Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.10.1–7.15.2

(ΘΟΥΚ 7.8.1–7.15.2: Επιστολή του Νικία προς τους Αθηναίους) 

Το περιεχόμενο της επιστολής

[7.10.1] Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἥκοντες ἐς τὰς Ἀθήνας οἱ
παρὰ τοῦ Νικίου ὅσα τε ἀπὸ γλώσσης εἴρητο αὐτοῖς εἶπον,
καὶ εἴ τίς τι ἐπηρώτα ἀπεκρίνοντο, καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἀπ-
έδοσαν. ὁ δὲ γραμματεὺς ὁ τῆς πόλεως παρελθὼν ἀνέγνω
τοῖς Ἀθηναίοις δηλοῦσαν τοιάδε.

[7.11.1] «Τὰ μὲν πρότερον πραχθέντα, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐν ἄλλαις
πολλαῖς ἐπιστολαῖς ἴστε· νῦν δὲ καιρὸς οὐχ ἧσσον μαθόντας
ὑμᾶς ἐν ᾧ ἐσμὲν βουλεύσασθαι. [7.11.2] κρατησάντων γὰρ ἡμῶν
μάχαις ταῖς πλέοσι Συρακοσίους ἐφ’ οὓς ἐπέμφθημεν καὶ τὰ
τείχη οἰκοδομησαμένων ἐν οἷσπερ νῦν ἐσμέν, ἦλθε Γύλιππος
Λακεδαιμόνιος στρατιὰν ἔχων ἔκ τε Πελοποννήσου καὶ ἀπὸ
τῶν ἐν Σικελίᾳ πόλεων ἔστιν ὧν. καὶ μάχῃ τῇ μὲν πρώτῃ
νικᾶται ὑφ’ ἡμῶν, τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἱππεῦσί τε πολλοῖς καὶ
ἀκοντισταῖς βιασθέντες ἀνεχωρήσαμεν ἐς τὰ τείχη. [7.11.3] νῦν οὖν
ἡμεῖς μὲν παυσάμενοι τοῦ περιτειχισμοῦ διὰ τὸ πλῆθος τῶν
ἐναντίων ἡσυχάζομεν (οὐδὲ γὰρ ξυμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθ’
ἂν χρήσασθαι ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος
τι τοῦ ὁπλιτικοῦ)· οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν,
ὥστε μὴ εἶναι ἔτι περιτειχίσαι αὐτούς, ἢν μή τις τὸ παρα-
τείχισμα τοῦτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθὼν ἕλῃ. [7.11.4] ξυμβέβηκέ
τε πολιορκεῖν δοκοῦντας ἡμᾶς ἄλλους αὐτοὺς μᾶλλον, ὅσα γε
κατὰ γῆν, τοῦτο πάσχειν· οὐδὲ γὰρ τῆς χώρας ἐπὶ πολὺ διὰ
τοὺς ἱππέας ἐξερχόμεθα.

[7.12.1] «Πεπόμφασι δὲ καὶ ἐς Πελοπόννησον πρέσβεις ἐπ’ ἄλλην
στρατιάν, καὶ ἐς τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις Γύλιππος οἴχεται,
τὰς μὲν καὶ πείσων ξυμπολεμεῖν ὅσαι νῦν ἡσυχάζουσιν, ἀπὸ
δὲ τῶν καὶ στρατιὰν ἔτι πεζὴν καὶ ναυτικοῦ παρασκευήν, ἢν
δύνηται, ἄξων. [7.12.2] διανοοῦνται γάρ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, τῷ
τε πεζῷ ἅμα τῶν τειχῶν ἡμῶν πειρᾶν καὶ ταῖς ναυσὶ κατὰ
θάλασσαν. [7.12.3] καὶ δεινὸν μηδενὶ ὑμῶν δόξῃ εἶναι ὅτι καὶ
κατὰ θάλασσαν. τὸ γὰρ ναυτικὸν ἡμῶν, ὅπερ κἀκεῖνοι
πυνθάνονται, τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι
καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ· νῦν δὲ αἵ τε νῆες διά-
βροχοι τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι, καὶ τὰ πληρώ-
ματα ἔφθαρται. [7.12.4] τὰς μὲν γὰρ ναῦς οὐκ ἔστιν ἀνελκύσαντας
διαψύξαι διὰ τὸ ἀντιπάλους τῷ πλήθει καὶ ἔτι πλείους τὰς
τῶν πολεμίων οὔσας αἰεὶ προσδοκίαν παρέχειν ὡς ἐπιπλεύ-
σονται. [7.12.5] φανεραὶ δ’ εἰσὶν ἀναπειρώμεναι, καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις
ἐπ’ ἐκείνοις καὶ ἀποξηρᾶναι τὰς σφετέρας μᾶλλον ἐξουσία·
οὐ γὰρ ἐφορμοῦσιν ἄλλοις. [7.13.1] ἡμῖν δ’ ἐκ πολλῆς ἂν περιουσίας
νεῶν μόλις τοῦτο ὑπῆρχε καὶ μὴ ἀναγκαζομένοις ὥσπερ
νῦν πάσαις φυλάσσειν· εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ
τῆς τηρήσεως, τὰ ἐπιτήδεια οὐχ ἕξομεν, παρὰ τὴν ἐκείνων
πόλιν χαλεπῶς καὶ νῦν ἐσκομιζόμενοι. [7.13.2] τὰ δὲ πληρώματα
διὰ τόδε ἐφθάρη τε ἡμῖν καὶ ἔτι νῦν φθείρεται, τῶν ναυτῶν
[τῶν] μὲν διὰ φρυγανισμὸν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ὑδρείαν μακρὰν
ὑπὸ τῶν ἱππέων ἀπολλυμένων· οἱ δὲ θεράποντες, ἐπειδὴ ἐς
ἀντίπαλα καθεστήκαμεν, αὐτομολοῦσι, καὶ οἱ ξένοι οἱ μὲν
ἀναγκαστοὶ ἐσβάντες εὐθὺς κατὰ τὰς πόλεις ἀποχωροῦσιν,
οἱ δὲ ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ τὸ πρῶτον ἐπαρθέντες καὶ οἰόμενοι
χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι, ἐπειδὴ παρὰ γνώμην
ναυτικόν τε δὴ καὶ τἆλλα ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνθεστῶτα
ὁρῶσιν, οἱ μὲν ἐπ’ αὐτομολίας προφάσει ἀπέρχονται, οἱ δὲ
ὡς ἕκαστοι δύνανται (πολλὴ δ’ ἡ Σικελία), εἰσὶ δ’ οἳ καὶ
αὐτοὶ ἐμπορευόμενοι ἀνδράποδα Ὑκκαρικὰ ἀντεμβιβάσαι ὑπὲρ
σφῶν πείσαντες τοὺς τριηράρχους τὴν ἀκρίβειαν τοῦ ναυτικοῦ
ἀφῄρηνται. [7.14.1] ἐπισταμένοις δ’ ὑμῖν γράφω ὅτι βραχεῖα ἀκμὴ
πληρώματος καὶ ὀλίγοι τῶν ναυτῶν οἱ ἐξορμῶντές τε ναῦν
καὶ ξυνέχοντες τὴν εἰρεσίαν. [7.14.2] τούτων δὲ πάντων ἀπορώτατον
τό τε μὴ οἷόν τε εἶναι ταῦτα ἐμοὶ κωλῦσαι τῷ στρατηγῷ
(χαλεπαὶ γὰρ αἱ ὑμέτεραι φύσεις ἄρξαι) καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν
ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῦς ἔχομεν, ὃ τοῖς πολεμίοις πολλα-
χόθεν ὑπάρχει, ἀλλ’ ἀνάγκη ἀφ’ ὧν ἔχοντες ἤλθομεν τά τε
ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα γίγνεσθαι· αἱ γὰρ νῦν οὖσαι πόλεις
ξύμμαχοι ἀδύνατοι Νάξος καὶ Κατάνη. [7.14.3] εἰ δὲ προσγενήσεται
ἓν ἔτι τοῖς πολεμίοις, ὥστε τὰ τρέφοντα ἡμᾶς χωρία τῆς
Ἰταλίας, ὁρῶντα ἐν ᾧ τ’ ἐσμὲν καὶ ὑμῶν μὴ ἐπιβοηθούντων,
πρὸς ἐκείνους χωρῆσαι, διαπεπολεμήσεται αὐτοῖς ἀμαχεὶ
ἐκπολιορκηθέντων ἡμῶν [ὁ πόλεμος].

[7.14.4] «Τούτων ἐγὼ ἡδίω μὲν ἂν εἶχον ὑμῖν ἕτερα ἐπιστέλλειν,
οὐ μέντοι χρησιμώτερά γε, εἰ δεῖ σαφῶς εἰδότας τὰ ἐνθάδε
βουλεύσασθαι. καὶ ἅμα τὰς φύσεις ἐπιστάμενος ὑμῶν,
βουλομένων μὲν τὰ ἥδιστα ἀκούειν, αἰτιωμένων δὲ ὕστερον,
ἤν τι ὑμῖν ἀπ’ αὐτῶν μὴ ὁμοῖον ἐκβῇ, ἀσφαλέστερον ἡγη-
σάμην τὸ ἀληθὲς δηλῶσαι. [7.15.1] καὶ νῦν ὡς ἐφ’ ἃ μὲν ἤλθομεν
τὸ πρῶτον καὶ τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ἡγεμόνων ὑμῖν μὴ
μεμπτῶν γεγενημένων, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε· ἐπειδὴ δὲ
Σικελία τε ἅπασα ξυνίσταται καὶ ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη
στρατιὰ προσδόκιμος αὐτοῖς, βουλεύεσθε ἤδη ὡς τῶν γ’
ἐνθάδε μηδὲ τοῖς παροῦσιν ἀνταρκούντων, ἀλλ’ ἢ τούτους
μεταπέμπειν δέον ἢ ἄλλην στρατιὰν μὴ ἐλάσσω ἐπιπέμπειν
καὶ πεζὴν καὶ ναυτικὴν καὶ χρήματα μὴ ὀλίγα, ἐμοὶ δὲ
διάδοχόν τινα, ὡς ἀδύνατός εἰμι διὰ νόσον νεφρῖτιν παρα-
μένειν. [7.15.2] ἀξιῶ δ’ ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν· καὶ γὰρ ὅτ’
ἐρρώμην πολλὰ ἐν ἡγεμονίαις ὑμᾶς εὖ ἐποίησα. ὅτι δὲ
μέλλετε, ἅμα τῷ ἦρι εὐθὺς καὶ μὴ ἐς ἀναβολὰς πράσσετε,
ὡς τῶν πολεμίων τὰ μὲν ἐν Σικελίᾳ δι’ ὀλίγου ποριουμένων,
τὰ δ’ ἐκ Πελοποννήσου σχολαίτερον μέν, ὅμως δ’, ἢν μὴ
προσέχητε τὴν γνώμην, τὰ μὲν λήσουσιν ὑμᾶς, ὥσπερ καὶ
πρότερον, τὰ δὲ φθήσονται.»

***
[7.10.1] Τον ακόλουθο χειμώνα έφτασαν στην Αθήνα οι αποσταλμένοι του Νικία και είπαν όσα τους είχε παραγγείλει προφορικά και απάντησαν στα ερωτήματα που τους έκαναν, ο ένας κι ο άλλος, κι έδωσαν στα χέρια των αρχόντων τη γραφτή του αναφορά. Κι ο γραμματέας της πολιτείας βγήκε μπροστά και τη διάβασε στους Αθηναίους. Κι όσα τους φανέρωνε ήταν απάνω - κάτω τ' ακόλουθα:

[7.11.1] «Όσα στάθηκαν πριν από τούτο, τα ξέρετε, Αθηναίοι, από πολλές άλλες αναφορές μου. Τώρα όμως ήρθε η στιγμή περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε ν' αποφασίσετε, αφού μάθετε σε τι σημείο βρισκόμαστε. [7.11.2] Ενώ δηλαδή έχομε νικήσει τους Συρακουσίους που μας εστείλατε να πολεμήσομε, στις περασμένες μάχες, κι αφού είχαμε οικοδομήσει τα οχυρώματα όπου βρισκόμαστε τώρα, ήρθε ο Γύλιππος ο Λακεδαιμόνιος έχοντας μαζί του στρατό, τόσο από την Πελοπόννησο, όσο κι από μερικές πολιτείες της Σικελίας. Και είναι βέβαια αλήθεια πως στην πρώτη μάχη τον ενικήσαμε, αλλά στη δεύτερη μας ερίχτηκαν πολύ ιππικό και ακοντιστές, κι από την πίεσή τους αναγκαστήκαμε να υποχωρήσομε πίσω από τα τείχη. [7.11.3] Τώρα λοιπόν εμείς πάψαμε να χτίζομε τείχη για να τους αποκλείσομε, γιατί οι εχτροί είναι τώρα πολλοί και μένομε άπρακτοι (γιατί δε θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσομε ολόκληρο το στράτευμα, αφού η φρούρηση των οχυρωμάτων απασχολεί ένα μέρος του βαριού πεζικού)· εκείνοι όμως έχουνε χτίσει παράπλευρα στο δικό μας ένα μονό τείχος, έτσι ώστε δεν είναι πια δυνατό να τους περικυκλώσομε εμείς με τείχος, εξόν αν τους ριχτεί κανένας με μεγάλη δύναμη και κυριέψει αυτό το πλαϊνό τείχος. [7.11.4] Και κατάντησε, ενώ φαινόταν πως εμείς πολιορκούσαμε άλλους, να βρεθούμε εμείς πολιορκημένοι, τουλάχιστο όσον αφορά τον πόλεμο στη στεριά· γιατί δε βγαίνομε καν ούτε στην ύπαιθρο σε μεγάλη απόσταση εξ αιτίας του ιππικού τους.

[7.12.1] »Εξόν απ' αυτό, έχουν αυτοί στείλει πρέσβεις και στην Πελοπόννησο, ζητώντας κι άλλες δυνάμεις, κι ο Γύλιππος έχει φύγει πηγαίνοντας σ' άλλες πολιτείες της Σικελίας, με το σκοπό άλλες να πείσει να πολεμήσουνε μαζί του, εκείνες που είναι τώρα ουδέτερες, κι από τις άλλες να πάρει, αν μπορέσει, πεζικό και καράβια. [7.12.2] Γιατί, καθώς μαθαίνω, έχουνε στο νου τους να δοκιμάσουν να επιτεθούνε συγχρόνως στα τείχη μας με το πεζικό και με τα καράβια τους στη θάλασσα. [7.12.3] Κι ας μην το θεωρήσει κανείς φοβερό, που λέω «και στη θάλασσα». Γιατί το ναυτικό μας, όπως το 'χουν πληροφορηθεί κ' εκείνοι, ήτανε βέβαια στην αρχή σε λαμπρή κατάσταση, (επειδή και τα σκάφη ήταν στεγανά και τα πληρώματα ανέπαφα· τώρα όμως και τα πλοία μπάζουνε νερά, αφού βρίσκονται τόσον καιρό στη θάλασσα και τα πληρώματα έχουν ταλαιπωρηθεί. [7.12.4] Και δεν έχομε τη δυνατότητα να σύρομε τα καράβια στη στεριά και να τα στεγνώσομε στον αέρα, αφού τα εχτρικά σκάφη, που είναι ισάριθμα με τα δικά μας κι ακόμη περισσότερα, μας κάνουν να περιμένομε όλη την ώρα πως μπορεί ν' αρμενίσουν καταπάνω μας. [7.12.5] Και είναι φανερό πως εξασκούνται αδιάκοπα μ' αυτό το σκοπό, για να δοκιμάσουν τη δύναμή τους απάνω μας. Και η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων είναι τώρα δική τους, καθώς κ' η ευκολία να στεγνώσουν τα καράβια τους. Γιατί δεν είναι αναγκασμένοι να παραφυλάγουν έναν εχτρό από τη θάλασσα.

[7.13.1] »Εμείς μετά βίας θα είχαμε αυτό το πλεονέκτημα, αν ήταν τα πλοία μας πολύ περισσότερα, κι αν δεν είμαστε υποχρεωμένοι, όπως τώρα, να τα 'χομε όλα σ' επιφυλακή. Γιατί αν χαλαρώσομε την παραφύλαξή μας, έστω και στο ελάχιστο, δε θα είμαστε σε θέση να προμηθευόμαστε τ' αναγκαία για τη συντήρησή μας, αφού και τώρα με μεγάλη δυσκολία τα φέρνομε στο στρατόπεδο από δρόμους κοντά στην πολιτεία τους. [7.13.2] Τα πληρώματα, από την άλλη μεριά, άρχισαν να λυώνουν και καταστρέφονται ολοένα για τους εξής λόγους: Οι ναύτες που ξεμακραίνουν από το στρατόπεδο σε κάποιαν απόσταση για να βρουν ξύλα και νερό, και ν' αρπάξουν τίποτ' άλλες προμήθειες, έχουνε σακατευτεί από τους καβαλλάρηδες των εχτρών· οι βοηθητικοί πάλι, τώρα που καταντήσαμε σε ίση θέση με τον εχτρό κι από τους ξένους, όσους μπορέσαμε να στρατολογήσομε με τη βία, μας φεύγουν προς τις διάφορες πολιτείες· εκείνοι πάλι που παρασύρθηκαν στην αρχή από τους μεγάλους μισθούς που προσφέραμε, και έρχονταν περισσότερο για να κερδίσουνε χρήματα παρά για να πολεμήσουν, τώρα που βλέπουν, αντίθετα με τις προσδοκίες τους, πως τόσο το ναυτικό μας όσο κ' η υπόλοιπη δύναμη μας βρίσκει αντίσταση, φεύγουν, άλλοι δίνοντας στον εχτρό τη δικαιολογία πως πάνε με το μέρος του, κι άλλοι όπως αλλιώς μπορεί ο καθένας (γιατί είναι μεγάλη η Σικελία)· άλλοι τέλος, που προτιμούν να μείνουν κοντά στ' αραξοβόλια μας για να κάνουν εμπόριο, έπεισαν τους τριηράρχους να δέχονται δούλους από τα Ύκκαρα γι' αντικαταστάτες τους, κ' έχουν έτσι χαλάσει την πειθαρχία και την ποιότητα του ναυτικού.

[7.14.1] »Και σεις, που τώρα με διαβάζετε, ξέρετε πολύ καλά πως λίγον καιρό διαρκεί η ανώτατη κατάσταση ετοιμότητας ενός πληρώματος, και λίγοι μόνο από τους ναύτες είναι άξιοι και να βάλουνε μπρος ένα καράβι και να διατηρήσουν το ρυθμό της κωπηλασίας αδιάκοπα. [7.14.2] Η χειρότερη απ' όλες αυτές τις δυσκολίες είναι πως δεν μπορώ εγώ, ο στρατηγός τους, να τα εμποδίσω ολ' αυτά (γιατί είναι πολύ δύσκολο να διοικεί κανένας ανθρώπους με το δικό σας χαραχτήρα) και πως δεν έχομε εφεδρείες απ' όπου να συμπληρώνομε τα κενά που δημιουργούνται στα πληρώματα, ενώ ο εχτρός μπορεί να το κάνει, αυτό από πολλές πηγές, αλλά είμαστε αναγκασμένοι να παίρνομε από κείνους που ήρθαν εξ αρχής μαζί μας, τόσο τους άντρες που χρειάζονται για την τρέχουσα υπηρεσία, όσο και για ν' αντικαταστήσομε τις απώλειες· γιατί οι πολιτείες που είναι τώρα σύμμαχοί μας, η Νάξος και η Κατάνη, δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. [7.14.3] Αν λοιπόν προστεθεί στους εχτρούς ένα οποιοδήποτε πλεονέχτημα, έτσι ώστε να πάνε με το μέρος τους π.χ. οι πολιτείες της Ιταλίας, που τώρα μας προμηθεύουν τρόφιμα, αφού βλέπουν σε τι κατάσταση βρισκόμαστε, και πως εσείς δε μας στέλνετε άλλες ενισχύσεις, τότε θα πάρει ευνοϊκό γι' αυτούς τέλος ο πόλεμος πέρα για πέρα, χωρίς καν να δώσουνε μάχη, γιατί θα μας αναγκάσουνε να παραδοθούμε με την πολιορκία τους.

[7.14.4] »Θα μπορούσα ίσως να σας μηνύσω άλλα πράματα, πιο ευχάριστα, αλλά όχι πιο χρήσιμα, αφού είναι ανάγκη ν' αποφασίσετε ξέροντας ακριβώς την εδώ κατάσταση. Κ' επειδή ξέρω το φυσικό σας, ότι θέλετε βέβαια ν' ακούτε τα πιο ευχάριστα νέα, ύστερα όμως ρίχνετε σ' άλλους το φταίξιμο, έκρινα πιο σωστό να σας αναπτύξω την απόλυτη αλήθεια.

[7.15.1] »Και τώρα σχετικά με τους αρχικούς σκοπούς, που γι' αυτούς ήρθαμε· πιστέψτε πως ούτε οι στρατιώτες, ούτε οι αρχηγοί σάς έφταιξαν σε τίποτα· αφού όμως ολόκληρη η Σικελία είναι τώρα συνασπισμένη ενάντιά μας, και προσμένουν όπου να 'ναι άλλα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, σκεφτείτε κι αποφασίστε με την προϋπόθεση πως οι δυνάμεις μας εδώ δεν είναι αρκετές ν' αντισταθούν ούτε σ' αυτές που έχει κι όλας ο εχτρός, αλλά πως πρέπει είτε ν' ανακαλέσετε όσους είναι εδώ, είτε να στείλετε για ενίσχυση άλλο στράτευμα, όχι μικρότερο από τούτο, τόσο πεζό, όσο και ναυτικό, κι ακόμα και χρήματα, όχι λίγα, ένα στρατηγό που να με διαδεχτεί, γιατί εγώ δεν μπορώ να μείνω άλλο επειδή υποφέρω από τα νεφρά μου, [7.15.2] κ' έχω την δίκαιη αξίωση να με συχωρέσετε γι' αυτό· γιατί όσο ήμουνα γερός, σας πρόσφερα πολλές υπηρεσίες σα στρατηγός σε διάφορες εκστρατείες. Κι ό,τι πρόκειται να κάνετε, κάντε το αμέσως μόλις μπει η άνοιξη, κι όχι με τη μια καθυστέρηση μετά την άλλη, γιατί οι εχτροί πολύ σύντομα θα προμηθευτούν ό,τι είναι να πάρουν από τη Σικελία, κι ό,τι περιμένουν από την Πελοπόννησο λίγο αργότερα, αλλά πάντως, αν δεν έχετε το νου σας, άλλες αποστολές θα ξεκινήσουν χωρίς να το πάρετε είδηση, όπως έγινε προτήτερα, κι άλλες θα προλάβουν πριν από τις δικές σας».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου