ΙΣΟΚΡ 6.103–111
Παραδείγματα πόλεων που ανέκαμψαν χάρη στην ανάληψη πολεμικής δράσης – Ἐπίλογος: Παραινέσεις για μίμηση των προγόνων
Προσπαθώντας να φιλοτιμήσει τους Σπαρτιάτες, ώστε να μην αποδεχτούν την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, που ήθελαν να επιβάλουν οι Θηβαίοι, ο ομιλητής αναφέρθηκε στα κατορθώματα των προγόνων τους. Φτάνοντας στον ἐπίλογον, τονίζει:
[103] Ἔστι δ’ οὐδὲν ἀνέλπιστον ἐκ τῶν νῦν παρόντων
συμβῆναί τι τῶν δεόντων ἡμῖν. οἶμαι γὰρ ὑμᾶς οὐκ
ἀγνοεῖν ὅτι πολλαὶ πράξεις ἤδη τοιαῦται γεγόνασιν, ἃς ἐν
ἀρχῇ μὲν ἅπαντες ὑπέλαβον εἶναι συμφοράς, καὶ τοῖς
παθοῦσιν συνηχθέσθησαν, ὕστερον δὲ τὰς αὐτὰς ταύτας
ἔγνωσαν μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίας γεγενημένας. [104] καὶ
τί δεῖ τὰ πόρρω λέγειν; ἀλλὰ καὶ νῦν τὰς πόλεις τάς γε
πρωτευούσας, λέγω δὲ τὴν Ἀθηναίων καὶ Θηβαίων, εὕροι-
μεν ἂν οὐκ ἐκ τῆς εἰρήνης μεγάλην ἐπίδοσιν λαβούσας,
ἀλλ’ ἐξ ὧν ἐν τῷ πολέμῳ προδυστυχήσασαι πάλιν αὑτὰς
ἀνέλαβον, ἐκ δὲ τούτων τὴν μὲν ἡγεμόνα τῶν Ἑλλήνων
καταστᾶσαν, τὴν δ’ ἐν τῷ παρόντι τηλικαύτην γεγενημένην
ὅσην οὐδεὶς πώποτ’ ἔσεσθαι προσεδόκησεν· αἱ γὰρ ἐπιφά-
νειαι καὶ λαμπρότητες οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν
ἀγώνων γίγνεσθαι φιλοῦσιν. [105] ὧν ἡμᾶς ὀρέγεσθαι
προσήκει, μήτε τῶν σωμάτων μήτε τῆς ψυχῆς μήτε τῶν
ἄλλων ὧν ἔχομεν μηδενὸς φειδομένους. ἢν γὰρ κατορθώ-
σωμεν καὶ τὴν πόλιν εἰς ταὐτὸ καταστῆσαι δυνηθῶμεν, ἐξ
ὧνπερ ἐκπέπτωκε, καὶ τῶν προγεγενημένων μᾶλλον θαυ-
μασθησόμεθα, καὶ τοῖς ἐπιγιγνομένοις οὐδεμίαν ὑπερβολὴν
ἀνδραγαθίας καταλείψομεν, ἀλλὰ καὶ τοὺς βουλομένους
εὐλογεῖν ἡμᾶς ἀπορεῖν ποιήσομεν, ὅ τι τῶν πεπραγμένων
ἡμῖν ἄξιον ἐροῦσιν. [106] δεῖ δὲ μηδὲ τοῦτο λανθάνειν
ὑμᾶς, ὅτι πάντες τῷ συλλόγῳ τούτῳ καὶ τοῖς γνωσθησομέ-
νοις ὑφ’ ἡμῶν προσέχουσι τὸν νοῦν. ὥσπερ οὖν ἐν κοινῷ
θεάτρῳ τῶν Ἑλλήνων διδοὺς ἔλεγχον ἕκαστος ὑμῶν τῆς
αὑτοῦ φύσεως, οὕτω διακείσθω τὴν γνώμην.
[107] Ἔστιν δ’ ἁπλοῦν τὸ καλῶς βουλεύσασθαι περὶ τού-
των. ἢν μὲν γὰρ ἐθέλωμεν ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τῶν δικαίων,
οὐ μόνον εὐδοκιμήσομεν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπίλοιπον χρόνον
ἀσφαλῶς ἡμῖν ἐξέσται ζῆν· εἰ δὲ φοβησόμεθα τοὺς κινδύ-
νους, εἰς πολλὰς ταραχὰς καταστήσομεν ἡμᾶς αὐτούς.
[108] παρακαλέσαντες οὖν ἀλλήλους ἀποδῶμεν τὰ τροφεῖα
τῇ πατρίδι, καὶ μὴ περιίδωμεν ὑβρισθεῖσαν τὴν Λακεδαί-
μονα καὶ καταφρονηθεῖσαν, μηδὲ ψευσθῆναι ποιήσωμεν
τῶν ἐλπίδων τοὺς εὔνους ἡμῖν ὄντας, μηδὲ περὶ πλείονος
φανῶμεν ποιούμενοι τὸ ζῆν τοῦ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις
εὐδοκιμεῖν, [109] ἐνθυμηθέντες ὅτι κάλλιόν ἐστιν ἀντὶ
θνητοῦ σώματος ἀθάνατον δόξαν ἀντικαταλλάξασθαι, καὶ
ψυχῆς ἣν οὐχ ἕξομεν ὀλίγων ἐτῶν πρίασθαι τοιαύτην
εὔκλειαν ἣ πάντα τὸν αἰῶνα τοῖς ἐξ ἡμῶν γενομένοις
παραμενεῖ, πολὺ μᾶλλον ἢ μικροῦ χρόνου γλιχομένους
μεγάλαις αἰσχύναις ἡμᾶς αὐτοὺς περιβαλεῖν.
[110] Ἡγοῦμαι δ’ οὕτως ἂν ὑμᾶς μάλιστα παροξυνθῆναι
πρὸς τὸν πόλεμον, εἰ ταῖς διανοίαις ὥσπερ παρεστῶτας
ἴδοιτε τοὺς γονέας καὶ τοὺς παῖδας τοὺς ἡμετέρους αὐτῶν,
τοὺς μὲν παρακελευομένους μὴ καταισχῦναι τὸ τῆς Σπάρτης
ὄνομα, μηδὲ τοὺς νόμους ἐν οἷς ἐπαιδεύθημεν, μηδὲ τὰς
μάχας τὰς ἐφ’ αὑτῶν γενομένας, τοὺς δ’ ἀπαιτοῦντας τὴν
χώραν ἣν οἱ πρόγονοι κατέλιπον, καὶ τὴν δυναστείαν τὴν ἐν
τοῖς Ἕλλησι, καὶ τὴν ἡγεμονίαν ἥνπερ αὐτοὶ παρὰ τῶν πατέ-
ρων παρελάβομεν· πρὸς οὓς οὐδὲν ἂν ἔχοιμεν εἰπεῖν ὡς οὐκ
ἀμφότεροι δίκαια τυγχάνουσι λέγοντες.
[111] Οὐκ οἶδ’ ὅ τι δεῖ μακρολογεῖν, πλὴν τοσοῦτον, ὡς
πλείστων τῇ πόλει ταύτῃ πολέμων καὶ κινδύνων γεγενη-
μένων οὐδεπώποθ’ οἱ πολέμιοι τρόπαιον ἡμῶν ἔστησαν
ἡγουμένου βασιλέως ἐκ τῆς οἰκίας τῆς ἡμετέρας. ἔστι
δὲ νοῦν ἐχόντων ἀνδρῶν, οἷσπερ ἂν ἐν ταῖς μάχαις ἡγε-
μόσι χρώμενοι κατορθῶσι, τούτοις καὶ περὶ τῶν μελλόν-
των κινδύνων συμβουλεύουσι μᾶλλον ἢ τοῖς ἄλλοις
πείθεσθαι.
***
Τίποτε δε δεν υπάρχει το οποίον να μας στερή τας ελπίδας ότι θα ίδωμεν να προέρχεται εκ της σημερινής καταστάσεως κάποια καλλιτέρευσις δι' ημάς. Διότι νομίζω ότι σεις δεν αγνοείτε, ότι πολλαί ήδη πράξεις τοιαύται έχουν γίνει, τας οποίας εις τας αρχάς μεν όλοι ενόμισαν ως συμφοράς και ελυπήθησαν μαζί με τους υποστάντας τας συμφοράς ταύτας, έπειτα δε αντελήφθησαν ότι αι ίδιαι αυταί πράξεις έγιναν αιτία μεγάλων αγαθών. Και ποία είναι η ανάγκη να λέγω τα μακρινά γεγονότα; Και τώρα αι πόλεις, αι οποίαι βέβαια έχουν τα πρωτεία, εννοώ τας Αθήνας και Θήβας, θα εύρωμεν ότι απέκτησαν μεγάλην δύναμιν όχι ένεκα της ειρήνης, αλλά από τα γεγονότα, τα οποία τους επέτρεψαν, αφού εγνώρισαν την αποτυχίαν εις τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, να επανορθώσουν τας ζημίας ταύτας. Ένεκα των περιστάσεων τούτων η μεν μία έγινε ηγεμών των Ελλήνων, η δε άλλη έφθασε σήμερον εις τόσον μεγάλην δύναμιν, όσην κανείς ποτέ έως τώρα δεν ήλπισε· διότι το καλόν όνομα και η δόξα δεν συνηθίζουν να προέρχωνται εκ της ησυχίας, αλλ' εκ των αγώνων. Τους αγώνας αυτούς έχομεν υποχρέωσιν να επιθυμούμεν, χωρίς να λυπούμεθα ούτε τας σωματικάς μας δυνάμεις ούτε την ψυχήν μας (το θάρρος), ούτε τα άλλα αγαθά που έχομεν. Διότι αν επιτύχωμεν και δυνηθώμεν να επαναφέρωμεν την πατρίδα μας εις την κατάστασιν από όπου αύτη κατέπεσεν, θα θαυμασθώμεν περισσότερον από ό,τι εθαυμάσθησαν οι πρόγονοί μας και εις τους μεταγενεστέρους δεν θα αφήσωμεν ουδεμίαν δυνατότητα να μας υπερβούν κατά το μεγαλείον της ψυχής, αλλά και εκείνους που θέλουν να μας επαινούν θα τους κάμωμεν να απορούν πώς θα ειπούν κάτι άξιον των κατορθωμάτων μας. Πρέπει δε ούτε τούτο να διαφεύγη την προσοχήν μας ότι, εις την συνέλευσιν ταύτην ως και εις την απόφασιν που θα λάβετε, όλοι έχουν εστραμμένην την προσοχήν των. Καθένας από σας να είναι προητοιμασμένος κατά την γνώμην τοιουτοτρόπως, ωσάν να πρόκειται επί της σκηνής κοινού θεάτρου διά τους Έλληνας να δώση δείγμα της ιδιοσυγκρασίας του.
Είναι δε απλούν το να σκεφθώμεν υγιώς δι' αυτά. Διότι, αν θέλωμεν να αποθνήσκωμεν διά τα δίκαια, όχι μόνον θα τιμηθώμεν, αλλά και κατά τον υπόλοιπον χρόνον θα δυνάμεθα να ζώμεν εν ασφαλεία· αν δε φοβηθώμεν τους κινδύνους θα εκτεθώμεν εις πολλαπλάς καταστροφάς. Αφού λοιπόν ενθαρρύνωμεν αλλήλους, ας αποδώσωμεν εις την πατρίδα ό,τι εξώδευσε δι' ημάς και ας μη ανεχθώμεν να ίδωμεν την Λακεδαίμονα υβρισθείσαν και καταφρονηθείσαν, ούτε να συντελέσωμεν ώστε να διαψευσθούν εις τας ελπίδας των όσοι διάκεινται ευνοϊκώς προς ημάς, ούτε να φανώμεν ότι προτιμώμεν την ζωήν από την υπόληψιν απέναντι όλου του κόσμου. Να έχητε κατά νουν ότι είναι προτιμότερον να ανταλλάξωμεν το φθαρτόν σώμα με την αθάνατον δόξαν και διά της ζωής μας, την οποίαν δεν θα έχωμεν εντός ολίγων ετών, να αγοράσωμεν τοιαύτην δόξαν, η οποία θα παραμείνη ως αιωνία ιδιοκτησία των παιδιών μας, παρά να περιβάλωμεν τους εαυτούς μας με μεγάλας αισχύνας, επιθυμούντες να κερδήσωμεν ολίγον χρόνον. Νομίζω δε ότι σεις κατ' εξοχήν ηθέλετε προτραπή προς τον πόλεμον, εάν ηθέλετε ίδει με τον νουν σας, ωσάν να ίστανται πλησίον σας, τους γονείς και τους παίδας μας, και οι μεν πρώτοι να σας προτρέπουν να μη ντροπιάσετε το όνομα της Σπάρτης, ούτε τους νόμους με τους οποίους επαιδεύθημεν, ούτε τας μάχας εις τας οποίας έλαβον μέρος, οι δε δεύτεροι (τα παιδιά) να απαιτούν την χώραν που μας άφησαν οι πρόγονοί μας και το κύρος των μεταξύ των Ελλήνων και την ηγεμονίαν, την οποίαν ημείς παρελάβαμεν παρά των πατέρων μας· προς τούτους τίποτε δεν θα είχομεν να είπωμεν ότι και οι δύο δεν λέγουν δίκαια.
Δεν γνωρίζω διατί πρέπει να λέγω περισσότερα, και μόνον το εξής θα είπω, ότι δηλ. ενώ η πόλις μας διεξήγαγε τόσους πολέμους και εδοκίμασε τόσους κινδύνους, ποτέ οι πολέμιοι δεν έστησαν τρόπαιον με τα λάφυρά μας, εφ' όσον ηγείτο ημών βασιλεύς εκ της οικογενείας μας. Είναι ίδιον ανδρών συνετών, και διά τους μέλλοντας κινδύνους να συμβουλεύωνται μάλλον εκείνους, τους οποίους έχοντες ως αρχηγούς εις τας μάχας νικούν, παρά να πείθωνται εις τους άλλους.
Τίποτε δε δεν υπάρχει το οποίον να μας στερή τας ελπίδας ότι θα ίδωμεν να προέρχεται εκ της σημερινής καταστάσεως κάποια καλλιτέρευσις δι' ημάς. Διότι νομίζω ότι σεις δεν αγνοείτε, ότι πολλαί ήδη πράξεις τοιαύται έχουν γίνει, τας οποίας εις τας αρχάς μεν όλοι ενόμισαν ως συμφοράς και ελυπήθησαν μαζί με τους υποστάντας τας συμφοράς ταύτας, έπειτα δε αντελήφθησαν ότι αι ίδιαι αυταί πράξεις έγιναν αιτία μεγάλων αγαθών. Και ποία είναι η ανάγκη να λέγω τα μακρινά γεγονότα; Και τώρα αι πόλεις, αι οποίαι βέβαια έχουν τα πρωτεία, εννοώ τας Αθήνας και Θήβας, θα εύρωμεν ότι απέκτησαν μεγάλην δύναμιν όχι ένεκα της ειρήνης, αλλά από τα γεγονότα, τα οποία τους επέτρεψαν, αφού εγνώρισαν την αποτυχίαν εις τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, να επανορθώσουν τας ζημίας ταύτας. Ένεκα των περιστάσεων τούτων η μεν μία έγινε ηγεμών των Ελλήνων, η δε άλλη έφθασε σήμερον εις τόσον μεγάλην δύναμιν, όσην κανείς ποτέ έως τώρα δεν ήλπισε· διότι το καλόν όνομα και η δόξα δεν συνηθίζουν να προέρχωνται εκ της ησυχίας, αλλ' εκ των αγώνων. Τους αγώνας αυτούς έχομεν υποχρέωσιν να επιθυμούμεν, χωρίς να λυπούμεθα ούτε τας σωματικάς μας δυνάμεις ούτε την ψυχήν μας (το θάρρος), ούτε τα άλλα αγαθά που έχομεν. Διότι αν επιτύχωμεν και δυνηθώμεν να επαναφέρωμεν την πατρίδα μας εις την κατάστασιν από όπου αύτη κατέπεσεν, θα θαυμασθώμεν περισσότερον από ό,τι εθαυμάσθησαν οι πρόγονοί μας και εις τους μεταγενεστέρους δεν θα αφήσωμεν ουδεμίαν δυνατότητα να μας υπερβούν κατά το μεγαλείον της ψυχής, αλλά και εκείνους που θέλουν να μας επαινούν θα τους κάμωμεν να απορούν πώς θα ειπούν κάτι άξιον των κατορθωμάτων μας. Πρέπει δε ούτε τούτο να διαφεύγη την προσοχήν μας ότι, εις την συνέλευσιν ταύτην ως και εις την απόφασιν που θα λάβετε, όλοι έχουν εστραμμένην την προσοχήν των. Καθένας από σας να είναι προητοιμασμένος κατά την γνώμην τοιουτοτρόπως, ωσάν να πρόκειται επί της σκηνής κοινού θεάτρου διά τους Έλληνας να δώση δείγμα της ιδιοσυγκρασίας του.
Είναι δε απλούν το να σκεφθώμεν υγιώς δι' αυτά. Διότι, αν θέλωμεν να αποθνήσκωμεν διά τα δίκαια, όχι μόνον θα τιμηθώμεν, αλλά και κατά τον υπόλοιπον χρόνον θα δυνάμεθα να ζώμεν εν ασφαλεία· αν δε φοβηθώμεν τους κινδύνους θα εκτεθώμεν εις πολλαπλάς καταστροφάς. Αφού λοιπόν ενθαρρύνωμεν αλλήλους, ας αποδώσωμεν εις την πατρίδα ό,τι εξώδευσε δι' ημάς και ας μη ανεχθώμεν να ίδωμεν την Λακεδαίμονα υβρισθείσαν και καταφρονηθείσαν, ούτε να συντελέσωμεν ώστε να διαψευσθούν εις τας ελπίδας των όσοι διάκεινται ευνοϊκώς προς ημάς, ούτε να φανώμεν ότι προτιμώμεν την ζωήν από την υπόληψιν απέναντι όλου του κόσμου. Να έχητε κατά νουν ότι είναι προτιμότερον να ανταλλάξωμεν το φθαρτόν σώμα με την αθάνατον δόξαν και διά της ζωής μας, την οποίαν δεν θα έχωμεν εντός ολίγων ετών, να αγοράσωμεν τοιαύτην δόξαν, η οποία θα παραμείνη ως αιωνία ιδιοκτησία των παιδιών μας, παρά να περιβάλωμεν τους εαυτούς μας με μεγάλας αισχύνας, επιθυμούντες να κερδήσωμεν ολίγον χρόνον. Νομίζω δε ότι σεις κατ' εξοχήν ηθέλετε προτραπή προς τον πόλεμον, εάν ηθέλετε ίδει με τον νουν σας, ωσάν να ίστανται πλησίον σας, τους γονείς και τους παίδας μας, και οι μεν πρώτοι να σας προτρέπουν να μη ντροπιάσετε το όνομα της Σπάρτης, ούτε τους νόμους με τους οποίους επαιδεύθημεν, ούτε τας μάχας εις τας οποίας έλαβον μέρος, οι δε δεύτεροι (τα παιδιά) να απαιτούν την χώραν που μας άφησαν οι πρόγονοί μας και το κύρος των μεταξύ των Ελλήνων και την ηγεμονίαν, την οποίαν ημείς παρελάβαμεν παρά των πατέρων μας· προς τούτους τίποτε δεν θα είχομεν να είπωμεν ότι και οι δύο δεν λέγουν δίκαια.
Δεν γνωρίζω διατί πρέπει να λέγω περισσότερα, και μόνον το εξής θα είπω, ότι δηλ. ενώ η πόλις μας διεξήγαγε τόσους πολέμους και εδοκίμασε τόσους κινδύνους, ποτέ οι πολέμιοι δεν έστησαν τρόπαιον με τα λάφυρά μας, εφ' όσον ηγείτο ημών βασιλεύς εκ της οικογενείας μας. Είναι ίδιον ανδρών συνετών, και διά τους μέλλοντας κινδύνους να συμβουλεύωνται μάλλον εκείνους, τους οποίους έχοντες ως αρχηγούς εις τας μάχας νικούν, παρά να πείθωνται εις τους άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου