ΞΕΝ Αγ 1.6–1.22
(ΞΕΝ Αγ 1.6–1.38: Η εκστρατεία του Αγησίλαου στη Μ. Ασία) Η πρόταση για την εκστρατεία – Πρώτα δείγματα της ευσέβειας και της στρατηγικής δεινότητας του Αγησίλαου – Φιλάνθρωπη αντιμετώπιση των αντιπάλων και των αιχμαλώτων
Αφού διηγήθηκε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατέλαβε την εξουσία ο Αγησίλαος, ο Ξενοφώντας περνά στην αφήγηση της εκστρατείας του στη Μ. Ασία.
[1.6] Ὅσα γε μὴν ἐν τῇ βασιλείᾳ διεπράξατο νῦν ἤδη διηγή-
σομαι· ἀπὸ γὰρ τῶν ἔργων καὶ τοὺς τρόπους αὐτοῦ κάλ-
λιστα νομίζω καταδήλους ἔσεσθαι. Ἀγησίλαος τοίνυν ἔτι
μὲν νέος ὢν ἔτυχε τῆς βασιλείας· ἄρτι δὲ ὄντος αὐτοῦ ἐν
τῇ ἀρχῇ, ἐξηγγέλθη βασιλεὺς ὁ Περσῶν ἁθροίζων καὶ
ναυτικὸν καὶ πεζὸν πολὺ στράτευμα ὡς ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας·
[1.7] βουλευομένων δὲ περὶ τούτων Λακεδαιμονίων καὶ τῶν συμ-
μάχων, Ἀγησίλαος ὑπέστη, ἐὰν δῶσιν αὐτῷ τριάκοντα μὲν
Σπαρτιατῶν, δισχιλίους δὲ νεοδαμώδεις, εἰς ἑξακισχιλίους
δὲ τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων, διαβήσεσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν
καὶ πειράσεσθαι εἰρήνην ποιῆσαι, ἢ ἂν πολεμεῖν βούληται
ὁ βάρβαρος, ἀσχολίαν αὐτῷ παρέξειν στρατεύειν ἐπὶ τοὺς
Ἕλληνας. [1.8] εὐθὺς μὲν οὖν πολλοὶ πάνυ ἠγάσθησαν αὐτὸ
τοῦτο <τὸ> ἐπιθυμῆσαι, ἐπειδὴ ὁ Πέρσης πρόσθεν ἐπὶ τὴν
Ἑλλάδα διέβη, ἀντιδιαβῆναι ἐπ’ αὐτόν, τό τε αἱρεῖσθαι
ἐπιόντα μᾶλλον ἢ ὑπομένοντα μάχεσθαι αὐτῷ, καὶ τὸ
τἀκείνου δαπανῶντα βούλεσθαι μᾶλλον ἢ τὰ τῶν Ἑλλήνων
πολεμεῖν, κάλλιστον δὲ πάντων ἐκρίνετο <τὸ> μὴ περὶ τῆς
Ἑλλάδος ἀλλὰ περὶ τῆς Ἀσίας τὸν ἀγῶνα καθιστάναι.
[1.9] ἐπεί γε μὴν λαβὼν τὸ στράτευμα ἐξέπλευσε, πῶς ἄν τις
σαφέστερον ἐπιδείξειεν ὡς ἐστρατήγησεν ἢ εἰ αὐτὰ διηγή-
σαιτο ἃ ἔπραξεν; [1.10] ἐν τοίνυν τῇ Ἀσίᾳ ἥδε πρώτη πρᾶξις
ἐγένετο. Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσεν Ἀγησιλάῳ, εἰ σπεί-
σαιτο ἕως ἔλθοιεν οὓς πέμψειε πρὸς βασιλέα ἀγγέλους,
διαπράξεσθαι αὐτῷ ἀφεθῆναι αὐτονόμους τὰς ἐν τῇ Ἀσίᾳ
πόλεις Ἑλληνίδας, Ἀγησίλαος δὲ ἀντώμοσε σπονδὰς ἄξειν
ἀδόλως, ὁρισάμενος τῆς πράξεως τρεῖς μῆνας. [1.11] ὁ μὲν δὴ
Τισσαφέρνης ἃ ὤμοσεν εὐθὺς ἐψεύσατο· ἀντὶ γὰρ τοῦ
εἰρήνην πράττειν στράτευμα πολὺ παρὰ βασιλέως πρὸς
ᾧ πρόσθεν εἶχε μετεπέμπετο. Ἀγησίλαος δὲ καίπερ αἰσθό-
μενος ταῦτα ὅμως ἐνέμεινε ταῖς σπονδαῖς. [1.12] ἐμοὶ οὖν τοῦτο
πρῶτον καλὸν δοκεῖ διαπράξασθαι, ὅτι Τισσαφέρνην μὲν
ἐμφανίσας ἐπίορκον ἄπιστον πᾶσιν ἐποίησεν, ἑαυτὸν δ’
ἀντεπιδείξας πρῶτον μὲν ὅρκους ἐμπεδοῦντα, ἔπειτα συν-
θήκας μὴ ψευδόμενον, πάντας ἐποίησε καὶ Ἕλληνας καὶ
βαρβάρους θαρροῦντας συντίθεσθαι ἑαυτῷ, εἴ τι βούλοιτο.
[1.13] ἐπεὶ δὲ μέγα φρονήσας ὁ Τισσαφέρνης ἐπὶ τῷ καταβάντι
στρατεύματι προεῖπεν Ἀγησιλάῳ πόλεμον, εἰ μὴ ἀπίοι ἐκ
τῆς Ἀσίας, οἱ μὲν ἄλλοι σύμμαχοι καὶ Λακεδαιμονίων οἱ
παρόντες μάλα ἀχθεσθέντες φανεροὶ ἐγένοντο, νομίζοντες
μείονα τὴν παροῦσαν δύναμιν Ἀγησιλάῳ τῆς βασιλέως
παρασκευῆς εἶναι· Ἀγησίλαος δὲ μάλα φαιδρῷ τῷ προσώπῳ
ἀπαγγεῖλαι τῷ Τισσαφέρνει τοὺς πρέσβεις ἐκέλευσεν ὡς
πολλὴν χάριν αὐτῷ ἔχοι ὅτι ἐπιορκήσας αὐτὸς μὲν πολε-
μίους τοὺς θεοὺς ἐκτήσατο, τοῖς δ’ Ἕλλησι συμμάχους
ἐποίησεν. [1.14] ἐκ δὲ τούτου εὐθὺς τοῖς μὲν στρατιώταις παρήγ-
γειλε συσκευάζεσθαι ὡς εἰς στρατείαν· ταῖς δὲ πόλεσιν εἰς
ἃς ἀνάγκη ἦν ἀφικνεῖσθαι στρατευομένῳ ἐπὶ Καρίαν προεῖπεν
ἀγορὰν παρασκευάζειν. ἐπέστειλε δὲ καὶ Ἴωσι καὶ Αἰολεῦσι
καὶ Ἑλλησποντίοις πέμπειν πρὸς αὑτὸν εἰς Ἔφεσον τοὺς
συστρατευσομένους. [1.15] ὁ μὲν οὖν Τισσαφέρνης, καὶ ὅτι
ἱππικὸν οὐκ εἶχεν ὁ Ἀγησίλαος, ἡ δὲ Καρία ἄφιππος ἦν,
καὶ ὅτι ἡγεῖτο αὐτὸν ὀργίζεσθαι αὐτῷ διὰ τὴν ἀπάτην, τῷ
ὄντι νομίσας ἐπὶ τὸν αὐτοῦ οἶκον εἰς Καρίαν ὁρμήσειν αὐτόν,
τὸ μὲν πεζὸν ἅπαν διεβίβασεν ἐκεῖσε, τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ
Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε, νομίζων ἱκανὸς εἶναι κατα-
πατῆσαι τῇ ἵππῳ τοὺς Ἕλληνας πρὶν εἰς τὰ δύσιππα ἀφ-
ικέσθαι. [1.16] ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἀντὶ τοῦ ἐπὶ Καρίαν ἰέναι εὐθὺς
ἀντιστρέψας ἐπὶ Φρυγίας ἐπορεύετο· καὶ τάς τε ἐν τῇ πορείᾳ
ἀπαντώσας δυνάμεις ἀναλαμβάνων ἦγε καὶ τὰς πόλεις κατε-
στρέφετο καὶ ἐμβαλὼν ἀπροσδοκήτως παμπληθῆ χρήματα
[1.17] ἔλαβε. στρατηγικὸν οὖν καὶ τοῦτο ἐδόκει διαπράξασθαι,
ὅτι ἐπεὶ πόλεμος προερρήθη καὶ τὸ ἐξαπατᾶν ὅσιόν τε καὶ
δίκαιον ἐξ ἐκείνου ἐγένετο, παῖδα ἀπέδειξε τὸν Τισσαφέρνην
τῇ ἀπάτῃ, φρονίμως δὲ καὶ τοὺς φίλους ἐνταῦθα ἔδοξε
[1.18] πλουτίσαι· ἐπεὶ γὰρ διὰ τὸ πολλὰ χρήματα εἰλῆφθαι ἀντί-
προικα τὰ πάντα ἐπωλεῖτο, τοῖς μὲν φίλοις προεῖπεν ὠνεῖ-
σθαι, εἰπὼν ὅτι καταβήσοιτο ἐπὶ θάλατταν ἐν τάχει τὸ
στράτευμα κατάγων· τοὺς δὲ λαφυροπώλας ἐκέλευσε γρα-
φομένους ὁπόσου τι πρίαιντο προΐεσθαι τὰ χρήματα. ὥστε
οὐδὲν προτελέσαντες οἱ φίλοι αὐτοῦ οὐδὲ τὸ δημόσιον βλά-
[1.19] ψαντες πάντες παμπληθῆ χρήματα ἔλαβον. ἔτι δὲ ὁπότε
αὐτόμολοι ὡς εἰκὸς πρὸς βασιλέα ἰόντα χρήματα ἐθέλοιεν
ὑφηγεῖσθαι, καὶ ταῦτα ἐπεμέλετο ὡς διὰ τῶν φίλων ἁλί-
σκοιτο, ὅπως ἅμα μὲν χρηματίζοιντο, ἅμα δὲ ἐνδοξότεροι
γίγνοιντο. διὰ μὲν δὴ ταῦτα εὐθὺς πολλοὺς ἐραστὰς τῆς
αὑτοῦ φιλίας ἐποιήσατο. [1.20] γιγνώσκων δ’ ὅτι ἡ μὲν πορθου-
μένη καὶ ἐρημουμένη χώρα οὐκ ἂν δύναιτο πολὺν χρόνον
στράτευμα φέρειν, ἡ δ’ οἰκουμένη μὲν σπειρομένη δὲ ἀέναον
ἂν τὴν τροφὴν παρέχοι, ἐπεμέλετο οὐ μόνον τοῦ βίᾳ χει-
ροῦσθαι τοὺς ἐναντίους, ἀλλὰ καὶ τοῦ πρᾳότητι προσάγεσθαι.
[1.21] καὶ πολλάκις μὲν προηγόρευε τοῖς στρατιώταις τοὺς ἁλι-
σκομένους μὴ ὡς ἀδίκους τιμωρεῖσθαι, ἀλλ’ ὡς ἀνθρώπους
ὄντας φυλάττειν, πολλάκις δὲ ὁπότε μεταστρατοπεδεύοιτο,
εἰ αἴσθοιτο καταλελειμμένα παιδάρια μικρὰ ἐμπόρων, ἃ
πολλοὶ ἐπώλουν διὰ τὸ νομίζειν μὴ δύνασθαι ἂν φέρειν
αὐτὰ καὶ τρέφειν, ἐπεμέλετο καὶ τούτων ὅπως συγκομίζοιντό
ποι. [1.22] τοῖς δ’ αὖ διὰ γῆρας καταλειπομένοις αἰχμαλώτοις προσ-
έταττεν ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὡς μήτε ὑπὸ κυνῶν μήθ’ ὑπὸ
λύκων διαφθείροιντο. ὥστε οὐ μόνον οἱ πυνθανόμενοι ταῦτα,
ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἁλισκόμενοι εὐμενεῖς αὐτῷ ἐγίγνοντο.
ὁπόσας δὲ πόλεις προσαγάγοιτο, ἀφαιρῶν αὐτῶν ὅσα δοῦ-
λοι δεσπόταις ὑπηρετοῦσι προσέταττεν ὅσα ἐλεύθεροι ἄρ-
χουσι πείθονται· καὶ τῶν κατὰ κράτος ἀναλώτων τειχέων
τῇ φιλανθρωπίᾳ ὑπὸ χεῖρα ἐποιεῖτο.
***
΄Οσα λοιπόν έκαμε κατά το διάστημα της βασιλείας του θα διηγηθώ τώρα· διότι από τας πράξεις του νομίζω ότι θα γίνη φανερός και ο χαρακτήρ του.
Ο Αγησίλαος ανέλαβε την βασιλείαν νέος ακόμη· ολίγον δε μετά την ανάρρησιν του εις την αρχήν ανηγγέλθη ότι ο βασιλεύς των Περσών εμάζευε ναυτικόν και πεζικόν στράτευμα πολυάριθμον δια να εκστρατεύση κατά των Ελλήνων. Κατά την σχετικήν σύσκεψιν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των, ο Αγησίλαος ανέλαβε, εάν του δώσουν τριάκοντα Σπαρτιάτας, δύο χιλιάδας απελευθέρους και σώμα από εξ χιλιάδας περίπου συμμάχους, να περάση εις την Ασίαν και να προσπαθήση να κάμη ειρήνην, ή, αν ο βάρβαρος θέλει να πολεμήση, να τον απασχολήση, ώστε να τον εμποδίση να εκστρατεύση κατά των Ελλήνων.
Αμέσως λοιπόν πολλοί μετά μεγάλου ενθουσιασμού απεδέχθησαν την πρότασιν αυτήν, αφού ο Πέρσης είχε επιδράμει προηγουμένως κατά της Ελλάδος, να μεταβούν οι Έλληνες εναντίον του, να τον πολεμήσουν επιτιθέμενοι κατ' αυτού μάλλον παρά αναμένοντες αυτόν και να φθείρουν πολεμούντες μάλλον την χώραν του παρά την Ελλάδα, καλύτερον δε από όλα εκρίθη να γίνη ο αγών όχι εις την Ελλάδα αλλ' εις την Ασίαν.
Συγκεντρώσας όθεν το στράτευμά του ο Αγησίλαος απέπλευσε. Πώς να αποδείξω πόσην ικανότητα επέδειξε ως στρατηγός παρά αφηγούμενος όσα διέπραξε;
Ιδού ποία ήτο η πρώτη του πράξις εις την Ασίαν. Ο μεν Τισσαφέρνης δι' όρκου εδήλωσε εις τον Αγησίλαον ότι, εάν εδέχετο να γίνη ανακωχή μέχρις ότου επιστρέψουν οι απεσταλμένοι τους οποίους είχε στείλει προς τον βασιλέα (της Περσίας), θα του άφηνε ελευθέρας τας ελληνικάς πόλεις της Ασίας, ο δε Αγησίλαος ανθυπεσχέθη δι' όρκου ότι θα διατηρήση πιστώς την ανακωχήν, ορίσας προθεσμίαν τριών μηνών. Αλλ' ο Τισσαφέρνης αμέσως παρέβη τον όρκον του. Διότι, αντί να φροντίση δια την ειρήνην, εζήτησε από τον βασιλέα πολύν στρατόν πλην εκείνου τον οποίον προηγουμένως είχεν. Ο Αγησίλαος δε, μολονότι αντελήφθη ταύτα, εν τούτοις επέμεινεν εις την ανακωχήν. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι ο Αγησίλαος έκαμε το πρώτον αυτό καλόν, ότι εμφανίσας τον Τισσαφέρνην ως επίορκον, τον κατέστησεν ύποπτον εις όλους και ότι, ανταποδείξας τον εαυτόν του ως τηρούντα τους όρκους και μη παρασπονδούντα, έκαμε όλους, Έλληνας και βαρβάρους, μετά θάρρους να συνάψουν μαζί τας συνθήκας, εάν ήθελε.
Επειδή δε ο Τισσαφέρνης, υπερηφανευόμενος δια τα αφιχθέντα νέα στρατεύματα, ηπείλει τον Αγησίλαον με πόλεμον εάν δεν έφευγε από την Ασίαν, οι μεν άλλοι σύμμαχοι και οι παρόντες από τους Λακεδαιμονίους εφαίνοντο λίαν στενοχωρημένοι, φοβούμενοι ότι η εκεί ευρισκομένη δύναμις του Αγησιλάου ήτο μικροτέρα από την πολεμικήν προετοιμασίαν του βασιλέως των Περσών. Ο Αγησίλαος όμως, με πρόσωπον γελαστόν, έδωσε εντολήν εις τους απεσταλμένους του Τισσαφέρνους να του ειπούν ότι πολύ τον ευχαριστεί διότι παρασπονδήσας έκαμε τους θεούς εχθρούς του και συμμάχους των Ελλήνων. Μετά ταύτα, αμέσως τους μεν στρατιώτας διέταξε να ετοιμασθούν δι' εκστρατείαν, εις δε τας πόλεις από τας οποίας έμελλε κατ' ανάγκην να περάση διά να μεταβή εναντίον της Καρίας επέβαλε να ετοιμάσουν ζωοτροφίας. Παρήγγειλε δε και εις τους Ίωνας και Αιολείς και Ελλησποντίους να του στείλουν εις την Έφεσον τους στρατιώτας των, οι οποίοι θα προσετίθεντο εις το στράτευμά του.
Ο Τισσαφέρνης, γνωρίζων ότι ο Αγησίλαος εστερείτο ιππικού, η δε Καρία ήτο ακατάλληλος προς ιππασίαν, και ότι αυτός ήτο ωργισμένος διά την απάτην , ων βέβαιος ότι θα επετίθετο κατά της χώρας του Καρίας, το μεν πεζικόν του έστειλεν όλον εκεί, το δε ιππικόν έβαλε γύρω εις το πεδίον του Μαιάνδρου, νομίζων ότι θα συνέτριβε κάτω από τους ίππους του τους Έλληνας προτού φθάσουν εις τα μέρη, όπου το ιππικόν δεν ήτο χρησιμοποιήσιμον.
Αλλ' ο Αγησίλαος αντί να κατευθυνθή εις την Καρίαν, αλλάξας δρόμον επορεύθη εναντίον της Φρυγίας και τα μεν στρατεύματα τα οποία συνήντα κατά την πορείαν του έπαιρνε μαζί του, τας δε πόλεις κατέστρεφε και απροόπτως εισβάλλων συνέλεγε άπειρα λάφυρα. Ήτο δε στρατηγικόν του εύρημα και το ότι, αφού ο πόλεμος εκηρύχθη και η απάτη ήτο πράγμα όσιον και δίκαιον, απέδειξε τον Τισσαφέρνην παιδί ως προς την απάτην. Φρονίμως δε απεφάσισε να πλουτίση τους φίλους του. Διότι, επειδή λόγω της αφθονίας των λαφύρων, όλα επωλούντο ευθηνότατα, τους μεν φίλους του προειδοποίησε να αγοράσουν, ειπών ότι θα καταβή προς την θάλασσαν γρήγορα με τον στρατόν του, τους δε πωλητάς των λαφύρων υπεχρέωσε να καταγράφουν πόσον ηγόρασαν τα λάφυρα· ώστε, χωρίς να προκαταβάλουν τίποτε οι φίλοι του και χωρίς να ζημιώσουν το δημόσιον, όλοι επήραν άπειρα λάφυρα. Προσέτι οσάκις επληροφορείτο ότι λιποτάκται από τον στρατόν του μετέβαινον εις τον βασιλέα (της Περσίας) δια να πάρουν τίποτε λάφυρα, εφρόντιζε να τα συλλάβη διά των φίλων του, ώστε αφ' ενός να κερδίζουν και αφ' ετέρου να γίνωνται ενδοξότεροι.
Δι' όλων αυτών κατώρθωσε ν' αποκτήση αμέσως πολλούς φίλους.
Γνωρίζων δε ότι η μεν καταστρεφομένη και ερημουμένη χώρα δεν δύναται να συντηρήση επί πολύ έν στράτευμα, η δε κατοικουμένη και σπειρομένη ημπορεί να παρέχη διαρκώς τροφήν, εφρόντιζε όχι μόνον να υποτάσση διά των όπλων τους εχθρούς, αλλά και να τους φέρη προς το μέρος του με πραότητα. Και πολλάκις μεν συνίστα εις τους στρατιώτας του να μη μεταχειρίζωνται τους αιχμαλώτους ως εγκληματίας, αλλά να τους φέρωνται ως προς ομοίους των, πολλάκις δε όταν μετέφερον το στρατόπεδον από έν μέρος εις άλλο, αν αντελαμβάνετο ότι έμποροι είχον αφήσει μικρά παιδία, πολλά των οποίων δεν επώλουν διότι ενόμιζον ότι δεν ημπορούσαν να τα φέρουν μαζί των και να τα θρέψουν, εφρόντιζε να τα μεταφέρουν εις κάποιον ασφαλές μέρος. Τους δε γέροντας αιχμαλώτους, οι οποίοι λόγω της ηλικίας των δεν ημπορούσαν να ακολουθήσουν, διέτασσε να τους προφυλάξουν, ώστε να μη τους κατασπαράξουν σκύλοι ή λύκοι. Ώστε όχι μόνον εκείνοι που εμάνθανον αυτήν την διαγωγήν του, αλλά και αυτοί οι αιχμάλωτοι αφωσιώνοντο εις αυτόν. Όσας δε πόλεις κατέκτα, απαλλάσσων αυτάς από τα καθήκοντα των δούλων προς τους κυριάρχους των, επέβαλλε όσα αρμόζουν να κάμουν οι ελεύθεροι προς τους άρχοντάς των. Κατ' αυτόν τον τρόπον και τα τείχη τα οποία ήτο τελείως αδύνατον να κυριευθούν τα υπέτασσε με την καλωσύνην.
΄Οσα λοιπόν έκαμε κατά το διάστημα της βασιλείας του θα διηγηθώ τώρα· διότι από τας πράξεις του νομίζω ότι θα γίνη φανερός και ο χαρακτήρ του.
Ο Αγησίλαος ανέλαβε την βασιλείαν νέος ακόμη· ολίγον δε μετά την ανάρρησιν του εις την αρχήν ανηγγέλθη ότι ο βασιλεύς των Περσών εμάζευε ναυτικόν και πεζικόν στράτευμα πολυάριθμον δια να εκστρατεύση κατά των Ελλήνων. Κατά την σχετικήν σύσκεψιν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των, ο Αγησίλαος ανέλαβε, εάν του δώσουν τριάκοντα Σπαρτιάτας, δύο χιλιάδας απελευθέρους και σώμα από εξ χιλιάδας περίπου συμμάχους, να περάση εις την Ασίαν και να προσπαθήση να κάμη ειρήνην, ή, αν ο βάρβαρος θέλει να πολεμήση, να τον απασχολήση, ώστε να τον εμποδίση να εκστρατεύση κατά των Ελλήνων.
Αμέσως λοιπόν πολλοί μετά μεγάλου ενθουσιασμού απεδέχθησαν την πρότασιν αυτήν, αφού ο Πέρσης είχε επιδράμει προηγουμένως κατά της Ελλάδος, να μεταβούν οι Έλληνες εναντίον του, να τον πολεμήσουν επιτιθέμενοι κατ' αυτού μάλλον παρά αναμένοντες αυτόν και να φθείρουν πολεμούντες μάλλον την χώραν του παρά την Ελλάδα, καλύτερον δε από όλα εκρίθη να γίνη ο αγών όχι εις την Ελλάδα αλλ' εις την Ασίαν.
Συγκεντρώσας όθεν το στράτευμά του ο Αγησίλαος απέπλευσε. Πώς να αποδείξω πόσην ικανότητα επέδειξε ως στρατηγός παρά αφηγούμενος όσα διέπραξε;
Ιδού ποία ήτο η πρώτη του πράξις εις την Ασίαν. Ο μεν Τισσαφέρνης δι' όρκου εδήλωσε εις τον Αγησίλαον ότι, εάν εδέχετο να γίνη ανακωχή μέχρις ότου επιστρέψουν οι απεσταλμένοι τους οποίους είχε στείλει προς τον βασιλέα (της Περσίας), θα του άφηνε ελευθέρας τας ελληνικάς πόλεις της Ασίας, ο δε Αγησίλαος ανθυπεσχέθη δι' όρκου ότι θα διατηρήση πιστώς την ανακωχήν, ορίσας προθεσμίαν τριών μηνών. Αλλ' ο Τισσαφέρνης αμέσως παρέβη τον όρκον του. Διότι, αντί να φροντίση δια την ειρήνην, εζήτησε από τον βασιλέα πολύν στρατόν πλην εκείνου τον οποίον προηγουμένως είχεν. Ο Αγησίλαος δε, μολονότι αντελήφθη ταύτα, εν τούτοις επέμεινεν εις την ανακωχήν. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι ο Αγησίλαος έκαμε το πρώτον αυτό καλόν, ότι εμφανίσας τον Τισσαφέρνην ως επίορκον, τον κατέστησεν ύποπτον εις όλους και ότι, ανταποδείξας τον εαυτόν του ως τηρούντα τους όρκους και μη παρασπονδούντα, έκαμε όλους, Έλληνας και βαρβάρους, μετά θάρρους να συνάψουν μαζί τας συνθήκας, εάν ήθελε.
Επειδή δε ο Τισσαφέρνης, υπερηφανευόμενος δια τα αφιχθέντα νέα στρατεύματα, ηπείλει τον Αγησίλαον με πόλεμον εάν δεν έφευγε από την Ασίαν, οι μεν άλλοι σύμμαχοι και οι παρόντες από τους Λακεδαιμονίους εφαίνοντο λίαν στενοχωρημένοι, φοβούμενοι ότι η εκεί ευρισκομένη δύναμις του Αγησιλάου ήτο μικροτέρα από την πολεμικήν προετοιμασίαν του βασιλέως των Περσών. Ο Αγησίλαος όμως, με πρόσωπον γελαστόν, έδωσε εντολήν εις τους απεσταλμένους του Τισσαφέρνους να του ειπούν ότι πολύ τον ευχαριστεί διότι παρασπονδήσας έκαμε τους θεούς εχθρούς του και συμμάχους των Ελλήνων. Μετά ταύτα, αμέσως τους μεν στρατιώτας διέταξε να ετοιμασθούν δι' εκστρατείαν, εις δε τας πόλεις από τας οποίας έμελλε κατ' ανάγκην να περάση διά να μεταβή εναντίον της Καρίας επέβαλε να ετοιμάσουν ζωοτροφίας. Παρήγγειλε δε και εις τους Ίωνας και Αιολείς και Ελλησποντίους να του στείλουν εις την Έφεσον τους στρατιώτας των, οι οποίοι θα προσετίθεντο εις το στράτευμά του.
Ο Τισσαφέρνης, γνωρίζων ότι ο Αγησίλαος εστερείτο ιππικού, η δε Καρία ήτο ακατάλληλος προς ιππασίαν, και ότι αυτός ήτο ωργισμένος διά την απάτην , ων βέβαιος ότι θα επετίθετο κατά της χώρας του Καρίας, το μεν πεζικόν του έστειλεν όλον εκεί, το δε ιππικόν έβαλε γύρω εις το πεδίον του Μαιάνδρου, νομίζων ότι θα συνέτριβε κάτω από τους ίππους του τους Έλληνας προτού φθάσουν εις τα μέρη, όπου το ιππικόν δεν ήτο χρησιμοποιήσιμον.
Αλλ' ο Αγησίλαος αντί να κατευθυνθή εις την Καρίαν, αλλάξας δρόμον επορεύθη εναντίον της Φρυγίας και τα μεν στρατεύματα τα οποία συνήντα κατά την πορείαν του έπαιρνε μαζί του, τας δε πόλεις κατέστρεφε και απροόπτως εισβάλλων συνέλεγε άπειρα λάφυρα. Ήτο δε στρατηγικόν του εύρημα και το ότι, αφού ο πόλεμος εκηρύχθη και η απάτη ήτο πράγμα όσιον και δίκαιον, απέδειξε τον Τισσαφέρνην παιδί ως προς την απάτην. Φρονίμως δε απεφάσισε να πλουτίση τους φίλους του. Διότι, επειδή λόγω της αφθονίας των λαφύρων, όλα επωλούντο ευθηνότατα, τους μεν φίλους του προειδοποίησε να αγοράσουν, ειπών ότι θα καταβή προς την θάλασσαν γρήγορα με τον στρατόν του, τους δε πωλητάς των λαφύρων υπεχρέωσε να καταγράφουν πόσον ηγόρασαν τα λάφυρα· ώστε, χωρίς να προκαταβάλουν τίποτε οι φίλοι του και χωρίς να ζημιώσουν το δημόσιον, όλοι επήραν άπειρα λάφυρα. Προσέτι οσάκις επληροφορείτο ότι λιποτάκται από τον στρατόν του μετέβαινον εις τον βασιλέα (της Περσίας) δια να πάρουν τίποτε λάφυρα, εφρόντιζε να τα συλλάβη διά των φίλων του, ώστε αφ' ενός να κερδίζουν και αφ' ετέρου να γίνωνται ενδοξότεροι.
Δι' όλων αυτών κατώρθωσε ν' αποκτήση αμέσως πολλούς φίλους.
Γνωρίζων δε ότι η μεν καταστρεφομένη και ερημουμένη χώρα δεν δύναται να συντηρήση επί πολύ έν στράτευμα, η δε κατοικουμένη και σπειρομένη ημπορεί να παρέχη διαρκώς τροφήν, εφρόντιζε όχι μόνον να υποτάσση διά των όπλων τους εχθρούς, αλλά και να τους φέρη προς το μέρος του με πραότητα. Και πολλάκις μεν συνίστα εις τους στρατιώτας του να μη μεταχειρίζωνται τους αιχμαλώτους ως εγκληματίας, αλλά να τους φέρωνται ως προς ομοίους των, πολλάκις δε όταν μετέφερον το στρατόπεδον από έν μέρος εις άλλο, αν αντελαμβάνετο ότι έμποροι είχον αφήσει μικρά παιδία, πολλά των οποίων δεν επώλουν διότι ενόμιζον ότι δεν ημπορούσαν να τα φέρουν μαζί των και να τα θρέψουν, εφρόντιζε να τα μεταφέρουν εις κάποιον ασφαλές μέρος. Τους δε γέροντας αιχμαλώτους, οι οποίοι λόγω της ηλικίας των δεν ημπορούσαν να ακολουθήσουν, διέτασσε να τους προφυλάξουν, ώστε να μη τους κατασπαράξουν σκύλοι ή λύκοι. Ώστε όχι μόνον εκείνοι που εμάνθανον αυτήν την διαγωγήν του, αλλά και αυτοί οι αιχμάλωτοι αφωσιώνοντο εις αυτόν. Όσας δε πόλεις κατέκτα, απαλλάσσων αυτάς από τα καθήκοντα των δούλων προς τους κυριάρχους των, επέβαλλε όσα αρμόζουν να κάμουν οι ελεύθεροι προς τους άρχοντάς των. Κατ' αυτόν τον τρόπον και τα τείχη τα οποία ήτο τελείως αδύνατον να κυριευθούν τα υπέτασσε με την καλωσύνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου