ΙΣΟΚΡ 6.62–69
(ΙΣΟΚΡ 6.52–69: Όχι στην εγκατάλειψη της Μεσσήνης)
Ποιοι θα συνδράμουν τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους
[62] Εἰ δὲ δεῖ καὶ περὶ τῶν ἔξωθεν βοηθειῶν εἰπεῖν,
ἡγοῦμαι πολλοὺς ἔσεσθαι τοὺς βουλομένους ἐπαμύνειν
ἡμῖν. ἐπίσταμαι γὰρ πρῶτον μὲν Ἀθηναίους, εἰ καὶ μὴ
πάντα μεθ’ ἡμῶν εἰσιν, ἀλλ’ ὑπέρ γε τῆς σωτηρίας τῆς
ἡμετέρας ὁτιοῦν ἂν ποιήσοντας· ἔπειτα τῶν ἄλλων πόλεων
ἔστιν ἃς ὁμοίως ἂν ὑπὲρ τῶν ἡμῖν συμφερόντων ὥσπερ τῶν
αὑταῖς βουλευσομένας· [63] ἔτι δὲ Διονύσιον τὸν τύραν-
νον καὶ τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κατὰ
τὴν Ἀσίαν δυνάστας, καθ’ ὅσον ἕκαστοι δύνανται, προ-
θύμως ἂν ἡμῖν ἐπικουρήσοντας· πρὸς δὲ τούτοις καὶ τῶν
Ἑλλήνων τοὺς ταῖς οὐσίαις προέχοντας καὶ ταῖς δόξαις
πρωτεύοντας καὶ τῶν βελτίστων πραγμάτων ἐπιθυμοῦντας,
εἰ καὶ μήπω συνεστήκασιν, ἀλλὰ ταῖς γ’ εὐνοίαις μεθ’
ἡμῶν ὄντας, ἐν οἷς περὶ τῶν μελλόντων εἰκότως ἂν μεγά-
λας ἐλπίδας ἔχοιμεν.
[64] Οἶμαι δὲ καὶ τὸν ἄλλον ὄχλον τὸν ἐν Πελοποννήσῳ
καὶ τὸν δῆμον, ὃν οἰόμεθα μάλιστα πολεμεῖν ἡμῖν, ποθεῖν
ἤδη τὴν ἡμετέραν ἐπιμέλειαν. οὐδὲν γὰρ αὐτοῖς ἀποστᾶσι
γέγονεν ὧν προσεδόκησαν, ἀλλ’ ἀντὶ μὲν τῆς ἐλευθερίας
τοὐναντίον ἀποβέβηκεν (ἀπολέσαντες γὰρ αὑτῶν τοὺς βελ-
τίστους ἐπὶ τοῖς χειρίστοις τῶν πολιτῶν γεγόνασιν), ἀντὶ
δὲ τῆς αὐτονομίας εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς ἀνομίας ἐμπε-
πτώκασιν, [65] εἰθισμένοι δὲ τὸν ἄλλον χρόνον μεθ’ ἡμῶν
ἐφ’ ἑτέρους ἰέναι, νῦν τοὺς ἄλλους ὁρῶσιν ἐφ’ αὑτοὺς
στρατευομένους, καὶ τὰς στάσεις, ἃς ἐπυνθάνοντο πρότε-
ρον παρ’ ἑτέροις οὔσας, νῦν παρ’ αὑτοῖς ὀλίγου δεῖν καθ’
ἑκάστην τὴν ἡμέραν γιγνομένας, οὕτω δ’ ὡμαλισμένοι ταῖς
συμφοραῖς εἰσιν, ὥστε μηδένα διαγνῶναι δύνασθαι τοὺς
κάκιστα πράττοντας αὐτῶν· [66] οὐδεμία γάρ ἐστιν τῶν
πόλεων ἀκέραιος, οὐδ’ ἥ τις οὐχ ὁμόρους ἔχει τοὺς κακῶς
ποιήσοντας, ὥστε τετμῆσθαι μὲν τὰς χώρας, πεπορθῆσθαι δὲ
τὰς πόλεις, ἀναστάτους δὲ γεγενῆσθαι τοὺς οἴκους τοὺς
ἰδίους, ἀνεστράφθαι δὲ τὰς πολιτείας καὶ καταλελύσθαι
τοὺς νόμους, μεθ’ ὧν οἰκοῦντες εὐδαιμονέστατοι τῶν Ἑλλή-
νων ἦσαν. [67] οὕτω δ’ ἀπίστως τὰ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς
καὶ δυσμενῶς ἔχουσιν, ὥστε μᾶλλον τοὺς πολίτας ἢ τοὺς
πολεμίους δεδίασιν· ἀντὶ δὲ τῆς ἐφ’ ἡμῶν ὁμονοίας καὶ
τῆς παρ’ ἀλλήλων εὐπορίας εἰς τοσαύτην ἀμιξίαν ἐληλύθα-
σιν, ὥσθ’ οἱ μὲν κεκτημένοι τὰς οὐσίας ἥδιον ἂν εἰς τὴν
θάλατταν τὰ σφέτερ’ αὐτῶν ἐκβάλοιεν ἢ τοῖς δεομένοις
ἐπαρκέσειαν, οἱ δὲ καταδεέστερον πράττοντες οὐδ’ ἂν
εὑρεῖν δέξαιντο μᾶλλον ἢ τὰ τῶν ἐχόντων ἀφελέσθαι·
[68] καταλύσαντες δὲ τὰς θυσίας ἐπὶ τῶν βωμῶν σφάτ-
τουσιν ἀλλήλους· πλείους δὲ φεύγουσι νῦν ἐκ μιᾶς πόλεως
ἢ πρότερον ἐξ ἁπάσης τῆς Πελοποννήσου. καὶ τοσούτων
ἀπηριθμημένων κακῶν, πολὺ πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν
εἰρημένων ἐστίν· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τῶν δεινῶν ἢ χαλεπῶν οὐκ
ἐνταῦθα συνδεδράμηκεν. [69] ὧν οἱ μὲν ἤδη μεστοὶ τυγ-
χάνουσιν ὄντες, οἱ δὲ διὰ ταχέων ἐμπλησθήσονται, καὶ
ζητήσουσί τινα τῶν παρόντων πραγμάτων εὑρεῖν ἀπαλ-
λαγήν. μὴ γὰρ οἴεσθ’ αὐτοὺς μενεῖν ἐπὶ τούτοις· οἵτινες
γὰρ εὖ πράττοντες ἀπεῖπον, πῶς ἂν οὗτοι κακοπαθοῦντες
πολὺν χρόνον καρτερήσειαν; ὥστ’ οὐ μόνον ἢν μαχόμενοι
νικήσωμεν, ἀλλὰ ἐὰν ἡσυχίαν ἔχοντες περιμείνωμεν,
ὄψεσθ’ αὐτοὺς μεταβαλλομένους καὶ τὴν ἡμετέραν συμμα-
χίαν σωτηρίαν αὑτῶν εἶναι νομίζοντας. τὰς μὲν οὖν
ἐλπίδας ἔχω τοιαύτας.
[62] Εἰ δὲ δεῖ καὶ περὶ τῶν ἔξωθεν βοηθειῶν εἰπεῖν,
ἡγοῦμαι πολλοὺς ἔσεσθαι τοὺς βουλομένους ἐπαμύνειν
ἡμῖν. ἐπίσταμαι γὰρ πρῶτον μὲν Ἀθηναίους, εἰ καὶ μὴ
πάντα μεθ’ ἡμῶν εἰσιν, ἀλλ’ ὑπέρ γε τῆς σωτηρίας τῆς
ἡμετέρας ὁτιοῦν ἂν ποιήσοντας· ἔπειτα τῶν ἄλλων πόλεων
ἔστιν ἃς ὁμοίως ἂν ὑπὲρ τῶν ἡμῖν συμφερόντων ὥσπερ τῶν
αὑταῖς βουλευσομένας· [63] ἔτι δὲ Διονύσιον τὸν τύραν-
νον καὶ τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κατὰ
τὴν Ἀσίαν δυνάστας, καθ’ ὅσον ἕκαστοι δύνανται, προ-
θύμως ἂν ἡμῖν ἐπικουρήσοντας· πρὸς δὲ τούτοις καὶ τῶν
Ἑλλήνων τοὺς ταῖς οὐσίαις προέχοντας καὶ ταῖς δόξαις
πρωτεύοντας καὶ τῶν βελτίστων πραγμάτων ἐπιθυμοῦντας,
εἰ καὶ μήπω συνεστήκασιν, ἀλλὰ ταῖς γ’ εὐνοίαις μεθ’
ἡμῶν ὄντας, ἐν οἷς περὶ τῶν μελλόντων εἰκότως ἂν μεγά-
λας ἐλπίδας ἔχοιμεν.
[64] Οἶμαι δὲ καὶ τὸν ἄλλον ὄχλον τὸν ἐν Πελοποννήσῳ
καὶ τὸν δῆμον, ὃν οἰόμεθα μάλιστα πολεμεῖν ἡμῖν, ποθεῖν
ἤδη τὴν ἡμετέραν ἐπιμέλειαν. οὐδὲν γὰρ αὐτοῖς ἀποστᾶσι
γέγονεν ὧν προσεδόκησαν, ἀλλ’ ἀντὶ μὲν τῆς ἐλευθερίας
τοὐναντίον ἀποβέβηκεν (ἀπολέσαντες γὰρ αὑτῶν τοὺς βελ-
τίστους ἐπὶ τοῖς χειρίστοις τῶν πολιτῶν γεγόνασιν), ἀντὶ
δὲ τῆς αὐτονομίας εἰς πολλὰς καὶ δεινὰς ἀνομίας ἐμπε-
πτώκασιν, [65] εἰθισμένοι δὲ τὸν ἄλλον χρόνον μεθ’ ἡμῶν
ἐφ’ ἑτέρους ἰέναι, νῦν τοὺς ἄλλους ὁρῶσιν ἐφ’ αὑτοὺς
στρατευομένους, καὶ τὰς στάσεις, ἃς ἐπυνθάνοντο πρότε-
ρον παρ’ ἑτέροις οὔσας, νῦν παρ’ αὑτοῖς ὀλίγου δεῖν καθ’
ἑκάστην τὴν ἡμέραν γιγνομένας, οὕτω δ’ ὡμαλισμένοι ταῖς
συμφοραῖς εἰσιν, ὥστε μηδένα διαγνῶναι δύνασθαι τοὺς
κάκιστα πράττοντας αὐτῶν· [66] οὐδεμία γάρ ἐστιν τῶν
πόλεων ἀκέραιος, οὐδ’ ἥ τις οὐχ ὁμόρους ἔχει τοὺς κακῶς
ποιήσοντας, ὥστε τετμῆσθαι μὲν τὰς χώρας, πεπορθῆσθαι δὲ
τὰς πόλεις, ἀναστάτους δὲ γεγενῆσθαι τοὺς οἴκους τοὺς
ἰδίους, ἀνεστράφθαι δὲ τὰς πολιτείας καὶ καταλελύσθαι
τοὺς νόμους, μεθ’ ὧν οἰκοῦντες εὐδαιμονέστατοι τῶν Ἑλλή-
νων ἦσαν. [67] οὕτω δ’ ἀπίστως τὰ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς
καὶ δυσμενῶς ἔχουσιν, ὥστε μᾶλλον τοὺς πολίτας ἢ τοὺς
πολεμίους δεδίασιν· ἀντὶ δὲ τῆς ἐφ’ ἡμῶν ὁμονοίας καὶ
τῆς παρ’ ἀλλήλων εὐπορίας εἰς τοσαύτην ἀμιξίαν ἐληλύθα-
σιν, ὥσθ’ οἱ μὲν κεκτημένοι τὰς οὐσίας ἥδιον ἂν εἰς τὴν
θάλατταν τὰ σφέτερ’ αὐτῶν ἐκβάλοιεν ἢ τοῖς δεομένοις
ἐπαρκέσειαν, οἱ δὲ καταδεέστερον πράττοντες οὐδ’ ἂν
εὑρεῖν δέξαιντο μᾶλλον ἢ τὰ τῶν ἐχόντων ἀφελέσθαι·
[68] καταλύσαντες δὲ τὰς θυσίας ἐπὶ τῶν βωμῶν σφάτ-
τουσιν ἀλλήλους· πλείους δὲ φεύγουσι νῦν ἐκ μιᾶς πόλεως
ἢ πρότερον ἐξ ἁπάσης τῆς Πελοποννήσου. καὶ τοσούτων
ἀπηριθμημένων κακῶν, πολὺ πλείω τὰ παραλελειμμένα τῶν
εἰρημένων ἐστίν· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τῶν δεινῶν ἢ χαλεπῶν οὐκ
ἐνταῦθα συνδεδράμηκεν. [69] ὧν οἱ μὲν ἤδη μεστοὶ τυγ-
χάνουσιν ὄντες, οἱ δὲ διὰ ταχέων ἐμπλησθήσονται, καὶ
ζητήσουσί τινα τῶν παρόντων πραγμάτων εὑρεῖν ἀπαλ-
λαγήν. μὴ γὰρ οἴεσθ’ αὐτοὺς μενεῖν ἐπὶ τούτοις· οἵτινες
γὰρ εὖ πράττοντες ἀπεῖπον, πῶς ἂν οὗτοι κακοπαθοῦντες
πολὺν χρόνον καρτερήσειαν; ὥστ’ οὐ μόνον ἢν μαχόμενοι
νικήσωμεν, ἀλλὰ ἐὰν ἡσυχίαν ἔχοντες περιμείνωμεν,
ὄψεσθ’ αὐτοὺς μεταβαλλομένους καὶ τὴν ἡμετέραν συμμα-
χίαν σωτηρίαν αὑτῶν εἶναι νομίζοντας. τὰς μὲν οὖν
ἐλπίδας ἔχω τοιαύτας.
***
Εάν τώρα είναι ανάγκη να ομιλήσω και διά τας βοηθείας από το εξωτερικόν, νομίζω, ότι θα είναι πολλοί που θα θελήσουν να μας βοηθήσουν και αυτοί. Διότι ξέρω καλά πρώτα πρώτα οι Αθηναίοι, εάν δεν είναι καθ' όλα μαζί μας, αλλά τουλάχιστον διά την σωτηρίαν μας θα κάνουν ό,τι τους περνά από το χέρι. Έπειτα ξέρω και μερικές από τις άλλες πόλεις, που θα λάβουν αποφάσεις για τα δικά μας συμφέροντα, σαν να πρόκειται για τα δικά τους· έπειτα ξέρω, ότι ο Διονύσιος ο τύραννος και ο βασιλεύς της Αιγύπτου και οι άλλοι ηγεμόνες ανά την Ασίαν θα μας στείλουν προθύμως επικουρίες, όσες ημπορεί ο καθένας· τέλος οι Έλληνες, όσοι έχουν μεγάλες περιουσίες και έχουν εξέχουσαν θέσιν και ευγενείς φιλοδοξίες, αυτοί και αν δεν ήλθαν ακόμα με το μέρος μας, τουλάχιστον είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι προς εμάς και εις αυτούς εύλογον είναι να στηρίξουμε μεγάλες ελπίδες διά τα μέλλοντα.
Φαντάζομαι επίσης, ότι και όλος ο πληθυσμός της Πελοποννήσου και οι δημοκρατικοί, που τους θεωρούμεν ως φανατικούς εχθρούς μας, νοσταλγούν σήμερα τη δική μας προστασία. Διότι με το να αποχωρήσουν από τη συμμαχία μας δεν είδαν να γίνη τίποτε απ' ό,τι περίμεναν, παρά αντί της ελευθερίας τούς βρήκαν τα αντίθετα· αφού δηλαδή εξώντωσαν τους καλυτέρους συμπολίτας των, περιήλθον εις την εξουσίαν των χειροτέρων πολιτών, αντί να γίνουν αυτόνομοι, περιέπεσαν εις πολλάς και φοβεράς ανομίας και ενώ εις το παρελθόν ήσαν συνειθισμένοι να εκστρατεύουν μαζί μας εναντίον άλλων, τώρα βλέπουν τους άλλους να εκστρατεύουν εναντίον τους και τα εσωτερικά κινήματα που πρώτα άκουαν, ότι γίνονται εις άλλες πόλεις, βλέπουν να γίνωνται σήμερα εις την δικήν τους πόλιν σχεδόν κάθε μέρα. Και τόσο πολύ τους έχουν ισοπεδώσει οι συμφορές, ώστε να μη μπορή κανείς να ξεχωρίση, ποιοι είναι οι πλέον δυστυχισμένοι απ' αυτούς· διότι δεν υπάρχει πόλις που να έμεινε ανέπαφη, ή που να μην έχη γείτονες έτοιμους να της επιτεθούν· και το αποτέλεσμα είναι οι χώρες τους να είναι λεηλατημένες, οι πόλεις τους ερημωμένες, οι ιδιωτικές τους περιουσίες κατεστραμμένες, τα πολιτεύματά τους έχουν ανατραπή, οι νόμοι έχουν καταλυθή, με τους οποίους εζούσαν και ήσαν οι πλέον ευτυχισμένοι Έλληνες. Τόση είναι η δυσπιστία και η αντιπάθεια μεταξύ τους, ώστε περισσότερο φοβούνται τους συμπολίτας τους παρά τους εχθρούς· και αντί της ομονοίας που είχαν επί της δικής μας ηγεμονίας και αντί της αλληλοβοηθείας τόσον πολύ έχουν απομονωθή ο καθένας τους, ώστε όσοι έχουν την περιουσία τους, θα προτιμούσαν να τα πετάξουν στη θάλασσα τα υπάρχοντά τους παρά να βοηθήσουν αυτούς, που στερούνται, και κείνοι πάλι που είναι κάπως φτωχοί, και να τους τη χαρίζουν ακόμα την περιουσία τους οι πλούσιοι, δεν θα εδέχοντο, παρά προτιμούν να τους την πάρουν διά της βίας· κατήργησαν τας θυσίας και επάνω εις τους βωμούς σφάζουν ο ένας τον άλλον· και από μίαν πόλιν σήμερα είναι περισσότεροι πρόσφυγες παρά πριν απ' ολόκληρην την Πελοπόννησον. Έχω απαριθμήσει τόσα δεινά, όμως πολύ περισσότερα είναι αυτά που παρέλειψα, διότι δεν υπάρχει συμφορά ή δυστυχία που να μην έχη συσσωρευθή εκεί. Και απ' αυτές άλλοι μεν είναι ήδη χορτασμένοι, άλλοι γρήγορα θα χορτάσουν και θα επιζητούν να εύρουν κανένα τρόπο να γλυτώσουν από τη σημερινή στενοχώρια. Διότι μη φαντάζεσθε, ότι θα μείνουν ήσυχοι στη θέση που ευρίσκονται· άνθρωποι δηλαδή που βαρέθηκαν την ευτυχία, πώς μπορεί να κακοπάθουν και να είναι καρτερικοί πολύν καιρό; Ώστε όχι μόνον αν νικήσωμε στη μάχη, αλλά και αν ακόμα μένουμε άπρακτοι και περιμένουμε, θα τους ιδήτε ν' αλλάξουν γνώμη και να θεωρούν τη συμμαχία με μας ως σωτηρίαν τους. Πράγματι τέτοιες είναι οι ελπίδες που έχω.
Εάν τώρα είναι ανάγκη να ομιλήσω και διά τας βοηθείας από το εξωτερικόν, νομίζω, ότι θα είναι πολλοί που θα θελήσουν να μας βοηθήσουν και αυτοί. Διότι ξέρω καλά πρώτα πρώτα οι Αθηναίοι, εάν δεν είναι καθ' όλα μαζί μας, αλλά τουλάχιστον διά την σωτηρίαν μας θα κάνουν ό,τι τους περνά από το χέρι. Έπειτα ξέρω και μερικές από τις άλλες πόλεις, που θα λάβουν αποφάσεις για τα δικά μας συμφέροντα, σαν να πρόκειται για τα δικά τους· έπειτα ξέρω, ότι ο Διονύσιος ο τύραννος και ο βασιλεύς της Αιγύπτου και οι άλλοι ηγεμόνες ανά την Ασίαν θα μας στείλουν προθύμως επικουρίες, όσες ημπορεί ο καθένας· τέλος οι Έλληνες, όσοι έχουν μεγάλες περιουσίες και έχουν εξέχουσαν θέσιν και ευγενείς φιλοδοξίες, αυτοί και αν δεν ήλθαν ακόμα με το μέρος μας, τουλάχιστον είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι προς εμάς και εις αυτούς εύλογον είναι να στηρίξουμε μεγάλες ελπίδες διά τα μέλλοντα.
Φαντάζομαι επίσης, ότι και όλος ο πληθυσμός της Πελοποννήσου και οι δημοκρατικοί, που τους θεωρούμεν ως φανατικούς εχθρούς μας, νοσταλγούν σήμερα τη δική μας προστασία. Διότι με το να αποχωρήσουν από τη συμμαχία μας δεν είδαν να γίνη τίποτε απ' ό,τι περίμεναν, παρά αντί της ελευθερίας τούς βρήκαν τα αντίθετα· αφού δηλαδή εξώντωσαν τους καλυτέρους συμπολίτας των, περιήλθον εις την εξουσίαν των χειροτέρων πολιτών, αντί να γίνουν αυτόνομοι, περιέπεσαν εις πολλάς και φοβεράς ανομίας και ενώ εις το παρελθόν ήσαν συνειθισμένοι να εκστρατεύουν μαζί μας εναντίον άλλων, τώρα βλέπουν τους άλλους να εκστρατεύουν εναντίον τους και τα εσωτερικά κινήματα που πρώτα άκουαν, ότι γίνονται εις άλλες πόλεις, βλέπουν να γίνωνται σήμερα εις την δικήν τους πόλιν σχεδόν κάθε μέρα. Και τόσο πολύ τους έχουν ισοπεδώσει οι συμφορές, ώστε να μη μπορή κανείς να ξεχωρίση, ποιοι είναι οι πλέον δυστυχισμένοι απ' αυτούς· διότι δεν υπάρχει πόλις που να έμεινε ανέπαφη, ή που να μην έχη γείτονες έτοιμους να της επιτεθούν· και το αποτέλεσμα είναι οι χώρες τους να είναι λεηλατημένες, οι πόλεις τους ερημωμένες, οι ιδιωτικές τους περιουσίες κατεστραμμένες, τα πολιτεύματά τους έχουν ανατραπή, οι νόμοι έχουν καταλυθή, με τους οποίους εζούσαν και ήσαν οι πλέον ευτυχισμένοι Έλληνες. Τόση είναι η δυσπιστία και η αντιπάθεια μεταξύ τους, ώστε περισσότερο φοβούνται τους συμπολίτας τους παρά τους εχθρούς· και αντί της ομονοίας που είχαν επί της δικής μας ηγεμονίας και αντί της αλληλοβοηθείας τόσον πολύ έχουν απομονωθή ο καθένας τους, ώστε όσοι έχουν την περιουσία τους, θα προτιμούσαν να τα πετάξουν στη θάλασσα τα υπάρχοντά τους παρά να βοηθήσουν αυτούς, που στερούνται, και κείνοι πάλι που είναι κάπως φτωχοί, και να τους τη χαρίζουν ακόμα την περιουσία τους οι πλούσιοι, δεν θα εδέχοντο, παρά προτιμούν να τους την πάρουν διά της βίας· κατήργησαν τας θυσίας και επάνω εις τους βωμούς σφάζουν ο ένας τον άλλον· και από μίαν πόλιν σήμερα είναι περισσότεροι πρόσφυγες παρά πριν απ' ολόκληρην την Πελοπόννησον. Έχω απαριθμήσει τόσα δεινά, όμως πολύ περισσότερα είναι αυτά που παρέλειψα, διότι δεν υπάρχει συμφορά ή δυστυχία που να μην έχη συσσωρευθή εκεί. Και απ' αυτές άλλοι μεν είναι ήδη χορτασμένοι, άλλοι γρήγορα θα χορτάσουν και θα επιζητούν να εύρουν κανένα τρόπο να γλυτώσουν από τη σημερινή στενοχώρια. Διότι μη φαντάζεσθε, ότι θα μείνουν ήσυχοι στη θέση που ευρίσκονται· άνθρωποι δηλαδή που βαρέθηκαν την ευτυχία, πώς μπορεί να κακοπάθουν και να είναι καρτερικοί πολύν καιρό; Ώστε όχι μόνον αν νικήσωμε στη μάχη, αλλά και αν ακόμα μένουμε άπρακτοι και περιμένουμε, θα τους ιδήτε ν' αλλάξουν γνώμη και να θεωρούν τη συμμαχία με μας ως σωτηρίαν τους. Πράγματι τέτοιες είναι οι ελπίδες που έχω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου