Το μήκος τους προσδιορίζεται από 45 έως και 50 μέτρα και το πλάτος τους από 5 έως 6 μέτρα. Το πλήρωμά τους ήταν 100, 200 ή 300 άνδρες. Από αυτούς, άλλοι ήταν πολεμιστές και άλλοι κωπηλάτες. Οι κωπηλάτες της πάνω σειράς ήταν οπλισμένοι με σπαθιά και την ώρα της συμπλοκής άφηναν τις θέσεις τους και βοηθούσαν τους πολεμιστές. Για την προστασία τους υπήρχαν ασπίδες στην περιοχή της κουπαστής.
Η λέξη «δρόμων» (δρομέας, λατιν. cursus) υποδήλωνε τη μεγάλη ταχύτητα που ανέπτυσσαν αυτά τα πλοία και από τον 10ο αιώνα, σύμφωνα πάντα με τις γραπτές μαρτυρίες, οι δρόμωνες ήταν τα βαριά εξοπλισμένα πλοία του βυζαντινού στόλου. Διέθεταν ξυλόκαστρα, δηλαδή πύργους στο κατάστρωμα, απ’ όπου οι στρατιώτες έριχναν ακόντια, τόξα, πέτρες ή ακόμη και δοχεία γεμάτα με σκορπιούς, φίδια και ασβέστη στους αντιπάλους.
Στην πλώρη και στην πρύμνη υπήρχαν οι τοξοβαλίστρες, δηλαδή μηχανισμοί για την εκτόξευση πυρφόρων βελών και λίθων. Το κυριότερο όμως όπλο των δρομώνων ήταν το ‘‘υγρό πυρ’’. Τα πλοία αυτά αναφέρονται ως σιφωνοφόροι δρόμωνες ή κακκαβοπυρφόροι.
Ήταν εφοδιασμένα στην πλώρη με χάλκινους σωλήνες (σίφωνες) και μηχανισμούς απ’ όπου εκτόξευαν το εύφλεκτο μίγμα καίγοντας τα αντίπαλα πλοία.
Η Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» (12ος αι.) περιγράφοντας ένα τέτοιο πλοίο, δίνει την πληροφορία πως στην πλώρη του υπήρχε ένα χάλκινο κεφάλι άγριου ζώου, στο στόμα του οποίου κατέληγε ένας «σίφωνας». Έτσι δημιουργείτο η εντύπωση πως τα θηρία ξερνούσαν τη φωτιά, προκαλώντας και μόνο με την όψη τους τρόμο στους εχθρούς.
Οι άνδρες που αποτελούσαν τα πληρώματα αυτών των πολεμικών πλοίων ονομάζονταν «πλώιμοι στρατιώται» ή «καββαλαρίκοι» και ήταν ελεύθεροι πολίτες.
Υπήρχαν και δρόμωνες με μια σειρά κουπιών, οι «γαλέες», που δεν συμμετείχαν σε ναυμαχίες. Η «γαλέα», που είναι και η παλιότερη ονομασία, ήταν «μονήρης δρόμων». Ήταν ένα ελαφρό και εξαιρετικά ταχύ πολεμικό πλοίο, το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά μηνυμάτων, για κατασκοπευτικές αποστολές καθώς και ως ανιχνευτικό.
Ανάλογα με τη χρήση τους, οι δρόμωνες διακρίνονταν σε διάφορους τύπους:
α) Μεγάλου εκτοπίσματος και ισχυρής κατασκευής για να μεταφέρουν τα μάγγανα, τις πολεμικές βλητικές μηχανές. Αυτές ήταν ενσωματωμένες στο σκάφος και μπορούσαν να εκσφενδονίσουν βλήματα βάρους 400-500 κιλών, σε απόσταση 1.500 μέτρων περίπου.
β) Μεταφοράς του στρατού, όπως π.χ. ο βυζαντινός «ταρίτης».
γ) Ελαφρότεροι και ταχύτεροι δρόμωνες για εκτέλεση αναγνωρίσεων.
Εκτός από τους δρόμωνες το βυζαντινό Ναυτικό διέθετε και άλλους τύπους πλοίων σε βοηθητικούς ρόλους. Τα «χελάνδια» ήταν κωπήλατα πλοία με μια σειρά κουπιών, μικρότερα από τους δρόμωνες και εξοπλισμένα με σιφώνιο υγρού πυρός. Τα «πάμφυλα» δεν διέφεραν πολύ από τους δρόμωνες, αλλά ήταν μικρότερα και χρησιμοποιούντο για τη μεταφορά προσωπικού.
Το όνομά τους το πήραν από την Παμφυλία της Μικράς Ασίας, στις ακτές στις οποίες εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά. «Πάμφυλος» επίσης ονομαζόταν και ο μεγαλύτερος από τους δρόμωνες, που εξοπλιζόταν κατάλληλα και χρησίμευε ως ναυαρχίδα. Οι «φυλακίδες τριήρεις», από την άλλη μεριά, ήταν ταχύπλοα πλοία που περιπολούσαν κοντά στις ακτές με στόχο την εκδίωξη των πειρατών. Τα «εξκουρσάτα» ήταν μικρά και ταχύπλοα σκάφη που εχρησιμοποιούντο κυρίως για επιδρομές. Οι «σαγήνες» ήταν πολεμικά πλοία με πλήρωμα 40 ανδρών.
Οι «σακτούρες» ήταν ταχύπλοα κωπήλατα πλοία που έμοιαζαν με τις «γαλέες». Οι «σέρμωνες» αποτελούσαν παραλλαγή του δρόμωνα. Τα ιππαγωγά πλοία «ταρίτες» μετέφεραν άλογα, ενώ τα σκευοφόρα μετέφεραν ανταλλακτικά και άλλα εφόδια για τα υπόλοιπα πλοία του στόλου. Αυτά τα τελευταία έμοιαζαν πολλές φορές με εμπορικά σκάφη.
Φαίνεται πως μέχρι την πλήρη επικράτηση του θεσμού των Θεμάτων και τη συνακόλουθη αλλαγή του πνεύματος που χαρακτήριζε τη διοίκηση στην Αυτοκρατορία, οι πόλεις είχαν διασώσει ίχνη της αρχαίας τους αυτονομίας. Κατά συνέπεια, μεγάλα παραλιακά κέντρα όχι μόνο είχαν δικά τους πλοία αλλά διατηρούσαν και δικούς τους τύπους πλοίων, τους οποίους υιοθετούσαν και οι γύρω περιοχές. Επίσης, από παλιά υψώνονταν οι «επισείοντες» με το χρώμα των οποίων δηλωνόταν ο τόπος προέλευσης του σκάφους. Τα πλοία π.χ. της Προποντίδας είχαν το κόκκινο, των νοτιότερων ακτών το πράσινο κτλ. Βέβαια, η κατάσταση αυτή έφτασε στο τέλος να προκαλεί σύγχυση κι έτσι ο χρωματισμός των «επισειόντων» γρήγορα έπαψε να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο.
Άλλωστε, κατά τον 7ο αιώνα, το παλιό ελληνορωμαϊκό κρατικό σύστημα κατέρρευσε και μαζί του συμπαρασύρθηκαν και χάθηκαν οριστικά συνήθειες αιώνων.
Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό του Μεσαίωνα πάντως, το «πλώιμον», είχε δική του σημαία, πάνω στην οποία υπήρχε ο αετός (δικέφαλος από την εποχή των Κομνηνών και μετά). Τη σημαία αυτή ύψωναν και σκάφη εμπορικά, εφόσον βέβαια υπήρχε ειδικός λόγος, όπως π.χ. η ανάγκη να ξεχωρίσουν από πλοία που ανήκαν σε ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν υπήκοοι του «εν Χριστώ τω Θεώ βασιλέως». Συνηθισμένη ήταν και η σημαία με τον σταυρό και τα τέσσερα Βήτα (Βασιλεύς Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλευόντων).
Οπλισμός και τεχνική του ναυτικού πολέμου
Ο «δρόμων», το κατεξοχήν μεσαιωνικό πολεμικό σκάφος των Ελλήνων, θεωρείται εξέλιξη της τριήρους – αν και ρόλο συνδετικού κρίκου έπαιξε, στην περίπτωση αυτή, η ρωμαϊκή «λιβυρνίς», που μπορούσε να κινείται και με πανιά. Οι δρόμωνες ήταν ελαφριάς αλλά ανθεκτικής κατασκευής.
Το μέγεθός τους δεν ήταν σταθερό, όμως στην κάθε πλευρά είχαν σε δύο σειρές 50 κουπιά. Έπλεαν σε Μοίρες τριών έως πέντε σκαφών υπό την αρχηγία ενός «δρουγγαροκόμητος». Πάνω σε κάθε δρόμωνα ο κυβερνήτης ήταν ο «κένταρχος» και είχε ως βοηθούς στο έργο του δύο «πρωτοκάραβους». Οι δρόμωνες μετέφεραν περίπου 70 πολεμιστές και στον οπλισμό τους περιλαμβανόταν το υγρό πυρ, που εκτοξευόταν με χειροσίφωνες.
Όλα τα πολεμικά πλοία του Βασιλικού Πλώιμου ήταν εξοπλισμένα με εγκαταστάσεις εκτόξευσης υγρού πυρός. Αυτό το όπλο έδωσε τη δυνατότητα στον βυζαντινό στόλο να ελέγχει τη Μεσόγειο. Άλλα όπλα που χρησιμοποιούντο στα πολεμικά πλοία ήταν η «λιθοβόλος» και ο «καταπέλτης» για την εκτόξευση σφαιρών από μολύβι ή σίδηρο.
Υπήρχε επίσης η «τοξοβολίστρα», με την οποία οι δρόμωνες εξαπέλυαν βροχή μικρών βελών, τα οποία οι Βυζαντινοί ναύτες ονόμαζαν μύγες και κουνούπια. Η «ναύκλα», τέλος, ήταν ένα όπλο από το οποίο εκτοξεύονταν βέλη. Επίσης υπήρχαν και φορητές τοξοβαλίστρες.
Οι μεγάλοι δρόμωνες έφεραν στο μέσο του ιστού το «ξυλόκαστρο», είδος πύργου από σανίδες, απ’ όπου οι άνδρες έριχναν ακόντια, πέτρες ή βαριά κομμάτια σιδήρου εναντίον των εχθρικών πλοίων.
Η παράταξη των δρομώνων για ναυμαχία, σύμφωνα με τις οδηγίες που δίνει ο Λέων ΣΤ΄, γινόταν ανάλογα με τον καιρό και τον τρόπο της παράταξης του εχθρού. Υπήρχαν οι εξής τρόποι παράταξης:
α) «Μηνοειδώς», δηλαδή σε ημικύκλιο με το κοίλο μέρος προς τον εχθρό. Στο κέντρο τασσόταν ο στρατηγός και στα άκρα οι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι δρόμωνες.
β) Μετωπική παράταξη σε ευθεία γραμμή, ώστε να επιτίθενται με τις πρώρες κατά των εχθρικών πλοίων και με το υγρό πυρ να τα πυρπολεί.
γ) Κατανομή των πλοίων σε δύο ή τρεις παρατάξεις, ανάλογα με τον αριθμό τους. Όταν η πρώτη παράταξη συγκρουόταν με τον εχθρό, η άλλη έπεφτε πάνω στα εχθρικά πλοία που είχαν ήδη εμπλακεί, από τα πλευρά και από τα νώτα.
δ) Παραπλανητική ενέργεια κατά του εχθρού, με σκοπό την αιφνίδια προσβολή του από κατεύθυνση που δεν περίμενε.
Χρήση του υγρού πυρός
Το υγρό πυρ ήταν κυρίως ναυτικό όπλο. Αποθηκευόταν κάτω από το πρόστεγο των πλοίων ή στον πυθμένα τους, μέσα σε μεγάλους λέβητες που ονομάζοντο «κακκάβια», γι’ αυτό και οι «πυρφόροι δρόμωνες», δηλαδή τα κατεξοχήν πολεμικά πλοία των Βυζαντινών που ήταν εξοπλισμένα με υγρό πυρ, ονομάζονταν «κακκαβοπυρφόροι». Κάθε δρόμων έφερε τρεις σίφωνες, έναν στην πλώρη ο οποίος ονομαζόταν «κατακόραξ» και από έναν υπό μικρή γωνία δεξιά και αριστερά του πρώτου.
Σύμφωνα με διάφορες πηγές, το υγρό πυρ εφευρέθηκε το 672 από τον Έλληνα μηχανικό Καλλίνικο από την Ηλιούπολη της Συρίας. Το υγρό πυρ, το μυστικό του οποίου έχει χαθεί, έγινε το σημαντικότερο, κατά τις ναυμαχίες, όπλο των Ελλήνων. Κάθε δρόμων λοιπόν είχε από τότε «σίφωνα» στην πλώρη του, από τον οποίο εξακοντιζόταν η «φοβερή ουσία».
Όπως είναι γνωστό, η σύνθεση του υγρού πυρός ήταν κρατικό μυστικό για τους Βυζαντινούς και η σύστασή του παρέμεινε απόρρητη μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας. Συνεπώς, μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν ως προς το θέμα αυτό. Διάφοροι μελετητές παρ’ όλα αυτά, στηριζόμενοι σε αραβικές πηγές, αφού και οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα εμπρηστικά μίγματα, έχουν κάνει σημαντικά βήματα για την ανακάλυψη της σύστασης και του τρόπου χρήσης του μίγματος αυτού.
Σε χειρόγραφο του 11ου αιώνα, ο Βυζαντινός χημικός Μάρκος αναφέρει ότι στα συστατικά του υγρού πυρός περιλαμβάνεται νιτρική διάλυση, τερεβινθέλαιο, τρύγα, σαρκόκολλα, πετρέλαιο, θείον και πιθανότατα πίσσα. Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, κύριο συστατικό του υγρού πυρός ήταν η νάφθα, που γενικά είναι η ανθρακόπισσα ή το ακάθαρτο πετρέλαιο. Το εύφλεκτο μίγμα πρέπει οπωσδήποτε να περιείχε νάφθα (πετρέλαιο) γιατί η φλόγα που άναβε δεν μειωνόταν ούτε με την επίδραση του νερού. Περιείχε επίσης ορισμένες αζωτούχες ενώσεις και θειάφι.
Η χρήση του υγρού πυρός γινόταν πάντοτε υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες εμπλοκής, ώστε να επιτυγχάνονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί και να εξασφαλίζεται η προστασία των φίλιων τμημάτων.
Ειδικότερα στον κατά θάλασσα αγώνα έπρεπε απαραιτήτως να τηρούνται οι ακόλουθοι δύο κανόνες:
α) Τα βυζαντινά πλοία μπορούσαν να χρησιμοποιούν τους σίφωνές τους μόνον στις «κατά μέτωπο επιθέσεις», κατά τις οποίες δεν κινδύνευαν να προσβληθούν και τα ίδια από το υγρό πυρ που εκτόξευαν, ενώ είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν αποτελεσματικά τον εχθρό. «Πρέπει τα πλοία να αναπτύσσονται σε μετωπική παράταξη», αναφέρει ο Λέων ΣΤ΄ στα Τακτικά, «ώστε σε περίπτωση ανάγκης να επιπίπτει όλη η παράταξη κατάπρωρα του εχθρού και χρησιμοποιώντας το πυρ των σιφώνων να πυρπολεί τα εχθρικά πλοία».
β) Η χρήση του υγρού πυρός ήταν δυνατή μόνο σε καλές καιρικές συνθήκες, αφού η ήρεμη θάλασσα βοηθούσε στην καλή σκόπευση. Αντίθετα, η τρικυμία και οι ενάντιοι άνεμοι έθεταν σε κίνδυνο τα βυζαντινά πλοία, καθώς το υγρό πυρ που εκτόξευαν μπορούσε να στραφεί εναντίον τους και να τα καταστρέψει.
Ως προς τον τρόπο χρήσης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις από αρκετούς μελετητές, που καταλήγουν σε δύο βασικούς τρόπους εκτόξευσης. Ο πρώτος αφορά την εκτόξευση μέσω ειδικών σωληνώσεων, των «σιφώνων», χρησιμοποιώντας ειδικές αντλίες μετά από θέρμανση του μίγματος. Ο δεύτερος αφορούσε την εκτόξευση μίγματος συσκευασμένου σε μεγάλα πήλινα δοχεία, ενώ το μίγμα αναφλεγόταν μετά την πρόσκρουση στο εχθρικό πλοίο και τον θρυμματισμό του δοχείου από μία θρυαλλίδα προσαρμοσμένη στο δοχείο.
Ως όπλο το υγρό πυρ ενέπνεε φόβο και τρόμο. Όμως, παρά τη φήμη του, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το απόλυτο όπλο που ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί παντού και πάντοτε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες παραμένοντας ακαταμάχητο. Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρουν ότι το υγρό πυρ δεν ήταν απρόσβλητο και μπορούσε να σβήσει με ούρα, ξύδι ή άμμο.
Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος (12ος-13ος αιώνας) διηγείται ότι όταν, επί αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), ορισμένοι βυζαντινοί δρόμωνες κατεδίωξαν ένα ενετικό πλοίο, το πλήρωμά του για να προλάβει την ενέργεια του υγρού πυρός κατάβρεξε με ξύδι μάλλινα υφάσματα (κετσέδες) και το κάλυψε με αυτά. Όταν οι βυζαντινοί δρόμωνες άρχισαν να εκτοξεύουν εναντίον του το υγρό πυρ, το φλεγόμενο μίγμα «προσεγγίζοντας τους κετσέδες αναγκαζόταν να αλλάξει κατεύθυνση και πέφτοντας στο νερό έσβηνε».
Αυτή η αναφορά έρχεται σε αντίθεση με τα γεγονότα του 941, όταν η Κωνσταντινούπολη απειλήθηκε από τον Ρώσο πρίγκιπα Ιγκόρ, ο οποίος την πολιόρκησε με τεράστιο αριθμό ξύλινων σκαφών. Ίσως η Πόλη θα είχε καταληφθεί τότε αν δεν εχρησιμοποιείτο το υγρό πυρ, με το οποίο οι Βυζαντινοί έκαψαν και βύθισαν όλα σχεδόν τα ρωσικά πλοία. Ανάμεσα ωστόσο στα δύο γεγονότα μεσολαβούν τρεις αιώνες και πολλά «μυστικά» όπλα των Βυζαντινών είχαν πλέον ξεπεραστεί ή οι «εχθροί» είχαν μάθει να τα αντιμετωπίζουν.
Οι ναύτες στη ναυμαχία και την ειρήνη
Ο τρόπος της ναυμαχίας ήταν απλός και κατανοητός σε όλους. Συνήθως επιδιωκόταν η αναμέτρηση με τον εχθρό. Αν αυτός ήταν ισχυρότερος, τα ελληνικά καράβια έπλεαν εναντίον του με θόρυβο πολύ και ταχύτητα μεγάλη. Αν, αντίθετα, φαινόταν καταπτοημένος, ο αυτοκρατορικός στόλος προχωρούσε με απόλυτη ηρεμία και τάξη.
Στο μεταξύ, είχε διαταχθεί πολεμική έγερση πάνω στα πλοία. Ακουγόταν πρώτα το περίφημο παράγγελμα: «ο πας ‘‘κατεργάρης’’ εις τον ‘‘παγκάριόν’’ του». Αμέσως, όσοι κωπηλάτες αναπαύονταν μέχρι τότε ή διασκέδαζαν, πήγαιναν και έπαιρναν τη θέση τους στο κουπί, δίπλα στους συντρόφους τους.
Αυτοί παρέμεναν «ασιδήρωτοι», με ελαφρά ρούχα δηλαδή, χωρίς πολεμική εξάρτυση. Παράλληλα, ετοιμάζονταν και οι «κασσιδιάροι», εκείνοι δηλαδή που φορούσαν το «κασσίδιον» (κράνος) και έφεραν θώρακα και περίμεναν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, να πηδήσουν σε κάποιο εχθρικό πλοίο.
Την περίοδο εκείνη είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται το έμβολο στις ναυμαχίες. Οι Βυζαντινοί πλησίαζαν τα εχθρικά σκάφη και είτε προκαλούσαν πυρκαγιά με το υγρό πυρ, όταν το διέθεταν ή προκαλούσαν φθορές και απώλειες με τα εκηβόλα όπλα (καταπέλτες, τοξοβαλήστρες). Τέλος υπερπηδούσαν στο εχθρικό πλοίο το οποίο είχαν «αιχμαλωτίσει» με γάντζους και επακολουθούσε μάχη σώμα με σώμα. Οι πολεμιστές που έπαιρναν μέρος σε τέτοιες συγκρούσεις ήταν βαριά οπλισμένοι.
Οι «κασσιδιάροι» σαν πολεμιστές ήταν απρόθυμοι να αναλάβουν βαριές δουλειές και, όπως φαίνεται, περιφρονούσαν και χλεύαζαν εκείνους των οποίων το επίπονο έργο της κωπηλασίας γινόταν στο κάτω μέρος του πλοίου, δηλαδή τους «κατεργάρηδες». Αυτοί πάλι τους κορόιδευαν και τους σκάρωναν φάρσες.
Έτσι κατέληξε «κασσιδιάρης» να σημαίνει «ψωροπερήφανος» και κατεργάρης «παμπόνηρος». Όλοι τους όμως ήταν ελεύθεροι άνθρωποι και, όπως φαίνεται, αμείβονταν καλά. Κατά συνέπεια, η λιποψυχία και, πολύ περισσότερο, η λιποταξία ήταν ασυγχώρητες. Η υπεράσπιση της χριστιανικής πατρίδας αποτελούσε καθήκον αυτονόητο και όποιος απέφευγε την εκπλήρωσή του έθετε σε κίνδυνο μεγάλης τιμωρίας όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τους οικείους του, που θα υποχρεώνονταν να αφήσουν τα σπίτια τους και να εξοριστούν.
Η αρχή της παρακμής και οι επιδράσεις στη Δύση
Η αντιμετώπιση των Νορμανδών ήταν για τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) ο πιο βασικός στόχος την εποχή που κυβερνούσε. Η αναχαίτισή τους όμως ήταν αδύνατη χωρίς τη σύμπραξη ισχυρών ναυτικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να ανακόψουν τη ροή των νορμανδικών ενισχύσεων από τις βάσεις τους, στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία. Έτσι, ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της Βενετίας, ανερχόμενης τότε ναυτικής δύναμης, η οποία έβλέπε με εχθρικό μάτι τον έλεγχο των Στενών του Οτράντο από του Νορμανδούς.
Την εποχή εκείνη ο βυζαντινός στόλος, σύμφωνα με τον Γ. Οστρογκόρσκυ, βρισκόταν σε πλήρη διάλυση λόγω της αδιαφορίας των προηγούμενων του Αλεξίου αυτοκρατόρων, οι οποίοι είχαν διαδεχθεί τον Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο. Γι’ αυτό η Αυτοκρατορία ήταν τελείως ανίσχυρη στη θάλασσα. Η τακτική όμως της συμμαχίας με διάφορες ιταλικές πόλεις όπως η Γένοβα, η Πίζα και άλλες, αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα καταστρεπτική για την Αυτοκρατορία.
Στη διάρκεια της ζωής του Βυζαντίου, ο εμπορικός του στόλος γνώρισε πολλές αντιξοότητες, η παρακμή του όμως δεν άρχισε πριν από τον 12ο αιώνα. Χωρίς αμφιβολία, οι ναυτικές ιταλικές κοινότητες έγιναν η αιτία για την πολιτική και οικονομική αποδυνάμωση του βυζαντινού κράτους.
Με τα εμπορικά προνόμια που απέκτησαν, ακόμη και μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, αποστέρησαν το βυζαντινό θησαυροφυλάκιο από τους τελωνειακούς δασμούς, με αποτέλεσμα ο εμπορικός τους στόλος να υποσκελίσει και να εξουδετερώσει τον στόλο των Βυζαντινών πλοιοκτητών. Τέλος, αυτές υποκίνησαν την καταστροφική Δ΄ Σταυροφορία (1204) που οδήγησε αρχικά στο διαμελισμό της βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατόπιν στην οριστική της κατάρρευση το 1453.
Μελετητές της ιστορίας της βυζαντινής Αυτοκρατορίας εκτιμούν πως η πολιτιστική υπεροχή του Βυζαντίου στηριζόταν στα πλοία του και πως ουσιαστικά επρόκειτο για μια θαλάσσια αυτοκρατορία: η Αγγλία της περιόδου 500-1000 μ.Χ.
Ο μετασχηματισμός της σε αμιγώς χερσαία δύναμη, είχε σαν αποτέλεσμα τον πλήρη έλεγχο όλων των θαλάσσιων οδών και που εμπορίου από τους Ιταλούς, με αποτέλεσμα η Αυτοκρατορία να μην μπορεί να πραγματοποιήσει υπερπόντιες εκστρατείες λόγω έλλειψης πλοίων και χρημάτων, αφού είχαν εξαφανιστεί οι δασμοί από το εμπόριο. Η επιβολή δυσβάστακτων φόρων για να εξαλειφθεί αυτό το κενό, οδήγησε με τη σειρά του σε αγανάκτηση του λαού εναντίον του αυτοκράτορα και των Ιταλών.
Επιπρόσθετα, η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να στηρίξει καμία εκστρατεία της χωρίς τη συνδρομή των ιταλικών πόλεων και ειδικά της Βενετίας.
Η σταδιακή εγκατάλειψη του στόλου άφησε τελείως ακάλυπτα τα παράλια της Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα τις συνεχείς επιδρομές των Νορμανδών, την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από τους Ιταλούς και τελικά την κατάληψη και καταστροφή της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204.
Υποκινητής αυτής της Σταυροφορίας ήταν κατά τον Οστρογκόρσκυ η Βενετία, που γενικά αντιπαθούσε την βυζαντινή διακυβέρνηση, γιατί την εμπόδιζε να εξασφαλίσει με σταθερότητα το μονοπώλιο του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα βυζαντινά λιμάνια. Οι Βυζαντινοί άρχοντες συμμαχούσαν τη μια με τη Βενετία και την άλλη με άλλες πόλεις και κυρίως τη Γένοβα.
Η ναυτική ισχύς του Βυζαντίου είχε αρχίσει να παρακμάζει ήδη από τον 10ο αιώνα. Η παρακμή όμως ανεστάλη προσωρινώς από τις προσπάθειες του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, αλλά συνεχίστηκε μετά τον θάνατό του το 1118. Στο εξής οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις (Βενετία, Γένοβα και Πίζα), οι οποίες συμφωνούσαν στην παραχώρηση ανδρών και πλοίων, μόνο όταν η πληρωμή που κατέβαλε η Αυτοκρατορία σε χρήμα και εμπορικά προνόμια ήταν συμφέρουσα.
Μια τυπική συμφωνία των Βυζαντινών με τους Ενετούς το 1187 αναφέρει ότι «η δημοκρατία της Βενετίας θα πρέπει σε διάστημα έξι μηνών να παραχωρήσει 40-100 γαλέρες (εξοπλισμένες με έξοδα της Αυτοκρατορίας), στις οποίες θα υπηρετούσαν τα 3/4 του συνολικού αριθμού των Ενετών αποίκων που κατοικούσαν στην Αυτοκρατορία. Σε περίπτωση ανάγκης, οι άποικοι αυτοί θα επάνδρωναν βυζαντινά σκάφη».
Ο βυζαντινός στόλος ανανεώθηκε από τον Εμμανουήλ Α΄ Κομνηνό. Σε μια εκστρατεία το 1169, οι Βυζαντινοί διέθεταν 12 μεγάλα πολεμικά πλοία, 150 γαλέρες και 60 μεταφορικά. Οι διάδοχοί του όμως δεν έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον. Το 1196 ο στόλος δεν διέθετε παρά 30 γαλέρες, ενώ το 1203, όταν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας εμφανίστηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπήρχαν παρά 20 μόνο πλοία σε τόσο άθλια κατάσταση, που ήταν κατάλληλα μόνο για πυρπολικά.
Μια προσπάθεια δημιουργίας στόλου από τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254) διακόπτεται στη συνέχεια από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος παρά τις αρχικές του προσπάθειες, έκανε τελικά συμφωνία με την Γένοβα που ήταν ο κυριότερος αντίπαλος της Βενετίας εκείνη την περίοδο. Κατά τις αρχικές του προσπάθειες, ο Μιχαήλ ανανέωσε τον στόλο μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, επανδρώνοντάς τον με «Τσάκωνες», «Γασμούλους» και «Προσαλέντες».
Οι Τσάκωνες και οι Προσαλέντες ήταν αυτόχθονες Βυζαντινοί (οι πρώτοι από τον Μορέα υπηρετούσαν ως πεζοναύτες, οι δεύτεροι ως κωπηλάτες), ενώ οι «Γασμούλοι» προέρχονταν από μικτούς γάμους Ελλήνων–Λατίνων και λεγόταν ότι συνδύαζαν τη μαχητικότητα και την σύνεση των Βυζαντινών, με την ορμητικότητα και την τόλμη των Λατίνων.
Το βυζαντινό Ναυτικό αυτής της εποχής διέθετε 80 περίπου πλοία. Το 1283, όμως, ο αυτοκράτωρας Ανδρόνικος Β΄ αποφάσισε τη διάλυσή του, αποστρατεύοντας τους Τσάκωνες και τους Γασμούλους και προχωρώντας στην ενοικίαση σκαφών από τους Γενουάτες.
Παρά τη νίκη στους πολέμους με τους Δυτικούς που επακολούθησαν, η Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτη της θέλησης των Ιταλών. Η απορρόφηση όλης της δύναμης της Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Δύση είχε ως αποτέλεσμα την οριστική κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, ενώ η ολέθρια απόφαση του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) για παροπλισμό του στόλου λόγω έλλειψης χρημάτων, οδήγησε μεγάλο μέρος των άνεργων Ελλήνων ναυτικών της Μικράς Ασίας στα πειρατικά σκάφη των Τουρκμάνων αλλά και στον τουρκικό στόλο. Το τελευταίο, ως αντίδραση στη δυναστεία των Παλαιολόγων που είχε ανατρέψει τους Μικρασιάτες Λασκαρίδες, αλλά και λόγω της παρουσίας των καθολικών Ιταλών ναυτικών.
Το 1291 υπολογίζεται ότι οι Γενουάτες παραχώρησαν με ενοίκιο στην Αυτοκρατορία 50-60 σκάφη. Ο Ανδρόνικος σχεδίαζε να αναδιοργανώσει τον στόλο κατασκευάζοντας 20 γαλέρες, αλλά μέχρι το 1320 δεν είχε καταφέρει να προχωρήσει. Τελικώς, άφησε το καθήκον αυτό στον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄. Πράγματι, μετά την παραίτηση του Ανδρόνικου Β΄ το 1328, ο εγγονός του προχώρησε σε ανανέωση του βυζαντινού στόλου που έμελλε να είναι και η τελευταία.
Ο Ανδρόνικος Γ΄ επαναπροσέλαβε τους Γασμούλους και κατά πάσα πιθανότητα τους Προσαλέντες (οι πρώτοι αναφέρονται σε χρονικά τουλάχιστον μέχρι το 1422 και οι δεύτεροι μέχρι το 1361). Το 1332, ο βυζαντινός στόλος ήταν σε θέση να συνεισφέρει 10 γαλέρες σε μια ναυτική εκστρατεία κατά των Τούρκων. Από τότε και μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας, η δύναμή του δεν ξεπέρασε τα 10 πολεμικά, όπως αναφέρεται σε χρονικά από το 1352 μέχρι το 1453, αν και περιστασιακά η επίταξη εμπορικών σκαφών ανέβαζε τον αριθμό σε 100 ή και 200 πλοία.
Φαίνεται λοιπόν πως την οριστική παρακμή του αυτοκρατορικού Ναυτικού –που πρέπει να τοποθετηθεί στα χρόνια των Παλαιολόγων– δεν την ακολούθησε η κάμψη των ναυτικών ικανοτήτων του Γένους. Αντίθετα, οι λαοί που τότε άρχισαν να μάχονται για την κυριαρχία στο Αιγαίο, όχι απλώς αφομοίωσαν το σύνολο των διδαγμάτων της ελληνικής θαλάσσιας εμπειρίας, αλλά προτιμούσαν ή επεδίωκαν να επανδρώνουν με Έλληνες τα πλοία τους.
Συνεπώς, σε όλο σχεδόν το διάστημα της Τουρκοκρατίας, ελληνικά ήταν στο μεγαλύτερό τους μέρος τα πληρώματα που κινούσαν τα πλοία των Οθωμανών αλλά και πολλών αντιπάλων τους. Και ακόμη, φαίνεται πως στα ελληνικά εξακολουθούσαν να δίνονται οι βασικές τουλάχιστον εντολές στους ναύτες.
Ομαρασμός του στόλου είχε αίτια κυρίως οικονομικά. Πράγματι, καράβια δεν είχαν πάψει να υπάρχουν: απλώς ήταν παραμελημένα και αφημένα. Το κατόρθωμα, άλλωστε, του Φλαντανελά, μπροστά στο λιμάνι της αποκλεισμένης Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1453, κατέδειξε ότι παρά τις οικονομικές αντιξοότητες, ήταν πολύ δύσκολο να νικηθούν οι Έλληνες στη θάλασσα.
Η συμβολή των Ελλήνων στην εξέλιξη της ναυτικής επιστήμης ήταν πολύ σημαντική.
Τα ελληνικά πολεμικά πλοία του Μεσαίωνα απεκαλούντο «καράβια», λέξη που πρέπει αρχικά να ήταν υποκοριστικό του όρου «κάραβος». Σχέδιό τους έχει σωθεί έως τις μέρες μας: το είχε κάνει ο κατά τα έτη 1254-1284 βασιλιάς της Καστίλλης και της Λεόνης Αλφόνσος Ι΄ ο Σοφός. Από αυτό φαίνεται το ενδιαφέρον που από τον Μεσαίωνα ακόμα έδειξαν οι Ισπανοί για τα ελληνικά πλοία.
Η καραβέλα, λέξη που ετυμολογείται από τον ελληνικό όρο «κάραβος», ήταν τύπος ελαφρού πλοίου που κατασκευαζόταν όπως περίπου και τα αυτοκρατορικά πλοία. Μακρόστενο και ελαφρύ, με τρία κατάρτια, το σκάφος αυτό έμμεσο προϊόν της ναυπηγικής τέχνης των Ελλήνων του Μεσαίωνα, αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτικό όχι μόνο στα νερά της Μεσογείου αλλά και σε εκείνα του Ατλαντικού.
Πράγματι, η μόνη ουσιαστική τροποποίηση που επέφερε ο Χριστόφορος Κολόμβος στις καραβέλες ήταν να αφαιρέσει τα περισσότερα λατίνια, δηλαδή τα τριγωνικά πανιά, που κατά πάσα πιθανότητα, οι Έλληνες χρησιμοποίησαν πρώτοι σε μεγάλα πλοία και να τα αντικαταστήσει με τετράγωνα, που οπωσδήποτε ήταν καταλληλότερα για τον διάπλου του ωκεανού. Με άλλα λόγια, η υπόθεση ότι η ανακάλυψη της Αμερικής έγινε με πλοία που αποτελούσαν εξέλιξη ελληνικού τύπου, δεν είναι διόλου παράλογη.
Το σήμερα και το χθες
Στη γλώσσα του λαού διασώζεται πλήθος όρων και εννοιών, οι λέξεις των οποίων προέρχονται από τη ναυτική ορολογία του Μεσαίωνα. Φαίνεται πως η διαβίωση πάνω στα καράβια κάλυπτε μεγάλο μέρος της ζωής των Ελλήνων, ώστε οι λέξεις που τη χαρακτήριζαν κατέληξαν να περάσουν στο σπίτι, στο στόμα γυναικών και παιδιών.
Έτσι, «φόρεμα» αρχικώς ήταν –σε γενικές βέβαια γραμμές– ό,τι σήμερα λέμε στολή. «Πατάριον» λεγόταν είδος μικρού ντουλαπιού διαμορφωμένου στο σημείο όπου οι κωπηλάτες στήριζαν τα πόδια τους. Ό,τι δεν έμπαινε στο «πατάριον» το έκαμαν δέμα και το στερέωναν στο «κρεμαστάριον».
«Κρεμαστάρια» υπήρχαν στα «παγκάρια» στα οποία εκάθοντο όσοι τραβούσαν κουπί. Αντίθετα, ορισμένοι βαθμοφόροι τοποθετούσαν τα πράγματά τους σε «συρτάρια» που υπήρχαν κάτω από το μέρος όπου ξαπλώνανε για να κοιμηθούν. Η προσπάθεια εξοικονόμησης χώρου ήταν εμφανής – και αποτυπωμένη στη γλώσσα. Άνεση και πολυτέλεια χαρακτήριζαν μόνο το «καρυόλιον», το κρεβάτι του ναυάρχου και των μοιράρχων αρχικά και, στη συνέχεια, του κυβερνήτη κάθε πλοίου.
Οι ναύτες το πρωί έπαιρναν το «κολάσον» ή «κολάσιον», πρόγευμα ικανό να «δαμάσει» (κολάσει) την πείνα για να μπορέσουν εξάλλου να φέρουν σε πέρας τις διάφορες βαριές δουλειές, έπιναν δε το ποτό του καρδαμώματος, δηλαδή κρασί: ένα ολόκληρο κύπελλο «γεματάριον» κατά το κυρίως γεύμα και μισό το απόγευμα. Η κατανομή των ναυτών σε διάφορες εργασίες λεγόταν «καταστάλαγμα».
Οι βαθμοφόροι διέκριναν το πλήρωμα σε «προκομμένους» και «κοπρίτες».
Η δεύτερη κατηγορία περιλάμβανε εκείνους που ήταν ανίκανοι να παραγάγουν κάτι σημαντικό. Όταν κάποιος από αυτούς έπεφτε σε παράπτωμα, το περιστατικό «εμανδατεύετο» (καταγγελόταν) στους αρμόδιους και επακολουθούσε η «κρίσις». Αν το κρίμα ήταν ελαφρό, γινόταν «καταψαλτήριον» (επίπληξη) και δινόταν συμπάθεια, δηλαδή συγχώρεση. Αν όχι, η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν η μαστίγωση. Ο τρόπος με τον οποίον εκτελούσαν αυτή την ποινή παραμένει, έως τις ημέρες μας, εντυπωμένος στη λαϊκή μνήμη: δώδεκα άνδρες με μαστίγια στο χέρι σχημάτιζαν δύο σειρές αντιμέτωπες.
Ο ένοχος περνούσε ανάμεσά τους και δερνόταν ανελέητα. Ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος, ο υπαίτιος περνούσε μια φορά από τις σειρές των μαστιγοφόρων «διαπερατός», δύο φορές «διπέρατος», τρεις «τριπέρατος» ή και τέσσερις «τετραπέρατος». Αυτοί οι τετραπέρατοι, εφόσον έβγαιναν σώοι από τέτοια δοκιμασία, μεταβάλλονταν σε αντικείμενο λαϊκού θαυμασμού και τους απεδίδοντο ικανότητες σωματικές αλλά και νοητικές όχι κοινές.
Η θάλασσα ήταν για τους Έλληνες του Μεσαίωνα κάτι για το οποίο ένοιωθαν σεβασμό, αγάπη και θαυμασμό. Το μεγαλείο και η απεραντοσύνη της, ο άνεμος, τα κύματα και ο παφλασμός των ρευμάτων, μαζί με την ορμητικότητα και τη δύναμή της, είναι εικόνες που δεν λείπουν από την ψυχή του Έλληνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου