«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἄλγιον· οὐ γάρ οἵ τι τάδ᾽ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,
οὐδ᾽ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν.
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾽ ἡμέας, ὄφρα καὶ ἤδη
295 ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀργείη δ᾽ Ἑλένη δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι, καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
300 αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
δέμνια δὲ στόρεσαν· ἐκ δὲ ξείνους ἄγε κῆρυξ.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο,
Τηλέμαχός θ᾽ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός·
Ἀτρεΐδης δὲ καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
305 πὰρ δ᾽ Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο, δῖα γυναικῶν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
310 βῆ δ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην,
Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ᾽ ἤγαγε, Τηλέμαχ᾽ ἥρως,
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης;
δήμιον ἦ ἴδιον; τόδε μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
315 Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἤλυθον εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.
ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα,
δυσμενέων δ᾽ ἀνδρῶν πλεῖος δόμος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
320 μῆλ᾽ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς,
μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾽ ἱκάνομαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν, ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας
325 πλαζομένου· πέρι γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ.
μηδέ τί μ᾽ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾽ ἐλεαίρων,
ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.
λίσσομαι, εἴποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ὀδυσσεύς,
ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
330 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾽ Ἀχαιοί·
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ
ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες.
335 ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος
νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς
κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα
βοσκομένη, ὁ δ᾽ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,
ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν,
340 ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ποτ᾽ ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ
ἐξ ἔριδος Φιλομηλεΐδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς,
κὰδ δ᾽ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί,
345 τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς·
πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ταῦτα δ᾽ ἅ μ᾽ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε
ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν, οὐδ᾽ ἀπατήσω·
ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής,
350 τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
***
290 Ανταποκρίθηκε κι ο συνετός Τηλέμαχος τώρα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού σου,
ο πόνος έτσι μεγαλώνει· γιατί όλα αυτά τα κατορθώματα
δεν έφτασαν για ν᾽ αποτρέψουν τον θλιβερό χαμό του,
κι ας είχε εκείνος μέσα του καρδιά από ατσάλι.
Αλλά καιρός, με τη δική σας συγκατάθεση, να πέσουμε στο στρώμα,
να βρούμε τέρψη κι ανακούφιση στον ύπνο, γλυκά να κοιμηθούμε.»
Μίλησε, κι αμέσως η αργεία Ελένη δίνει εντολή
στις παρακόρες της, εκεί μπροστά στην αίθουσα με τη σκεπή,
τις κλίνες τους να στήσουν, να ρίξουν πάνω τους ωραία στρωσίδια
πορφυρά, ν᾽ απλώσουν τα χαλιά και τις σγουρές φλοκάτες,
γύρω τους να τις τυλιχτούν.
300 Εκείνες βγήκαν απ᾽ την αίθουσα, στα χέρια τους κρατώντας δάδες,
κι ετοίμασαν τα δυο κρεβάτια· ευθύς ο κήρυκας παρέξω
οδήγησε τους ξένους, κι αυτοί κοιμήθηκαν στου παλατιού τον πρόδομο,
γενναίος ο Τηλέμαχος, λαμπρός ο γιος του Νέστορα.
Κι ο γιος του Ατρέα πήγε στη μέσα μέσα κάμαρη
του ψηλοτάβανου σπιτιού να κοιμηθεί· πλάι του πλάγιασε
η Ελένη πεπλοφόρος, γυναίκα θείας ομορφιάς.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του πετάχτηκε με τη βαριά φωνή ο Μενέλαος,
το ρούχο του φορώντας πέρασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια,
310 κι από την κάμαρή του βγήκε προχωρώντας σαν θεός·
πήγε μετά και κάθησε πλάι στον Τηλέμαχο, μιλώντας είπε:
«Γενναίε Τηλέμαχε, ποια ανάγκη σ᾽ έφερε στα μέρη μας,
εδώ στη θεία Λακεδαίμονα, περνώντας την πλατιά ράχη
της θάλασσας; δημόσιος λόγος ή προσωπική σου υπόθεση;
Πες μου και μίλα την αλήθεια.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, της χώρας στυλοβάτη,
ήλθα να μάθω αν κάποιαν είδηση ίσως μου πεις για τον πατέρα μου.
Γιατί το σπίτι μου ερημώνεται, ρημάζουν κάρπιμα χωράφια,
γέμισε το παλάτι μ᾽ ένα τσούρμο εχθρούς, που αδιάκοπα
320 και σωρηδόν σφάζουν τα πρόβατα, βόδια στριφτόποδα κι ελικοκέρατα —
είναι της μάνας μου οι μνηστήρες, βάναυσοι κι αλαζόνες.
Γι᾽ αυτόν τον λόγο τώρα προσπέφτω στα δικά σου γόνατα,
αν ήθελες εκείνου τον φριχτό χαμό να πεις,
ανίσως και τον είδες με τα μάτια σου
ή κι άλλον άκουσες για κείνον να μιλά
στην περιπλάνησή του —
αφού τον γέννησε τρισάμοιρον αυτόν η μάνα του.
Μη λυπηθείς λοιπόν και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις·
μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω τα όσα αντίκρισαν τα μάτια σου.
Σε ικετεύω· αν κάποτε ο πατέρας μου, ο τιμημένος Οδυσσέας,
κάτι σπουδαίο κατόρθωσε, με λόγο ή έργο, εκεί στης Τροίας τη χώρα,
330 όπου κι εσείς οι Αχαιοί ζήσατε τόσα πάθη,
αυτά θυμήσου τώρα και πες μου την αλήθεια.»
Του μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, με δυσφορία μεγάλη:
«Πανάθεμά τους! Σε ποιανού την κλίνη θέλησαν να πλαγιάσουν·
ενός περήφανου με τίμιο φρόνημα, αυτοί οι δειλοί και τιποτένιοι.
Πώς κάποτε στο δάσος ελαφίνα πάτησε μονιά από λιοντάρι ανήμερο,
που πήγε εκεί και κοίμισε τα βυζανιάρικα νιογέννητά της ελαφάκια
κι ύστερα βγήκε να γυρέψει τη βοσκή της σε φαράγγια,
λαγκάδες χλοερές, αλλά την πρόφτασε γυρνώντας πίσω το λιοντάρι,
και μέσα εκεί θανάτωσε κι αυτήν κι αυτά, άθλια κι άσχημα·
340 παρόμοιο θάνατο θα δώσει και σ᾽ εκείνους ο Οδυσσέας.
Αμποτε, Δία πατέρα, Αθηνά κι Απόλλωνα,
να ᾽ταν εκείνος τώρα όπως στη Λέσβο τότε την καλοχτισμένη,
όταν λογόφεραν με τον Φιλομηλείδη, οπότε αυτός σηκώθηκε
μαζί του να παλέψει, κι όπως τον έριξε στο χώμα με τη δύναμή του,
έδειξαν τη χαρά τους όλοι οι Αχαιοί.
Άμποτε τέτοιος ο Οδυσσέας να ᾽σμιγε με τους μνηστήρες,
τότε πικρός θα ᾽βγαινε ο γάμος τους, απότομος ο θάνατός τους.
Όσο για κείνα που ρωτάς παρακαλώντας, εγώ δεν πρόκειται
άλλα να σου πω, για να ξεφύγω ή να σε ξεγελάσω·
ό,τι μου εξήγησε ο αλάνθαστος ενάλιος γέροντας, τίποτε
350 απ᾽ αυτά δεν θα σου κρύψω, μήτε θα τα σκεπάσω.
290 Ανταποκρίθηκε κι ο συνετός Τηλέμαχος τώρα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού σου,
ο πόνος έτσι μεγαλώνει· γιατί όλα αυτά τα κατορθώματα
δεν έφτασαν για ν᾽ αποτρέψουν τον θλιβερό χαμό του,
κι ας είχε εκείνος μέσα του καρδιά από ατσάλι.
Αλλά καιρός, με τη δική σας συγκατάθεση, να πέσουμε στο στρώμα,
να βρούμε τέρψη κι ανακούφιση στον ύπνο, γλυκά να κοιμηθούμε.»
Μίλησε, κι αμέσως η αργεία Ελένη δίνει εντολή
στις παρακόρες της, εκεί μπροστά στην αίθουσα με τη σκεπή,
τις κλίνες τους να στήσουν, να ρίξουν πάνω τους ωραία στρωσίδια
πορφυρά, ν᾽ απλώσουν τα χαλιά και τις σγουρές φλοκάτες,
γύρω τους να τις τυλιχτούν.
300 Εκείνες βγήκαν απ᾽ την αίθουσα, στα χέρια τους κρατώντας δάδες,
κι ετοίμασαν τα δυο κρεβάτια· ευθύς ο κήρυκας παρέξω
οδήγησε τους ξένους, κι αυτοί κοιμήθηκαν στου παλατιού τον πρόδομο,
γενναίος ο Τηλέμαχος, λαμπρός ο γιος του Νέστορα.
Κι ο γιος του Ατρέα πήγε στη μέσα μέσα κάμαρη
του ψηλοτάβανου σπιτιού να κοιμηθεί· πλάι του πλάγιασε
η Ελένη πεπλοφόρος, γυναίκα θείας ομορφιάς.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του πετάχτηκε με τη βαριά φωνή ο Μενέλαος,
το ρούχο του φορώντας πέρασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια,
310 κι από την κάμαρή του βγήκε προχωρώντας σαν θεός·
πήγε μετά και κάθησε πλάι στον Τηλέμαχο, μιλώντας είπε:
«Γενναίε Τηλέμαχε, ποια ανάγκη σ᾽ έφερε στα μέρη μας,
εδώ στη θεία Λακεδαίμονα, περνώντας την πλατιά ράχη
της θάλασσας; δημόσιος λόγος ή προσωπική σου υπόθεση;
Πες μου και μίλα την αλήθεια.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος αμέσως αποκρίθηκε:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, της χώρας στυλοβάτη,
ήλθα να μάθω αν κάποιαν είδηση ίσως μου πεις για τον πατέρα μου.
Γιατί το σπίτι μου ερημώνεται, ρημάζουν κάρπιμα χωράφια,
γέμισε το παλάτι μ᾽ ένα τσούρμο εχθρούς, που αδιάκοπα
320 και σωρηδόν σφάζουν τα πρόβατα, βόδια στριφτόποδα κι ελικοκέρατα —
είναι της μάνας μου οι μνηστήρες, βάναυσοι κι αλαζόνες.
Γι᾽ αυτόν τον λόγο τώρα προσπέφτω στα δικά σου γόνατα,
αν ήθελες εκείνου τον φριχτό χαμό να πεις,
ανίσως και τον είδες με τα μάτια σου
ή κι άλλον άκουσες για κείνον να μιλά
στην περιπλάνησή του —
αφού τον γέννησε τρισάμοιρον αυτόν η μάνα του.
Μη λυπηθείς λοιπόν και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις·
μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω τα όσα αντίκρισαν τα μάτια σου.
Σε ικετεύω· αν κάποτε ο πατέρας μου, ο τιμημένος Οδυσσέας,
κάτι σπουδαίο κατόρθωσε, με λόγο ή έργο, εκεί στης Τροίας τη χώρα,
330 όπου κι εσείς οι Αχαιοί ζήσατε τόσα πάθη,
αυτά θυμήσου τώρα και πες μου την αλήθεια.»
Του μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, με δυσφορία μεγάλη:
«Πανάθεμά τους! Σε ποιανού την κλίνη θέλησαν να πλαγιάσουν·
ενός περήφανου με τίμιο φρόνημα, αυτοί οι δειλοί και τιποτένιοι.
Πώς κάποτε στο δάσος ελαφίνα πάτησε μονιά από λιοντάρι ανήμερο,
που πήγε εκεί και κοίμισε τα βυζανιάρικα νιογέννητά της ελαφάκια
κι ύστερα βγήκε να γυρέψει τη βοσκή της σε φαράγγια,
λαγκάδες χλοερές, αλλά την πρόφτασε γυρνώντας πίσω το λιοντάρι,
και μέσα εκεί θανάτωσε κι αυτήν κι αυτά, άθλια κι άσχημα·
340 παρόμοιο θάνατο θα δώσει και σ᾽ εκείνους ο Οδυσσέας.
Αμποτε, Δία πατέρα, Αθηνά κι Απόλλωνα,
να ᾽ταν εκείνος τώρα όπως στη Λέσβο τότε την καλοχτισμένη,
όταν λογόφεραν με τον Φιλομηλείδη, οπότε αυτός σηκώθηκε
μαζί του να παλέψει, κι όπως τον έριξε στο χώμα με τη δύναμή του,
έδειξαν τη χαρά τους όλοι οι Αχαιοί.
Άμποτε τέτοιος ο Οδυσσέας να ᾽σμιγε με τους μνηστήρες,
τότε πικρός θα ᾽βγαινε ο γάμος τους, απότομος ο θάνατός τους.
Όσο για κείνα που ρωτάς παρακαλώντας, εγώ δεν πρόκειται
άλλα να σου πω, για να ξεφύγω ή να σε ξεγελάσω·
ό,τι μου εξήγησε ο αλάνθαστος ενάλιος γέροντας, τίποτε
350 απ᾽ αυτά δεν θα σου κρύψω, μήτε θα τα σκεπάσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου