Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 1.2.1–1.2.8

Ανασκευή του δεύτερου σκέλους του κατηγορητηρίου

Άλλες αποδείξεις της ευσέβειας του Σωκράτη ήταν η πίστη του στη μαντική, η απαξιωτική του στάση απέναντι στους φιλοσόφους που ασχολούνταν με κοσμολογικά θέματα, καθώς και η προσήλωσή του στον βουλευτικό όρκο και η επίμονη άρνησή του να συναινέσει στην καταδίκη των στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών. Αφού παρέθεσε τα σχετικά επιχειρήματα και τεκμήρια, ο Ξενοφώντας προχωρά στην ανασκευή του δεύτερου σκέλους του κατηγορητηρίου.


[1.2.1] Θαυμαστὸν δὲ φαίνεταί μοι καὶ τὸ πεισθῆναί τινας ὡς
Σωκράτης τοὺς νέους διέφθειρεν, ὃς πρὸς τοῖς εἰρημένοις
πρῶτον μὲν ἀφροδισίων καὶ γαστρὸς πάντων ἀνθρώπων
ἐγκρατέστατος ἦν, εἶτα πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας
πόνους καρτερικώτατος, ἔτι δὲ πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι
πεπαιδευμένος οὕτως, ὥστε πάνυ μικρὰ κεκτημένος πάνυ
ῥᾳδίως ἔχειν ἀρκοῦντα. [1.2.2] πῶς οὖν αὐτὸς ὢν τοιοῦτος ἄλλους
ἂν ἢ ἀσεβεῖς ἢ παρανόμους ἢ λίχνους ἢ ἀφροδισίων ἀκρατεῖς ἢ
πρὸς τὸ πονεῖν μαλακοὺς ἐποίησεν; ἀλλ’ ἔπαυσε μὲν τούτων
πολλοὺς ἀρετῆς ποιήσας ἐπιθυμεῖν καὶ ἐλπίδας παρασχών,
ἂν ἑαυτῶν ἐπιμελῶνται, καλοὺς κἀγαθοὺς ἔσεσθαι· [1.2.3] καίτοι
γε οὐδεπώποτε ὑπέσχετο διδάσκαλος εἶναι τούτου, ἀλλὰ τῷ
φανερὸς εἶναι τοιοῦτος ὢν ἐλπίζειν ἐποίει τοὺς συνδιατρί-
βοντας ἑαυτῷ μιμουμένους ἐκεῖνον τοιούτους γενήσεσθαι.
[1.2.4] ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦ σώματος αὐτός τε οὐκ ἠμέλει τούς τ’
ἀμελοῦντας οὐκ ἐπῄνει· τὸ μὲν οὖν ὑπερεσθίοντα ὑπερπονεῖν
ἀπεδοκίμαζε, τὸ δὲ ὅσα ἡδέως ἡ ψυχὴ δέχεται, ταῦτα ἱκανῶς
ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε· ταύτην γὰρ τὴν ἕξιν ὑγιεινήν τε ἱκανῶς
εἶναι καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν οὐκ ἐμποδίζειν ἔφη.
[1.2.5] ἀλλ’ οὐ μὴν θρυπτικός γε οὐδὲ ἀλαζονικὸς ἦν οὔτ’ ἀμπεχόνῃ
οὔθ’ ὑποδέσει οὔτε τῇ ἄλλῃ διαίτῃ. οὐ μὴν οὐδ’ ἐρασιχρη-
μάτους γε τοὺς συνόντας ἐποίει. τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐπι-
θυμιῶν ἔπαυε, τοὺς δ’ ἑαυτοῦ ἐπιθυμοῦντας οὐκ ἐπράττετο
χρήματα. [1.2.6] τούτου δ’ ἀπεχόμενος ἐνόμιζεν ἐλευθερίας ἐπιμε-
λεῖσθαι· τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδρα-
ποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει διὰ τὸ ἀναγκαῖον αὐτοῖς εἶναι
διαλέγεσθαι παρ’ ὧν [ἂν] λάβοιεν τὸν μισθόν. [1.2.7] ἐθαύμαζε δ’
εἴ τις ἀρετὴν ἐπαγγελλόμενος ἀργύριον πράττοιτο καὶ μὴ
νομίζοι τὸ μέγιστον κέρδος ἕξειν φίλον ἀγαθὸν κτησάμενος,
ἀλλὰ φοβοῖτο μὴ ὁ γενόμενος καλὸς κἀγαθὸς τῷ τὰ μέγιστα
εὐεργετήσαντι μὴ τὴν μεγίστην χάριν ἕξοι. [1.2.8] Σωκράτης δὲ
ἐπηγγείλατο μὲν οὐδενὶ πώποτε τοιοῦτον οὐδέν, ἐπίστευε
δὲ τῶν συνόντων ἑαυτῷ τοὺς ἀποδεξαμένους ἅπερ αὐτὸς
ἐδοκίμαζεν εἰς τὸν πάντα βίον ἑαυτῷ τε καὶ ἀλλήλοις φίλους
ἀγαθοὺς ἔσεσθαι. πῶς ἂν οὖν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι
τοὺς νέους; εἰ μὴ ἄρα ἡ τῆς ἀρετῆς ἐπιμέλεια διαφθορά
ἐστιν.

***
Παράδοξον δε μου φαίνεται και το ότι επείσθησαν μερικοί, ότι τάχα ο Σωκράτης διέφθειρε τους νέους, ο οποίος, κοντά εις τα όσα έχομεν ειπεί ηθικά χαρίσματα, πρώτον μεν εις τα αφροδίσια και τα φαγητά ήτο από όλους τους ανθρώπους ο περισσότερον εγκρατής, έπειτα εις τον χειμώνα και το θέρος και εις πάντας τους κόπους υπομονητικώτατος, προσέτι δε εις το να έχη μετρίας ανάγκας τόσον συνηθισμένος, ώστε, έχων πάρα πολύ ολίγα πράγματα, πάρα πολύ ευκόλως να νομίζη, ότι έχει αρκετά. Πώς λοιπόν, αφού αυτός ήτο τοιούτος, τους άλλους ή ασεβείς ή παρανόμους ή λαιμάργους ή προς τους κόπους μαλθακούς ήτο δυνατόν να τους κάμη; Αλλά πολλούς μεν ηνάγκασε να παύσουν αυτάς τας κακίας, αφού τους ανέβαλε την αγάπην της αρετής, και τους παρείχεν ελπίδας, ότι, αν φροντίζουν διά τον εαυτόν των, θα γίνουν καλοί και αγαθοί· και όμως τουλάχιστον ποτέ έως τώρα δεν υπεσχέθη, ότι είναι διδάσκαλος τούτου του πράγματος, αλλά με το να φαίνεται, ενάρετος, έκαμνε να ελπίζουν οι συναναστρεφόμενοι αυτόν, ότι, εάν τον μιμούνται θα γίνουν παρόμοιοι με αυτόν. Αλλά προσέτι και το σώμα του και ο ίδιος δεν το παραμελούσε και εκείνους, που το παραμελούσαν δεν τους επαινούσε· το μεν λοιπόν να κοπιάζη κανείς υπερβολικά τρώγων κατά κόρον, το απεδοκίμαζε, το δε να κοπιάζη κανείς αρκετά δι' όσα η ψυχή ευχαρίστως τα δέχεται, το επιδοκίμαζε· διότι έλεγεν, ότι αυτός ο τρόπος του ζην και αρκετά υγιεινός είναι και την περί της ψυχής φροντίδα δεν εμποδίζει. [Και όμως δεν ήτο ούτε μαλθακός ούτε αλαζών ούτε κατά την ενδυμασίαν ούτε κατά την υπόδησιν ούτε κατά την λοιπήν δίαιταν]. Προσέτι ουδέ φιλοχρημάτους έκαμνεν εκείνους που τον συνανεστρέφοντο. Διότι τας μεν άλλας επιθυμίας έκαμνε να τας παύουν, απ' εκείνους δε, που επιθυμούσαν την συναναστροφήν του, δεν εισέπραττε χρήματα. Απέχων δε από τούτο το κακόν, ενόμιζεν, ότι διασώζει την ελευθερίαν του· εκείνους δε, που ελάμβανον μισθόν διά την διδασκαλίαν των τους ωνόμαζε δούλους, οι οποίοι πωλούν τον εαυτόν τους αντί χρημάτων, διότι ήσαν ηναγκασμένοι να συζητούν με αυτούς, από τους οποίους ήθελον λάβει τον μισθόν. Ηπόρει δε, αν κανείς, έχων ως επάγγελμα την διδασκαλίαν της αρετής, θα ελάμβανε χρήματα και δεν θα ενόμιζεν, ότι το μεγαλύτερον κέρδος θα έχη, εάν αποκτήση καλόν φίλον, αλλά φοβείται μήπως εκείνος, που θα εγίνετο καλός και αγαθός εις τον ευεργετήσαντα αυτόν τα μέγιστα δεν θα εχρεώστει την μεγίστην ευγνωμοσύνην. Ο Σωκράτης όμως εις κανένα ποτέ έως τώρα κανέν τοιούτο δεν υπεσχέθη, ότι διδάσκει αλλ' επίστευεν, ότι, όσοι από τους συναναστρεφομένους αυτόν αποδεχθούν όσα ακριβώς επεδοκίμαζε, καθ' όλην την ζωήν των και εις τον εαυτόν των και αναμεταξύ των θα γίνουν φίλοι καλοί. Πώς λοιπόν ο τοιούτος ανήρ είναι δυνατόν να διαφθείρη τους νέους; Εκτός εάν ίσως η περί της αρετής επιμέλεια είναι διαφθορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου