δὲν ἤξερε ἕναν τέτοιον λόγο πῶς νὰ πεῖ
πρὸς τὴν μητέρα του: ὅτι ἀπαιτοῦσε ὁ Πτολεμαῖος
γιὰ ἐγγύησιν τῆς συμφωνίας των ν᾿ ἀποσταλεῖ κι αὐτὴ
εἰς Αἴγυπτον καὶ νὰ φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ἀνοίκειον πρᾶγμα.
Κι ὅλο ἤρχονταν γιὰ νὰ μιλήσει· κι ὅλο δίσταζε.
Κι ὅλο ἄρχιζε νὰ λέγει· κι ὅλο σταματοῦσε.
(εἶχεν ἀκούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
καὶ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ ἐξηγηθεῖ.
Καὶ γέλασε· κ᾿ εἶπε βεβαίως πηαίνει.
Καὶ μάλιστα χαίρονταν ποὺ μποροῦσε νά ᾿ναι
στὸ γῆρας της ὠφέλιμη στὴν Σπάρτη ἀκόμη.
Ὅσο γιὰ τὴν ταπείνωσι – μὰ ἀδιαφοροῦσε.
Τὸ φρόνημα τῆς Σπάρτης ἀσφαλῶς δὲν ἦταν ἱκανὸς
νὰ νοιώσει ἕνας Λαγίδης χθεσινός·
ὅθεν κ᾿ ἡ ἀπαίτησίς του δὲν μποροῦσε
πραγματικῶς νὰ ταπεινώσει Δέσποιναν
Ἐπιφανῆ ὡς αὐτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
Κ. Π. Καβάφης [1928]
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου