Οι σοφότεροι άνθρωποι όλων των εποχών κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα για τη ζωή: δεν αξίζει τίποτε… Παντού και πάντα ακούει κανείς τον ίδιο ήχο από το στόμα τους – έναν ήχο γεμάτο από αμφιβολία, από μελαγχολία, από κούραση από τη ζωή, από από αντίσταση στη ζωή. Ακόμη κι ο Σωκράτης είπε όταν πέθαινε: «το να ζεις σημαίνει να ‘σαι άρρωστος πολύ καιρό: χρωστώ έναν πετεινό στον λυτρωτή Ασκληπιό». Ακόμη κι ο Σωκράτης είχε κουραστεί από τη ζωή. – Τι αποδεικνύει όμως αυτό; Τι δηλώνει;
– Άλλοτε θα ’λεγε κανείς (-ω, έχει λεχθεί, και μάλιστα δυνατά, και ιδίως από τους πεσιμιστές μας!): «Κάτι απ’ όλα αυτά πρέπει να ‘ναι αληθινό! Η consensus sapientium υποδεικνύει την αλήθεια». – Μπορούμε σήμερα να μιλούμε έτσι; Πρέπει να μιλούμε έτσι; «Κάτι απ’ όλα αυτά πρέπει να ‘ναι αρρωστημένο», απαντούμε εμείς: πρέπει να εξετάζονται εξονυχιστικά αυτοί οι σοφότεροι άνθρωποι όλων των εποχών! Μήπως δεν πατούσαν καλά στα πόδια τους; Μήπως ήταν αργοπορημένοι; παραπαίοντες; decadents; Μήπως εμφανίζεται η σοφία στη γη σαν τον κόρακα που τον τραβάει η μυρωδιά απ’ το ψοφίμι;
Τούτη η ασεβής σκέψη πως οι μεγάλοι σοφοί είναι τύποι παρακμής μου γεννήθηκε ακριβώς σε μια περίπτωση όπου είναι πολύ ισχυρή η προκατάληψη τόσο των λόγιων όσο και των άλλων: είδα τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα σαν συμπτώματα εκφυλισμού, σαν όργανα της ελληνικής αποσύνθεσης, σαν ψευδοέλληνες, σαν αντιέλληνες (Γέννηση της τραγωδίας, 1872). Αυτή η consensus sapientium – όσο περνάει ο καιρός το καταλαβαίνω καλύτερα – δεν αποδεικνύει καθόλου πως είχαν δίκιο σ’ ότι συμφωνούσαν: δείχνει μάλλον ότι αυτοί οι ίδιοι, αυτοί οι σοφότεροι των ανθρώπων, συμφωνούσαν από κάποια φυσιολογική άποψη κι έτσι έπαιρναν – όφειλαν να πάρουν – την ίδια αρνητική στάση απέναντι στη ζωή. Κρίσεις, αξιολογικές κρίσεις για τη ζωή, υπέρ ή κατά, μπορούν τελικά να μην είναι ποτέ αληθινές: έχουν αξία μόνο σαν συμπτώματα, αξίζουν προσοχής μόνο σαν συμπτώματα· από μόνες τους δεν είναι παρά ηλιθιότητες. Πρέπει να απλώσουμε τα δάκτυλά μας και να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε αυτήν την καταπληκτική finesse (λεπτότητα του χαρακτήρα, φινέτσα) που λέει πως δεν μπορεί να εκτιμηθεί η αξία της ζωής. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί από έναν ζωντανό γιατί αυτός είναι ενδιαφερόμενο μέρος ή και μήλο της έριδος κι όχι κριτής – ούτε από έναν νεκρό, για άλλους λόγους. Το να βλέπει ένας φιλόσοφος ένα πρόβλημα στην αξία της ζωής είναι λοιπόν μια ένσταση κατά του εαυτού του, ένα ερωτηματικό για τη σοφία του, μια παντελής έλλειψη σοφίας. – Πώς; Κι όλοι αυτοί οι μεγάλοι σοφοί δεν ήταν μόνο decadents αλλά και καθόλου σοφοί; – Επανέρχομαι όμως στο πρόβλημα του Σωκράτη.
Λόγω καταγωγής ο Σωκράτης ανήκε στον κατώτερο λαό: ήταν πληβείος. Ξέρουμε, μπορούμε ακόμη να δούμε, πόσο άσχημος ήταν. Αλλά η ασχήμια, από μόνη της ένα ελάττωμα, ήταν για τους Ελληνες σχεδόν διάψευση. Ήταν λοιπόν ή όχι ‘ Ελληνας ο Σωκράτης; Η ασχήμια είναι πολλές φορές έκφραση μιας διασταυρωμένης, μιας ματαιωμένης από τη διασταύρωση εξέλιξης. Σ’ άλλες περιπτώσεις εμφανίζεται σαν κατιούσα εξέλιξη. Όσοι από τους εγκληματολόγους είναι ανθρωπολόγοι μας λένε πως ο τυπικός εγκληματίας είναι άσχημος: monstrum in fronte, monstrum in animo”. Αλλά ο εγκληματίας είναι ένας παρακμιακός. Ήταν ο Σωκράτης ένας τυπικός εγκληματίας; -Αυτό τουλάχιστον δεν θα διαψευδόταν από κείνη την περίφημη κρίση του φυσιογνωμιστή που τόσο άσχημα ηχούσε στους φίλους του Σωκράτη. ‘ Ενας ξένος που ήξερε να διαβάζει τις φυσιογνωμίες, πέρασε κάποτε από την Αθήνα και είπε κατάμουτρα στο Σωκράτη πως ήταν ένα monstrum – πως έκρυβε μέσα του όλες τις κακές έξεις και ορέξεις. Κι ο Σωκράτης περιορίστηκε ν’ απαντήσει: «Με ξέρεις πολύ καλά κύριε!»
Η παρακμή στο Σωκράτη δεν υποδεικνύεται μόνο από την παραδεδεγμένη αχαλινωσιά και αναρχία των ενστίκτων του, αλλά και από την υπερτροφία της λογικής ικανότητας και από την κακία του μαχητικού που τον διακρίνει. Ας μη ξεχνούμε επίσης εκείνες τις ακουστικές παραισθήσεις που, ως «δαιμόνιον του Σωκράτη», ερμηνεύτηκαν με θρησκευτικό τρόπο. Το καθετί σ’ αυτόν είναι παρατραβηγμένο, buffo, καρικατούρα- την ίδια στιγμή το καθετί είναι κρυμμένο, υστερόβουλο, υποχθόνιο.
Προσπαθώ να καταλάβω ποια ιδιοσυγκρασία δίνει αυτήν την σωκρατική εξίσωση λογικού, αρετής και ευτυχίας: αυτήν την εξίσωση την πιο περίεργη απ’ όλες, που έχει συν τοις άλλοις εναντίον της όλα τα ένστικτα των παλιότερων Ελλήνων.
Με τον Σωκράτη, το Ελληνικό γούστο στρέφεται προς τη διαλεκτική: τι συνέβη λοιπόν ακριβώς; Πριν απ’ όλα χάθηκε ένα ευγενές γούστο- με τη διαλεκτική η πλέμπα ανεβαίνει στην κορυφή. Πριν το Σωκράτη, οι διαλεκτικοί τρόποι απορρίπτονταν από την καλή κοινωνία: θεωρούνταν κακοί τρόποι, ήταν επικίνδυνοι. Προειδοποιούσαν τους νέους γι’ αυτούς τους τρόπους. Επίσης, δυσπιστούσαν προς όσους παρουσίαζαν τα επιχειρήματά τους με τέτοιους τρόπους. Τα έντιμα πράγματα, όπως και οι έντιμοι άνθρωποι, δεν προσφέρουν τα επιχειρήματά τους έτσι με το χέρι. Είναι απρέπεια να δείχνει κανείς και τα πέντε δάκτυλα. Δεν αξίζει και πολύ ότι πρέπει πρώτα να αποδειχτεί. Παντού όπου αποτελεί ακόμη η αυθεντία μέρος της καλής συμπεριφοράς, παντού όπου δεν αναπτύσσει κανείς επιχειρήματα αλλά δίνει διαταγές, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος γελωτοποιού: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο Σωκράτης ήταν ο γελωτοποιός που κατάφερε να τον πάρουν στα σοβαρά: τί συνέβη λοιπόν τότε;
Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική μόνο όταν δεν έχει άλλο μέσο. Ξέρει πως αυτή προκαλεί τη δυσπιστία, πως δεν είναι πολύ πειστική. Τίποτε δεν σβήνει ευκολότερα από την απήχηση του διαλεκτικού: το αποδεικνύει η απλή παρατήρηση κάθε συνάντησης στην οποία γίνεται συζήτηση. Η διαλεκτική μπορεί να είναι μόνο αυτοάμυνα στα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια κανένα άλλο όπλο. Πρέπει κανείς να ενισχύσει το δίκιο του: μόλις τα καταφέρει δεν την χρησιμοποιεί πια. Οι Εβραίοι ήταν διαλεκτικοί γι’ αυτόν το λόγο Ο Reineke Fuchs ήταν διαλεκτικός: πώς; Ήταν κι ο Σωκράτης διαλεκτικός;
Είναι η ειρωνεία του Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης; Πληβείας αγανάκτησης; Απολαμβάνει τάχα, σαν καταπιεζόμενος, την ίδια του την αγριότητα με τις μαχαιριές των συλλογισμών του; Εκδικείται τους ευγενείς τους οποίους γοητεύει; – Ως διαλεκτικός κρατάει κανείς ένα ανελέητο εργαλείο στα χέρια του· μπορεί να γίνει τύραννος μ’ αυτό βάζει σε κίνδυνο αυτούς που κατακτάει. Ο διαλεκτικός αφήνει στον αντίπαλό του τη φροντίδα να αποδείξει ότι δεν είναι ηλίθιος: αφήνει τον άλλο εξοργισμένο και συνάμα αβοήθητο. Ο διαλεκτικός καθιστά ανίσχυρη τη νοημοσύνη του αντιπάλου του. – Πώς; Είναι η διαλεκτική του Σωκράτη απλώς μια μορφή εκδίκησης;
Σας έδωσα να καταλάβετε πώς μπορούσε να προκαλεί απέχθεια ο Σωκράτης: γι’ αυτό ακριβώς επιβάλλεται πιο πολύ τώρα να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούσε. Ιδού ο πρώτος λόγος: ανακάλυψε ένα νέο είδος αγώνος κι έγινε ο πρώτος διδάσκαλός του στους ευγενείς κύκλους της Αθήνας. Γοήτευε ερεθίζοντας την αγωνιστική παρόρμηση των Ελλήνων – εισήγαγε μια παραλλαγή στον πυγμαχικό αγώνα μεταξύ νέων ανδρών και εφήβων. Ο Σωκράτης ήταν επίσης ένας μεγάλος ερωτικός.
Ο Σωκράτης όμως μάντευσε ακόμη περισσότερο. Είδε πίσω από τους ευγενείς Αθηναίους του· κατάλαβε ότι η περίπτωσή του, η ιδιοσυγκρασία του, δεν αποτελούσε πια εξαίρεση. Το ίδιο είδος εκφυλισμού αναπτυσσόταν σιωπηλά παντού: η παλιά Αθήνα είχε φτάσει στο τέλος της. – Και ο Σωκράτης κατάλαβε ότι όλος ο κόσμος τον χρειαζόταν – χρειαζόταν τα μέσα του, τη θεραπεία του, την προσωπική του τέχνη της αυτοσυντήρησης… Παντού τα ένστικτα βρίσκονταν σε κατάσταση αναρχίας· παντού όλοι απείχαν πέντε βήματα από την υπερβολή: το monstrum in animo ήταν κοινός κίνδυνος. «Οι παρορμήσεις θέλουν να γίνουν τύραννου πρέπει να βρούμε έναν ισχυρότερο αντι-τύραννο»… Όταν ο φυσιογνωμιστής αποκάλυψε στο Σωκράτη τί ήταν – ένα σπήλαιο γεμάτο από κακές ορέξεις – ο μεγάλος ειρωνικός άφησε να του ξεφύγει άλλη μιά λέξη που είναι κλειδί του χαρακτήρα του. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε, «αλλά τις ελέγχω όλες». Πώς μπόρεσε ο Σωκράτης να γίνει κύριος του εαυτού του; – Κατά βάθος η περίπτωσή του ήταν απλώς η ακραία περίπτωση, απλώς το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτού που είχε αρχίσει να γίνεται κοινή ανησυχία: κανείς δεν ήταν πια κύριος του εαυτού του, τα ένστικτα στρέφονταν ενάντια στον καθένα. Ο Σωκράτης γοήτευε επειδή ήταν η ακραία περίπτωση· η φοβερή του ασχήμια τό κάνε αυτό γνωστό σ’ όλα τα μάτια: είναι αυτονόητο βέβαια πως γοήτευε ακόμη περισσότερο σαν απάντηση, σαν λύση, σαν φαινομενική θεραπεία της περίπτωσης αυτής.
Όταν κανείς βρίσκει απαραίτητο, όπως έκανε ο Σωκράτης, να μετατρέψει το λογικό σε τύραννο, δεν μπορεί νά ‘ναι μικρός ο κίνδυνος ότι κάτι άλλο θα γίνει τύραννος. Τότε ανακαλύφτηκε σαν σωτήρας η ορθολογικότητα ούτε ο Σωκράτης ούτε οι «ασθενείς» του δεν ήταν ελεύθεροι να διαλέξουν την ορθολογικότητα: αυτό έγινε de rigueur, ήταν το τελευταίο τους καταφύγιο. Ο φανατισμός με τον οποίο όλος ο ελληνικός στοχασμός ρίχνεται στην ορθολογικότητα, προδίδει την ύπαρξη μιας απελπιστικής κατάστασης· υπήρχε κίνδυνος, δεν υπήρχε παρά’ μόνο μια εκλογή: ή να χαθείς ή να γίνεις παράλογα ορθολογικός… Ο μοραλισμός των Ελλήνων φιλοσόφων από τον Πλάτωνα και μετά είναι παθολογικά καθορισμένο, το ίδιο και η εκτίμηση που τρέφουν για τη διαλεκτική. Η εξίσωση λογικό = αρετή = ευτυχία σημαίνει απλώς: πρέπει να μιμηθεί κανείς το Σωκράτη και να βάζει μόνιμα απέναντι στις σκοτεινές ορέξεις ένα φώς ημέρας – το φως ημέρας του λογικού. Πρέπει κανείς νά ναι με κάθε τρόπο έξυπνος, διαυγής, λαμπρός: κάθε παραχώρηση στα ένστικτα, στο ασυνείδητο, οδηγεί προς τα κάτω…
Εξήγησα με ποιο τρόπο γοήτευε ο Σωκράτης: φαινόταν πως ήταν ένας γιατρός, ένας σωτήρας. Χρειάζεται ακόμη να καταδείξουμε το λάθος που ενυπήρχε στην πίστη του στην «ορθολογικότητα με κάθε τρόπο»; Οι φιλόσοφοι και οι μοραλιστές αυτοαπατώνται όταν πιστεύουν ότι απαλλάσσονται από την παρακμή με το να κηρύττουν απλώς πόλεμο εναντίον της. Η απαλλαγή είναι υπεράνω των δυνάμεών τους: αυτό που διαλέγουν ως μέσο, ως σωτηρία, δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση της παρακμής- αλλάζουν την έκφρασή της αλλά δεν απαλλάσσονται από την ίδια την παρακμή. Ο Σωκράτης ήταν μια παρανόηση ολόκληρη η ηθική της βελτίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, ήταν μια παρανόηση… Το εκτυφλωτικότερο φως ημέρας- η ορθολογικότητα με κάθε τρόπο η ζωή, λαμπρή, ψυχρή, προσεκτική, συνειδητή, χωρίς το ένστικτο, σ’ αντίθεση προς τα ένστικτα – όλα αυτά δεν ήταν παρά μια αρρώστια, μια άλλη αρρώστια, και καθόλου μια επιστροφή στην «αρετή», στην «υγεία», στην ευτυχία… Η υποχρέωση να πολεμάς τα ένστικτα – αυτή είναι η συνταγή της παρακμής: όσο η ζωή διατηρεί μια ανοδική πορεία, η ευτυχία ταυτίζεται με το ένστικτο.
Ο Σωκράτης, αυτός ο εξυπνότερος όλων όσων ξεγέλασαν τους εαυτούς τους, δεν το κατάλαβε τάχα αυτό; Μήπως το ομολόγησε τελικά μέσα στη σοφία του θάρρους του μπροστά στο θάνατο; o Σωκράτης ήθελε να πεθάνει: το κώνειο το διάλεξε αυτός κι όχι η Αθήνα αυτός ανάγκασε την Αθήνα να τον καταδικάσει σε θάνατο… «Ο Σωκράτης δεν είναι γιατρός», είπε μέσα του σιγανά: «εδώ γιατρός είναι μόνο ο θάνατος… Ο Σωκράτης ήταν απλώς άρρωστος εδώ και πολύν καιρό»!
Νίτσε, Λυκόφως των ειδώλων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου