένας στου θανάτου
στο μυστικό χοροστασιό πιασμένοι,
και Σας κοιτάω με σφαλισμένα μάτια,
και δε χορταίνω, δε χορταίνω να Σας βλέπω,
πολεμιστές αθάνατοι, αδερφοί μου,
ολοένα να χορεύετε τον κλέφτικο και το συρτό
πά' στην καρδιά μου !

Από κοντά Σας πια δε φεύγω,
κι αν σημάνουν μερτικό μου
όλα τ' αστέρια
μα εδώ
σ' Εσάς αφήνω την καρδιά μου,
κρυφό χοροστασιό,
πυρά νεκρών μεγάλη,
περιβόλι μαζί και κοιμητήρι΄
ώσπου, χορεύοντας τον κλέφτικο και το συρτό βαθιά της,
μιαν ώρα Εσείς να σπάσετε και τα δεσμά της,
σ' ένα μόνο παλμόν αναγάλλιας,
τον παλμό Σας,
σ' ένα μόνο ρυθμό γυρισμού,
το χορό Σας, τον αιώνιο χορό της Ελλάδας!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου