Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΙΣΟΚΡ 8.116–135

(ΙΣΟΚΡ 8. Πίστις: §17–144) 

Η αξία της σωφροσύνης: η περίπτωση των Μεγάρων – Η φαυλότητα των Αθηναίων δημαγωγών – Προτεινόμενα μέτρα για επανόρθωση της κατάστασης

[116] Ἢν οὖν ἐμοὶ πεισθῆτε, παυσάμενοι τοῦ παντά-
πασιν εἰκῇ βουλεύεσθαι προσέξετε τὸν νοῦν ὑμῖν αὐτοῖς
καὶ τῇ πόλει, καὶ φιλοσοφήσετε καὶ σκέψεσθε τί τὸ
ποιῆσάν ἐστι τὼ πόλη τούτω, λέγω δὲ τὴν ἡμετέραν καὶ
τὴν Λακεδαιμονίων, ἐκ ταπεινῶν μὲν πραγμάτων ἑκατέραν
ὁρμηθεῖσαν ἄρξαι τῶν Ἑλλήνων, ἐπεὶ δ’ ἀνυπέρβλητον
τὴν δύναμιν ἔλαβον, περὶ ἀνδραποδισμοῦ κινδυνεῦσαι·
[117] καὶ διὰ τίνας αἰτίας Θετταλοὶ μέν, μεγίστους πλού-
τους παραλαβόντες καὶ χώραν ἀρίστην καὶ πλείστην
ἔχοντες εἰς ἀπορίαν καθεστήκασιν, Μεγαρεῖς δέ, μικρῶν
αὐτοῖς καὶ φαύλων τῶν ἐξ ἀρχῆς ὑπαρξάντων, καὶ γῆν
μὲν οὐκ ἔχοντες οὐδὲ λιμένας οὐδ’ ἀργυρεῖα, πέτρας δὲ
γεωργοῦντες, μεγίστους οἴκους τῶν Ἑλλήνων κέκτηνται·
[118] κἀκείνων μὲν τὰς ἀκροπόλεις ἄλλοι τινὲς ἀεὶ κατέ-
χουσιν, ὄντων αὐτοῖς πλέον τρισχιλίων ἱππέων καὶ
πελταστῶν ἀναριθμήτων, οὗτοι δὲ μικρὰν δύναμιν ἔχοντες
τὴν αὑτῶν ὅπως βούλονται διοικοῦσιν· καὶ πρὸς τούτοις
οἱ μὲν σφίσιν αὐτοῖς πολεμοῦσιν, οὗτοι δὲ μεταξὺ Πελο-
ποννησίων καὶ Θηβαίων καὶ τῆς ἡμετέρας πόλεως
οἰκοῦντες εἰρήνην ἄγοντες διατελοῦσιν. [119] ἢν γὰρ
ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα διεξίητε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς,
εὑρήσετε τὴν μὲν ἀκολασίαν καὶ τὴν ὕβριν τῶν κακῶν
αἰτίαν γιγνομένην, τὴν δὲ σωφροσύνην τῶν ἀγαθῶν.

Ἣν ὑμεῖς ἐπὶ μὲν τῶν ἰδιωτῶν ἐπαινεῖτε, καὶ νομίζετε
τοὺς ταύτῃ χρωμένους ἀσφαλέστατα ζῆν καὶ βελτίστους εἶναι
τῶν πολιτῶν, τὸ δὲ κοινὸν ἡμῶν οὐκ οἴεσθε δεῖν τοιοῦτον
παρασκευάζειν. [120] καίτοι προσήκει τὰς ἀρετὰς ἀσκεῖν
καὶ τὰς κακίας φεύγειν πολὺ μᾶλλον ταῖς πόλεσιν ἢ τοῖς
ἰδιώταις. ἀνὴρ μὲν γὰρ ἀσεβὴς καὶ πονηρὸς τυχὸν ἂν
φθάσειε τελευτήσας πρὶν δοῦναι δίκην τῶν ἡμαρτημένων·
αἱ δὲ πόλεις διὰ τὴν ἀθανασίαν ὑπομένουσι καὶ τὰς παρὰ
τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰς παρὰ τῶν θεῶν τιμωρίας.

[121] Ὧν ἐνθυμουμένους χρὴ μὴ προσέχειν τὸν νοῦν
τοῖς ἐν τῷ παρόντι μὲν χαριζομένοις, τοῦ δὲ μέλλοντος
χρόνου μηδεμίαν ἐπιμέλειαν ποιουμένοις, μηδὲ τοῖς φιλεῖν
μὲν τὸν δῆμον φάσκουσιν, ὅλην δὲ τὴν πόλιν λυμαινομέ-
νοις· ὡς καὶ πρότερον, ἐπειδὴ παρέλαβον οἱ τοιοῦτοι
τὴν ἐπὶ τοῦ βήματος δυναστείαν, εἰς τοσαύτην ἄνοιαν
προήγαγον τὴν πόλιν, ὥστε παθεῖν αὐτὴν οἷά περ ὀλίγῳ
πρότερον ὑμῖν διηγησάμην.

[122] Ἃ καὶ πάντων μάλιστ’ ἄν τις θαυμάσειεν,
ὅτι προχειρίζεσθε δημαγωγοὺς οὐ τοὺς τὴν αὐτὴν
γνώμην ἔχοντας τοῖς μεγάλην τὴν πόλιν ποιήσασιν,
ἀλλὰ τοὺς ὅμοια καὶ λέγοντας καὶ πράττοντας τοῖς
ἀπολέσασιν αὐτήν, καὶ ταῦτ’ εἰδότες οὐ μόνον ἐν τῷ
ποιῆσαι τὴν πόλιν εὐδαίμονα τοὺς χρηστοὺς τῶν πονηρῶν
διαφέροντας, [123] ἀλλὰ καὶ τὴν δημοκρατίαν ἐπὶ μὲν
ἐκείνων ἐν πολλοῖς ἔτεσιν οὔτε κινηθεῖσαν οὔτε μεταστᾶσαν,
ἐπὶ δὲ τούτων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ δὶς ἤδη καταλυθεῖσαν, καὶ τὰς
φυγὰς καὶ τὰς ἐπὶ τῶν τυράννων καὶ τὰς ἐπὶ τῶν τριά-
κοντα γενομένας οὐ διὰ τοὺς συκοφάντας κατελθούσας,
ἀλλὰ διὰ τοὺς μισοῦντας τοὺς τοιούτους καὶ μεγίστην ἐπ’
ἀρετῇ δόξαν ἔχοντας.

[124] Ἀλλ’ ὅμως τηλικούτων ἡμῖν ὑπομνημάτων
καταλελειμμένων ὡς ἐφ’ ἑκατέρων αὐτῶν ἡ πόλις
ἔπραττεν, οὕτω χαίρομεν ταῖς τῶν ῥητόρων πονηρίαις,
ὥσθ’ ὁρῶντες διὰ τὸν πόλεμον καὶ τὰς ταραχάς, ἃς
οὗτοι πεποιήκασι, τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλοὺς ἐκ
τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας, τούτους δ’ ἐκ πενήτων
πλουσίους γεγενημένους, οὐκ ἀγανακτοῦμεν οὐδὲ φθονοῦ-
μεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν, [125] ἀλλ’ ὑπομένομεν τὴν
μὲν πόλιν διαβολὰς ἔχουσαν ὡς λυμαίνεται καὶ δασμολογεῖ
τοὺς Ἕλληνας, τούτους δὲ τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνοντας,
καὶ τὸν μὲν δῆμον, ὅν φασιν οὗτοι δεῖν τῶν ἄλλων ἄρχειν,
χεῖρον πράττοντα τῶν ταῖς ὀλιγαρχίαις δουλευόντων, οἷς
δ’ οὐδὲν ὑπῆρχεν ἀγαθόν, τούτους δὲ διὰ τὴν ἄνοιαν τὴν
ἡμετέραν ἐκ ταπεινῶν εὐδαιμονεστέρους γεγενημένους.
[126] καίτοι Περικλῆς ὁ πρὸ τῶν τοιούτων δημαγωγὸς
καταστάς, παραλαβὼν τὴν πόλιν χεῖρον μὲν φρονοῦσαν ἢ
πρὶν κατασχεῖν τὴν ἀρχήν, ἔτι δ’ ἀνεκτῶς πολιτευομένην,
οὐκ ἐπὶ τὸν ἴδιον χρηματισμὸν ὥρμησεν, ἀλλὰ τὸν μὲν
οἶκον ἐλάττω τὸν αὑτοῦ κατέλιπεν ἢ παρὰ τοῦ πατρὸς
παρέλαβεν, εἰς δὲ τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγεν ὀκτακισχίλια
τάλαντα χωρὶς τῶν ἱερῶν. [127] οὗτοι δὲ τοσοῦτον ἐκεί-
νου διενηνόχασιν, ὥστε λέγειν μὲν τολμῶσιν ὡς διὰ τὴν
τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν οὐ δύνανται τοῖς αὑτῶν ἰδίοις προσ-
έχειν τὸν νοῦν, φαίνεται δὲ τὰ μὲν ἀμελούμενα τοσαύτην
εἰληφότα τὴν ἐπίδοσιν, ὅσην οὐδ’ ἂν εὔξασθαι τοῖς θεοῖς
πρότερον ἠξίωσαν, τὸ δὲ πλῆθος ἡμῶν, οὗ κήδεσθαί φασιν,
οὕτω διακείμενον ὥστε μηδένα τῶν πολιτῶν ἡδέως ζῆν
μηδὲ ῥᾳθύμως, ἀλλ’ ὀδυρμῶν μεστὴν εἶναι τὴν πόλιν.
[128] οἱ μὲν γὰρ τὰς πενίας καὶ τὰς ἐνδείας ἀναγκάζονται
διεξιέναι καὶ θρηνεῖν πρὸς σφᾶς αὐτούς, οἱ δὲ τὸ πλῆθος
τῶν προσταγμάτων καὶ τῶν λειτουργιῶν καὶ τὰ κακὰ τὰ
περὶ τὰς συμμορίας καὶ τὰς ἀντιδόσεις· ἃ τοιαύτας
ἐμποιεῖ λύπας, ὥστ’ ἄλγιον ζῆν τοὺς τὰς οὐσίας κεκτη-
μένους ἢ τοὺς συνεχῶς πενομένους.

[129] Θαυμάζω δ’ εἰ μὴ δύνασθε συνιδεῖν ὅτι
γένος οὐδέν ἐστι κακονούστερον τῷ πλήθει πονηρῶν
ῥητόρων καὶ δημαγωγῶν· πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις κακοῖς
καὶ τῶν κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην ἀναγκαίων οὗτοι
μάλιστα βούλονται σπανίζειν ἡμᾶς, ὁρῶντες τοὺς μὲν
ἐκ τῶν ἰδίων δυναμένους τὰ σφέτερ’ αὐτῶν διοικεῖν τῆς
πόλεως ὄντας καὶ τῶν τὰ βέλτιστα λεγόντων, [130] τοὺς
δ’ ἀπὸ τῶν δικαστηρίων ζῶντας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν
ἐντεῦθεν λημμάτων ὑφ’ αὑτοῖς διὰ τὴν ἔνδειαν ἠναγκασ-
μένους εἶναι, καὶ πολλὴν χάριν ἔχοντας ταῖς εἰσαγγελίαις
καὶ ταῖς γραφαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις συκοφαντίαις ταῖς δι’
αὑτῶν γιγνομέναις. [131] ἐν οὖν ταῖς ἀπορίαις, ἐν αἷς
δυναστεύουσιν, ἐν ταύταις ἥδιστ’ ἂν ἴδοιεν ἅπαντας ὄντας
τοὺς πολίτας. τεκμήριον δὲ μέγιστον· οὐ γὰρ τοῦτο σκο-
ποῦσιν, ἐξ οὗ τρόπου τοῖς δεομένοις βίον ἐκποριοῦσιν, ἀλλ’
ὅπως τοὺς ἔχειν τι δοκοῦντας τοῖς ἀπόροις ἐξισώσουσιν.

[132] Τίς οὖν ἀπαλλαγὴ γένοιτ’ ἂν τῶν κακῶν τῶν παρόν-
των; διείλεγμαι μὲν τὰ πλεῖστα περὶ αὐτῶν τούτων, οὐκ
ἐφεξῆς, ἀλλ’ ὡς ἕκαστον τῷ καιρῷ συνέπιπτεν· μᾶλλον δ’
ἂν ὑμῖν ἐγγένοιτο μνημονεύειν, εἰ συναγαγὼν τὰ μάλιστα
κατεπείγοντα πάλιν ἐπανελθεῖν αὐτὰ πειραθείην.

[133] Ἔστιν δ’ ἐξ ὧν ἂν ἐπανορθώσαιμεν τὰ τῆς πόλεως
καὶ βελτίω ποιήσαιμεν, πρῶτον μὲν ἢν συμβούλους ποιώ-
μεθα τοιούτους περὶ τῶν κοινῶν, οἵους περ ἂν περὶ τῶν
ἰδίων ἡμῖν εἶναι βουληθεῖμεν, καὶ παυσώμεθα δημοτικοὺς
μὲν εἶναι νομίζοντες τοὺς συκοφάντας, ὀλιγαρχικοὺς δὲ
τοὺς καλοὺς κἀγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν, γνόντες ὅτι φύσει μὲν
οὐδεὶς οὐδέτερον τούτων ἐστὶν, ἐν ᾗ δ’ ἂν ἕκαστοι τιμῶν-
ται, ταύτην βούλονται καθεστάναι τὴν πολιτείαν·
[134] δεύτερον δ’ ἢν ἐθελήσωμεν χρῆσθαι τοῖς
συμμάχοις ὁμοίως ὥσπερ τοῖς φίλοις, καὶ μὴ λόγῳ μὲν
αὐτονόμους ἀφιῶμεν, ἔργῳ δὲ τοῖς στρατηγοῖς αὐτοὺς ὅ τι
ἂν βούλωνται ποιεῖν ἐκδιδῶμεν, μηδὲ δεσποτικῶς ἀλλὰ
συμμαχικῶς αὐτῶν ἐπιστατῶμεν, ἐκεῖνο καταμαθόντες, ὅτι
μιᾶς μὲν ἑκάστης τῶν πόλεων κρείττους ἐσμέν, ἁπασῶν δ’
ἥττους· [135] τρίτον ἢν μηδὲν περὶ πλείονος ἡγῆσθε, μετά γε τὴν
περὶ τοὺς θεοὺς εὐσέβειαν, τοῦ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδο-
κιμεῖν· τοῖς γὰρ οὕτω διακειμένοις ἑκόντες καὶ τὰς δυνα-
στείας καὶ τὰς ἡγεμονίας διδόασιν.

***
Αν λοιπόν πεισθείτε σε μένα, αφού σταματήσετε να σκέφτεστε τελείως επιπόλαια, θα προσέξετε τον εαυτό σας και την πόλη και θα ερευνήσετε και θα σκεφτείτε τι ήταν εκείνο που έκανε τις δύο αυτές πόλεις, εννοώ τη δική μας και των Λακεδαιμονίων, ενώ και η μία και άλλη χωριστά ξεκίνησαν από μικρή δύναμη, να γίνουν η πρώτη δύναμη της Ελλάδας, και όταν απόχτησαν ανυπέρβλητη δύναμη να κινδυνεύσουν να εξανδραποδιστούν και για ποιαν αιτία οι Θεσσαλοί, ενώ κληρονόμησαν μέγιστο πλούτο και έχουν χώρα πολύ μεγάλη και ευφορώτατη, κατάντησαν φτωχοί, ενώ οι Μεγαρείς, μολονότι στην αρχή είχαν περιουσία μικρή και ασήμαντη και δεν είχαν γη ούτε λιμάνια ούτε μεταλλεία αργύρου, αλλά καλλιεργούσαν πετρώδη εδάφη, έχουν τώρα τις μεγαλύτερες περιουσίες από όλους τους Έλληνες· και των Θεσσαλών τις ακροπόλεις κατέχουν συνεπώς ξένοι, ενώ έχουν περισσότερους από τρεις χιλιάδες ιππείς και αναρίθμητους πελταστές, κι οι Μεγαρείς, ενώ έχουν μικρή δύναμη, διοικούν την πόλη τους όπως θέλουν και επιπλέον οι Θεσσαλοί διεξάγουν εμφύλιους πολέμους, ενώ οι Μεγαρείς, αν και βρίσκονται ανάμεσα στους Πελοποννησίους, τους Θηβαίους και τη δική μας πόλη, έχουν διαρκή ειρήνη. Αν λοιπόν εξετάσετε προσεκτικά αυτά και τα όμοια μόνοι σας, θα διαπιστώσετε πως η αιτία των κακών είναι η υπερηφάνεια και η αυθάδεια, και των αγαθών η σωφροσύνη.

Αυτήν όμως για τους ιδιώτες την επαινείτε και νομίζετε πως όσοι την έχουν ζουν με μεγάλη ασφάλεια και είναι άριστοι πολίτες, ενώ για την πολιτική εξουσία νομίζετε ότι δεν πρέπει να την ασκείτε με σωφροσύνη. Και όμως επιβάλλεται να ασκούν την αρετή και να αποφεύγουν την κακία πιο πολύ οι πόλεις παρά οι ιδιώτες. Γιατί ένας άνθρωπος ασεβής και κακός πιθανόν να προφτάσει να πεθάνει, προτού τιμωρηθεί για τα σφάλματά του, οι πόλεις όμως, επειδή είναι αθάνατες, υφίστανται τις τιμωρίες και των ανθρώπων και των θεών.

Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη σας πρέπει να μην προσέχετε σε κείνους που στο παρόν σας προξενούν ευχαρίστηση, δεν φροντίζουν όμως καθόλου για το μέλλον, κι ούτε να δίνετε προσοχή σε κείνους που λένε πως αγαπούν τον λαό, βλάπτουν όμως όλη την πόλη· όπως ανέφερα και πριν, όταν παρέλαβαν αυτοί την εξουσία του βήματος, έφεραν την πόλη σε τόσην αφροσύνη, ώστε να πάθει αυτή όσα πριν από λίγο σας ανέφερα.

Εκείνο όμως για το οποίο μπορεί κανείς να απορήσει πιο πολύ από όλα είναι τούτο, ότι δηλαδή διαλέγετε αρχηγούς του λαού όχι όσους συμφωνούν με τους άνδρες που έκαναν μεγάλη την πόλη αλλά όσους λένε και κάνουν τα ίδια με κείνους που την κατέστρεψαν, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι οι χρηστοί διαφέρουν από τους φαύλους όχι μόνο στο ότι καθιστούν την πόλη ευτυχισμένη, αλλά στο ότι η δημοκρατία στην εποχή τους για πολλά χρόνια ούτε κλονίστηκε ούτε άλλαξε, ενώ την εποχή των φαύλων μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα δυο φορές καταλύθηκε και όσοι εξορίστηκαν από τους τυράννους και τους τριάκοντα επανήλθαν στην πατρίδα όχι εξαιτίας των συκοφαντών αλλά εξ αιτίας εκείνων που μισούν τους συκοφάντες και έχουν πολύ μεγάλη υπόληψη για την ακεραιότητά τους.

Και όμως, ενώ έχουμε τέτοιες αναμνήσεις σε ποια κατάσταση βρισκόταν η πόλη κάτω από τους καλούς και από τους κακούς αρχηγούς, τόσο πολύ ευχαριστιόμαστε με τις φαυλότητες των ρητόρων, ώστε ενώ βλέπουμε ότι από τον πόλεμο και τις ταραχές που αυτοί έχουν προκαλέσει, από τους άλλους πολίτες πολλοί έχουν χάσει την πατρική τους περιουσία, ενώ αυτοί από φτωχοί έχουν γίνει πλούσιοι, δεν αγανακτούμε κι ούτε μνησικακούμε για την ευτυχία τους, αλλά υπομένουμε η πόλη να κατηγορείται πως λυμαίνεται και φορολογεί τους Έλληνες, κι αυτοί να καρπώνονται τα χρέη και ο λαός για τον οποίο αυτοί λένε πως πρέπει να άρχει των άλλων Ελλήνων να βρίσκεται σε δυστυχία μεγαλύτερη από κείνους που είναι δούλοι των ολιγαρχιών, ενώ εκείνοι που δεν είχαν καμιά περιουσία εξαιτίας της δικής μας ανοησίας από φτωχοί και άσημοι που ήταν να έχουν γίνει ευτυχέστεροι. Και όμως ο Περικλής που πριν από αυτούς υπήρξε αρχηγός του δήμου, ενώ παρέλαβε την πόλη με φρόνημα κατώτερο από ό,τι είχε πριν αναλάβει την ηγεμονία, διοικείτο όμως ακόμη κατά τρόπο ανεκτό, δεν ενήργησε για την απόχτηση ατομικής περιουσίας, αλλά και την περιουσία του άφησε μικρότερη από όσην παρέλαβε από τον πατέρα του και στην ακρόπολη κατέθεσε οχτώ χιλιάδες τάλαντα, χωριστά όσα ξόδεψε για την ίδρυση ιερών. Αντίθετα, αυτοί τόσο πολύ διαφέρουν από εκείνον, ώστε από τη μια έχουν το θράσος να λένε πως εξαιτίας της φροντίδας τους για τα κοινά δεν μπορούν να προσέχουν τα ατομικά τους συμφέροντα, από την άλλη όμως φαίνεται πως η περιουσία τους που «παραμελείται» έχει σημειώσει τέτοια πρόοδο, όσην ούτε στην προσευχή τους προηγουμένως δεν έκριναν ορθό να ζητήσουν από τους θεούς· ενώ ο λαός, για τον οποίο ισχυρίζονται πως ενδιαφέρονται, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ώστε κανείς από τους πολίτες να μην ζει ούτε ευχάριστα ούτε με ευχέρεια και η πόλη να είναι γεμάτη οδυρμούς. Γιατί άλλοι αναγκάζονται τις στερήσεις και τη φτώχεια τους να διηγούνται και να θρηνούν μόνοι τους και άλλοι αναγκάζονται να υπομένουν το πλήθος των διαταγών και των λειτουργιών και τα δεινά των συμμοριών (των τάξεων) και των αντιδόσεων· όλα αυτά προκαλούν τόση λύπη, ώστε να ζουν με μεγαλύτερη στενοχώρια όσοι έχουν περιουσία από κείνους που είναι συνεχώς φτωχοί.

Παραξενεύομαι, στ' αλήθεια, που δεν μπορείτε να καταλάβετε πως δεν υπάρχει τάξη πιο εχθρική για το λαό από τους φαύλους ρήτορες και τους δημαγωγούς· γιατί εκτός από τα άλλα κακά αυτοί προπάντων επιθυμούν να στερείστε και κείνα ακόμα που σας είναι απαραίτητα καθημερινά, γιατί βλέπουν πως όσοι μπορούν να συντηρούνται εξ ιδίων ανήκουν στην πόλη και δίνουν τις καλύτερες συμβουλές, ενώ όσοι ζουν από τα δικαστήρια και τις συνελεύσεις και τα σχετικά επιδόματα είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται υπό την εξουσία τους εξαιτίας της φτώχειας τους και τους ευγνωμονούν για τις καταγγελίες και τις μηνύσεις και τις άλλες συκοφαντίες που εξαιτίας τους γίνονται. Έτσι με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα έβλεπαν όλους τους πολίτες να είναι βυθισμένοι μέσα στη φτώχεια, μέσα στην οποία αυτοί αποχτούν δύναμη. Και τρανότερη απόδειξη αυτού είναι το εξής: δεν εξετάζουν δηλαδή πώς θα εξασφαλίσουν στους φτωχούς τα μέσα συντηρήσεώς τους αλλά πώς θα εξισώσουν με τους φτωχούς όσους θεωρούνται πως έχουν περιουσία.

Πώς λοιπόν μπορούμε να απαλλαγούμε από τα τωρινά κακά; Τα περισσότερα σχετικά μέτρα τα έχω αναφέρει όχι με τη σειρά, αλλά καθώς το καθένα ερχόταν στην κατάλληλη περίπτωση· μπορείτε όμως να τα κρατάτε καλύτερα στη μνήμη σας, αν συγκεντρώσω τα σπουδαιότερα και προσπαθήσω να τα ξαναφέρω στη μνήμη σας.

Από τα μέτρα με τα οποία μπορούμε να επανορθώσουμε την κατάσταση της πόλης και να τη βελτιώσουμε είναι πρώτο, αν χρησιμοποιούμε συμβούλους για τις δημόσιες υποθέσεις τέτοιους που θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε και για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και αν σταματήσουμε να θεωρούμε τους συκοφάντες φίλους του λαού και τους τίμιους ανθρώπους ολιγαρχικούς, έχοντας υπόψη μας πως εκ φύσεως κανένας από αυτούς δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά καθένας θέλει να υπάρχει εκείνο το πολίτευμα, στο οποίο αυτός εκτιμάται. Δεύτερο, αν θελήσουμε να μεταχειριζόμαστε τους συμμάχους μας όπως και τους φίλους μας και δεν τους αφήσουμε αυτόνομους στους τύπους μόνο, ενώ στην πράξη τους παραδίνουμε στους στρατηγούς για να τους κάνουν ό,τι θέλουν και αν δεν ασκούμε εξουσία σ' αυτούς κατά τρόπο τυραννικό αλλά συμμαχικό, βάζοντας καλά μέσα στο μυαλό μας εκείνο, ότι δηλ. από κάθε πόλη χωριστά είμαστε ισχυρότεροι, από όλες όμως μαζί ασθενέστεροι. Τρίτο, αν δεν θεωρείτε τίποτε σπουδαιότερο, ύστερα βέβαια από την ευσέβεια προς τους θεούς, από το να σας εκτιμούν οι Έλληνες· γιατί σε όσους έχουν αυτά τα αισθήματα εκούσια οι άνθρωποι παραδίνουν και την εξουσία και την ηγεμονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου