Είναι αστείο πόσο εύκολα ο άνθρωπος -ακόμη κι ο πιο
θαρραλέος, ενημερωμένος, δυνατός και ανοιχτός σε νέες θεωρήσεις – πόσο εύκολα,
ακαριαία, απορρίπτει τα θέματα που δεν εφάπτονται με αυτά που ο ίδιος θεωρεί
σωστά, πραγματικά, ή αληθινά. Είναι αξιοπερίεργο πόσο αντιδραστικά, ακαριαία,
απότομα, απορρίπτει αυτά που δεν “κουμπώνουν” με τις ήδη παγιωμένες
πεποιθήσεις του, ή με την πολύπαθη λογική του, που την έχει κάνει τσίχλα για να
την προσαρμόζει, κατά πως τον βολεύει.
Μιλώ πόσο εύκολα και χωρίς καν σκέψη δεν συμφωνεί με θέματα, θεωρήσεις,
που ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, απλά διαφωνεί, απορρίπτει, αρνείται να συζητήσει.
…ή μήπως αρνείται κάτι που δεν “γνωρίζει” ακριβώς επειδή
ΓΝΩΡΙΖΕΙ, αλλά σκόπιμα αρνείται, απλά γιατί δεν αντέχει να το αντιμετωπίσει;
Μήπως, γνωρίζει σχετικά με τον τρόμο που περιβάλει την ύπαρξη, αλλά φροντίζει να
τον κρατά, μέσα στα αυστηρά όρια-πλαίσια, που οι άλλοι (ποιοί;) του λένε και με
αυτόν τον τρόπο ξορκίζει τον “δαίμονα”; Μήπως τελικά γνωρίζει και επιλέγει να
μην θυμάται; Χμ!!!
Τι εννοούμε εν τέλει ως
«πραγματικότητα;» [εικ6]Για όσους θεωρούν εαυτούς πραγματιστές,
ρεαλιστές, υπάρχει μια λογικοφανής απάντηση: «Η πραγματικότητα αποτελείται από
τα πράγματα – τραπέζια, καρέκλες, σπίτια, πλανήτες, ζώα, ανθρώπους κ.ο.κ. – τα
οποία είναι φτιαγμένα από «ύλη». Θα συμπεριλαμβάναμε ίσως σε αυτά και μερικές
πιο αφηρημένες έννοιες όπως ο χώρος και ο χρόνος, και θα αναφερόμασταν στο
σύνολο όλων αυτών των «πραγματικών» πραγμάτων με τον όρο «το Σύμπαν». Αρκεί να
ξεχάσουμε πως υπάρχουν φρακταλικά Απειρα Σύμπαντα.
Πραγματικότητα είναι η κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά
υπάρχουν και όχι όπως τα φανταζόμαστε ή θα μπορούσαν να είναι. Στην πιο
διευρυμένη του έννοια ο όρος πραγματικότητα περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν είτε
αυτά είναι παρατηρήσιμα είτε όχι. Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία χρησιμοποιεί 4
έννοιες ώστε να ξεχωρίζει τι αποτελεί μέρος της πραγματικότητας, δηλαδή τι
αποτελεί πραγματικό φαινόμενο.
*Φαινομενολογική πραγματικότητα
*Αλήθεια
*Γεγονός
*Αξίωμα
*Αλήθεια
*Γεγονός
*Αξίωμα
Φαινομενολογική
πραγματικότητα: Αναφέρεται στην αντίληψη του κόσμου από ένα και μόνο
όν. Η φόρμα αυτή της πραγματικότητας βασίζεται καθαρά στην προσωπική αντίληψη
του όντος από πολύ απλά πράγματα, όπως σχήματα, χρώματα κτλ. μέχρι σύνθετες
έννοιες. Οι φαινομενολογικές πραγματικότητες πολλών ανθρώπων μπορούν να μοιάζουν
ή να συμπίπτουν ή να είναι εντελώς διαφορετικές. Παράδειγμα: Η εντύπωση ότι η Γη
είναι επίπεδη, πολύγωνη ή στρογγυλή.
Αλήθεια: Όταν δύο
ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου τότε
δημιουργείται μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την αίσθηση που δημιουργεί.
Όταν αυτό συμβαίνει για ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων τότε αναπτύσσεται η έννοια
της αλήθειας, δηλαδή η κοινή σύμβαση ότι ένα φαινόμενο το αντιλαμβάνονται όλοι
όμοια. Παράδειγμα: Δύο διαφορετικά σύνολα μπορούν να έχουν διαφορετικές κοινές
αλήθειες. Οι μεν να λένε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος και οι δε ότι ο ουρανός
είναι μπλε, αλήθεις και οι δυό. Γι αυτό οι αλήθεις των θρησκειών βασίζονται στις
συμφωνίες με τους πιστούς – πρόβατα και είναι τόσες αλήθειες, όσες και οι
ανθρωποι που τις απαρτίζουν. [εικ.3]
Γεγονός: Γεγονός
αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να κριθεί υποκειμενικά και έχει έναν
οικουμενικό χαρακτήρα. Παράδειγμα: Ο Ήλιος είναι το κέντρο του Ηλιακού μας
συστήματος.
Αξίωμα: Αξίωμα
είναι μια αυτο-αποδεικνυούμενη πραγματικότητα. Αποτελεί την βάση πάνω στην οποία
περαιτέρω υποθέσεις γίνονται. Παράδειγμα: 1 + 1 = 2. Αφού 1 + 1 = 2 τότε 1 + 1 +
1 = 2 + 1. κλπ.
Υπάρχει και η μεταφυσική (μετα τα φυσικά) πλευρά της
πραγματικότητας, μα ας μείνουμε στην λεγόμενη λογικοφανώς, φυσική
πραγματικότητα.
Μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι πέραν πάσης αμφιβολίας,
ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι απλώς αποκύημα της φαντασίας μας;
Ορισμένοι θα μπορούσαν να αντιτάξουν ωστόσο ότι αυτή δεν είναι ολόκληρη η
πραγματικότητα. Το ζήτημα που τίθεται κυρίως είναι αυτό της πραγματικότητας του
μυαλού μας. Δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τις συνειδητές εμπειρίες ως κάτι
πραγματικό; Ή έννοιες όπως η αλήθεια, η αρετή ή η ομορφιά;
Ορισμένοι πραγματιστές μπορεί να υιοθετήσουν μια πεισματικά
υλιστική άποψη και να θεωρήσουν τη νοητική ικανότητα και όλα τα χαρακτηριστικά
της δευτερεύοντα, σε σχέση με ό,τι είναι υλικά πραγματικό. Οι νοητικές μας
καταστάσεις στο κάτω κάτω αποτελούν απλώς τα εμφανή χαρακτηριστικά της
κατασκευής και της συμπεριφοράς του «υλικού» εγκεφάλου μας. Συμπεριφερόμαστε με
συγκεκριμένους τρόπους επειδή ο εγκέφαλός μας ενεργεί σύμφωνα με τους φυσικούς
νόμους – τους ίδιους νόμους στους οποίους υπακούουν όλα τα πράγματα που είναι
φτιαγμένα από φυσική ύλη.
Η συνειδητή νοητική εμπειρία επομένως δεν έχει άλλη
πραγματικότητα πέρα από την πραγματικότητα της ύλης που προκαλεί την ύπαρξή της.
Παρ’ ότι ακόμη δεν έχει κατανοηθεί πλήρως, είναι απλώς ένα «επιφαινόμενο» το
οποίο δεν έχει καμία επιπρόσθετη επιρροή, πέραν των επιταγών των φυσικών αυτών
νόμων, στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο οργανισμός μας.
Ορισμένοι φιλόσοφοι υιοθετούν εντελώς αντίθετη άποψη,
υποστηρίζοντας ότι το πρωτεύον στοιχείο είναι αυτή καθαυτή η συνειδητή
εμπειρία. Από αυτή την οπτική γωνία η «εξωτερική πραγματικότητα» η οποία
φαίνεται να συνθέτει το περιβάλλον αυτής της εμπειρίας, πρέπει να εκληφθεί ως
δευτερεύουσα κατασκευή η οποία εξάγεται από τα συνειδητά αισθητικά δεδομένα.
Ορισμένοι θα μπορούσαν ακόμη και να προτάξουν την άποψη ότι η συνειδητή εμπειρία
του καθενός από εμάς ξεχωριστά πρέπει να θεωρείται πρωτεύουσα και ότι οι
εμπειρίες των άλλων είναι απλώς πράγματα τα οποία πρέπει να εξαχθούν τελικά από
τα αισθητικά δεδομένα του καθενός από εμάς.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσει η λογική πώς η
εκπληκτική ακρίβεια που παρατηρούμε στις διεργασίες του φυσικού κόσμου, μπορεί
να έχει τη βάση της στους στοχασμούς οποιουδήποτε ανθρώπου. Η μηπως μπορεί; Το
γεγονός του ότι δεν μπορεί να το κατανοήσει η υπερτιμημένη λογική, δεν σημαίνει
και τίποτα. [εικ. 4.5.6.]
Ακόμη και αν δεν υιοθετήσει κανείς αυτή την παράξενη βάση και θεωρήσει ως πρωτεύουσα πραγματικότητα το σύνολο όλων των συνειδητών εμπειριών, εξακολουθούν να υπάρχουν λογικοφανείς αντιρρήσεις. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η «εξωτερική πραγματικότητα» είναι απλώς κάτι το οποίο αναδεικνύεται από ένα είδος πλειοψηφικής επικράτησης μεταξύ των προσωπικών συνειδητών εμπειριών όλων μας συνολικά. Α χα !!! Μα κάτι τέτοιο μας λέει η Κβαντική και η θεωρία της περι του «ο παρατηρητής επηρεάζει και δημιουργεί το παρατηρούμενο».
Μια τέτοιου είδους ανάδειξη της πραγματικότητας έχει όλη την
δύναμη και την ακρίβεια που βλέπουμε έξω από εμάς να απλώνεται στο Άπειρο και
προς όλες τις κατευθύνσεις στον χώρο και στον χρόνο, και προς τα μέσα, σε
απειροελάχιστα επίπεδα τα οποία δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις ή
την νόηση μας. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτούνται πολλών διαφορετικών ειδών
όργανα ακριβείας για να εξερευνήσουμε τα Σύμπαντα σε ένα τεράστιο φάσμα
διαφορετικών κλιμάκων και είναι απόλυτα αμφίβολο αν θα το καταφέρουμε ποτέ εμείς
οι άνθρωποι.
Βεβαίως υπάρχει ένα
μυστήριο γύρω από αυτή καθαυτή τη συνειδητότητα και το πώς αυτή μπορεί
να προκύπτει από τους φαινομενικά απολύτως υπολογιστικούς, χωρίς συναίσθημα και
εντελώς απρόσωπους νόμους της φυσικής που φαίνονται να διέπουν τη συμπεριφορά
όλων των υλικών πραγμάτων. Και όμως, από τους θεμελιώδεις νόμους της φυσικής που
γνωρίζουμε – και δεν τους γνωρίζουμε ακόμη όλους και δεν είναι όλοι τους πάντοτε
παρόντες– ορισμένοι είναι ακριβείς σε εκπληκτικό βαθμό, ξεπερνώντας κατά πολύ
την ακρίβεια των άμεσων εμπειριών των αισθήσεών μας ή των συνδυασμένων
υπολογιστικών ικανοτήτων όλων των συνειδητών ανθρώπων στη σφαίρα της
ανθρωπότητας.
Ενα παράδειγμα θεωρίας εξαιρετικού βάθους και ακρίβειας είναι
εκπληκτικά ακριβή θεωρία του Νεύτωνα για τη βαρύτητα, η οποία ξεπερνά σε
ακρίβεια ακόμη και την γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Στην πλευρά
της κλίμακας των μεγεθών υπάρχει πλήθος πολύ ακριβών παρατηρήσεων οι οποίες
δίνουν αναρίθμητες επιβεβαιώσεις της ακρίβειας της Θεωρίας των Κβάντων και της
γενίκευσής της στη σχετικιστική κβαντική θεωρία πεδίου, που μας δίνει την
κβαντική ηλεκτροδυναμική. Από την ακόμη πιο άλλη πλευρά, έχουμε την θεωρία του
χάους, της τυχαιότητας και των φράκταλς που έρχεται να ανακατέψει όλα όσα ήδη
γνωρίζουμε – σε μια κβαντική σούπα- κάθε τάξη και κάθε πραγματικότητα.
Κάτι σημαντικό το οποίο πρέπει να τονιστεί σχετικά με αυτές τις φυσικές θεωρίες είναι ότι όχι μόνο είναι εξαιρετικά -σχετικά- ακριβείς αλλά και το ότι βασίζονται σε ιδιαίτερα εξελιγμένα μαθηματικά. Είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι ο ρόλος των μαθηματικών στη θεμελιώδη φυσική κβαντική ή χαοτική θεωρία είναι απλώς οργανωτικός, ότι οι οντότητες που αποτελούν τον κόσμο απλώς συμπεριφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι θεωρίες μας δεν είναι παρά προσπάθειες – μερικές φορές σχεδόν επιτυχημένες – να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα δεν θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη μαθηματική τάξη στον κόσμο, εμείς επιβάλλουμε, υπό μίαν έννοιαν, αυτή την τάξη περιγράφοντας με περίτεχνους μαθηματικούς τύπους, όποιες πλευρές της συμπεριφοράς του κόσμου μπορούμε να κατανοήσουμε και οι όποιες δεν γνώσεις μας ουτε καν προσεγγίζουν μόλις το 4%
Αυτή η αντίληψη δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την εκπληκτική
ακρίβεια που διαπιστώνουμε στη συμφωνία ανάμεσα στις σπουδαιότερες θεωρίες της
φυσικής που «γνωρίζουμε» και στη συμπεριφορά του υλικού Σύμπαντός στα πλέον
θεμελιώδη επίπεδά του.
Ας πάρουμε, ως ένα άλλο παράδειγμα, την πιθανόν οικουμενική
φυσική δύναμη, τη βαρύτητα. Αυτή λειτουργεί στα πιο απομακρυσμένα σημεία
-πιθανόν- του Διαστήματος, όμως ήδη από τον 17ο αιώνα ο Νεύτων είχε ανακαλύψει
ότι υπέκειτο σε έναν υπέροχα απλό μαθηματικό τύπο. Ο τύπος αυτός αργότερα
αποδείχθηκε ότι παραμένει ακριβής κατά δεκάδες χιλιάδες φορές περισσότερο από
την ακρίβεια παρατήρησης που μπορούσε να επιτευχθεί στην εποχή του Νεύτωνα. Ο
Νεύτωνας χρειάστηκε να εισαγάγει τις διαδικασίες του λογισμού των ροών για να
διατυπώσει τη Θεωρία της Βαρύτητας. Ας διευκρινίσουμε ότι, η αυξημένη ακρίβεια
διαπιστώθηκε μόνο αφότου οι θεωρίες είχαν διατυπωθεί, αποκαλύπτοντας μια
εναρμόνιση ανάμεσα στη φυσική συμπεριφορά στο βαθύτερο επίπεδό της και σε έναν
ωραίο, περίτεχνο μαθηματικό τύπο.
Αν, όπως υπονοείται από αυτό, τα μαθηματικά βρίσκονται
πράγματι ήδη στη συμπεριφορά των φυσικών πραγμάτων και δεν τα επιβάλλουμε εμείς,
τότε πρέπει να ρωτήσουμε ξανά, ποια είναι πραγματικά η υπόσταση αυτής της
«πραγματικότητας» που βλέπουμε γύρω μας; Από τι τελικά αποτελείται το πραγματικό
τραπέζι στο οποίο κάθομαι αυτή τη στιγμή; Είναι φτιαγμένο από ξύλο, εντάξει,
αλλά από τι είναι φτιαγμένο το ξύλο; Ε, από ίνες οι οποίες κάποτε ήταν ζωντανά
κύτταρα. Και αυτά; Από μόρια τα οποία αποτελούνται από μεμονωμένα άτομα. Και τα
άτομα; Εχουν πυρήνες, που αποτελούνται από πρωτόνια και νετρόνια τα οποία
συγκρατούνται από ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις. [εικ.2.4.5.]
Γύρω από αυτούς τους πυρήνες περιφέρονται ηλεκτρόνια τα οποία
συγκρατούνται από τις σημαντικά ασθενέστερες ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο βαθιά, τα πρωτόνια και τα νετρόνια θεωρείται ότι
αποτελούνται από ακόμη πιο στοιχειώδη συστατικά, τα κουάρκ, τα οποία
συγκρατούνται από άλλα σωματίδια, τα λεγόμενα γκλουόνια. Τι είναι όμως ακριβώς
τα ηλεκτρόνια, τα κουάρκ κ.ο.κ.; Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτό το
στάδιο είναι απλώς να παραπέμψουμε στις μαθηματικές εξισώσεις τις οποίες αυτά
ικανοποιούν, δηλαδή για τα ηλεκτρόνια και τα κουάρκ στην εξίσωση του Ντιράκ.
Αυτό που διακρίνει ένα κουάρκ από ένα ηλεκτρόνιο είναι οι
πολύ διαφορετικές μάζες τους και το γεγονός ότι τα κουάρκ συμμετέχουν σε
αλληλεπιδράσεις – ιδιαίτερα στις λεγόμενες «ισχυρές» αλληλεπιδράσεις – στις
οποίες τα ηλεκτρόνια δεν αντιδρούν. Τι είναι τα γκλουόνια; Σωματίδια «βαθμίδας»
τα οποία διοχετεύουν την ισχυρή δύναμη – η οποία και πάλι με τη σειρά της είναι
μια έννοια που μπορεί να εννοηθεί μόνο με τους μαθηματικούς όρους που
χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της.
Ακόμη και αν δεχθούμε ότι ένα ηλεκτρόνιο, ας πούμε, μπορεί να
εννοηθεί απλώς ως οντότητα η οποία αποτελεί τη λύση μιας μαθηματικής εξίσωσης,
πώς ξεχωρίζουμε αυτό το ηλεκτρόνιο από ένα άλλο ηλεκτρόνιο; Εδώ έρχεται να μας
βοηθήσει μια θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής. Πρεσβεύει ότι όλα τα
ηλεκτρόνια είναι αδιάκριτα το ένα από το άλλο, δεν μπορούμε να μιλάμε για το
τάδε ή το δείνα ηλεκτρόνιο αλλά μόνο για το σύστημα το οποίο αποτελείται, για
παράδειγμα, από ένα ζεύγος ηλεκτρονίων ή από μια τριάδα ή μια τετράδα κ.ο.κ.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα κουάρκ, τα γκλουόνια και κάθε άλλο συγκεκριμένο
είδος σωματιδίου. Η κβαντική πραγματικότητα είναι παράξενη και απολύτων μυστήρια
από αυτή την άποψη.
Η αλήθεια είναι ότι η κβαντική πραγματικότητα είναι παράξενη
από πολλές απόψεις. Τα ατομικά κβαντικά σωματίδια μπορούν ταυτοχρόνως να
βρίσκονται σε δύο διαφορετικά σημεία – ή και τρία ή και τέσσερα ή και να
απλώνονται σε μια ολόκληρη περιοχή, να χορεύουν σαν ένα κύμα. Πράγματι, η
«πραγματικότητα» που η κβαντική θεωρία μας περιγράφει, απέχει τόσο πολύ από αυτό
στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι ώστε πολλοί κβαντικοί θεωρητικοί μας λένε να
ξεχάσουμε την έννοια της πραγματικότητας, όταν εξετάζουμε τα φαινόμενα στην
κλίμακα των στοιχειωδών σωματιδίων, των ατόμων, ακόμη και των μορίων. Αυτό
φαίνεται μάλλον δύσκολο, ιδιαίτερα όταν μας λένε επίσης ότι η κβαντική
συμπεριφορά διέπει όλα τα φαινόμενα και ότι ακόμη και μεγαλύτερης κλίμακας
αντικείμενα, τα οποία αποτελούνται από κβαντικά συστατικά, υπόκεινται και αυτά
στους ίδιους κβαντικούς κανόνες.
Πού σταματάει η κβαντική
μη πραγματικότητα και αναλαμβάνει τη σκυτάλη η φυσική πραγματικότητα που
γνωρίζουμε; Ποιά από τις δύο είναι η φυσική και ποιά η μη φυσική;
Η σημερινή κβαντική θεωρία δεν έχει απάντηση σε αυτό το
ερώτημα. Μια άποψη σχετικά με αυτό – και υπάρχουν πολλές άλλες απόψεις – είναι
ότι η σημερινή κβαντική θεωρία δεν είναι ακριβώς ολοκληρωμένη και ότι καθώς τα
αντικείμενα που εξετάζουμε γίνονται μεγαλύτερα οι αρχές της γενικής Νευτώνιας
φυσικής αρχίζουν να συγκρούονται με αυτές της κβαντικής μηχανικής και τότε
αρχίζει να αναδεικνύεται μια πραγματικότητα η οποία πλησιάζει περισσότερο στις
δικές μας εμπειρίες. Πρέπει ωστόσο να γνωρίζουμε πως, η κβαντική μηχανική όπως
είναι διατυπωμένη σήμερα δεν έχει καμία απόδειξη παρατήρησης εναντίον της και
όλες οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παραμένουν στο στάδιο της εικασίας.
Όταν κοιτάζουμε το Σύμπαν στο επίπεδο των κβάντα ή στις
τεράστιες διαστάσεις στις οποίες γίνονται ορατές οι επιδράσεις της γενικής
φυσικής, τότε η πραγματικότητα του κοινού νου, των καρεκλών, των τραπεζιών και
των άλλων υλικών πραγμάτων φαίνεται να εξαφανίζεται, να αντικαθίσταται από μια
βαθύτερη πραγματικότητα η οποία κατοικεί στον κόσμο των μαθηματικών. Τα
μαθηματικά μοντέλα μας για τη φυσική πραγματικότητα απέχουν πολύ από το να είναι
πλήρη, μας προσφέρουν όμως τύπους οι οποίοι απεικονίζουν την φυσική
πραγματικότητα με σχετικά μεγάλη ακρίβεια – μια ακρίβεια η οποία ξεπερνά κατά
πολύ την ακρίβεια οποιασδήποτε περιγραφής που δεν υπόκειται στα μαθηματικά, αλλά
στις αφηρημένες λέξεις.
Θεωρούμε ότι αυτές οι ήδη αξιοθαύμαστες μαθηματικές απεικονίσεις, αν βελτιωθούν, τότε ακόμη πιο κομψά και δεξιοτεχνικά μαθηματικά σχήματα θα βρεθούν για να αντικατοπτρίσουν την πραγματικότητα με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια. Θα μπορούσαν οι μαθηματικές οντότητες να κατοικούν σε έναν δικό τους κόσμο, τον αφηρημένο πλατωνικό κόσμο των μαθηματικών τύπων;
Αυτή είναι μια ιδέα η οποία δεν ξενίζει πολλούς μαθηματικούς.
Σε αυτή την απεικόνιση οι αλήθειες που οι μαθηματικοί αναζητούν βρίσκονται ήδη
«εκεί» και η μαθηματική έρευνα μπορεί να συγκριθεί με την αρχαιολογία, έργο του
μαθηματικού είναι να αναζητήσει αυτές τις αλήθειες εν είδει μάλλον ανακάλυψης
και όχι επινόησης. Για έναν πλατωνικό μαθηματικό δεν είναι τόσο παράλογο να
αναζητεί την τελική εστία της φυσικής πραγματικότητας μέσα στον κόσμο του
Πλάτωνα. Αυτό δεν είναι αποδεκτό από όλους, αλλά είναι μια πραγματικότητα.
Δεν κατανοούμε, γιατί η φυσική συμπεριφορά αντικατοπτρίζεται
με τόση ακρίβεια στον Πλατωνικό (Πυθαγόρειο για την ακρίβεια) κόσμο, ούτε πώς η
συνειδητή νοητική ικανότητα φαίνεται να αναδύεται όταν φυσικά υλικά, όπως αυτά
που υπάρχουν σε έναν υγιή ανθρώπινο εγκέφαλο που βρίσκεται σε εγρήγορση,
οργανώνονται με τον κατάλληλο τρόπο. Ούτε επίσης κατανοούμε πραγματικά πώς αυτή
η συνειδητότητα, όταν κατευθύνεται προς την κατανόηση των μαθηματικών
προβλημάτων, είναι ικανή να μαντεύει τη μαθηματική αλήθεια.
Τι μας λέει αυτό για τη φύση της φυσικής πραγματικότητας; Μας
λέει ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σωστά το ζήτημα αυτής της
πραγματικότητας αν δεν κατανοήσουμε τη σύνδεσή του με τις άλλες δύο
πραγματικότητες, τη συνειδητή νοητική ικανότητα και τον υπέροχο κόσμο των
μαθηματικών.
Πολλοί φιλόσοφοι, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν το λογικοφανές,
ότι τα μαθηματικά δηλ. αποτελούνται απλώς από εξιδανικευμένες νοητικές έννοιες
και αν θεωρηθεί ότι ο κόσμος των μαθηματικών αναδύεται από το μυαλό μας, τότε
φθάνουμε σε έναν φαύλο χαοτικό / φρακταλικό κύκλο, [εικ 1]το μυαλό μας αναδύεται
από τον – φυσικό – εγκέφαλό και οι απολύτως ακριβείς φυσικοί νόμοι που διέπουν
αυτή τη λειτουργία θεμελιώνονται στα μαθηματικά που απαιτεί ο εγκέφαλός μας για
την ύπαρξή του. Σαν το γνωστό «η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα» !!!
Χρειάζεται να εντρυφήσουμε σε αυτό το άμεσο παράδοξο
παραχωρώντας όμως και στον Πυθαγόρειο μαθηματικό κόσμο τη δική του, εκτός χρόνου
και τόπου, ύπαρξη, αλλά επιτρέποντάς του παράλληλα να μας είναι προσιτός μέσω
της νοητικής δραστηριότητας. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε με την λογική -έστω και
με την μη λογική των Κβάντα- τρία διαφορετικά είδη πιθανής πραγματικότητας.
Την φυσική, τη νοητική και την Πυθαγόρεια-μαθηματική, με μια (ως τώρα) βαθιά
μυστηριώδη και παράξενη σχέση ανάμεσα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου