ΙΣΟΚΡ 12.26–34
Ο ορθώς πεπαιδευμένος άνδρας
Στον λόγο του αυτόν, τον οποίον ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο Ισοκράτης επαινεί την Αθήνα, παρουσιάζει και υπερασπίζεται το έργο του και προβληματίζεται αναφορικά με το ιδανικό πολίτευμα. Ξεκινώντας το εκτενές προοίμιον (ΙΣΟΚΡ 12.1–40), ο ρήτορας επιχείρησε μια αποτίμηση του βίου του: αναφέρθηκε στα φυσικά του προτερήματα και ελαττώματα, που καθόρισαν και τον τρόπο ενασχόλησής του με τη ρητορική και την πολιτική, καθώς και σε όσους συκοφάντησαν κατ' επανάληψη τα έργα του και τον κατηγόρησαν ότι απέρριπτε όλες τις πνευματικές ενασχολήσεις και δημιουργήματα εκτός από τα δικά του. Και συνεχίζει:
[26] Τῆς μὲν οὖν παιδείας τῆς ὑπὸ τῶν προγόνων
καταλειφθείσης τοσούτου δέω καταφρονεῖν, ὥστε καὶ τὴν
ἐφ’ ἡμῶν κατασταθεῖσαν ἐπαινῶ, λέγω δὲ τήν τε γεωμε-
τρίαν καὶ τὴν ἀστρολογίαν καὶ τοὺς διαλόγους τοὺς
ἐριστικοὺς καλουμένους, οἷς οἱ μὲν νεώτεροι μᾶλλον
χαίρουσι τοῦ δέοντος, τῶν δὲ πρεσβυτέρων οὐδεὶς ἔστιν
ὅστις ἂν ἀνεκτοὺς αὐτοὺς εἶναι φήσειεν. [27] ἀλλ’ ὅμως
ἐγὼ τοῖς ὡρμημένοις ἐπὶ ταῦτα παρακελεύομαι πονεῖν
καὶ προσέχειν τὸν νοῦν ἅπασι τούτοις, λέγων ὡς εἰ καὶ
μηδὲν ἄλλο δύναται τὰ μαθήματα ταῦτα ποιεῖν ἀγαθόν,
ἀλλ’ οὖν ἀποτρέπει γε τοὺς νεωτέρους πολλῶν ἄλλων ἁμαρ-
τημάτων. τοῖς μὲν οὖν τηλικούτοις οὐδέποτ’ ἂν εὑρεθῆναι
νομίζω διατριβὰς ὠφελιμωτέρας τούτων οὐδὲ μᾶλλον πρε-
πούσας· [28] τοῖς δὲ πρεσβυτέροις καὶ τοῖς εἰς ἄνδρας δεδοκι-
μασμένοις οὐκέτι φημὶ τὰς μελέτας ταύτας ἁρμόττειν.
ὁρῶ γὰρ ἐνίους τῶν ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις οὕτως
ἀπηκριβωμένων ὥστε καὶ τοὺς ἄλλους διδάσκειν, οὔτ’
εὐκαίρως ταῖς ἐπιστήμαις αἷς ἔχουσι χρωμένους, ἔν τε
ταῖς ἄλλαις πραγματείαις ταῖς περὶ τὸν βίον ἀφρονεστέ-
ρους ὄντας τῶν μαθητῶν· ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν τῶν οἰκετῶν.
[29] τὴν αὐτὴν δὲ γνώμην ἔχω καὶ περὶ τῶν δημηγορεῖν
δυναμένων καὶ τῶν περὶ τὴν γραφὴν τὴν τῶν λόγων εὐδο-
κιμούντων, ὅλως δὲ περὶ ἁπάντων τῶν περὶ τὰς τέχνας
καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις διαφερόντων. οἶδα
γὰρ καὶ τούτων τοὺς πολλοὺς οὔτε τὰ περὶ σφᾶς αὐτοὺς
καλῶς διῳκηκότας οὔτ’ ἐν ταῖς ἰδίαις συνουσίαις ἀνεκ-
τοὺς ὄντας, τῆς τε δόξης τῆς τῶν συμπολιτευομένων ὀλι-
γωροῦντας, ἄλλων τε πολλῶν καὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων
γέμοντας· ὥστ’ οὐδὲ τούτους ἡγοῦμαι μετέχειν τῆς ἕξεως
περὶ ἧς ἐγὼ τυγχάνω διαλεγόμενος.
[30] Τίνας οὖν καλῶ πεπαιδευμένους, ἐπειδὴ τὰς
τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις ἀποδοκιμάζω;
πρῶτον μὲν τοὺς καλῶς χρωμένους τοῖς πράγμασι τοῖς
κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην προσπίπτουσι, καὶ τὴν δόξαν
ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχοντας καὶ δυναμένην ὡς ἐπὶ τὸ
πολὺ στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος· [31] ἔπειτα τοὺς
πρεπόντως καὶ δικαίως ὁμιλοῦντας τοῖς ἀεὶ πλησιάζουσι,
καὶ τὰς μὲν τῶν ἄλλων ἀηδίας καὶ βαρύτητας εὐκόλως
καὶ ῥᾳδίως φέροντας, σφᾶς δ’ αὐτοὺς ὡς δυνατὸν ἐλαφρο-
τάτους καὶ μετριωτάτους τοῖς συνοῦσι παρέχοντας· ἔτι
τοὺς τῶν μὲν ἡδονῶν ἀεὶ κρατοῦντας, τῶν δὲ συμφορῶν
μὴ λίαν ἡττωμένους, ἀλλ’ ἀνδρωδῶς ἐν αὐταῖς διακειμέ-
νους καὶ τῆς φύσεως ἀξίως ἧς μετέχοντες τυγχάνομεν·
[32] τέταρτον, ὅπερ μέγιστον, τοὺς μὴ διαφθειρομένους
ὑπὸ τῶν εὐπραγιῶν μηδ’ ἐξισταμένους αὑτῶν μηδ’ ὑπερη-
φάνους γιγνομένους, ἀλλ’ ἐμμένοντας τῇ τάξει τῇ τῶν
εὖ φρονούντων, καὶ μὴ μᾶλλον χαίροντας τοῖς διὰ τύχην
ὑπάρξασιν ἀγαθοῖς ἢ τοῖς διὰ τὴν αὑτῶν φύσιν καὶ φρό-
νησιν ἐξ ἀρχῆς γιγνομένοις. τοὺς δὲ μὴ μόνον πρὸς ἓν
τούτων ἀλλὰ καὶ πρὸς ἅπαντα ταῦτα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς
εὐάρμοστον ἔχοντας, τούτους φημὶ καὶ φρονίμους εἶναι
καὶ τελέους ἄνδρας καὶ πάσας ἔχειν τὰς ἀρετάς.
[33] Περὶ μὲν οὖν τῶν πεπαιδευμένων τυγχάνω
ταῦτα γιγνώσκων. περὶ δὲ τῆς Ὁμήρου καὶ τῆς Ἡσιόδου
καὶ τῆς τῶν ἄλλων ποιήσεως ἐπιθυμῶ μὲν εἰπεῖν, οἶμαι
γὰρ ἂν παῦσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῦντας τἀκεί-
νων καὶ ληροῦντας περὶ αὐτῶν, αἰσθάνομαι δ’ ἐμαυτὸν
ἔξω φερόμενον τῆς συμμετρίας τῆς συντεταγμένης
τοῖς προοιμίοις. [34] ἔστι δ’ ἀνδρὸς νοῦν ἔχοντος μὴ
τὴν εὐπορίαν ἀγαπᾶν, ἢν ἔχῃ τις περὶ τῶν αὐτῶν
πλείω τῶν ἄλλων εἰπεῖν, ἀλλὰ τὴν εὐκαιρίαν διαφυ-
λάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος· ὅπερ
ἐμοὶ ποιητέον ἐστίν. περὶ μὲν οὖν τῶν ποιητῶν αὖθις
ἐροῦμεν, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας, ἢ περὶ σπου-
δαιοτέρων πραγμάτων ἔχω τι λέγειν ἢ τούτων.
***
Το μεν λοιπόν σύστημα αγωγής, το οποίον μας άφησαν οι πρόγονοί μας πολύ απέχω από του να το καταφρονώ, ώστε επαινώ και το καθιερωθέν σύστημα επί των ημερών μας, εννοώ δε το σύστημα, το οποίον επιτρέπει την μελέτην της γεωμετρίας και της αστρολογίας και των λόγων των καλουμένων εριστικών, με τους οποίους οι μεν νεώτεροι ευχαριστούνται περισσότερον από ό,τι πρέπει και τους οποίους κανείς από τους πρεσβυτέρους δεν ήθελε θεωρήσει ανεκτούς.
Αλλ' όμως εγώ προτρέπω εκείνους, οι οποίοι αισθάνονται ευχαρίστησιν με τας μελέτας ταύτας, να αφιερώνουν εις αυτάς τους κόπους και τας πνευματικάς των ικανότητας, διότι αι τοιούτου είδους γνώσεις, και αν δεν έχουν κανέν άλλο αποτέλεσμα, πάντως όμως αποτρέπουν τους νεωτέρους από πολλά άλλα αμαρτήματα. Διά τους νεωτέρους μεν λοιπόν νομίζω ότι ουδέποτε ήθελον ευρευθή ασχολίαι ωφελιμώτεραι και μάλλον αρμόζουσαι εις αυτούς· εις τους πρεσβυτέρους όμως και εκείνους οι οποίοι έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν λέγω ότι αι ασκήσεις αύται δεν αρμόζουν πλέον. Βλέπω πράγματι μερικούς από εκείνους, οι οποίοι ενεβάθυναν εις τας γνώσεις ταύτας τόσον, ώστε να δύνανται να τας διδάσκουν και εις τους άλλους, να μη δύνανται να μεταχειρισθούν εις την κατάλληλον περίστασιν τας γνώσεις, τας οποίας απέκτησαν, και να δεικνύουν εις τας υποθέσεις της ζωής ολιγωτέραν σωφροσύνην από τους μαθητάς των, διότι διστάζω να είπω από τους δούλους των. Την αυτήν δε γνώμην έχω και περί εκείνων, οι οποίοι δύναται να ομιλούν ενώπιον του λαού και γίνονται ένδοξοι από τους λόγους, τους οποίους γράφουν, και εν γένει περί εκείνων, οι οποίοι διακρίνονται διά της ανωτερότητός των εις τας επιστήμας, τας τέχνας, και διά της αναπτύξεως μιας ικανότητός των. Διότι γνωρίζω ότι και εκ τούτων πολλοί ούτε τας ιδιωτικάς των υποθέσεις καλώς διεχειρίσθησαν, ούτε εις τας ιδιωτικάς συναναστροφάς είναι ανεκτοί, ότι δεν δίδουν καμμίαν σημασίαν εις τας κρίσεις των συμπολιτών των και ότι είναι γεμάτοι από πλήθος ελαττωμάτων· ώστε νομίζω ότι ουδέ ούτοι μετέχουν της επιστήμης (μαθήσεως) περί της οποίας ομιλώ τώρα.
Ποίους λοιπόν καλώ πεπαιδευμένους, αφού αποδοκιμάζω τας επιστήμας, τας τέχνας και τας ιδιαιτέρας εκάστου ικανότητας (τάλαντα); Πρώτον εκείνους, οι οποίοι ενεργούν με σωφροσύνην εις τας υποθέσεις που παρουσιάζονται κάθε ημέραν και οι οποίοι εκφέρουν διά τα γεγονότα κρίσιν φωτεινήν και δυναμένην να επιτύχη ως επί το πολύ το συμφέρον· έπειτα θεωρώ αληθώς πεπαιδευμένους εκείνους, οι οποίοι συναναστρέφονται δικαίως και πρεπόντως τους εκάστοτε φίλους των και οι οποίοι υποφέρουν με υπομονήν και γλυκύτητα το ενοχλητικόν ύφος των άλλων και την τραχύτητά των, παρέχουν δε τους εαυτούς των εις τους συναναστρεφομένους αυτούς όσον το δυνατόν επιεικείς και ευκόλους εις τας συνηθείας της ζωής· προσέτι δε εκείνους, οι οποίοι είναι κύριοι των ηδονών και δεν καταβάλλονται υπό των συμφορών, αλλά γνωρίζουν να τας αντικρύζουν ανδρικά και κατά τρόπον άξιον προς την φύσιν, της οποίας μετέχομεν· τέταρτον, όπερ και σπουδαιότατον, εκείνους, οι οποίοι δεν διαφθείρονται από τας ευτυχίας, οι οποίοι δεν απομακρύνονται του χαρακτήρος των, ούτε γίνονται υπερήφανοι, αλλ' εκείνους οι οποίοι γνωρίζοντες να συγκρατούνται εις τα όρια του μέτρου, δεν αποδίδουν μεγαλυτέραν αξίαν εις την εύνοιαν της τύχης παρά εις τας ωφελείας, αι οποίαι προέρχονται εκ της φύσεως ή της ιδίας των φρονήσεως. Όσον αφορά δε εκείνους, εις τους οποίους αι ικανότητες της ψυχής ευρίσκονται εις ευτυχή αρμονίαν, όχι μόνον προς μίαν μόνην των ικανοτήτων τούτων, αλλά προς όλας, τούτους καλώ αληθώς σοφούς, τελείους ανθρώπους και προικισμένους με όλας τας αρετάς. Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μου όσον αφορά τους αληθώς μορφωμένους ανθρώπους.
Όσον αφορά δε τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου και των άλλων ποιητών, επιθυμώ μεν να είπω την γνώμην μου περί αυτών ―διότι νομίζω ότι θα ηνάγκαζον εκείνους, οι οποίοι εις το Λύκειον απαγγέλουν ως ραψωδοί αποσπάσματα εκ των ποιημάτων των ποιητών τούτων και ανοηταίνουν σχολιάζοντες αυτά, να σιωπήσουν― αλλά νομίζω ότι εξέρχομαι από τα καθωρισμένα όρια δι' έν προοίμιον. Είναι λοιπόν έργον ανδρός σώφρονος να μη παρασύρεται από την ευκολίαν του να λέγη περισσότερα από τους άλλους επί του ιδίου θέματος, αλλά να περιμένη την ευνοϊκήν περίστασιν διά να ομιλήση περί των πραγμάτων, περί των οποίων είναι πάντοτε κατάλληλος η περίστασις να ομιλήση, πράγμα το οποίον, πρέπει και εγώ να κάμω. Περί μεν λοιπόν των ποιητών θα ομιλήσωμεν πάλιν, αν το γήρας δεν θέση παράκαιρα τέρμα εις την ζωήν μου ή εάν δεν έχω να ομιλώ περί σπουδαιοτέρων ζητημάτων.
Το μεν λοιπόν σύστημα αγωγής, το οποίον μας άφησαν οι πρόγονοί μας πολύ απέχω από του να το καταφρονώ, ώστε επαινώ και το καθιερωθέν σύστημα επί των ημερών μας, εννοώ δε το σύστημα, το οποίον επιτρέπει την μελέτην της γεωμετρίας και της αστρολογίας και των λόγων των καλουμένων εριστικών, με τους οποίους οι μεν νεώτεροι ευχαριστούνται περισσότερον από ό,τι πρέπει και τους οποίους κανείς από τους πρεσβυτέρους δεν ήθελε θεωρήσει ανεκτούς.
Αλλ' όμως εγώ προτρέπω εκείνους, οι οποίοι αισθάνονται ευχαρίστησιν με τας μελέτας ταύτας, να αφιερώνουν εις αυτάς τους κόπους και τας πνευματικάς των ικανότητας, διότι αι τοιούτου είδους γνώσεις, και αν δεν έχουν κανέν άλλο αποτέλεσμα, πάντως όμως αποτρέπουν τους νεωτέρους από πολλά άλλα αμαρτήματα. Διά τους νεωτέρους μεν λοιπόν νομίζω ότι ουδέποτε ήθελον ευρευθή ασχολίαι ωφελιμώτεραι και μάλλον αρμόζουσαι εις αυτούς· εις τους πρεσβυτέρους όμως και εκείνους οι οποίοι έφθασαν εις την ανδρικήν ηλικίαν λέγω ότι αι ασκήσεις αύται δεν αρμόζουν πλέον. Βλέπω πράγματι μερικούς από εκείνους, οι οποίοι ενεβάθυναν εις τας γνώσεις ταύτας τόσον, ώστε να δύνανται να τας διδάσκουν και εις τους άλλους, να μη δύνανται να μεταχειρισθούν εις την κατάλληλον περίστασιν τας γνώσεις, τας οποίας απέκτησαν, και να δεικνύουν εις τας υποθέσεις της ζωής ολιγωτέραν σωφροσύνην από τους μαθητάς των, διότι διστάζω να είπω από τους δούλους των. Την αυτήν δε γνώμην έχω και περί εκείνων, οι οποίοι δύναται να ομιλούν ενώπιον του λαού και γίνονται ένδοξοι από τους λόγους, τους οποίους γράφουν, και εν γένει περί εκείνων, οι οποίοι διακρίνονται διά της ανωτερότητός των εις τας επιστήμας, τας τέχνας, και διά της αναπτύξεως μιας ικανότητός των. Διότι γνωρίζω ότι και εκ τούτων πολλοί ούτε τας ιδιωτικάς των υποθέσεις καλώς διεχειρίσθησαν, ούτε εις τας ιδιωτικάς συναναστροφάς είναι ανεκτοί, ότι δεν δίδουν καμμίαν σημασίαν εις τας κρίσεις των συμπολιτών των και ότι είναι γεμάτοι από πλήθος ελαττωμάτων· ώστε νομίζω ότι ουδέ ούτοι μετέχουν της επιστήμης (μαθήσεως) περί της οποίας ομιλώ τώρα.
Ποίους λοιπόν καλώ πεπαιδευμένους, αφού αποδοκιμάζω τας επιστήμας, τας τέχνας και τας ιδιαιτέρας εκάστου ικανότητας (τάλαντα); Πρώτον εκείνους, οι οποίοι ενεργούν με σωφροσύνην εις τας υποθέσεις που παρουσιάζονται κάθε ημέραν και οι οποίοι εκφέρουν διά τα γεγονότα κρίσιν φωτεινήν και δυναμένην να επιτύχη ως επί το πολύ το συμφέρον· έπειτα θεωρώ αληθώς πεπαιδευμένους εκείνους, οι οποίοι συναναστρέφονται δικαίως και πρεπόντως τους εκάστοτε φίλους των και οι οποίοι υποφέρουν με υπομονήν και γλυκύτητα το ενοχλητικόν ύφος των άλλων και την τραχύτητά των, παρέχουν δε τους εαυτούς των εις τους συναναστρεφομένους αυτούς όσον το δυνατόν επιεικείς και ευκόλους εις τας συνηθείας της ζωής· προσέτι δε εκείνους, οι οποίοι είναι κύριοι των ηδονών και δεν καταβάλλονται υπό των συμφορών, αλλά γνωρίζουν να τας αντικρύζουν ανδρικά και κατά τρόπον άξιον προς την φύσιν, της οποίας μετέχομεν· τέταρτον, όπερ και σπουδαιότατον, εκείνους, οι οποίοι δεν διαφθείρονται από τας ευτυχίας, οι οποίοι δεν απομακρύνονται του χαρακτήρος των, ούτε γίνονται υπερήφανοι, αλλ' εκείνους οι οποίοι γνωρίζοντες να συγκρατούνται εις τα όρια του μέτρου, δεν αποδίδουν μεγαλυτέραν αξίαν εις την εύνοιαν της τύχης παρά εις τας ωφελείας, αι οποίαι προέρχονται εκ της φύσεως ή της ιδίας των φρονήσεως. Όσον αφορά δε εκείνους, εις τους οποίους αι ικανότητες της ψυχής ευρίσκονται εις ευτυχή αρμονίαν, όχι μόνον προς μίαν μόνην των ικανοτήτων τούτων, αλλά προς όλας, τούτους καλώ αληθώς σοφούς, τελείους ανθρώπους και προικισμένους με όλας τας αρετάς. Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μου όσον αφορά τους αληθώς μορφωμένους ανθρώπους.
Όσον αφορά δε τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου και των άλλων ποιητών, επιθυμώ μεν να είπω την γνώμην μου περί αυτών ―διότι νομίζω ότι θα ηνάγκαζον εκείνους, οι οποίοι εις το Λύκειον απαγγέλουν ως ραψωδοί αποσπάσματα εκ των ποιημάτων των ποιητών τούτων και ανοηταίνουν σχολιάζοντες αυτά, να σιωπήσουν― αλλά νομίζω ότι εξέρχομαι από τα καθωρισμένα όρια δι' έν προοίμιον. Είναι λοιπόν έργον ανδρός σώφρονος να μη παρασύρεται από την ευκολίαν του να λέγη περισσότερα από τους άλλους επί του ιδίου θέματος, αλλά να περιμένη την ευνοϊκήν περίστασιν διά να ομιλήση περί των πραγμάτων, περί των οποίων είναι πάντοτε κατάλληλος η περίστασις να ομιλήση, πράγμα το οποίον, πρέπει και εγώ να κάμω. Περί μεν λοιπόν των ποιητών θα ομιλήσωμεν πάλιν, αν το γήρας δεν θέση παράκαιρα τέρμα εις την ζωήν μου ή εάν δεν έχω να ομιλώ περί σπουδαιοτέρων ζητημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου