Όλες οι κωμωδίες που ο Αριστοφάνης διδάσκει στην πρώτη επταετία της καριέρας του (427-421 π.Χ.) μπορούν να χαρακτηριστούν «πολιτικές», αφού ακόμη και εκείνες που έχουν εκ πρώτης όψεως θέματα παρμένα από την «ιδιωτική» ζωή των αστών (αν και η έννοια του ιδιωτικού στην αρχαιότητα δεν ταυτίζεται με τη σύγχρονη) ή που διακωμωδούν – και πάλι prima vista – το πνευματικό περιβάλλον της εποχής, είναι βαθιά πολιτικές, με την έννοια ότι εν τέλει και αυτές αγγίζουν την ουσία του ερωτήματος «τι είναι αυτό που κάνει μια κοινωνία και μια πολιτεία υγιή». Για να κατανοήσουμε λοιπόν τους Σφήκες, πρέπει να αντιληφθούμε το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο η κωμωδία διδάσκεται και κυρίως την αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος που επέρχεται στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Περικλή.
Περικλής και “Δημαγωγοί”
Ο Περικλής υπήρξε ένα από τα θύματα του μεγάλου λοιμού της Αθήνας. Πεθαίνει το 429 π.Χ. Μπορεί μεν η εικόνα που έχουμε για τον Αθηναίο πολιτικό να είναι κάπως εξιδανικευμένη (ακόμη και στον Θουκυδίδη διαφαίνονται ψήγματα κριτικής), η παρουσία του όμως στην αθηναϊκή ηγεσία για σχεδόν τρεις δεκαετίες αποτελούσε στοιχείο σταθερότητας. Ο Περικλής ήλεγχε απόλυτα το αθηναϊκό κράτος (σε σημείο που ο Θουκυδίδης, θαυμαστής του κατά τα άλλα, μίλησε για ενός ἀνδρός ἀρχήν). Εκπροσωπούσε επίσης ένα είδος συνέχειας και αρμονίας ανάμεσα στο δημοκρατικό πολίτευμα και τις παλαιές, αριστοκρατικές οικογένειες, ενώ η στάση του τόσο έναντι των Σπαρτιατών όσο και έναντι των συμμάχων (στην ουσία, υποτελών) της Αθήνας ήταν σαφώς πιο μετριοπαθής και φρόνιμη συγκριτικά με ό,τι ακολούθησε τον θάνατό του.
Με τον θάνατο του Περικλή εκλείπει από την Αθήνα ο «προφανής» ηγέτης. Στο προσκήνιο έρχονται πολιτικοί, τους οποίους οι σύγχρονές τους (συντηρητικές) πηγές – συμπεριλαμβανομένου του Αριστοφάνη, αλλά και του Θουκυδίδη – χρωματίζουν αρνητικά. Είναι οι γνωστοί «δημαγωγοί».
Ο όρος δεν είχε τη σημερινή του χροιά. Κυριολεκτικά σήμαινε «λαϊκοί ηγέτες». Αν και η περιγραφή δημαγωγός μπορούσε να αποδοθεί και στον ίδιο τον Περικλή ή άλλους μετριοπαθείς πολιτικούς της εποχής, όπως ο Νικίας, κατέληξε να περιγράφει κυρίως ανθρώπους που δεν προέρχονταν από τις παραδοσιακές οικογένειες, είχαν έρθει στο πολιτικό προσκήνιο χάρη στην οικονομική τους δύναμη και που χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέσα που θα χαρακτηρίζαμε «λαϊκιστικά», προκειμένου να εξασφαλίζουν την εύνοια των μαζών και να προωθούν πολιτικές, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο πόλεμος με τη Σπάρτη αλλά και η απάνθρωπη συχνά σκληρότητα κατά των υπολοίπων μελών της Δηλιακής Συμμαχίας, οι οποίες – και πάλι σύμφωνα με τους ιδεολογικούς και πολιτικούς αντιπάλους τους – σκοπό δεν είχαν την εξυπηρέτηση των αθηναϊκών συμφερόντων αλλά τη διαιώνιση της δικής τους πολιτικής κυριαρχίας, η οποία ήταν για τους ίδιους πηγή εξουσίας και πλούτου.
Οι δύο κατεξοχήν δημαγωγοί είναι ο Κλέων και ο Υπέρβολος. Οι τρεις από τις τέσσερις παλαιότερες σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη (Αχαρνείς, Ιππείς, Σφήκες) σχετίζονται με την επιρροή που ασκούν (και τη βλάβη που προκαλούν) στην Αθήνα οι δημαγωγοί και ιδίως ο Κλέων. Στους μεν Αχαρνείς ο Αριστοφάνης εξετάζει την καπήλευση του πολέμου, δηλαδή την υποταγή της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας στις ποταπές επιδιώξεις των ολίγων, στους δε Σφήκες τη διάβρωση της ίδιας της εσωτερικής λειτουργίας του κράτους και κατ᾽ επέκταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο ΚΛΕΩΝ
Ο Κλέων καταγόταν από οικογένεια βυρσοδεψών. Δηλαδή, ήταν μεν πλούσιος, αλλά δεν προερχόταν από την παλαιά γαιοκτημονική τάξη, όπως ο Περικλής. Όσο ζούσε ο Περικλής, ο Κλέων, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (μεταγενέστερη, αλλά αξιόπιστη πηγή), λειτουργούσε ως ένας από τους πρωτοστάτες της αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα, ο Κλέων εναντιωνόταν στην πολιτική της σχετικά παθητικής αντίστασης στους Σπαρτιάτες, που εκπροσωπούσε ο Περικλής και που οδήγησε στην καταστροφή της αττικής υπαίθρου (γεγονός το οποίο επικρίνουν καυστικά οι Αχαρνείς) αλλά είχε και ως παράπλευρη συνέπεια τον λοιμό που αφαίρεσε τη ζωή του μεγάλου πολιτικού ανδρός.
Η πρώτη σημαντική ηγετική παρουσία του Κλέωνα στην αθηναϊκή πολιτική συνδέεται με ένα έγκλημα πολέμου, το οποίο αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή: στα 427, ο Κλέων έπεισε την Εκκλησία να καταστρέψει τη σύμμαχο πόλη Μυτιλήνη, που στασίασε, και να υποδουλώσει τους κατοίκους της. Το ψήφισμα ευτυχώς ακυρώθηκε μια μέρα μετά, εφόσον επικράτησαν ψυχραιμότερες φωνές. Παρόμοιο ψήφισμα ο Κλέων πρότεινε και κατά της Σκιώνης το 423 π.Χ., το οποίο υλοποιήθηκε με την άλωση της πόλης στα 421, αφού ο ίδιος ο Κλέων είχε σκοτωθεί.
Ο Κλέων έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της Σφακτηρίας (425 π.Χ.), τη σημαντικότερη ίσως επιτυχία των Αθηναίων κατά των Σπαρτιατών κατά τον Αρχιδάμειο Πόλεμο, γεγονός που αύξησε το κύρος και την επιρροή του στην πόλη. Πιθανότατα πρωτοστάτησε και στην επιτυχή ψήφιση του νόμου που διπλασίασε τον φόρο των συμμάχων στα 424 π.Χ. Ο Κλέων σκοτώθηκε στη μάχη της Αμφίπολης το 422 π.Χ. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, επίσης υπέρμαχος του πολέμου μέχρις εσχάτων. Οι θάνατοι των δύο κατέστησαν εφικτή τη λεγόμενη «Ειρήνη του Νικία» στα 421 π.Χ.
ΚΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
Τόσο ο Αριστοφάνης όσο και ο Θουκυδίδης περιγράφουν τον Κλέωνα ως ικανό, αλλά τραχύ και χυδαίο ρήτορα, που επιδιδόταν σε ακρότητες τόσο ως προς τις υποσχέσεις του προς τον λαό όσο και ως προς τις κατηγορίες που εξακόντιζε κατά των αντιπάλων του.
Οι Σφήκες είναι το δεύτερο κατά σειρά έργο του Αριστοφάνη στο οποίο μετά βεβαιότητας ο ποιητής επιτίθεται κατά του Κλέωνα. Το πρώτο ήταν οι Ιππείς του 424 π.Χ., στο οποίο ο Κλέων «κρυβόταν» (όχι και τόσο καλά J ) πίσω από τον Παφλαγόνα, τον δούλο που παρέσυρε το αφεντικό του, τον Δήμο, σε ένα σωρό λανθασμένες ενέργειες και αποφάσεις. Η χαμένη κωμωδία του Αριστοφάνη Βαβυλώνιοι (426 π.Χ.) είχε ήδη προκαλέσει το ενδιαφέρον του Κλέωνα, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του ποιητή, τον έσυρε στα δικαστήρια κατηγορώντας τον ότι συκοφάντησε με το έργο του το αθηναϊκό κράτος. Δεν είναι βέβαιο αν στους Βαβυλωνίους πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Κλέων, αν και αναφορές σε αυτόν προφανώς γίνονταν.
ΦΙΛΟΚΛΕΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΔΕΛΥΚΛΕΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΦΗΚΕΣ
Η σύγκρουση μεταξύ Φιλοκλέωνα και Βδελυκλέωνα στους Σφήκες μπορεί να διαβαστεί σε ποικίλα επίπεδα: ως οικογενειακή διαμάχη πατέρα και γιου, ως έκφανση του περίφημου «χάσματος των γενεών», ως ταξική σύγκρουση, εφόσον ο Βδελυκλέων κινείται ανάμεσα στην ελίτ και υιοθετεί τους τρόπους της, ενώ ο Φιλοκλέων είναι αμετανόητα «λαϊκός» και, όπως αποδεικνύεται, αθεράπευτα «αγροίκος». Παρά ταύτα ο Αριστοφάνης, με τρόπο που μας εκπλήσσει, αφού στον Πρόλογο δηλώνει εμφατικά ότι η κωμωδία του αυτή «δεν θα πετσοκόψει πάλι το ίδιο πρόσωπο», την παρουσιάζει ως σύγκρουση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο «που αγαπά τον Κλέωνα» και κάποιον «που τον βδελύσσεται».
Ο λόγος βεβαίως είναι αυτός: η στάση έναντι του Κλέωνα εκφράζει συνεκδοχικά την τοποθέτηση του καθενός Κωμικού Ήρωα στους τρεις πιο πάνω άξονες. Η στάση έναντι του Κλέωνα είναι στάση ζωής, στάση πολιτικής και στάση ηθικής. Ο Κλέων ήταν «ο βιαιότερος Αθηναίος της εποχής του» και ως εκ τούτου άνθρωπος εξορισμού διχαστικός. Τόσο η εσωτερική του πολιτική, η στάση του απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους, όσο και η εξωτερική του πολιτική, η τοποθέτησή του έναντι των Λακεδαιμονίων και του πολέμου, παρήγαν σκληρές διενέξεις και βαθιά ρήγματα. Τη διχαστικότητα του Κλέωνα και των ομοίων του αποτυπώνει η διαίρεση που ο Κλέων επιφέρει όχι πλέον σε επίπεδο πόλεως αλλά σε επίπεδο οἴκου, δηλαδή στην πυρηνική μονάδα της πόλης. Αυτή η διάσπαση, η διασάλευση της τάξης, καθιστά τον Κλέωνα, αν και ο ίδιος δεν εμφανίζεται ως χαρακτήρας στο έργο, ως τον βασικό Ανταγωνιστή, τον κύριο εχθρό της Κωμωδίας, που από τη φύση της προωθεί τη σύνθεση, την αναγέννηση, την αρμονία.
Σχηματικά μεν αλλά χαρακτηριστικά, ο Κλέων παρουσιάζεται να διεκδικεί ως οπαδούς (και κατ᾽ ουσίαν ως θύματά του) ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, κατώτερης τάξεως και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Οι φτωχοί γέροντες, που τους αρέσει η μουσική του παλαιού τραγικού ποιητή Φρύνιχου, είναι περήφανοι που «δεν ξέρουν να παίζουν την κιθάρα» ή να φέρονται κομψεπίκομψα στο συμπόσιο, δηλαδή που δεν γνωρίζουν τους τρόπους της ελίτ, αποτελούν εύκολη λεία για τον Κλέωνα, καθώς δελεάζονται από τις παροχές που τους εξασφαλίζει (όπως είναι το δικαστικό αντιμίσθιο) – ελάχιστες παροχές σε σχέση με τα οφέλη που αποκομίζει ο ίδιος ο Κλέων.
Επιπρόσθετα, αν και αυτό δεν καθίσταται εντελώς σαφές στους Σφήκες (το αντιλαμβανόμαστε, όμως, αν κάνουμε τους απαραίτητους συσχετισμούς π.χ. με τους Αχαρνείς), οι γέροντες, που συμβατικά τοποθετούνται στη γενιά των «Μαραθωνομάχων» (δηλαδή είναι περίπου 80 χρόνων), βλέπουν στον Κλέωνα τον άνθρωπο που δείχνει να έχει αυτό που ο χορός ονομάζει «κεντρί», δηλαδή με τον «δυναμισμό», το «σφρίγος» και την «ορμή» του μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντα του αθηναϊκού κράτους έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών του εχθρών, όπως η «Σπουδαιότερη Γενιά» των Αθηνών προστάτευσε την Αθήνα έναντι των βαρβάρων και επεξέτεινε την αθηναϊκή επιρροή σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Πάνω από όλα, όμως, ο «φιλοκλεωνισμός» παρουσιάζεται ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθολογίας που ρίζωσε στην πόλη της Αθήνας και που δεν είναι εύκολο να την ξεριζώσει η κωμωδία, όπως σημειώνει ο Βδελυκλέωνας στον Επιρρηματικό Αγώνα. Ο φιλοκλεωνισμός οφείλεται στην αδυναμία των Αθηναίων να κρίνουν, να συγκρίνουν και να διακρίνουν – κεντρικό και επανερχόμενο θεματικό ρεύμα στις κωμωδίες που γράφει ο Αριστοφάνης κατά τη διάρκεια του Αρχιδαμείου Πολέμου. Ο Φιλοκλέων είναι ο μέσος Αθηναίος και ο φιλοκλεωνισμός η ασθένειά του.
Εδώ αντιλαμβανόμαστε και τη σύνδεση ανάμεσα στην Παράβαση και την πλοκή της κωμωδίας. Ο φιλοκλεωνισμός είναι παθολογία και μεταποιητικής φύσεως. Οι Αθηναίοι που δεν μπορούν να αντιληφθούν την αξία του Αριστοφάνη και να τον τοποθετήσουν εκεί που αξίζει στη συνείδηση τους (και στους δραματικούς αγώνες) είναι οι ίδιοι άνθρωποι που αντί να επιλέξουν τους κατάλληλους πολιτικούς ως κυβερνήτες στο καράβι της πολιτείας (την εικόνα αυτή προτάσσει ο δούλος Ξανθίας στον πρόλογο του έργου), επιλέγουν το αρπακτικό θηρίο που φωνασκεί περισσότερο.
Βέβαια, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι ο «βδελυκλεωνισμός» προτάσσεται ως το απόλυτο πολιτικό ιδεώδες στους Σφήκες. Είναι ίδιον του Αριστοφάνη ως κωμικού ποιητή να κατευθύνει και προς τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές τα βέλη της ειρωνείας του, να υποσκάπτει δηλαδή και τον χαρακτήρα (ή τις δυνάμεις) που φαίνεται να εκπροσωπούν το «Καλό» στο έργο.
Ο Βδελυκλέωνας απορρίπτει – και δικαίως – την κατηγορία ότι έχει τυραννικές βλέψεις. Δεν μπορεί όμως να αποσείσει εύκολα τη μομφή ότι είναι άνθρωπος ἔχων τρόπους φρυαγμοσεμνάκους, παραείναι δηλαδή φουσκωμένα τα μυαλά του και επιτηδευμένοι οι τρόποι του. Δεν μπορεί επίσης να διαλύσει τις υποψίες μας ότι, όσο κι αν τα κίνητρά του είναι αγαθότερα από τα κίνητρα του Κλέωνα, και αυτός επιζητεί να ελέγξει και να καθυποτάξει τον Φιλοκλέωνα ως την προσωποποίηση του αθηναϊκού δήμου. Η απόπειρα του Βδελυκλέωνα να αλλάξει τον πατέρα του εξαναγκάζοντάς τον να υιοθετήσει τους τρόπους της ελίτ, που είναι ξένοι προς τη φύση και την ιδιοσυγκρασία του γέροντα, αποτυγχάνει στο τέλος. Ο γέρος αποσπά από τη «μαθητεία» αυτή ό,τι του είναι ωφέλιμο: αποκτά και πάλι σφρίγος και ορμή νεανική (όσο κι αν ξεφεύγει λίγο – μάλλον πολύ).
Στο τέλος της κωμωδίας, όσο κι αν ο Βδελυκλέων τον κλείνει και πάλι βιαίως στο σπίτι, ο γέρος παραμένει εξίσου ανεξάρτητος (ή ανεξέλεγκτος!) όσο ήταν στην αρχή, αποδεικνύοντας στον γιο του πως όσα είπε στον Αγώνα δεν ήταν παντελώς αβάσιμα: μπορεί να παρασύρθηκε από τις υποσχέσεις του Κλέωνα και από την ελλιπή εικόνα που είχε για τα πράγματα· μπορεί η επιλογή του να ακολουθήσει τον δημαγωγό να ήταν πεπλανημένη και η αίσθηση ότι ασκούσε εξουσία υπερβολική ή και φαινομενική· εντούτοις, όμως, δεν ήταν ποτέ «δούλος» του Κλέωνα. Έπραττε όπως έκρινε πως τον συνέφερε να πράξει. Αυτό ακριβώς θα κάνει και τώρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου