Μερικές από εκείνες τις παλιές κοινωνίες απέτυχαν (όπως οι Σκανδιναβοί της μεσαιωνικής Γροιλανδίας), ενώ άλλες πέτυχαν (όπως οι Ιάπωνες και οι Τικοπιανοί). Το παρελθόν μάς προσφέρει μια πλούσια βάση δεδομένων από την οποία μπορούμε να διδαχθούμε πολλά, έτσι ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε με επιτυχία.
Η μεσαιωνική Γροιλανδία των Σκανδιναβών είναι μία μόνο από τις πολλές κοινωνίες του παρελθόντος που κατέρρευσαν ή εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους μνημειώδη ερείπια σαν εκείνα που φαντάστηκε ο Σέλεϊ στο ποίημά του Οζυμανδίας.
Λέγοντας κατάρρευση, εννοώ μια δραματική μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού και/ή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνθετότητας, σε σημαντική έκταση και για μεγάλη χρονική περίοδο. Συνεπώς, το φαινόμενο των καταρρεύσεων συνιστά ακραία μορφή αρκετών ηπιότερων τύπων παρακμής —και θα οδηγηθούμε σε αυθαίρετα συμπεράσματα αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε πόσο δραστική πρέπει να είναι η παρακμή μιας κοινωνίας προκειμένου να χαρακτηριστεί ως κατάρρευση.
Μερικοί από τους ηπιότερους τύπους παρακμής περιλαμβάνουν: τις μικρές και συνηθισμένες διακυμάνσεις της τύχης και τις μικρής έκτασης πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις κάθε κοινωνίας· την κατάχτηση μιας κοινωνίας από ένα γείτονα ή την παρακμή της, που συναρτάται με την ακμή του γείτονα, χωρίς όμως αλλαγή στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού ή τη συνθετότητα ολόκληρης της περιοχής· τέλος, την αντικατάσταση ή την ανατροπή μιας άρχουσας ελίτ από κάποια άλλη. Με τα μέτρα αυτά, διάσημα θύματα ολοκληρωτικής κατάρρευσης παρά ηπιότερης απλώς παρακμής θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εξής κοινωνίες του παρελθόντος: οι Ανασάζι (στο Τσάκο Κάνιον) και Καχόκια εντός των ορίων των σύγχρονων ΗΠΑ, οι πόλεις των Μάγια στην Κεντρική Αμερική, οι κοινωνίες Μότσε και Τιγουανάκου στη Νότια Αμερική, η Μυκηναϊκή Ελλάδα και η Μινωική Κρήτη στην Ευρώπη, η Μεγάλη Ζιμπάμπουε στην Αφρική, η Άνγκορ Γουάτ και οι πόλεις των Χαράπα της Κοιλάδας του Ινδού στην Ασία και το Νησί τού Πάσχα στον Ειρηνικό Ωκεανό .
Τα μνημειώδη ερείπια που άφησαν πίσω τους εκείνες οι κοινωνίες του παρελθόντος ασκούν μια ρομαντική γοητεία σε όλους μας. Τα θαυμάζουμε από παιδιά, καθώς πρωτομαθαίνουμε για εκείνα μέσα από εικόνες. Όταν μεγαλώνουμε, πολλοί από εμάς σχεδιάζουμε τις διακοπές μας έτσι ώστε να τα απολαύσουμε άμεσα. Γοητευόμαστε όχι μόνο από την εντυπωσιακή και μαγευτική ομορφιά τους, αλλά και από τα μυστήρια που τα συνοδεύουν. Η κλίμακα των ερειπίων είναι μάρτυρας του πλούτου και της δύναμης εκείνων που τα έκτισαν —σαν να κομπάζουν «Κοιτάξτε τα έργα μου, εσείς οι ισχυροί, και απελπιστείτε!», με τα λόγια τού Σέλεϊ. Όμως οι δημιουργοί τους χάθηκαν, εγκαταλείποντας τις μεγάλες κατασκευές που είχαν οικοδομήσει με τόσους κόπους.
Πώς μπόρεσε μια τόσο ισχυρή κοινωνία να οδηγηθεί σε κατάρρευση; Ποια ήταν η τύχη των πολιτών της; Έφυγαν, και (αν έφυγαν) γιατί, ή μήπως πέθαναν εκεί με κάποιον δυσάρεστο τρόπο; Πίσω από τούτο το ρομαντικό μυστήριο κρύβεται το βασανιστικό ερώτημα: Μπορεί άραγε και η δική μας πλούσια κοινωνία να έχει παρόμοια τύχη; Θα αντικρίσουν κάποια μέρα οι τουρίστες με δέος τα σκουριασμένα κουφάρια των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης, όπως εμείς αντικρίζουμε σήμερα σκεπασμένα από τη ζούγκλα τα ερείπια των πόλεων των Μάγια;
Από καιρό υπήρχε η υποψία ότι πολλές από τις μυστηριώδεις εκείνες καταρρεύσεις πολιτισμών προκλήθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, από οικολογικά προβλήματα: οι άνθρωποι κατέστρεψαν από αμέλεια τους περιβαλλοντικούς πόρους από τους οποίους ήταν εξαρτημένες οι κοινωνίες τους. Η υποψία για ακούσια οικολογική αυτοκτονία —«οικοκτονία»— έχει επιβεβαιωθεί από ανακαλύψεις που έκαναν στις τελευταίες δεκαετίες αρχαιολόγοι, κλιματολόγοι, ιστορικοί, παλαιοντολόγοι και παλυνολόγοι (επιστήμονες που μελετούν τη γύρη). Οι διαδικασίες μέσω των οποίων κοινωνίες του παρελθόντος αυτο-υπονομεύθηκαν καταστρέφοντας το περιβάλλον τους ανήκουν σε οκτώ κατηγορίες, διαφορετικής σχετικής σημασίας κατά περίπτωση: αποδάσωση και καταστροφή ενδιαιτημάτων, προβλήματα του εδάφους (διάβρωση, αλάτωση και απώλεια της γονιμότητας του εδάφους), προβλήματα διαχείρισης των υδάτων, υπερθηρία, υπεραλίευση, επίδραση εισαγόμενων ειδών σε αυτόχθονο είδη, αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και αυξημένη κατά κεφαλήν επίδραση των ανθρώπων.
Οι καταρρεύσεις αυτές του παρελθόντος συνήθως ακολουθούν κάπως παρόμοιες πορείες, συνιστώντας παραλλαγές στο ίδιο θέμα: Η αύξηση του πληθυσμού ανάγκαζε τους ανθρώπους να υιοθετήσουν εντατικότερα μέσα αγροτικής παραγωγής (όπως η άρδευση, η διπλοσπορά ή οι αναβαθμίδες) και να επεκτείνουν την καλλιέργεια από τα κύρια εδάφη πρώτης επιλογής σε εδάφη οριακής απόδοσης, προκειμένου να τραφούν όλο και περισσότερα πεινασμένα στόματα. Ατελέσφορες πρακτικές οδήγησαν σε περιβαλλοντικές καταστροφές ενός ή περισσότερων από τους τύπους που αναφέρθηκαν, με αποτέλεσμα τα καλλιεργήσιμα εδάφη οριακής απόδοσης να χρειαστεί πάλι να εγκαταλειφθούν. Οι συνέπειες για την κοινωνία ήταν η έλλειψη τροφίμων, ο λιμός, οι πόλεμοι ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους που αγωνίζονταν για λίγους πόρους και οι ανατροπές κυρίαρχων ελίτ από απογοητευμένες μάζες. Τελικά, ο πληθυσμός μειωνόταν λόγω του λιμού, των πολέμων ή των ασθενειών, ενώ η κοινωνία έχανε κάποια από την πολιτική, οικονομική και πολιτισμική συνθετότητα που είχε αναπτύξει στην ακμή της.
Οι συγγραφείς υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό να επισημαίνουν τις αναλογίες ανάμεσα στην πορεία εκείνων των κοινωνιών και την ανθρώπινη ζωή —κάνοντας λόγο για τη γέννηση, την ανάπτυξη, την ακμή, τα γηρατειά και το θάνατο μιας κοινωνίας— και να υποθέτουν ότι η μακροχρόνια περίοδος των γηρατειών που οι περισσότεροι από εμάς διατρέχουμε από τα χρόνια της ακμής μέχρι το θάνατό μας ισχύει και για τις κοινωνίες. Αλλά η συγκεκριμένη μεταφορά αποδεικνύεται λανθασμένη για πολλές κοινωνίες του παρελθόντος (και για τη σύγχρονη Σοβιετική Ένωση): παρήκμασαν γοργά μετά το αποκορύφωμά τους σε αριθμούς και δύναμη, ενώ η ραγδαία παρακμή τους πρέπει να προκάλεσε έκπληξη και σοκ στους πολίτες τους. Στις χειρότερες περιπτώσεις ολοκληρωτικής κατάρρευσης, όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε μετανάστευσαν είτε πέθαναν. Εντούτοις, τη θλιβερή αυτή πορεία προφανώς δεν ακολούθησαν απαρέγκλιτα μέχρι το τέλος όλες οι κοινωνίες του παρελθόντος: διαφορετικές κοινωνίες κατέρρευσαν σε διαφορετικό βαθμό και με κάπως διαφορετικούς τρόπους, ενώ πολλές κοινωνίες δεν κατέρρευσαν ποτέ.
Στην εποχή μας, ένας τέτοιος κίνδυνος προκαλεί όλο και περισσότερη αγωνία- πράγματι, καταρρεύσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στη Σομαλία, τη Ρουάντα και μερικές άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πολλοί φοβούνται ότι η οικοκτονία έφτασε πλέον στο σημείο να επισκιάζει τον πυρηνικό πόλεμο και τις αναδυόμενες νόσους, ως απειλή για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα περιλαμβάνουν εκείνα τα οκτώ προβλήματα τα οποία υπονόμευσαν κοινωνίες του παρελθόντος συν τέσσερα καινούργια: τις ανθρωπογενείς κλιματικές αλλαγές, τη συσσώρευση τοξικών χημικών ουσιών στο περιβάλλον, το ενεργειακό έλλειμμα και την πλήρη χρησιμοποίηση της γήινης φωτοσυνθετικής ικανότητας από τον άνθρωπο. Λέγεται ότι οι περισσότερες από τις εν λόγω δώδεκα απειλές θα γίνουν καθολικά κρίσιμες στις επόμενες λίγες δεκαετίες: είτε θα λύσουμε τα προβλήματα μέχρι τότε είτε αυτά θα υπονομεύσουν όχι μόνο τη Σομαλία, αλλά και τις κοινωνίες του Πρώτου Κόσμου.
Αντί για ένα σενάριο καταστροφής που θα περιγράφει την εξαφάνιση του ανθρώπου ή μια βιβλική κατάρρευση του βιομηχανικού πολιτισμού, πολύ πιθανότερο ίσως αποδειχθεί «απλώς» ένα μέλλον σημαντικά κατώτερου βιοτικού επιπέδου, μόνιμα υψηλότερων κινδύνων και υπονόμευσης όσων σήμερα θεωρούμε ως βασικές αξίες μας. Μια τέτοια κατάρρευση θα μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές, όπως η παγκόσμια εξάπλωση νόσων ή και πολέμων, που θα πυροδοτηθούν τελικά από τη σπανιότητα των περιβαλλοντικών πόρων. Αν τούτη η σκέψη είναι σωστή, τότε οι προσπάθειές μας σήμερα θα καθορίσουν την κατάσταση του κόσμου στην οποία η τωρινή γενιά παιδιών και νεαρών ενηλίκων θα ζήσει κατά τη μέση και μεγάλη ηλικία της.
Αλλά η σοβαρότητα των σύγχρονων αυτών περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι έντονα αμφιλεγόμενη. Μήπως οι κίνδυνοι μεγαλοποιούνται ή, αντιθέτως, υποτιμιόνται; Μπορούμε άραγε να διανοηθούμε ότι ο σύγχρονος ανθρώπινος πληθυσμός των 7 σχεδόν δισεκατομμυρίων, με την πανίσχυρη σύγχρονη τεχνολογία, προκαλεί την καθολική κατάρρευση του περιβάλλοντος μας με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από εκείνους με τους οποίους λίγα μόνο εκατομμύρια ανθρώπων με λίθινα και ξύλινα εργαλεία το έκαναν ήδη να καταρρεύσει τοπικά στο παρελθόν; Θα λύσει η σύγχρονη τεχνολογία τα προβλήματά μας ή μήπως δημιουργεί καινούργια προβλήματα ταχύτερα από όσο λύνει τα παλιά; Όταν εξαντλούμε έναν πόρο (λόγου χάρη, ξυλεία, πετρέλαιο ή τα ψάρια του ωκεανού), μπορούμε να βασιζόμαστε στη δυνατότητα υποκατάστασής του με κάποιον νέο πόρο (για παράδειγμα, πλαστικά, αιολική και ηλιακή ενέργεια ή ψάρια των ιχθυοτροφείων); Μήπως τάχα δεν μειώνεται ο ρυθμός αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού, ώστε να προχωρούμε ήδη προς μια σταθεροποίησή του σε βιώσιμα επίπεδα;
Όλα τούτα τα ερωτήματα υπογραμμίζουν τους λόγους για τους οποίους εκείνες οι περιβόητες καταρρεύσεις παλιών πολιτισμών δεν συνιστούν απλώς ένα ρομαντικό μυστήριο, αλλά έχουν αποκτήσει βαθύτερο νόημα. Ίσως μπορούμε να αποκομίσουμε μερικά πρακτικά μαθήματα από τέτοια γεγονότα. Γνωρίζουμε ότι μερικές παλιές κοινωνίες κατέρρευσαν, ενώ άλλες όχι: τι κατέστησε λοιπόν ορισμένες κοινωνίες ιδιαίτερα τρωτές; Με ποιες ακριβώς διαδικασίες οι παλιές κοινωνίες διέπραξαν οικοκτονία; Γιατί μερικές παλιές κοινωνίες δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τη δεινή κατάσταση στην οποία περιέρχονταν και η οποία (μπορούμε να σκεφθούμε εκ των υστέρων) πρέπει να ήταν προφανής; Ποιες προσπάθειες ευοδώθηκαν στο παρελθόν; Αν μπορούσαμε να απαντήσουμε σε τούτα τα ερωτήματα, ίσως διαπιστώναμε ποιες κοινωνίες διατρέχουν τώρα τον μεγαλύτερο κίνδυνο και ποια μέτρα θα μπορούσαν να τις βοηθήσουν καλύτερα, χωρίς να περιμένουμε και άλλες καταρρεύσεις τύπου Σομαλίας.
Αλλά υπάρχουν επίσης και διαφορές ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και τις παλιές εκείνες κοινωνίες. Θα ήμασταν πολύ αφελείς αν νομίζαμε ότι η μελέτη του παρελθόντος θα προσφέρει απλές λύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μεταφερθούν κατευθείαν στις σημερινές κοινωνίες μας. Διαφέρουμε από τις παλιές κοινωνίες ως προς μερικές απόψεις οι οποίες σημαίνουν μικρότερους κινδύνους για εμάς απ’ ό,τι για εκείνες· μερικές από τις συχνά μνημονευόμενες τέτοιες απόψεις επικαλούνται την ισχυρή τεχνολογία μας (τα ευεργετικά της δηλαδή αποτελέσματα), την παγκοσμιοποίηση, τη σύγχρονη ιατρική και τη μεγαλύτερη γνώση για τις παλιές και τις απομονωμένες σύγχρονες κοινωνίες. Διαφέρουμε επίσης από τις παλιές κοινωνίες ως προς ορισμένες απόψεις που σημαίνουν μεγαλύτερους κινδύνους για εμάς απ’ ό,τι για εκείνες: αναφέρονται σχετικά, πάλι, η ισχυρή μας τεχνολογία (δηλαδή, τα ακούσια καταστροφικά αποτελέσματά της), η παγκοσμιοποίηση (έτσι ώστε μια κατάρρευση ακόμη και στη μακρινή Σομαλία να επηρεάζει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη), η εξάρτηση εκατομμυρίων (και, σύντομα, δισεκατομμυρίων) από τη σύγχρονη ιατρική για την επιβίωσή τους και ο πολύ μεγαλύτερος ανθρώπινος πληθυσμός. Ίσως μπορούμε, ωστόσο, να διδαχθούμε από το παρελθόν, αλλά μόνο αν αναλογιστούμε προσεκτικά τα μαθήματα που μας προσφέρει.
Η προσπάθεια κατανόησης των καταρρεύσεων του παρελθόντος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μία μεγάλη διχογνωμία και τέσσερις περιπλοκές. Η διχογνωμία αφορά την αντίσταση στην ιδέα ότι οι λαοί του παρελθόντος (μερικοί από τους οποίους είναι ως γνωστόν πρόγονοι λαών που υπάρχουν έως σήμερα και κάνουν την παρουσία τους αισθητή) συνέβαλαν με τις πράξεις τους στην ίδια τους την παρακμή. Έχουμε πολύ μεγαλύτερη συνείδηση των περιβαλλοντικών καταστροφών τώρα απ’ ό,τι είχαμε πριν από λίγες δεκαετίες. Ακόμη και ανακοινώσεις σε δωμάτια ξενοδοχείων επικαλούνται σήμερα την αγάπη για το περιβάλλον, ώστε να μας κάνουν να αισθανθούμε ενοχή αν ζητήσουμε καθαρές πετσέτες ή αφήσουμε το νερό να τρέχει. Η ζημιά στο περιβάλλον σήμερα θεωρείται ηθικώς κατακριτέα.
Διόλου παράξενο λοιπόν που οι ιθαγενείς κάτοικοι της Χαβάης και οι Μαορί δεν θέλουν να ακούνε από τους παλαιοντολόγους ότι οι πρόγονοί τους εξόντωσαν τα μισά από τα είδη πτηνών που είχαν εξελιχθεί στον τόπο τους, ή που οι ιθαγενείς Αμερικανοί δεν θέλουν να ακούνε από τους αρχαιολόγους ότι οι Ανασάζι αποψίλωσαν περιοχές των νοτιοδυτικών ΗΠΑ. Οι υποτιθέμενες ανακαλύψεις των παλαιοντολόγων και των αρχαιολόγων ηχούν στα αφτιά ορισμένων ως ένα ακόμα ρατσιστικό πρόσχημα το οποίο προβάλλουν οι λευκοί για να ξεκληρίσουν τους γηγενείς λαούς. Είναι σαν να τους λένε οι επιστήμονες «Οι πρόγονοί σας υπήρξαν κακοί διαχειριστές της γης τους, άρα τους άξιζε να τη χάσουν». Μερικοί Αμερικανοί και Αυστραλοί λευκοί, δυσαρεστημένοι με τις αποζημιώσεις και τη διανομή γης σε ιθαγενείς Αμερικανούς και αυτόχθονες Αυστραλούς, στηρίζονται όντως σε τέτοιες ανακαλύψεις για να προβάλουν τα επιχειρήματά τους σήμερα. Όχι μόνο οι γηγενείς λαοί, αλλά και μερικοί ανθρωπολόγοι και αρχαιολόγοι που τους μελετούν και ταυτίζονται μαζί τους θεωρούν τις πρόσφατες υποτιθέμενες ανακαλύψεις ως ρατσιστικά ψεύδη.
Έτσι, ορισμένοι από αυτούς καταλήγουν στο άλλο άκρο. Επιμένουν ότι οι γηγενείς λαοί του παρελθόντος υπήρξαν (όπως και οι σύγχρονοι γηγενείς) ήπιοι και οικολογικά σοφοί διαχειριστές του περιβάλλοντος τους, γνώριζαν βαθιά και σέβονταν τη φύση, ζούσαν αθώα σε έναν πραγματικό Κήπο τής Εδέμ και ποτέ δεν θα μπορούσαν να είχαν κάνει όλα αυτά τα άσχημα πράγματα. Όπως κάποτε μου είπε ένας κυνηγός από τη Νέα Γουινέα, «Αν κάποια μέρα καταφέρω να πετύχω ένα μεγάλο περιστέρι σε συγκεκριμένη κατεύθυνση από το χωριό μας, περιμένω να περάσει μία εβδομάδα πριν ξανακυνηγήσω περιστέρια, και τότε πηγαίνω στην αντίθετη κατεύθυνση». Μόνο οι μοχθηροί κάτοικοι του σύγχρονου Πρώτου Κόσμου αγνοούν τη φύση, δεν σέβονται το περιβάλλον και το καταστρέφουν.
Στην πραγματικότητα, και οι δύο ακραίες πλευρές σε τούτη τη διχογνωμία —οι ρατσιστές και όσοι πιστεύουν σε μια αρχαία Εδέμ— κάνουν το λάθος να θεωρούν τους γηγενείς λαούς του παρελθόντος ως θεμελιωδώς διαφορετικούς (είτε κατώτερους είτε ανώτερους) από τους σύγχρονους λαούς του Πρώτου Κόσμου. Η αειφόρος διαχείριση των πόρων του περιβάλλοντος υπήρξε ανέκαθεν δύσκολη, αφότου ο Homo sapiens κατέστη πιο εφευρετικός και αποτελεσματικός, αναπτύσσοντας την κυνηγετική τέχνη πριν από περίπου 50.000 χρόνια. Από τον πρώτο αποικισμό της αυστραλιανής ηπείρου, γύρω στα 46.000 χρόνια πριν, και την επακόλουθη ταχεία εξαφάνιση των περισσότερων από τα παλιά γιγάντια μαρσιποφόρα και τα άλλα μεγάλα ζώα της Αυστραλίας, κάθε αποικισμός μιας ακατοίκητης προηγουμένως γήινης μάζας —είτε της Αυστραλίας, της Βόρειας Αμερικής, της Νότιας Αμερικής, της Μαδαγασκάρης, των νησιών της Μεσογείου ή της Χαβάης, της Νέας Ζηλανδίας και δεκάδων άλλων νησιών του Ειρηνικού— συνοδεύτηκε και από ένα κύμα εξαφάνισης μεγάλων ζώων τα οποία είχαν εξελιχθεί χωρίς να φοβούνται τους ανθρώπους και έτσι σκοτώθηκαν εύκολα ή υπέκυψαν σε ανθρωπογενείς αλλαγές των ενδιαιτημάτων, σε νέα είδη παρασίτων και σε ασθένειες.
Κάθε λαός μπορεί να πέσει στην παγίδα της υπερεκμετάλλευσης των πόρων του περιβάλλοντος, λόγω προβλημάτων που είναι πανταχού παρόντα και τα οποία θα εξετάσουμε αργότερα σε τούτο το βιβλίο: το γεγονός ότι οι πόροι αρχικά φαίνονται ανεξάντλητα άφθονοι· ότι τα σημάδια της επερχόμενης εξάντλησής τους καλύπτονται από τις κανονικές διακυμάνσεις των επιπέδων των πόρων με τα χρόνια ή τις δεκαετίες· ότι είναι δύσκολο οι άνθρωποι να πειστούν να περιορίσουν την εκμετάλλευση ενός κοινού πόρου (η λεγάμενη «τραγωδία των κοινόχρηστων πόρων)· τέλος, ότι η συνθετότητα των οικοσυστημάτων συχνά καθιστά πρακτικός αδύνατη την πρόβλεψη των συνεπειών κάποιας διαταραχής που προκαλεί ο άνθρωπος, ακόμη και για έναν επαγγελματία οικολόγο. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα —τα οποία δύσκολα μπορούμε να διαχειριστούμε σήμερα— σίγουρα ήταν ακόμη δυσκολότερο στο παρελθόν να τα διαχειριστεί κανείς. Ιδιαίτερα για αρχαίους μη εγγράμματους λαούς, που δεν μπορούσαν να διαβάσουν μελέτες περί κοινωνικών καταρρεύσεων, η οικολογική καταστροφή συνιστούσε μάλλον μια τραγική, απρόβλεπτη και αθέλητη συνέπεια των καλύτερων προσπαθειών τους, παρά έναν ηθικά κατακριτέο, τυφλό ή συνειδητό εγωισμό. Όσες κοινωνίες κατέληξαν στην κατάρρευση ήταν (όπως οι Μάγια) μάλλον μερικές από τις πιο δημιουργικές και (για ένα διάστημα) τις πιο ανεπτυγμένες και επιτυχημένες της εποχής τους, παρά ανόητες και πρωτόγονες.
Οι λαοί του παρελθόντος δεν ήταν ούτε αδαείς και κακοί διαχειριστές που τους άξιζε να εξοντωθούν ή να ξεκληριστούν ούτε παντογνώστες και ευσυνείδητοι περιβαλλοντολόγοι που έλυναν προβλήματα τα οποία εμείς αδυνατούμε σήμερα να λύσουμε. Ήταν άνθρωποι σαν εμάς και αντιμετώπιζαν προβλήματα σε γενικές γραμμές παρόμοια με εκείνα που εμείς αντιμετωπίζουμε σήμερα. Άλλοτε πετύχαιναν και άλλοτε αποτύγχαναν, για τους ίδιους λόγους που και εμείς σήμερα ενίοτε πετυχαίνουμε ενίοτε αποτυγχάνουμε. Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα και σε εκείνη που αντιμετώπισαν λαοί του παρελθόντος· υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετές ομοιότητες ώστε να μπορούμε να μάθουμε από το παρελθόν.
Πάνω από όλα, θεωρώ κοντόφθαλμο και επικίνδυνο να επικαλούμαστε ιστορικές υποθέσεις για τις περιβαλλοντικές πρακτικές των ιθαγενών λαών, προκειμένου να στηρίξουμε τη δίκαιη αντιμετώπισή τους. Σε πολλές ή στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν άφθονες αποδείξεις ότι η υπόθεση αυτή (σχετικά με την περιβαλλοντολογία τύπου Εδέμ) είναι λανθασμένη. Η επίκληση της εν λόγω υπόθεσης υπονοεί ότι θα έπρεπε να τους κακομεταχειριστούμε σε περίπτωση που δεν ίσχυε. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση στην κακομεταχείρισή τους δεν βασίζεται σε καμία ιστορική υπόθεση σχετικά με τις περιβαλλοντικές πρακτικές τους: βασίζεται σε μια ηθική αρχή, στην παραδοχή δηλαδή ότι δεν πρέπει ένας λαός να ξεκληρίζει, να υποτάσσει ή να εξοντώνει κάποιον άλλο λαό.
Αυτά, όσον αφορά τη διχογνωμία σχετικά με τις οικολογικές καταρρεύσεις του παρελθόντος. Όσο για τις περιπλοκές, φυσικά και δεν αληθεύει ότι όλες οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν εξαιτίας κάποιας περιβαλλοντικής καταστροφής: στο παρελθόν, μερικές κοινωνίες κατέρρευσαν, ενώ άλλες όχι· το πραγματικό ερώτημα λοιπόν έγκειται στο γιατί μερικές μόνο κοινωνίες αποδείχθηκαν ευάλωτες και σε τι διέφεραν όσες κατέρρευσαν από εκείνες που επιβίωσαν. Μερικές από τις κοινωνίες που θα εξετάσω, όπως των Ισλανδών και των Τικοπιανών, πέτυχαν να λύσουν εξαιρετικώς δύσκολα περιβαλλοντικά προβλήματα και να επιβιώσουν για μεγάλο διάστημα, εξακολουθώντας να είναι ισχυρές και σήμερα. Για παράδειγμα, όταν οι πρώτοι νορβηγοί άποικοι της Ισλανδίας συνάντησαν ένα περιβάλλον εκ πρώτης όψεως παρόμοιο με εκείνο της Νορβηγίας —αλλά πολύ διαφορετικό στην πραγματικότητα—, κατέστρεψαν ακούσια το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του ισλανδικού εδάφους και τα περισσότερα δάση του νησιού.
Η Ισλανδία υπήρξε για μεγάλο διάστημα η πιο φτωχή και πιο κατεστραμμένη οικολογικά χώρα της Ευρώπης. Εντούτοις, οι Ισλανδοί τελικά διδάχθηκαν από την εμπειρία τους, υιοθέτησαν εντατικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και απολαμβάνουν σήμερα ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εθνικά εισοδήματα στον κόσμο. Οι Τικοπιανοί κατοικούν σε ένα μικροσκοπικό νησί το οποίο βρίσκεται τόσο μακριά από οποιονδήποτε γείτονα ώστε υποχρεώθηκαν να γίνουν αυτάρκεις σχεδόν στα πάντα· διαχειρίστηκαν, ωστόσο, τους πόρους τους τόσο σχολαστικά και ρύθμισαν το μέγεθος του πληθυσμού τους με τόση προσοχή ώστε το νησί τους παραμένει παραγωγικό, έπειτα από 3.000 χρόνια ανθρώπινης παρουσίας. Έτσι, το ανά χείρας βιβλίο δεν αποτελεί μια αδιάκοπη σειρά από καταθλιπτικές ιστορίες αποτυχιών, αλλά περιλαμβάνει επίσης και ιστορίες επιτυχιών που αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση και εμπνέουν αισιοδοξία.
Επιπρόσθετα, δεν γνωρίζω καμία περίπτωση κατά την οποία η κατάρρευση κάποιας κοινωνίας να μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε περιβαλλοντική καταστροφή: συμβάλλουν πάντα και άλλοι παράγοντες. Όταν άρχισα να σχεδιάζω το παρόν βιβλίο, δεν υπολόγισα αυτές τις περιπλοκές και νόμιζα, αφελώς, ότι το βιβλίο θα αναφερόταν απλώς σε περιβαλλοντικές καταστροφές. Τελικά, κατέληξα σε ένα πλαίσιο πέντε σημείων σχετικά με πιθανούς ενεχόμενους παράγοντες, τα οποία εξετάζω τώρα προσπαθώντας να κατανοήσω κάθε θεωρούμενη ως περιβαλλοντική κατάρρευση. Τέσσερα από αυτά τα σύνολα παραγόντων —περιβαλλοντική καταστροφή, κλιματική αλλαγή, εχθρικοί γείτονες και φιλικοί εμπορικοί εταίροι— ίσως αποδειχθούν σημαντικά, ίσως και όχι, για μια συγκεκριμένη κοινωνία. Η πέμπτη ομάδα παραγόντων —οι αντιδράσεις της κοινωνίας στα περιβαλλοντικά της προβλήματα-—-πάντα αποδεικνύεται σημαντική. Ας εξετάσουμε τούτες τις πέντε ομάδες παραγόντων μία προς μία, με μια σειρά που δεν υποδηλώνει προτεραιότητα αιτίων, αλλά διευκολύνει απλώς την παρουσίαση.
Μια πρώτη ομάδα παραγόντων αφορά τη ζημιά που οι άνθρωποι προκαλούν από αμέλεια στο περιβάλλον τους, όπως ανέφερα ήδη. Η έκταση και η αναστρεψιμότητα της ζημιάς αυτής εξαρτώνται εν μέρει από τις πράξεις και τις συνήθειες των ανθρώπων (για παράδειγμα, πόσα δέντρα κόβουν ανά στρέμμα ετησίως) και εν μέρει από ιδιότητες του περιβάλλοντος (όπως εκείνες που καθορίζουν πόσα νεαρά φυτά βλασταίνουν ανά στρέμμα και με τι ετήσιο ρυθμό αναπτύσσονται τα δενδρύλλια). Αυτές οι ιδιότητες του περιβάλλοντος αναφέρονται είτε ως «ευπάθεια» (ευαισθησία σε ζημιές) είτε ως «ανθεκτικότητα» (δυνατότητα ανάκαμψης από ζημιές), ενώ μπορεί κανείς να αναφέρεται χωριστά στην ευπάθεια ή την ανθεκτικότητα των δασών, των εδαφών, του ιχθυοπληθυσμού κ.λπ. μιας περιοχής. Επομένως, οι λόγοι για τους οποίους μόνο ορισμένες κοινωνίες υπέστησαν περιβαλλοντικές καταρρεύσεις μπορεί καταρχήν να σχετίζονται είτε με εξαιρετική επιπολαιότητα των λαών τους είτε με εξαιρετική ευπάθεια κάποιων όψεων του περιβάλλοντος τους, ή και με τα δύο.
Το επόμενο σημείο στο υπό εξέταση πλαίσιο των πέντε σημείων είναι η κλιματική αλλαγή, όρος τον οποίο σήμερα τείνουμε να συνδέουμε με την παγκόσμια θέρμανση που προκαλούν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, το κλίμα μπορεί να γίνεται θερμότερο ή ψυχρότερο, υγρότερο ή ξηρότερο, λιγότερο ή περισσότερο μεταβλητό μέσα σε μήνες ή σε χρόνια, λόγω αλλαγών στις φυσικές δυνάμεις που το διαμορφώνουν και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τους ανθρώπους. Παραδείγματα τέτοιων δυνάμεων αποτελούν οι μεταβολές στη θερμότητα που εκπέμπει ο Ήλιος, οι εκρήξεις ηφαιστείων που εκτοξεύουν σκόνη στην ατμόσφαιρα, οι αλλαγές στον προσανατολισμό του άξονα της Γης σε σχέση με την τροχιά της και οι αλλαγές στην κατανομή της ξηράς και του ωκεανού στην επιφάνεια της Γης. Μερικές από τις πολυσυζητημένες περιπτώσεις φυσικής κλιματικής αλλαγής είναι η επέκταση και η υποχώρηση ηπειρωτικών στρωμάτων πάγου κατά τη διάρκεια των Εποχών των Παγετώνων που άρχισαν πριν από 2 και πλέον εκατομμύρια χρόνια, η επονομαζόμενη Μικρή Εποχή των Παγετώνων από το 1400 έως το 1800 μ.Χ. περίπου και η παγκόσμια πτώση της θερμοκρασίας μετά την τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη του Όρους Ταμπόρα της Ινδονησίας στις 5 Απριλίου 1815. Εκείνη η έκρηξη εκτόξευσε τόσο πολλή σκόνη στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας ώστε η ποσότητα ηλιακού φωτός που έφτανε στο έδαφος μειώθηκε έως ότου κατακάθισε η σκόνη, προκαλώντας εκτεταμένους λιμούς ακόμη και στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών και της μειωμένης συγκομιδής το καλοκαίρι τού 1816 («η χρονιά χωρίς καλοκαίρι»).
Η κλιματική αλλαγή αποτέλεσε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι σήμερα για κοινωνίες του παρελθόντος στις οποίες δεν υπήρχε γραπτός λόγος και όπου η μέση διάρκεια ανθρώπινης ζωής ήταν μικρότερη, διότι το κλίμα σε πολλά μέρη του κόσμου τείνει να μεταβάλλεται όχι απλώς από τον ένα χρόνο στον άλλο αλλά σε μια χρονική κλίμακα πολλών δεκαετιών· για παράδειγμα, πολλές υγρές δεκαετίες τις οποίες ακολουθεί μισός αιώνας ξηρασίας. Σε πολλές προϊστορικές κοινωνίες, η μέση διάρκεια μίας ανθρώπινης γενιάς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου