Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Η Ανατομία της Νύχτας

«Ζούμε ταυτόχρονα σε δυο κόσμους.
Ο κόσμος της νύχτας δεν είναι αυτός της ημέρας.
Οι πολιτείες μας μεταμορφώνονται όταν πέφτει το σκοτάδι.
Οι άνθρωποι μεταμορφώνεται όταν πέφτει το σκοτάδι.
Το μυστήριο, ταξιδεύει παντού, καβάλα στο σκοτάδι…»
Maurice Blanchot

Μπορούμε να συγκρίνουμε τον άνθρωπο, μ’ έναν ερημίτη που ζει σ’ ένα τεράστιο φαράγγι αλλά είναι τόσο μύωπας που δεν μπορεί να δει περισσότερα από πέντε μέτρα μπροστά του. Μπορούμε ακόμη να τον συγκρίνουμε με κάποιον που ζει σε μια μεγάλη πόλη αλλά περιβάλλεται παντού όπου πάει από ένα είδος κουρτίνας που τον ακολουθεί. Μπορούμε να φανταστούμε αυτή την κουρτίνα σαν τον κισσό που περιβάλλει ένα δέντρο και το στερεί από το φως, του σφετερίζεται την πραγματικότητα που πλέει γύρω του.

Η κουρτίνα αυτή δεν είναι άλλη από την «καθημερινότητά» του. Κι αυτή η καθημερινότητα δεν αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα αλλά μια νοητική κατάσταση. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο με το ραντάρ των νυχτερίδων. Απλώνουμε τις αισθήσεις μας έξω από εμάς κατά κάποιο τρόπο και «νοιώθουμε» τον κόσμο γύρω μας. Άλλα όταν ο κόσμος μεταμφιέζεται σε μια συνηθισμένη, καθημερινή πραγματικότητα, δεν χρειάζεται πια ν’ «απλώνουμε» τις αισθήσεις μας μακριά κι αυτό ακριβώς είναι που συνηθίσαμε πια να κάνουμε.

Σαν μικρά παιδιά όμως «απλώναμε» πάντα τις αισθήσεις μας μακρύτερα κι ίσως αυτός να είναι κι ο λόγος που οι περισσότεροι από εμάς νοιώθαμε έναν φόβο κι ένα δέος απέναντι στη νύχτα και τα σκοτάδια της. Κάθε βράδυ λοιπόν, όταν ο κόσμος γύρω μας έχανε την γνώριμη όψη του και γέμιζε σκιές και ακαθόριστους ήχους και τριγμούς, ανακαλύπταμε πως ο κόσμος της νύχτας και οι τρόμοι του έμοιαζαν φοβερά με το «μέσα σκοτάδι», το σκοτάδι που μας πλημμύριζε κάθε φορά που κλείναμε τα μάτια μας. Μόνο που ήταν πιο τρομακτικό στις όψεις που έπαιρνε.

Δίχως να έχουμε καμία γνώση και καμία ουσιαστική πληροφόρηση για το που ακριβώς οφείλονταν αυτή η μεταμόρφωση του κόσμου την νύχτα, νοιώθαμε τον φόβο που ξυπνούσε η ψυχή μας από τον λήθαργό της. Καθώς μεγαλώναμε όμως, οι αισθήσεις μας άρχισαν να «μαζεύονται» ολοένα και πιο κοντά μας κι αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που συνθέτει μια από τις φυσικές άμυνες που μας προστατεύει από τις φοβερές μνήμες εκείνων των σκοταδιών: των σκοταδιών όπου ο κόσμος γύρω μας άλλαζε απειλητικά σχήματα και μορφές.

Ένας άλλος τρόπος άμυνας όμως –όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό– είναι και τα παραμύθια, οι μύθοι και οι θρύλοι που αναφέρονται σε ήρωες που πολεμούν και σκοτώνουν τους δράκους. Σύμφωνα με τον Γιούνγκ, ο φόνος του δράκου που έχει σχέση με το κακό και τη νύχτα, σημαίνει την νίκη του ήρωα, δηλαδή του εαυτού μας, ο οποίος αποκτά με τον τρόπο αυτό μια πιο φωτεινή αντίληψη του κόσμου. Κατά βάθος, θα μείνουμε πάντα οι ήρωες των παραμυθιών που θέλουν να σκοτώσουν τον δράκο τους. Και θέλουν να φωτίσουν τα σκοτάδια τους.

Μύθοι της Νύχτας

«Ξέρουμε πως οι λέξεις έχουν την δύναμη να κάνουν τα πράγματα να εξαφανίζονται και την δύναμη να τα εμφανίζουν ως εξαφανισμένα…»
Maurice Blanchot

Ο αρχετυπικός φόβος του ανθρώπου για το σκοτάδι και τη νύχτα όμως παραμένει ολοζώντανος στην ψυχή μας παρ’ όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς που επινοεί το μυαλό μας για να μας προστατεύσει. Παραμένουμε μετέωροι ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω σκοτάδι» και στους φόβους που μας προκαλούν. Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχει κάτι πολύ πιο βαθύ και πολύ πιο αρχαίο σ’ αυτήν μας την προσπάθεια να ισορροπήσουμε ανάμεσα στα δυο αυτά σκοτάδια. Κι οι μύθοι του κόσμου είναι αυτοί που προσπαθούν να περιγράψουν αυτό το «κάτι» που υπάρχει πέρα και πίσω από τη νύχτα και τα σκοτάδια της.

Ο Ησίοδος περιγράφει στην «Θεογονία» του, σ’ αυτό το σκοτεινό γενεαλογικό δέντρο της Νύχτας, έναν χείμαρρο από θεότητες που καταδιώκουν τους ανθρώπους και τους φορτώνουν με προβλήματα και συμφορές:

«…Η Νύχτα γέννησε την στυγερή Μοίρα (τον Μόρο), την μαύρη Κήρα και τον Θάνατο. Γέννησε τον ύπνο και την γενιά των Ονείρων –η νύχτα με το Έρεβός της τους γέννησε, χωρίς με κανέναν να κοιμηθεί– έπειτα γέννησε την Ειρωνία (τον Μώμο) και την τρομερή Θλίψη και τις Εσπερίδες, που πέρα από τον γνωστό Ωκεανό, φυλάσσουν τα χρυσά μήλα και βγάζουν από τα δέντρα τον καρπό…

Γέννησε και τις μοίρες και τους σκοτεινούς δαίμονες με τα μεμβράνινα φτερά (τις Κήρες) που των ανθρώπων και των Θεών τις παραβάσεις τιμωρούν. Κι ο θυμός τους ποτέ δεν τελειώνει, των θεοτήτων αυτών, πριν δώσουν τιμωρία κακή σ’ εκείνον που έχει αμαρτήσει. Και γέννησε και την Νέμεση, κατάρα των θνητών, η Νύχτα η αδίστακτη, και μετά γέννησε την Απάτη και την Φιλότητα, και τα φρικτά Γηρατειά. Και γέννησε και την Έριδα τη ζηλόφθονη. Και η στυγερή Έριδα γέννησε τον Πόνο τον ανήλεο, την Λήθη, την Πείνα, και τις δακρύβρεχτες Θλίψεις, τις Μάχες, τους αγώνες, τους φόνους, τις ανθρωποκτονίες, τους καβγάδες, τα Ψέματα και τις Διαφωνίες, την Παρανομία και την Καταστροφή, που συνήθως βαδίζουν όλα μαζί…»

Οι αρχαίοι έλληνες συνήθιζαν να στήνουν μαρμάρινες στήλες που ονομάζονταν Εκαταίες στήλες, στα σταυροδρόμια και δίπλα στις πόρτες τους. Τα σταυροδρόμια και οι πόρτες λειτουργούσαν μέσα στο μυαλό τους ως «πύλες» από τον άλλο Κόσμο, έναν κόσμο απ’ όπου έρχονταν πολλές φορές σκοτεινά πλάσματα για να τους προσφέρουν μαγικά δώρα αλλά και καταστροφές. Η τρικέφαλη Εκάτη που απεικονίζονταν στις στήλες αυτές ήταν η θεά της νύχτας και των ταξιδιωτών.

Ήταν αυτή που προστάτευε τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους και έσωζε τα παιδιά από τις άκρες των γκρεμών. Ήταν αυτή, η Κυρά του Σκοταδιού που κάθε σούρουπο άνοιγε την πόρτα του Κάτω Κόσμου και περιπλανιόταν μέσα στη νύχτα, μια μαύρη αρχόντισσα που χάιδευε τα σκυλιά και τους λύκους που αλυχτούσαν κάτω απ’ το φεγγάρι. Και μαζί της φτεροκοπούσαν κι οι ψυχές των νεκρών πάνω από τα κεφάλια των ζωντανών, για να κρυφτούν μετά στα κατώφλια των σπιτιών και στις παρυφές των δασών.

Κι είναι γι’ αυτήν ακριβώς την αρχόντισσα που Λάβκραφτ ψιθυρίζει κάτω από την σιωπηλή σελήνη που ρίχνει ένα αλλιώτικο φως στον κόσμο μας:

«Ω, συντρόφισσα της Νύχτας, εσύ που κλαις στο ουρλιαχτό των σκύλων και φτύνεις αίμα, εσύ που περιπλανιέσαι μέσα στις σκιές ανάμεσα στους τάφους, εσύ που διψάς για αίμα και φέρνεις τον τρόμο στους θνητούς… Γοργώ, Μορμώ, χιλιοπρόσωπη Σελήνη, δέξου τα τραγούδια μου…»

Η Σελήνη θεωρούνταν πάντα στις παραδόσεις όλου του κόσμου είτε ως κατοικία των νεκρών που παρέμεναν σ’ αυτήν μέχρι την αναγέννησή τους, είτε ως σύμβολο και δύναμη γονιμότητας. Σύμφωνα μ’ έναν μύθο της «Κοιλάδας του Μαύρου Αίματος» των Ναβάχο, η φυλή τους κατάγεται από την «Γυναίκα που Γέννησε τη Νύχτα» και πως οι ψυχές τους ταξιδεύουν προς το φεγγάρι όταν πεθάνουν, και επιστρέφουν πίσω στη Γη μέσα σε άλλες μορφές ζωής.

Οι Εσκιμώοι Ιγκουλίκ πιστεύουν ότι το «πνεύμα του φεγγαριού» απαγάγει πολλές φορές τις γυναίκες και τις πηγαίνει στον μυστικό τόπο της κατοικίας του, όπου τους χαρίζει την γονιμότητα. Στη συνέχεια οι γυναίκες αυτές επιστρέφουν πίσω στη Γη από μια σκάλα. Οι γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά, χορεύουν τις νύχτες και προσεύχονται στο φεγγάρι ή λούζονται στα νερά μιας στέρνας όπου καθρεφτίζεται το φεγγάρι για να μπορέσει εκείνο να εισχωρήσει μέσα στο κορμί τους σε υγρή μορφή και να τις γονιμοποιήσει.

Μια άλλη φυλή Εσκιμώων, οι Ονουίτ, πιστεύουν πως το φεγγάρι αγαπάει τους ανθρώπους που αυτοκτονούν και τους παίρνει μαζί του για να ζήσουν για πάντα: μια αιώνια ζωή που περνάει κοροϊδεύοντας κάθε βράδυ τους θνητούς που παιδεύονται στη Γη (!). Πιστεύουν ακόμη πως όταν τις μεγάλες μοναχικές νύχτες, οι κυνηγοί και οι ταξιδιώτες του απώτατου Βορρά αντικρίζουν τον τεράστιο και ολόγιομο δίσκο του φεγγαριού που τους τυφλώνει με το φως του, κάνει την εμφάνισή του ένας άντρας που τους αρπάζει και τους ανεβάζει στο φεγγάρι από μια σκάλα.

Τον οδηγεί και τον φιλοξενεί στο σπίτι όπου κατοικεί το Πνεύμα του Φεγγαριού. Μετά το φαγητό εμφανίζεται από το διπλανό δωμάτιο η γυναίκα του, που κρατάει ένα παράξενο μαχαίρι που λέγεται «Ούλου». Αν ο ταξιδιώτης γελάσει με την εμφάνισή της, τότε το μαχαίρι αυτό καρφώνεται στο στομάχι του και τα σωθικά του γίνονται τροφή για τους χαμένους νεκρούς που περιφέρονται άσκοπα έξω από το παράξενο αυτό σπίτι.

Ο μύθος αυτός μας θυμίζει έναν από τους πιο φοβερούς σκοτεινούς μύθους της Νορβηγίας. Εκεί λοιπόν κατοικεί ένα παράξενο πλάσμα, η Κυρά του Λόφου (Huldre ή Hill-Lady) που εμφανίζονταν από μπροστά σαν μια πολύ όμορφη γυναίκα που φορούσε ένα γαλάζιο δαντελένιο φόρεμα και ένα λινό άσπρο κάλυμμα στο κεφάλι. Μα από την πίσω πλευρά κρύβονταν μια τρομαχτική ασχήμια, με μια μεγάλη σκοτεινή κουφάλα στο κορμί της, ανοιχτή σαν τάφρος, και μια μακριά ουρά που ήταν πολύ δύσκολο να κρυφτεί. Τραγουδούσε και χόρευε υπέροχα, κι εμφανίζονταν στους βοσκούς και στους αγρότες ζητώντας τους να χορέψουν μαζί της.

Κι αν κάποιος ήταν αρκετά έξυπνος για να διατηρήσει την ηρεμία του όταν η ουρά της εμφανίζονταν ξαφνικά, τότε η Κυρά του Λόφου τον αντάμειβε πλουσιοπάροχα για το τακτ και την ευγένεια του. Κάποιες από τις παραδόσεις αναφέρουν ακόμα πως τα δόντια της ήταν μεγάλα και κοφτερά, και μερικά από τα λαϊκά παραμύθια του Μεσαίωνα, όπως το Mother Hulda των αδερφών Grimm, βασίζονται στους μύθους της Huldre, της Κυράς του Λόφου.

Οι αφρικάνικοι μύθοι μιλούν για τις «Μάγισσες της Νύχτας» (baloi ba bosigo). Πρόκειται για κακόβουλα και μοχθηρά πλάσματα που κυκλοφορούν στα νεκροταφεία τα βράδια και επιτελούν ανίερες τελετές. Την ημέρα είναι συνηθισμένες γυναίκες που ασχολούνται με δουλειές του σπιτιού, αλλά μόλις πέσει το σκοτάδι της νύχτα, οι ψυχές τους απελευθερώνονται από το σώμα τους, ταξιδεύουν καβάλα στις ύαινες και επιστρέφουν πίσω λίγο πριν την ανατολή του ήλιου.

Οι Λάπωνες δεν δέχονταν για κανέναν λόγο κάποιον ξένο που χτυπούσε την πόρτα τους για προστασία μετά τη δύση του ήλιου γιατί πίστευαν πως τη νύχτα κυκλοφορούσαν στις ερημιές μόνο τα μοχθηρά και κακόβουλα πλάσματα που προσπαθούσαν να τους κάνουν κακό.

Στην Ευρώπη από την άλλη, η νύχτα ήταν πάντοτε γεμάτη από μάγισσες, δαίμονες, ξωτικά και αιμοσταγή πλάσματα. Οι ταξιδιώτες της νύχτας απόφευγαν τα κλαδιά της ιτιάς που έπνιγαν τους άτυχους εκείνους που τολμούσαν μα κοιμηθούν κοντά τους, και ψιθύριζαν τις προσευχές τους ενάντια στους δαίμονες που κατοικούσαν στις σκοτεινές κουφάλες των δέντρων. Και υπάρχει πάντα το άγριο Μεγάλο Κυνήγι των ψυχών όπου ο βασιλιάς τους Άλλου Κόσμου οδηγεί τα δαιμονικά λαγωνικά του στις ανελέητες αποστολές τους…

Παραμύθια και δοξασίες απλώς χωρικών; Δεισιδαιμονίες του αρχέτυπου σκοταδιού και των πλασμάτων που κατοικούν (ή κρύβονται) στις σκιές του;

Εξερευνώντας στο Σκοτάδι

«Να είσαι εδώ, να είσαι κι εκεί, και να σε κυριεύουν παραδόξως και τα δυο, χωρίς διάκριση…»
Ρίλκε

Ένας άνθρωπος στέκεται μόνος κάτω από έναν απέραντο νυχτερινό ουρανό. Ένας άνθρωπος που το μυαλό του είναι ποτισμένο με όλους αυτούς τους μύθους της νύχτας, των απώτατων σκοταδιών και των τρόμων τους. Ένας άνθρωπος που το μυαλό του υπόκειται σε παράξενους φυσικούς περιορισμούς κι έχει κωδικοποιήσει τον κόσμο μέσα του σε λέξεις, έννοιες και σύμβολα. Οι λέξεις που έχει μέσα του όμως είναι αυτές που οικοδομούν την πραγματικότητα γύρω του, είναι αυτές που ορίζουν και εξηγούν το καθετί και του δίνουν μια αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας. Αλλά κάτι έχει αλλάξει σε όλα αυτά.

Γιατί είναι νύχτα. Κι ακόμα κι οι λέξεις μεταμορφώνονται στο σκοτάδι. Όπως και κάθε άλλη λέξη, κι λέξη «νύχτα» δεν είναι παρά μια μαγική λέξη, ένα κλειδί που ξεκλειδώνει σκοτεινές κι απαγορευμένες περιοχές του μυαλού. Ο άνθρωπός μας όμως στέκεται εκστατικός μπροστά στο άπειρο σύμπαν που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Εκατομμύρια μοναχικές φωτιές στροβιλίζονται εκεί ψηλά μέσα σε μια παράξενη σιωπή που δεν είναι ακριβώς σιωπή.

Περίεργες αισθήσεις του χαϊδεύουν το μυαλό. Πως είναι δυνατόν να αισθάνεται κανείς την μοναξιά τόσων εκατομμυρίων αστεριών αν δεν είναι κι ο ίδιος του βουτηγμένος μέσα της; Αυτό που ξεκίνησε σαν έκσταση και θαυμασμός λοιπόν δεν άργησε να μεταμορφωθεί σε μελαγχολική σκιά: ξαφνικά υπάρχει μόνο η μοναξιά του ανθρώπου κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Ο άνθρωπός μας αρχίζει να περιπλανιέται στη πόλη του. Οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμούνται πίσω από τα κλειστά τους παράθυρα κι εκείνος αναρωτιέται γιατί είναι ακόμα ξύπνιος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος του έχει δώσει εδώ και πολύ ώρα την διαταγή: «Κοιμήσου, νύχτωσε. Αύριο πάλι. Καινούργια μέρα». Κι ενώ οι λειτουργίες του σώματός του αρχίζουν να ατονούν και να απαιτούν την λήθη του ύπνου, εκείνος επιμένει να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα.

Οι αρχαίοι πίστευαν πως η νύχτα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μαύρη ομίχλη που σηκώνονταν από τη γη και σκέπαζε τον κόσμο. Του αρέσει όμως να περιπλανιέται μέσα σ’ αυτή την μαύρη ομίχλη της γης, παρόλο που ξέρει πια πως η εξήγηση αυτή δεν είναι παρά ένας αρχαίος ξεπερασμένος θρύλος. «Δεν θέλω να κοιμηθώ» λεει, «γιατί αυτός ο ύπνος υποδηλώνει την απουσία μου από αυτό εγώ θέλω να βιώσω». Και προχωράει.

Η ίδια η ανθρώπινη φύση είτε δεν είχε προβλέψει την νύχτα για τον άνθρωπο, είτε δεν είχε προβλέψει τον άνθρωπο για την νύχτα. Τον είχε εξορίσει από την αγκαλιά της και τον έβαζε από νωρίς για ύπνο. Τον έσπρωχνε στο «μέσα σκοτάδι», στα όνειρα και σε μια άλλη ζωή. Η παραγωγή της μελατονίνης στο ανθρώπινο σώμα αυξάνεται δραματικά κατά τη διάρκεια της νύχτας και η ουσία αυτή είναι στην πραγματικότητα ο απόλυτος ρυθμιστής του κύκλου του ύπνου μας. Η παράξενη αυτή ανθρώπινη ορμόνη που είναι υπεύθυνη και για το «άσπρισμα» του δέρματος μας (!) είναι η δύναμη που μας σπρώχνει στην αγκαλιά του ύπνου. Μακριά από το σκοτάδι και τα μυστικά του.

Ο Προμηθέας όμως έβαλε ένα ακόμα γρανάζι σε λειτουργία. Η ανθρωπότητα δεν άργησε να ανακαλύψει τη φωτιά, τους φανοστάτες και τέλος τον ηλεκτρισμό για να φωτίσει την απαγορευμένη νύχτα κι έμαθε να μένει ξάγρυπνη για να την εξερευνήσει. Οι φωτισμένες πόλεις μας με το τεχνητό φως που διώχνει μακριά το σκοτάδι της νύχτας αποτελεί μια επανάσταση απέναντι στην ίδια μας τη φύση που ίσως προσπαθεί να μας προφυλάξει από αυτή. Γιατί υπάρχουν πολλά πλάσματα που διεκδικούν το πανίσχυρο σκοτάδι, υπάρχουν πολλά πλάσματα που είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοί της.

«Ο κόσμος της νύχτας δεν είναι αυτός της μέρας». Κι είναι ένας κόσμος γεμάτος ζωή, πλάσματα κι επικίνδυνες νύξεις. Ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος ήχους και μυρουδιές, ποτισμένη από άγνωστους φόβους και υπόνοιες κινδύνου. Οι γνώριμοι δρόμοι, τα στενά και τα σοκάκια έχουν μεταμορφωθεί. Οι σκιές της μέρας δεν μοιάζουν καθόλου με τις σκιές που ρίχνει ο μανδύας της νύχτας. Το σκοτάδι εξαφανίζει καθετί που θεωρείται γνώριμο και συνηθισμένο και μια απλή και συνηθισμένη διαδρομή μετατρέπεται ξαφνικά σε περιπετειώδεις ταξίδι. Δεν έχεις παρά να ξεπεράσεις τα όρια του περιορισμένου τεχνητού φωτός που σε κρατάει ασφαλή.

Σε κάθε σκοτεινή γωνιά παραμονεύει κι ένας κίνδυνος, μια απειλή κι ένας αόρατος τρόμος. Κάθε σκοτεινή γωνιά είναι ένα μικρό κομμάτι από το βασίλειο που εξουσιάζουν τα πλάσματα που έχουν καταφύγει στο σκοτάδι. Οι αποδιωγμένοι, οι αλήτες, οι τρελοί, οι φονιάδες και άλλοι πολλοί: οι άνθρωποι της Νύχτας. Πλάσματα που κινούνται στις σκιά του κόσμου της μέρας κι έχουν γίνει κομμάτι του φόβου μας. Τα φώτα που ανάβουμε μέσα στη νύχτα δεν φωτίζουν παρά μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι της νύχτας.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της παραμένει σκοτεινό κ ανεξιχνίαστο. Ο άνθρωπός μας μοιάζει με τον στρατιώτη που φυλάει τη σκοπιά του στις παρυφές τις σκιάς, μ’ έναν νυχτοφύλακα που μουδιάζει μπροστά στις φοβερές νύξεις του σκοταδιού και παίζει με την ιδέα της περιπλάνησης μέσα στο σκοτάδι: για να φωτίσει κάθε άγνωστη γωνιά του.

Κάνει το πρώτο βήμα στην αγκαλιά του σκοταδιού.

Ο κόσμος είναι ποτισμένος από τις μυρουδιές του λουλουδιών που ανθίζουν μόνο κάτω από το φεγγάρι και τον έναστρο ουρανό. Οι παλιοί έλεγαν πως έπρεπε να κάψεις το νυχτολούλουδο στο κατώφλι του σπιτιού σου γιατί η μυρουδιά του έλκει τις μάγισσες και τον διάβολο. Ο άνθρωπος μας θυμάται τους «κάκτους του φεγγαριού» κι εκείνο το εξωτικό φυτό με το παράξενο όνομα «η ομορφιά της νύχτας» (Mirabilis jalapa) που ανασαίνουν στο σκοτάδι. Φυτά που δεν χρειάζονται τον ήλιο κι ανασαίνουν στο σκοτάδι.

Θυμάται ακόμα πως παντού γύρω του υπάρχουν και κυνηγοί του σκοταδιού: ζώα που βλέπουν ένα «άλλο φως» και κυνηγούν το θήραμά τους στα σκοτεινά γιατί το σκοτάδι είναι το φυσικό τους περιβάλλον.

Ήχος από πετάρισμα στον ουρανό. Πριν λίγες μόλις ώρες, όταν ακόμα ο ήλιος ταξίδευε πάνω στον ουρανό θα του ήταν εύκολο να πει πως πρόκειται για ένα σμήνος πουλιών. Τώρα όμως δεν είναι παρά μαύρες σκιές ανάμεσα σε εκείνον και τ’ αστέρια. Και δεν έχει άδικο. ‘Ένα σμήνος από νυχτερίδες πετάει στον ουρανό, εξαπολύει ήχους που ο άνθρωπός μας δεν μπορεί ν’ ακούσει και χαρτογραφεί τον κόσμο. Βρωμερά και άσχημα πλάσματα που τρέφονται με αίμα! Χαρτογραφούν έναν κόσμο και σημειώνουν πάνω του τα μέρη όπου θα «χτυπήσουν» απόψε για να ρουφήξουν την τροφή τους.

Το αίμα του «παγώνει», ίσως γιατί ξέρει κι αυτός όλες εκείνες τις ιστορίες για τα αιμοδιψή αυτά πλάσματα που τρέφονται με ζεστό και ζωντανό αίμα. Περισσότερο όμως γιατί ξέρει και τις «άλλες» ιστορίες, εκείνες που μιλούν για τις ανίερες μεταμορφώσεις υπερφυσικών πλασμάτων που επιβιώνουν στον κόσμο μας ρουφώντας ανθρώπινο αίμα. Πλάσματα που μεταμορφώνονται σε εφιάλτες και εισβάλλουν στον κόσμο των ονείρων, πλάσματα που περνούν μπροστά από καθρέφτες που δεν επιστρέφουν το είδωλό τους.

Ο άνθρωπός μας νοιώθει να βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε δυο κόσμους. Ανάμεσα στην αλήθεια που του έχουν μάθει και την αλήθεια που νοιώθει χαραγμένη πάνω στο παγωμένο του αίμα. Στο σημείο εκείνο που ένα και μόνο βήμα κάνει τη διαφορά. Κι εδώ κι εκεί. Αλλά πού είναι το «εδώ» και πού είναι το «εκεί»; Πρέπει να μάθει τι είναι αυτό που τον στοιχειώνει, κι αν δεν υπάρχει τίποτα θέλει να το μάθει κι αυτό. Ψιθυρίζει μια προσευχή μέσα στα δόντια του. Μια προσευχή φτιαγμένη από λέξεις πανίσχυρες και μαγικές.

Δεν είναι κάποιο μυστικό ξόρκι αλλά μια απλή προσευχή: όλες οι λέξεις είναι στην πραγματικότητα πανίσχυρες και μαγικές για το μυαλό του που κατασκευάζει τα πάντα. Παίρνει κουράγιο. Και χάνεται ξανά στη μεθυστική εξερεύνηση του σκοταδιού. Ένας μικρός κρίκος από την ασημένια αλυσίδα των εξερευνητών της νύχτας που την χαρτογραφούν με παράξενες αισθήσεις που ανήκουν σε «άλλους κόσμους».

Αναζητώντας τις Πόρτες που Οδηγούν Αλλού

«Θα σας στείλω σε πόρτες που ανοίγουν γι’ αλλού…»
Τσαρλς Φορτ

Η νύχτα συνεχίζει να βαδίζει αδιάφορη πάνω στο αρχαίο της μονοπάτι κι οι σκιές της παίζουν με το ασημένιο φως του φεγγαριού. Μια φωνή ταξιδεύει στον νυχτερινό άνεμο…. Ο καταραμένος Τσάρλς Φόρτ μας ψιθυρίζει από τα βάθη του παράξενου και του ακατανόητου: «Θα σας στείλω σε πόρτες που οδηγούν γι’ αλλού…» Ακούγεται ωραίο. Σαν μυστικό που είναι έτοιμο να ανθίσει μπροστά στα μάτια μας και να μας αποκαλυφθεί. «Θα σας στείλω σε πόρτες που ανοίγουν γι’ αλλού…»

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Που είναι αυτές οι πόρτες λοιπόν; Γιατί το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι τις βρούμε. Και για να τις βρούμε θα πρέπει πρώτα να τις «δούμε» Το πρόβλημα όμως είναι πως η ίδια μας η φύση που μας «όπλισε» με τις αισθήσεις και τις ικανότητες μας, μας επέβαλε και μια σειρά από παράξενα όρια. Ευτυχώς όμως που το κουτί της Πανδώρας κράτησε μέσα του την Ελπίδα. Την Ελπίδα πως υπάρχουν τρόποι που ξεπερνούν τα απαγορευτικά αυτά όρια.

Ένα από τα πιο παράξενα πράγματα μάθαμε από τους ανθρωπολόγους, είναι ότι ο προϊστορικός άνθρωπος δεν διέκρινε τα χρώματα κι έβλεπε μόνο το άσπρο και το μαύρο. Η ανθρώπινη ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα χρώματα αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται ακόμα σταδιακά κι ίσως το μέλλον μας να οδεύει προς έναν κόσμο με τελείως αλλιώτικα χρώματα. Η παλιά, περιορισμένη όμως ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται μόνο το άσπρο και το μαύρο, μας βάζει σε σκέψεις.

Προσωπικά, δεν μπορώ να αποφύγω την σύγκριση αυτής της περιορισμένης όρασης με τα όνειρα –αυτά τα περίεργα γεννήματα της Νύχτας της «Θεογονίας» του Ησίοδου. Τα όνειρα, που απ’ όσα γνωρίζουμε πρόκειται για ασπρόμαυρες εικόνες από μια άγνωστη πηγή, που ο εγκέφαλός μας τους προσθέτει χρώματα.

Είναι άραγε δυνατόν, η πραγματικότητα γύρω μας να κατασκευάζεται σε κάποια άχρονη, ασπρόμαυρη πηγή και να μας παραδίδεται στην (πολύχρωμη) μορφή που ξέρουμε μετά από την επέμβαση του εγκεφάλου μας; Είναι άραγε η πηγή των ονείρων μας, ο αινιγματικός εκείνος Ονειρόχρονος που δημιούργησε τον κόσμο μας όπως υποστηρίζουν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας. Ένα ταξίδι στην πηγή της δημιουργίας;

Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του ανθρώπου μπορεί να διατυπωθεί με το εξής απλό κι αναπάντητο ερώτημα: Γιατί κοιμόμαστε; Ο ύπνος είναι μια από τις λειτουργίες που η φύση έχει «κλειδώσει» πάνω μας. Είναι η λειτουργία με την οποία μπορούμε να εξερευνήσουμε ένα μικρό κομμάτι από το «μέσα σκοτάδι» όπου πλέουμε σαν μοναχικά νησιά, αλλά μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι του. Πρόκειται άραγε για μια φυσική ανάγκη για να αναδιοργανωθούμε και να επανακτήσουμε τις δυνάμεις μας;

Ή για μια ψυχική ανάγκη ν’ αποφύγουμε τον κόσμο της νύχτας και τους τρόμους της; Ή μήπως είναι τελικά ένας από τους τρόπους που έχει εφεύρει η φύση μας για να μπορεί να μας επαναπρογραμματίζει και να μας παραδίδει στον κόσμο της μέρας που χτίζουμε ακατάπαυστα στα όνειρά μας; Μήπως για κάποιο λόγο η φύση μας σπρώχνει να κάνουμε μικρά ασφαλή και ελεγχόμενα άλματα στο «μέσα σκοτάδι»; Και γιατί άραγε ένας άνθρωπος που αποφεύγει με τη θέλησή του τον καθημερινό κι επιβαλλόμενο ύπνο, θα αρχίσει να χάνει από κάποιο σημείο και μετά την συνοχή της πραγματικότητας γύρω του και θα βυθιστεί σ’ έναν κόσμο παραισθήσεων και ρευστότητας;

Υπάρχουν πολλά είδη όρασης στον κόσμο μας.

Οι νυχτερίδες για παράδειγμα βλέπουν με τ’ αυτιά τους. Εξαπολύουν ήχους πολύ υψηλής συχνότητας μπροστά τους και επεξεργάζονται την ηχώ τους που επιστρέφει για να σχεδιάσουν στο κεφάλι τους έναν χάρτη του κόσμου γύρω τους. Τα φίδια αλλά και πολλά αρπακτικά πουλιά που κυνηγούν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας, με την βοήθεια κάποιων ιδιαίτερα ευαίσθητων κυττάρων που βρίσκονται σε μικρές εσοχές ανάμεσα στα μάτια τους, «βλέπουν» την θερμότητα που εκπέμπεται από τα σώματα των θυμάτων τους.

Η ανθρώπινη όραση από την άλλη κινείται μέσα στα μήκη κύματος που ξεκινούν από 380 και φτάνουν στα 760 μιλιμικρά. Το ορατό φως φιλτράρεται μέσα από τα μάτια μας και ο εγκέφαλός μας αναδομεί ένα μικρό μόνο μέρος του κόσμου: οι μικρότερες και οι μεγαλύτερες συχνότητες αγνοούνται από τον εγκέφαλό μας. Και το σύνθημα είναι: «Ότι δεν «βλέπεις», δεν υπάρχει… τουλάχιστον για την ώρα».

Το καταπληκτικό σε όλα αυτά είναι πως οι χαμένες συχνότητες καταγράφονται παρόλα αυτά στη συνείδηση και στη μνήμη μας. Θα αρκούσε απλώς να άνοιγε η ψαλίδα που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα όρια που επεξεργάζεται το ανθρώπινο μάτι, για ν’ αλλάξει ο κόσμος γύρω μας. Κάτι που συνέβη ίσως μέσα στην εξελικτική μας περίοδο και μας έκανε ικανούς να διακρίνουμε τα χρώματα.

Βρισκόμαστε φυλακισμένοι ανάμεσα στα 380 και 760 μιλιμικρά. Η πραγματικότητά μας είναι η ανάπλαση από τον εγκέφαλό μας, αυτών ακριβώς των συχνοτήτων. Έξω από τις συχνότητες αυτές επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι και η απόλυτη άγνοια. Παρόλα αυτά αισθανόμαστε πως κάτι υπάρχει πέρα από τον κόσμο που βλέπουμε. Υπάρχουν θαύματα και τρόμοι στον ανεξερεύνητο «έξω κόσμο» κι είναι μόνο οι αισθήσεις μας που τις νοιώθουν κατά κάποιο τρόπο. Γράφει ο συγγραφέας Ε. Τ. Α. Χόφμαν:

«Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συναισθάνονται πως είναι φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι, είναι πεπεισμένοι πως είναι ελεύθεροι. Η δυστυχία του ανθρώπου που έχει βαθύτερη αντίληψη από τους άλλους είναι αν συνειδητοποιήσει πως είναι φυλακισμένος. Η μεγαλύτερη του χαρά πηγάζει μόνο από το γεγονός της πιθανότητα ότι το γυάλινο μπουκάλι ίσως να είναι δυνατόν να σπάσει».

Οι λαϊκές παραδόσεις όλου του κόσμου είναι γεμάτες από ανθρώπους που έσπασαν αυτό το μπουκάλι και έμαθαν να «βλέπουν» γύρω τους –μια επιπλέον ανθρώπινη ικανότητα που αποκαλείται και «Δεύτερη Όραση». Αυτοί ο αλαφροΐσκιωτοι, οι σημαδεμένοι που τριγυρίζουν μόνοι μέσα στα σκοτάδια της νύχτας παραμιλώντας ακατάληπτα και τρελά πράγματα, «βλέπουν» έναν άλλο κόσμο από αυτόν που βλέπουμε εμείς. Αυτοί οι μοναχικοί τρελοί του κόσμου μας να είναι άραγε η ανθρώπινη εμπροσθοφυλακή σ’ έναν κόσμο δυνατοτήτων που έρχεται ή κατάλοιπα ενός βιολογικού λάθους που κάποτε διορθώθηκε; Πρίγκιπες ή τέρατα για τα ανθρώπινα μέτρα;

Είναι γνωστό αυτό που αναφέρεται στο παράξενο ζήτημα του Εγκεφαλονωτιαίου Υγρού και του Κωναρίου (της Επίφυσης ή του Τρίτου Ματιού). Οι λειτουργίες τους σε κυτταρικό επίπεδο, υπακούουν σ’ έναν 24ωρο ρυθμό που ονομάζεται «Κιρκαδιακός ρυθμός» και διαχωρίζεται σε τρία «βιολογικά ρολόγια»: 1) Circa Die, ρυθμός που σημαίνει «περίπου μέρα», 2) Ultra Die ή Ουλτραδιακός ρυθμός, που σημαίνει «πάνω από μια μέρα», και 3) Infra Die ή Ινφραδικός ρυθμός, που σημαίνει «κάτω από μια μέρα».

Το ανθρώπινο Κωνάριο λοιπόν, ρυθμίζει τον έναν από τους τρεις αυτούς ρυθμός, τον «Κιρκαδιακό ρυθμό», ο οποίος συντονισμένος με το κοσμικό ρολόι (με τους ρυθμούς του Σύμπαντος) επηρεάζεται από τα 2 ΗΖ που εκπέμπει η Σελήνη με τον ίδιο τρόπο που επηρεάζεται και από την ηλιακή ακτινοβολία. Οι λειτουργίες που επιτελεί είναι πάρα πολλές, όπως για παράδειγμα η εναλλαγή του ύπνου και της εγρήγορσης, ή τα επίπεδα της γλυκόζης που μεταβάλλονται σε όλη την διάρκεια της μέρας.

Οι περισσότερες όμως λειτουργίες της επίφυσης (του τρίτου ματιού) σταμάτησαν εξαιτίας της φυσικής επιλογής. Στα μικρά ζώα καθώς και στα μικρά παιδιά η επίφυση υπάρχει, αλλά αρχίζει πολύ γρήγορα να χάνεται κατά τη έναρξη της ήβης. Ίσως αυτή ακριβώς η χρονική περίοδος να σηματοδοτεί τελικά και το περίφημο «τέλος της παιδικής μας αθωότητας» και την αρχή της περιόδου που κάποιο αόρατο πέπλο αρχίζει να πέφτει μπροστά στα μάτια μας. Την αρχή μιας περιόδου που η φύση διόρθωσε τα μικρά της «λάθη».

Ένα από τα «βιολογικά ρολόγια» που αναφέραμε πιο πάνω είναι εκείνο που επηρεάζει και την πιο χαρακτηριστική λειτουργία της γυναικείας φύσης, την έμμηνο ρήση ή εμμηνορρυσία (που ο κύκλος της είναι σχεδόν ίδιος με μια πλήρη περιστροφή της Σελήνης γύρω από Γη….
Και νάτο ξανά…
Το αίμα…
Όλα επιστρέφουν σ’ αυτό το κατακόκκινο υγρό που τρέχει στις φλέβες μας, αυτό το ποτάμι που αποτελεί την ουσία της ύπαρξης ολόκληρης της ζωής και που σύμφωνα με τους μύθους και τις παραδόσεις σε ολόκληρο τον κόσμο προσελκύει τις σκοτεινές δαιμονικές οντότητες.

Ο Βασιλιάς της Νύχτας

«Σ’ ολόκληρο τον αχανή, σκιώδη κόσμο των φαντασμάτων και των διαμονών δεν υπάρχει φιγούρα πιο τρομακτική και αποτρόπαια αλλά και τόσο φοβερά γοητευτική, από το βαμπίρ, που δίχως να είναι ούτε φάντασμα αλλά ούτε και δαίμονας μοιράζεται την σκοτεινή τους φύση και κατέχει τις μυστηριώδεις και φοβερές ιδιότητές τους…»
Μοντάγκιου Σάμμερς

Στην Ελλάδα –και ιδιαίτερα στα νησιά όπου οι παραδόσεις των βρικολάκων είναι πανίσχυρες– υπάρχει γενικά μια μεγάλη διαφωνία σχετικά με τη μορφή και την εξωτερική εμφάνιση του βρυκόλακα. Αλλού τους συναντούμε σαν σκελετούς που περπατούν τις νύχτες και δεν έχουν καθόλου σάρκα, αλλού έχουν μαύρες και γυαλιστερές σάρκες που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι, αλλού έχουν πύρινο σώμα κι αλλού είναι σκιές ή και αόρατοι.

Και η σύγχυση συνεχίζεται: Να είναι άραγε αυτοί οι άσημοι καμπούρηδες με τα κατάμαυρα χέρια και τα γαμψά νύχια; Ή οι νεκροί με τα μακριά γένια και τα μακριά μαλλιά και με τα μακριά σαν ξυράφια νύχια τους; Οι λευκοί σαβανωμένοι πλανόδιοι της νύχτας ή τα κατακόκκινα πλάσματα με σώμα που μοιάζουν με ασκιά γεμάτα με αίμα που γεμίζουν με το αίμα των ζωντανών. Ή μήπως εκείνα τα παράξενα ανθρώπινα απομεινάρια που κατοικούν κάτω από τις πόλεις μας: στους βρωμερούς υπονόμους και στον σκοτεινό και δαιδαλώδη κόσμο των υπογείων περασμάτων που συνθέτουν έναν αντικόσμο κάτω από τα πόδια μας;

Η ύπαρξη των απέθαντων πλασμάτων είναι στην πραγματικότητα μια πολύπλοκη περίπτωση. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο βαμπιρισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ανωμαλία, ή μιας γενετική διαφορά αν θέλετε του ανθρώπινου DNA, και πως η χαρακτηριστική αυτή ανωμαλία μεταδίδεται μ’ ένα απλό δάγκωμα. Εκείνο που παραδοσιακά «κυνηγάνε» οι βρικόλακες δεν είναι άλλο από το μαγικό υγρό και την πραγματική δύναμη της ζωής, το αίμα.

Κι η μεγαλύτερη πηγή ενέργειας για τα πλάσματα αυτά, είναι το φρέσκο αίμα, το αίμα που τρέχει ακόμα καυτό μέσα στις φλέβες των ζωντανών. Το αίμα που ρέει μέσα στις φλέβες μας αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την διατήρηση της δικής τους ζωής. Αν χάσει ένας άνθρωπος μεγάλες ποσότητες από το αίμα του χάνει τις αισθήσεις του και σταδιακά πεθαίνει. Για τον βρυκόλακα όμως το αίμα αυτό αντιπροσωπεύει την δική του επιβίωση, την δική του διατήρηση της ζωής.

Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν κι άλλα είδη ενέργειας που προτιμούν τα πλάσματα αυτά. Υπάρχει για παράδειγμα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεωρία που μιλάει για τους «βρικόλακες psi», για αρχαίες απέθαντες ψυχές που ταξιδεύουν μέσα στο χρόνο εισβάλλοντας βίαια μέσα στα ανθρώπινα σώματα. Οι βρικόλακες αυτοί σφετερίζονται τόσο το σώμα όσο και την ψυχική του ενέργεια για να ζήσουν μια συνηθισμένη ζωή ανάμεσά μας.

Οι αποκρυφιστές από την μεριά τους υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι που πεθαίνουν βίαια ή αυτοκτονούν στοιχειώνουν στον κόσμο μας εξαιτίας μιας ανείπωτης επιθυμίας να επιστρέψουν σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτά τα πλάσματα όμως που ήταν κάποτε ανθρώπινες οντότητες έχουν χάσει πια τις ενεργειακές τους πηγές και για τον λόγο αυτό προσπαθούν να «κλέψουν» ενέργεια από τους ζωντανούς.

Η συνάντησή με τέτοιου είδους πλάσματα και ιδιαίτερα μ’ ένα «μαγνητικό» βαμπίρ, αφήνει τους ανθρώπους τις περισσότερες φορές εξαντλημένους από τη ζωτική τους ενέργεια σε σημείο που αν δεν καταφέρουν να κερδίσουν την «χαμένη» ενέργειά τους εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα υγείας (σωματικά αλλά και ψυχολογικά).

Πολλοί είναι επίσης εκείνοι που αναφέρονται σε δαιμονικά πλάσματα που εισβάλουν στον ονειρικό κόσμο των ανθρώπων είτε σαν sukubus είτε σαν ikcubus και θεωρούνται κι αυτά ενεργειακά βαμπίρ γιατί τρέφονται κάνοντας έρωτα με τους ανθρώπους μέσα σε σεξουαλικές ονειρώξεις. Τα θύματα των ψυχικών αυτών επιθέσεων μάλιστα τεκνοποιούν πολλές φορές και φέρνουν στον κόσμο πλάσματα που οι παραδόσεις μας αναγνωρίζουν σαν δαιμονισμένα ή ξωτικοπάιδια.

Όλα αυτά έχουν ειπωθεί χιλιάδες φορές στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και ξαφνικά συνειδητοποιούμε πως η υπόθεση αυτού του απέθαντου βασιλιά του σκοταδιού δεν είναι και τόσο εκτός πραγματικότητας. Τα πλάσματα αυτά μπορεί να ζουν ήδη ανάμεσά μας, μπορεί να έχουν ήδη εισχωρήσει στον κόσμο μας και να δρουν ανενόχλητοι γύρω μας, ή πολύ βαθιά κάτω από τα πόδια μας. Είναι άραγε δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο τόσο κοντά μας; Είναι δυνατόν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας νεκρά πλάσματα που τρέφονται με την ενέργειά μας, ακριβώς όπως το φεγγάρι, που αν και δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια άψυχη πέτρα στον ουρανό, τρέφεται από την ζωτική ενέργεια του πλανήτη;

Σιγά-σιγά διακρίνουμε ολοένα και περισσότερο να αναδύεται μέσα απ’ όλες αυτές τις ιστορίες, τις θεωρίες και τις λαϊκές παραδόσεις, η εικόνα αυτής της δαιμονικής μορφής που εξουσιάζει τη νύχτα και το σκοτάδι της. Ένας δαίμονας που οσμίζεται το αίμα των θυμάτων του που είναι και το εισιτήριο για τη δική του ανίερη ύπαρξη.

Ένας κάτοικος της «Άλλης Πλευράς», του παγερού κόσμου που βρίσκεται στην άλλη μεριά του καθρέφτη, του καθρέφτη που δεν τολμάει να αποτυπώσει το είδωλό του –ίσως γιατί είναι ο ίδιος ένα είδωλο που κυκλοφορεί σ’ έναν κόσμο που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται. Ένα μοναχικό απέθαντο πλάσμα που ταξιδεύει με μορφή νυχτερίδας κάτω από τ’ αστέρια ενός κόσμου που δεν είναι ο δικός του κι εξουσιάζει ένα μικρό κομμάτι από το μυαλό μας…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου